Πώς ακριβώς καθορίζονται οι τιμές?

Στις καθημερινές συζητήσεις μας συχνά ακούμε τη λέξη ακρίβεια. Ο μέσος Ελληνας έχει την αίσθηση ότι οι τιμές των προϊόντων στην Ελλάδα του επιτρέπουν να αγοράσει λιγότερα αγαθά και υπηρεσίες σε σχέση με το μέσο Ευρωπαίο. Το συμπέρασμα που βγάζει είναι ότι το πρόβλημα είναι οι υψηλές τιμές. Στο παρακάτω κείμενο εξηγώ γιατί οι υψηλές τιμές είναι το σύμπτωμα, ενώ το πραγματικό πρόβλημα είναι η χαμηλή παραγωγικότητα της Ελληνικής οικονομίας. Βάση της ανάλυσης συμπεραίνω ότι η λύση στο πρόβλημα είναι όχι η τεχνητή συγκράτηση των τιμών ή οι διαδηλώσεις εναντίον της ακρίβειας, αλλά μεταρυθμίσεις που σκοπό έχουν την αύξηση της παραγωγικότητας. Το παρακάτω παράδειγμα, βασισμένο στην ποσοτική θεωρία του χρήματος (Quantity Theory of Money), αρκεί για να γίνω πιο κατανοητός.

Ας υποθέσουμε ότι ζούμε σε μια κοινωνία όπου οι πολίτες παράγουν και καταναλώνουν ένα μόνο προϊόν, παγωτό. Οι εργαζόμενοι είναι οργανωμένοι σε ομάδες/επιχειρήσεις. Η κάθε επιχείρηση παράγει μια γεύση παγωτού, την οποία πουλάει στους καταναλωτές και εισπράττει Ευρώ. Τα Ευρώ αυτά τα διανέμει στους εργαζόμενους και τους ιδιοκτήτες του εξοπλισμού που χρησιμοποιεί η επιχείρηση, οι οποίοι τα χρησιμοποιούν για να αγοράσουν γεύσεις παγωτού και από τις υπόλοιπες επιχειρήσεις. Ας υποθέσουμε ακόμα ότι στην οικονομία αυτή η Κεντρική Τράπεζα έχει τυπώσει 10.000 Ευρώ, και ότι κατά τη διάρκεια ενός έτους κάθε Ευρώ αλλάζει χέρια (δαπανάται) κατά μέσο όρο 10 φορές. H συνολική δαπάνη της οικονομίας ανά έτος είναι λοιπόν 100.000 Ευρώ (10.000 Ευρώ επί 10 φορές που δαπανάται το καθένα).

Ας υποθέσουμε επίσης ότι οι επιχειρήσεις, χρησιμοποιώντας τον εξοπλισμό και την τεχνογνωσία που διαθέτουν, μπορούν να παράξουν 1.000 κιλά παγωτό ανά έτος, και ότι σκοπός τους είναι να πουλήσουν το προϊόν τους σε όσο μεγαλύτερη τιμή γίνεται χωρίς ωστόσο να τους μείνει περίσσευμα. Ποιο θα είναι το επίπεδο των τιμών σε αυτήν την οικονομία? Η απάντηση είναι προφανώς 100 Ευρώ το κιλό. Αυτή είναι η ανώτατη τιμή την οποία μπορούν να χρεώσουν και ταυτόχρονα να πουλήσουν και τα 1.000 κιλά της παραγωγής. Αν από απληστία χρεώσουν 1.000 Ευρώ το κιλό, οι καταναλωτές, ξοδεύοντας 100.000 Ευρώ ανά έτος θα μπορέσουν να αγοράσουν μόνο 100 κιλά, και τα υπόλοιπα θα μείνουν αδιάθετα. Ο λόγος είναι ότι η αύξηση του επιπέδου των τιμών μειώνει την αγοραστική δύναμη του χρήματος, και έτσι κάθε Ευρώ που δαπανάται μπορεί να αγοράσει λιγότερο προϊόν.

Ας υποθέσουμε τώρα ότι ύστερα από κάποιες αλλαγές στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής οι ίδιοι εργαζόμενοι αρχιζουν να παράγουν 2.000 κιλά παγωτού ανά έτος. Αν οι επιχειρήσεις συνεχίσουν να χρεώνουν την ίδια τιμή, οι καταναλωτές, όπως είδαμε, θα μπορούν να αγοράσουν 1.000 κιλά παγωτό και τα υπόλοιπα 1.000 θα μείνουν αδιάθετα. Προκειμένου να αποφύγουν κάτι τέτοιο οι επιχειρήσεις θα αναγκαστούν να μειώσουν την τιμή στα 50 Ευρώ το κιλό. Η αύξηση της αγοραστικής δύναμης του χρήματος θα επιτρέψει στους καταναλωτές, με τις ίδιες δαπάνες των 100.000 Ευρώ, να αγοράσουν 2.000 κιλά, ολόκληρη δηλαδή την παραγωγή.

Αν στο παράδειγμά μας ρωτήσουμε τους καταναλωτές γιατί μπορούν να τρώνε περισσότερο παγωτό, οι περισσότεροι θα πούνε ότι μπορούν διότι το παγωτό έγινε φτηνότερο. Η πραγματικότητα ωστόσο είναι ότι οι καταναλωτές μπορούν να τρώνε περισσότερο διότι η παραγωγή παγωτού αυξήθηκε. Αύξηση της κατανάλωσης προϋποθέτει αύξηση της παραγωγής. Η πτώση των τιμών είναι μόνο το αποτέλεσμα.

Για να επιστρέψουμε λοιπόν στο δικό μας κόσμο, ο λόγος για τον οποίο ο Έλληνας βρίσκει ότι με ίδιο ή και χαμηλότερο εισόδημα από του Γερμανού αναγκάζεται να πληρώνει υψηλότερες τιμές είναι ότι η παραγωγή ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα είναι μικρότερη από αυτήν της Γερμανίας. Μόνο όταν η θέση αυτή γίνει αποδεκτή θα αρχίσουμε να αναζητούμε τα αίτια της ακρίβειας εκεί που πραγματικά βρίσκονται. Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα γιατί η ζωή στην Ελλάδα είναι ακριβή, πρέπει ουσιαστικά να εξηγήσει γιατί η παραγωγικότητα είναι χαμηλή.

Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, ισχυριζόμαστε ότι το γάλα είναι ακριβό γιατί υπάρχει καρτέλ. Η ύπαρξη καρτέλ όμως προϋποθέτει την ύπαρξη λίγων εταιριών στην αγορά, ώστε να μπορούν να συμφωνούν να πωλούν το γάλα σε υψηλότερη τιμή (έστω και αν αυτό σημαίνει λιγότερες πωλήσεις και παραγωγή), αποκομίζοντας έτσι υψηλά κέρδη. Η λογική όμως λέει ότι στην περίπτωση αυτή νέες γαλακτοβιομηχανίες θα έμπαιναν στην επικερδή αυτή αγορά, και η αύξηση της παραγωγής (ας την πούμε αύξηση του ανταγωνισμού) θα μείωνε τις τιμές. Τι είναι αυτό που εμποδίζει την είσοδο νέων εταιριών στο χώρο? Τι πρέπει να κάνουμε για να αρθούν αυτά τα εμπόδια? Και τελικά, είναι πράγματι η καρτελοποίηση της Ελληνικής οικονομίας το πρόβλημα, ή μήπως υπάρχουν άλλοι παράγοντες που ευθύνονται για τη μειωμένη παραγωγή, όπως π.χ. η κρατική γραφειοκρατία, οι κοινωνικές αναταραχές, κ.ο.κ? Κάποια από αυτά τα ερωτήματα έχουν απαντηθεί και θα συνεχίσουν να απαντούνται σε αυτήν την ιστοσελίδα.

Υστερόγραφο 1: Πιθανώς κάποιος να παρατηρήσει ότι οι τιμές διαχρονικά δεν είναι σταθερές αλλά αυξάνονται (πληθωρισμός), και έτσι το παράδειγμα που έφερα δεν απεικονίζει την πραγματικότητα. Η απάντηση είναι ότι η συνεχής άνοδος των τιμών οφείλεται στην αύξηση της ποσότητας του χρήματος, κάτι που δεν συμπεριέλαβα στο παράδειγμα προκειμένουν να κρατήσω την ανάλυση όσο πιο απλή γίνεται. Όπως είπα και πριν, οι επιχειρήσεις δε μπορούν να αυξάνουν τις τιμές τους συνεχως καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε συνεχή μείωση των πωλήσεων λόγω της συνεχής μείωσης της αγοραστικής δύναμης του χρήματος, και άρα φθίνουσα παραγωγή και αυξανόμενη ανεργία. Ωστόσο, αν στο παράδειγμά μας η Κεντρική Τράπεζα αυξήσει την ποσότητα του χρήματος σε 20.000 Ευρώ ώστε οι ετήσιες δαπάνες να αυξηθούν στις 200.000, οι επιχειρήσεις θα μπορούν να χρεώσουν 200 Ευρώ και ταυτόχρονα να πωλήσουν και τα 1.000 κιλά της παραγωγής. Επομένως η συνεχή αύξηση των τιμών (πληθωρισμός) είναι δυνατή μακροπρόθεσμα μόνο αν η Κεντρική Τράπεζα αυξάνει την προσφορά του χρήματος με ρυθμό που υπερβαίνει το ρυθμό αύξησης της παραγωγής. Είναι σημαντικό όμως να επισημανθεί ότι ο πληθωρισμός αυτός δεν επιρεάζει αρνητικά τους πολίτες: 1.000 κιλά παγωτού έτρωγαν πριν, 1.000 κιλά τρώνε και τώρα. Ο λόγος είναι ότι η αύξηση των τιμών στην περίπτωση αυτή συνοδεύεται από ταυτόχρονη αύξηση των χρηματικών εισοδημάτων.

Υστερόγραφο 2: Μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την αύξηση των τιμών στην Ελλάδα και παγκοσμίως πρόσφατα είναι η αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Στο παράδειγμα που έφερα η αύξηση αυτή φαίνεται ώς εξής. Ας υποθέσουμε ότι το πετρέλαιο είναι αντίστοιχα το γάλα που χρειάζεται για να φτιαχτεί το παγωτό, και ότι αυτό το γάλα πρέπει να το εισάγουμε πληρώνοντας ως αντίτιμο ένα μέρος της παραγωγής, έστω 500 κιλά παγωτό, ενώ πριν το είχαμε δωρεάν. Παρόλο που στην περίπτωση αυτή η παραγωγή είναι η ίδια, το ποσό του παγωτού που απομένει για εγχώρια κατανάλωση είναι το μισό από πριν. Οι επιχειρήσεις έχουν μόνο 500 κιλά να πωλήσουν, τη στιγμή που οι καταναλωτές δαπανούν 100.000 Ευρώ. Ως αποτέλεσμα θα ανεβάσουν την τιμή στα 200 Ευρώ το κιλό. Οι καταναλωτές θα νομίζουν ότι μπορούν να αγοράσουν λιγότερο παγωτό επειδή έγινε πιο ακριβό. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι η άνοδος της τιμής είναι το αποτέλεσμα. Η πραγματική αιτία είναι ότι μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής πάει για να πληρωθούν οι εκτώς της χώρας παραγωγοί της πρώτης ύλης (πετρελαιοπαραγωγικές ή στο παράδειγμά μας γαλακτοπαραγωγικές χώρες) με αποτέλεσμα να μένει λιγότερο προϊόν για τους εγχώριους καταναλωτές.

29 thoughts on “Πώς ακριβώς καθορίζονται οι τιμές?”

  1. Ας υποθέσουμε τώρα ότι ύστερα από κάποιες αλλαγές στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής οι ίδιοι εργαζόμενοι αρχιζουν να παράγουν 2.000 κιλά παγωτού ανά έτος. Αν οι επιχειρήσεις συνεχίσουν να χρεώνουν την ίδια τιμή, οι καταναλωτές, όπως είδαμε, θα μπορούν να αγοράσουν 1.000 κιλά παγωτό και τα υπόλοιπα 1.000 θα μείνουν αδιάθετα. Προκειμένου να αποφύγουν κάτι τέτοιο οι επιχειρήσεις θα αναγκαστούν να μειώσουν την τιμή στα 50 Ευρώ το κιλό. Η αύξηση της αγοραστικής δύναμης του χρήματος θα επιτρέψει στους καταναλωτές, με τις ίδιες δαπάνες των 100.000 Ευρώ, να αγοράσουν 2.000 κιλά, ολόκληρη δηλαδή την παραγωγή.

    Έστω οτι είμαι ένας παραγώγος που μπορεί να παράγει είτε 1.000 κιλά παγωτό και να το πουλάω 100 Ευρω το κιλό , είτε 2.000 κιλά παγωτό και να το πουλάω 50 Ευρώ το κιλό. Δέν ξέρω αν φτάει που είμαι Ελληνας , και συνεπώς κατα την αποψή πολλών τεμπέλης , αλλά εγω θα προτιμούσα να παράγω τα 1.000 κιλά μόνο , αφού ετσι κι αλλίως θα έβγαζα τα ίδια χρήματα. Αν μπορούσα να παράγω και 1 μόνο κιλό και να το πουλάω 100.000 Ευρώ ακόμα καλύτερα….

    Reply
  2. Η ανάλυση σας είναι πολύ καλή και θα συμφωνήσω μαζί σας ότι οι τιμές δεν πέφτουν ούτε με αγορανομικούς ελέγχους ούτε με διαδηλώσεις. Αλλά η ανάλυση σας πάσχει κατά την γνώμη μου σε αυτό που ο flou σας επισημαίνει. Ότι αν μπορώ με μικρότερη παραγωγή να εισπράξω τα ίδια χρήματα θα το κάνω.

    Όπως λέει και ο Mises: A general rise in prices can only occur if there is either a drop in the supply of all commodities or an increase in the supply of money. If one wants to know whether or not there is credit expansion, one must look at the supply of fiduciary media, not at the arithmetical state of interest rates.

    Αλλά κι εσείς στο ΥΓ σας θέτετε την βασική παράμετρο που δεν είναι άλλη από την αύξηση της ποσότητας του χρήματος στην αγορά (πληθωρισμός) της οποίας η αύξηση των τιμών είναι μόνο το σύμπτωμα. Στην περίπτωση της Ελλάδας ο δανεισμός, τόσο του κράτους όσο και των καταναλωτών συμβάλλει στην αύξηση του χρήματος. Μόνο που αυτό το χρήμα δεν είναι αποτέλεσμα της παραγωγής, αλλά είναι στην ουσία πληθωριστικό. Έτσι, είναι σαν στο παράδειγμα σας του παγωτού να παράγονται πάλι 1000 κιλά αλλά το διαθέσιμο χρήμα να μην είναι 100.000 €, αλλά 150.000€. Τότε η τιμή του παγωτού θα πάει 150€ το κιλό. Κι αυτό γιατί ο καταναλωτής έχει τα χρήματα να το πληρώσει λόγω του δανεισμού. Όμως όταν θα αρχίσει η αποπληρωμή των δόσεων και δεν θα έχει τα 150€ μόνο για παγωτό αλλά θα πρέπει να πληρώσει και δόσεις θα μειώσει την κατανάλωση. Η τιμή όμως δεν θα πέσει αμέσως και αυτόματα. Θα παραμένει υψηλή.

    Υπάρχουν όμως κι αυτοί που δεν έχουν πρόσβαση στο επιπλέον χρήμα. Αυτοί θα κρατήσουν τα λεφτά τους περιμένοντας ότι οι τιμές θα πέσουν. Βλέποντας όμως ότι οι τιμές δεν πέφτουν και ότι αντίθετα η αξία του χρήματος χάνεται θα ρίξουν κι αυτοί τις οικονομίες τους στην αγορά συντηρώντας έτσι τις ψηλές τιμές. Έτσι στο τέλος οι τιμές των προϊόντων που πριν 1 ή 2 χρόνια μας φαίνονταν λογικές, τώρα να μας φαίνονται ακριβές.

    Θα ρωτήσει κανείς βέβαια, γιατί οι επιχειρήσεις δεν αυξάνουν την παραγωγή τους ή γιατί δεν μπαίνουν καινούργιοι παίχτες στην αγορά. Η απάντηση είναι λόγω του κρατικού προστατευτισμού. Γιατί το κόστος (διαδικασίες γραφειοκρατικές για την ίδρυση και επέκταση επιχειρήσεων, προστασία κλάδου μεταφορών -κλειστό επάγγελμα-, προστασία στους παλιούς του κάθε κλάδου κλπ) είναι μεγάλο για κάποιον που θέλει να μπει στον κλάδο ή να επεκταθεί. Έτσι όλοι βασίζονται, όσο αντέχουν στο πληθωριστικό χρήμα. Γιατί χωρίς αύξηση της παραγωγής έχουν τα εισοδήματα που θέλουν.

    Reply
  3. flou , αν το παγωτό είχε 100.000 € το κιλό προφανώς θα βρίσκονταν πολλοί που θα είχαν διάθεση να φτιάξουν και να πωλήσουν παγωτό .Και προφανώς δεν θα μπορούσαν να εξακολουθούν όλοι να το πωλούν στην ίδια τιμή .Αυτό βέβαια υπό την προϋπόθεση οτι δεν θα υπάρχει κάποιος παράλογος περιορισμό στην αγορά , του τύπου : για να πουλήσεις παγωτό πρέπει να σε λένε φλού , να είσαι 20 τετράγωνα μακριά από τον κοντινότερο παγωτατζή , και να μη στονάρεις στο ρε ματζόρε…

    Reply
  4. ενδιαφερον και ομολογω οτι δεν εχω ασχοληθει ποτε ιδιαιτερα με την μακρο πλευρα του θεματος. Αλλα Κωστα πες μου κατι:

    αν η προσφορα χρηματος μεινει ιδια ισχυριζεσαι οτι μια αλλαγη στην οργανωση μιας αγορας (αν γινει ας πουμε πιο ολιγοπωλιακη ) αν δεν φερει αλλαγη στην παραγωτικοτητα δεν φερνει καμμια αλλαγη στην καταναλωτικη δυναμη των πολιτων? Τι γινεται αν εχουμε δυο τομεις και ο ενας ειναι πιο ολιγοπωλιακος απο τον αλλο?

    Reply
  5. flou and pelerin

    Pelerin, νομίζω απάντησες μόνος σου, με την τελευταία παράγραφό σου, στην ερώτηση του flou. Από τη σκοπιά μιας επιχείρησης μπορεί πράγματι να συμφέρει να παράξει λιγότερο ώστε να μπορεί να πουλήσει τη μειωμένη παραγωγή σε υψηλότερη τιμή όπως λέει και ο flou. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι ο flou πουλάει 1 κιλό παγωτού για 100.000 Ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι αν οι καταναλωτές αγοράσουν τη δικιά του γεύση, δεν θα μπορέσουν να αγοράσουν καμία άλλη και οι άλλοι παραγωγοί θα μείνουν άνεργοι. Τι θα κάνουν αυτοί? Η λογική λέει ότι θα πουλήσουν το παγωτό τους φτηνότερα μα αποτέλεσμα την πτώση της τιμής του παγωτού. Ο δε flou δεν θα μπορεί να πουλήσει το δικό του. Πόσο φτηνότερα? Η απάντηση εξαρτάται από το πόσες άλλες γεύσεις/επιχειρήσεις υπάρχουν. Όπως έγραψα και στο κείμενο, όσο η παραγωγή είναι επικερδής, Θα μπαίνουν και άλλες επιχειρήσεις στον κλάδο προκειμένου να αποσπάσουν μερίδιο των κερδών. Η δε αύξηση της παραγωγής θα προκαλέσει πτώση των τιμών. Το ερώτημα είναι γιατί δε μπαίνουν? Υπάρχουν εμπόδια? Αν ναι, η λύση βρίσκεται στην άρση των εμποδίων! Το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων είναι ένα παράδειγμα. Η μείωση του κόστους λόγω γραφειοκρατίας είναι άλλο.

    Reply
  6. pelerin,

    για το θέμα του πληθωρισμού, το παράδειγμά μου δείχνει αυτό ακριβώς που περιγράφει ο Mises, βάση της Ποσοτικής Θεωρίας (Hume κ.α.). Η ένσταση που έχω για το δανεισμό είναι ότι επηρεάζει την ποσότητα του χρήματος, όχι την μακροπρόθεσμη αύξησή του. Κατά συνέπεια αύξηση του δανεισμού θα προκαλέσει αύξηση της ποσότητας του χρήματος εφ’ άπαξ. Για να υπάρξει πληθωρισμός χρειάζεται συνεχής αύξηση της νομισματικής βάσης, δηλαδή αύξηση στον αριθμό των Ευρώ που κυκλοφορούν στην αγορά (ο δανεισμός δε μπορεί να αυξάνεται επ’ αόριστο καθώς εξαρτάται από το επίπεδο των αποταμιεύσεων). Μια σταθερή και προβλέψιμη αύξηση στην ποσότητα του χρήματος και άρα το επίπεδο των τιμών έχει ουδέτερο αποτέλεσμα στα εισοδήματα αν και σε υψηλούς ρυθμούς έχει άλλα ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Ωστόσο απρόβλεπτες αυξομειώσεις στην ποσότητα του χρήματος λόγω δανεισμού (ή αυξομειώσεισεις στο ρυθμό αύξησης αυτής της ποσότητας) πραγματικά συμφωνώ ότι μπορεί να έχει αναδιανεμητικά αποτελέσματα. Παράδειγμα, κάποιος που πούλησε το σπίτι του στις ΗΠΑ το 2005 (όταν ο δανεισμός ήταν περισσότερος και οι τιμές των σπιτιών υψηλότερες) θα μπορέσει σήμερα να το αγοράσει σε πολύ μικρότερη τιμή εις βάρος αυτού που το αγόρασε το 2005. Αυτό όμως έχει να κάνει και με τη συμπεριφορά των εμπορικών τραπεζών, όχι μόνο με την κεντρική τράπεζα.

    Reply
  7. Σωτήρη,

    χωρίς να το έχω τσεκάρει με μοντέλο, η διαίσθηση μου λέει ότι αν διαφορά στο market structure μεταξύ δυο τομέων θα επηρεάσει τη σχετική τιμή των αγαθών.

    Στο ερώτημά σου, όσον αφορά στην οικονομία στο σύνολό της, ισχυρίζομαι ότι ολιγοπωλιακές αγορές οδηγούν σε υψηλότερες τιμές διότι οδηγούν σε μικρότερη παραγωγή. Ισχυρές εργατικές ενώσεις (καρτέλ) που διεκδικούν μισθούς υψηλότερους της παραγωγικότητας οδηγούν σε μεγαλύτερη ανεργία και άρα μικρότερη παραγωγή. Ωφελούνται τα μέλη της ένωσης εις βάρος των ανέργων και των καταναλωτών. Καρτέλ επιχειρήσεων σημαίνει μικρότερη παραγωγή προς όφελος των ιδιοκτητών της επιχείρησης και εις βάρος των εργαζομένων/καταναλωτών. Αυξημένη κρατική γραφειοκρατία σημαίνει μικρότερη παραγωγή διότι μεγαλύτερη ποσότητα παραγωγικών πόρων πάνε για την εξυπηρέτηση της γραφειοκρατίας εις βάρος τόσο των επιχειρηματιών όσο και των εργαζομένων. Πορείες, απεργίες, διαδηλώσεις, καταστροφές, κ.λπ. έχουν το ίδιο αποτέλεσμα.

    Τι από όλα αυτά φταίει? Πάντως το ενδιαφέρον είναι ότι το ποσοστό του Ελληνικού ΑΕΠ που πάει ως πληρωμή στους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου είναι μικρότερο του 30% (πάνω από 70% πάει στην εργασία) ενώ παγοσμίως ο μέσος όρος για το κεφάλαιο είναι 35% με 40%. Αυτό σημαίνει είτε ότι οι κεφαλαιούχοι φοροδιαφεύγουν (δε δηλώνουν όλο το εισόδημά τους) περισσότερο από τους εργαζόμενους, είτε ότι η άποψη για ολιγοπώλια δεν στέκει.

    Reply
  8. Κώστα,

    Στην Ελλάδα έχουμε συνεχή δανεισμό του κράτους και όχι άπαξ, που αυξάνει την ποσότητα του χρήματος στην οικονομία σε μη παραγωγικές δραστηριότητες (συντήρηση ενός τεράστιου, μη παραγωγικού δημόσιου τομέα). Θα πρέπει να μετρήσουμε κάποτε τα fiduciary media, τα χρήματα δηλαδή που δεν ανταποκρίνονται σε υπαρκτά χρηματικά αποθέματα, άμεσα διαθέσιμα. Την ποσότητα του χρήματος δηλαδή που δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες για χρήματα στην λειτουργία της αγοράς. Χρήμα δηλαδή που πηγαίνει κατ’ ευθείαν στην κατανάλωση. Κι αυτό αφορά τόσο το κράτος όσο και τον πολίτη/καταναλωτή.

    Το ακόλουθο παράδειγμα στο http://www.qjae.org/journals/rae/pdf/rae9_1_1.pdf είναι κατατοπιστικό:
    Suppose I get an additional fiduciary banknote of one ounce of silver sterling from my banker. This banknote permits me to satisfy wants that hitherto were not sufficiently important to be considered (they were submarginal). If I pay for a meal in a restaurant with this banknote then, without any doubt, I have affected market prices. In fact, by my very purchase I have formed market prices. These prices would have never come into being without the additional issue of a banknote. Selling the meal to other persons would have required a price reduction to attract submarginal consumers.

    Το ίδιο ισχύει φυσικά για τον καταναλωτή που έχει πιστωτική κάρτα ή τα λεγόμενα ανοιχτά δάνεια. Και στις δύο περιπτώσεις έχεις χρήματα που πρακτικά ποτέ δεν αποπληρώνεις. Απλώς πληρώνεις κάθε μήνα τους τόκους. Πάντα όμως έχεις μικρή ή μεγάλη πίστωση. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι τράπεζες όσο είσαι συνεπής στην πληρωμή των μηνιαίων δόσεων τόσο σου αυξάνουν την πίστωση (υποθέτω μέχρι κάποιο όριο, αν και δυσδιάκριτο νομίζω). Δεν κάνει το ίδιο και το κράτος δανειζόμενο συνεχώς για την αποπληρωμή των δόσεων των δανείων; Θα έλεγα δε ότι και τα διάφορα χρήματα που δίδονται από την ΕΕ υπό μορφή επιχορηγήσεων για διαφόρους λόγους (αγροτικά προιόντα, επιχορηγήσεις ανέργων κλπ) αποτελούν και αυτά fiduciary media. Όσοι γνωρίζουν τη διαδικασία λειτουργίας των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και των διαφόρων ΚΠΣ θα συμφωνήσουν ότι τα χρήματα αυτά δεν ανταποκρίνονται σε πραγματικές ανάγκες της λειτουργίας της αγοράς. Εξ’ ου και η συνεχής επίκληση της απορροφητικότητας. Να βρίσκουμε δηλαδή δραστηριότητες που απορροφούν χρήματα, έστω κι αν δεν είναι αναγκαίες, έστω κι αν δεν συμβάλλουν στην παραγωγικότητα της οικονομίας..

    Όλα αυτά όμως είναι κάτι τελείως διαφορετικό από το δάνειο που παίρνει ένας επιχειρηματίας για την επέκταση της επιχείρησης του. Η αποπληρωμή του αποτελεί παραγωγικό έξοδο και εν πάσι περιπτώσει κάποτε αποπληρώνεται.

    Άρα και δεν παράγουμε ως χώρα και συνεχώς αυξάνουμε την ποσότητα του χρήματος στην κατανάλωση.

    Reply
  9. Pelerin

    δεν ξέρω πως να το πω απαλά, οπότε θα το πώ στα ίσα και ελπίζω να μην το πάρεις άσχημα, αλλά θεωρώ ότι καλό θα ήταν πριν αρχίσεις να διαβάζεις άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά, Αυστριακά ή άλλα, να διαβάσεις πρώτα κάποια βασικά εγχειρίδια στο θέμα (π.χ. το textbook του Greg Mankiw). Το λέω αυτό χωρίς να ξέρω αν έχεις κάνει σπουδές στο αντικείμενο, απλά γιατί βλέπω κάποιες ασάφειες ή και λάθη στο παραπάνω σχόλιο. Και εξηγούμαι.

    Λες, “Στην Ελλάδα έχουμε συνεχή δανεισμό του κράτους και όχι άπαξ, που αυξάνει την ποσότητα του χρήματος στην οικονομία”. Ο ισχυρισμός είναι λάθος γιατί ο δανεισμός του κράτους δεν αυξάνει απαραίτητα την ποσότητα του χρήματος. Το κράτος δανείζεται πουλώντας ομόλογα. Αν τα ομόλογα αυτά τα αγοράσουν ιδιώτες από τις αποταμιεύσεις τους (το μέρος του εισοδήματός τους που δεν έχουν καταναλώσει) η ποσότητα του χρήματος δεν θα αυξηθεί. Αυτό που θα αλλάξει είναι το πώς χρησιμοποιείται το εισόδημα. Αν το κράτος χρησιμοποιήσει τις αποταμιεύσεις αυτές για μη παραγωγικούς σκοπούς, έχεις δίκιο ότι κάνει ζημιά, διότι εναλλακτικά οι ιδιώτες μπορεί να είχαν δανείσει αυτές τις αποταμιεύσεις σε μια επιχείρηση, να είχαν ανασκευάσει το σπίτι τους ή το μαγαζί τους, και γενικά να τις είχαν διαθέσει σε παραγωγικές δραστηριότητες. Τώρα, αν τα ομόλογα αυτά τα αγοράσει η κεντρική τράπεζα με φρεσκοτυπωμένο χρήμα πράγματι η ποσότητα του χρήματος πράγματι θα αυξηθεί. Δεν ευθύνεται όμως ο δανεισμός του κράτους για την αύξηση, αλλά η ενέργεια της κεντρικής τράπεζας. Ο κρατικός δανεισμός έιναι κακός ανεξάρτητα από το ποιός θα αγοράσει τα ομόλογα (αν θα έχουμε αύξηση της ποσότητας του χρήματος ή όχι) για τους λόγους που είπα. Βέβαια, εδώ μπορεί να ρωτήσει κάποιος, τι γίνεται αν το κράτος διαθέσει αυτές τις ιδιωτικές αποταμιεύσεις για παραγωγικούς σκοπούς όπως η χρηματοδότιση της εκπαίδευσης ή της επιστημονικής έρευνας? Αυτό είναι θέμα για άλλο ποστ.

    Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες μορφές δανείων. Τα χρήματα που έχεις δανειστεί, έστω και αν δεν τα αποπληρώνεις, κάποιος άλλος σου τα έχει δανείσει και εισπράττει ως εισόδημα τους τόκους που εσύ πληρώνεις. Το ότι δεν αποπληρώνεις το δάνειο δε σημαίνει αύξηση της ποσότητας του χρήματος. Η ποσότητα του χρήματος πράγματι εξαρτάται από το ποσοστό των αποταμιεύσεων που δανείζουν οι τράπεζες. Το ποσοστό αυτό όμως δε μπορεί να αυξάνεται επ’ αόριστον (καθώς έχει μέγιστη τιμή το 100%). Άρα η ποσότητα του χρήματος δε μπορεί να αυξάνεται επ’ αόριστον από τη συνεχή επέκταση του δανεισμού. Κάποια στιγμή οι διαθέσιμες καταθέσεις γίνονται ο περιοριστικός παράγοντας, και περαιτέρω επέκταση της ποσότητας του χρήματος απαιτεί την αύξηση των χρηματικών καταθέσεων, την αύξηση δηλαδή των χαρτονομισμάτων που κυκλοφορούν.

    Reply
  10. Κώστα, νομίζω οτι έχεις χαρακτηρίσει κάποιες πτυχές του προβλήματος της ακρίβειας, αλλά δεν ξέρω πόσο βοηθάει η επίκληση της ποσοτικής θεωρίας.

    Πρώτο, η ποσοτική θεωρία -και η φισεριανή μορφή της εξίσωσης των συναλλαγών που υιοθετείς στο παράδειγμα με το παγωτό- δεν μας λέει τίποτα για τη κατεύθυνση της αιτιότητας: δεν είναι προφανές από τη θεωρία οτι η αύξηση των τιμών προκαλείται από την αύξηση της συνολικής ποσότητας χρήματος και όχι το αντίστροφο. Όπως λέει κάπου ο Μαρξ, σχολιάζοντας την υιοθέτηση της ποσοτικής θεωρίας από τον Ρικάρντο `[η θεωρία αυτή] δίνει σε μία ταυτολογία το παρουσιαστικό μιας αιτιακής σχέσης.’ Παρόμοιο πρόβλημα μπορεί να ισχύει για τη σχέση χρήματος – εισοδήματος (viz. το νεοκλασσικό ερώτημα περί `ουδετερότητας’).

    Δεύτερο, η ποσοτική θεωρία στερείται κάθε αναφοράς στη διάρθρωση του (χρηματικού) κεφαλαίου, και άρα στο επιτόκιο. Οτι η προσφορά χρήματος αυξάνει δεν συνεπάγεται μετάδοση της αύξησης στις τιμές: ένας καπιταλιστής μπορεί απλά να αναδιαρθρώνει τα χαρτοφυλάκιά του επειδή έγινε πιο διστακτικός απέναντι στο ρίσκο.

    Τρίτο, η ποσοτική θεωρία στερείται κάθε αναφοράς σε ζητήματα διανομής που -κατά την άποψή μου- παίζουν τεράστιο ρόλο στην (όποια) μεταβίβαση τάσεων από την αγορά χρήματος στην αγορά αγαθών. Ακόμα κι αν η συνολική προσφορά χρήματος καθορίζεται εξ’ολοκλήρου εξωγενώς -πράγμα μάλλον αδύνατο- ο βαθμός που θα μεταφραστεί σε πληθωρισμό εξαρτάται εν μέρει από τα περιθώρια άντλησης (απόλυτης ή σχετικής) υπεραξίας από τους εργαζομένους, από τους δανειολήπτες, κ.ο.κ. Μία οικονομία με `πειθήνια’ εργατική τάξη και μέτρια παραγωγικότητα θα έχει συνήθως χαμηλότερο επίπεδο πληθωρισμού απ’ότι μια οικονομία με `μαχητική’ εργατική τάξη και την ίδια παραγωγικότητα.

    Reply
  11. Νικόλα,

    Λες, “δεν είναι προφανές από τη θεωρία οτι η αύξηση των τιμών προκαλείται από την αύξηση της συνολικής ποσότητας χρήματος και όχι το αντίστροφο.” Ποιός είναι δηλαδή ο μηχανισμός βάση του οποίου μπορεί να γίνει αυτό? Μπορείς να φέρεις κάποιο λογικό παράδειγμα? Επίσης, εμπειρικές μελέτες δείχνουν ότι η αύξηση της ποσότητας του χρήματος προηγείται της αύξησης των τιμών, κάτι που είναι σύμφωνο με τον ισχυρισμό ότι το χρήμα είναι το αίτιο και οι τιμές το αιτιατό (δες π.χ. εδώ http://research.stlouisfed.org/publications/review/80/10/Lag_Oct1980.pdf).

    Την παράγραφο περί διάρθρωσης του χρήματος και επιτοκίου πάντως δεν την πολυκαταλαβαίνω, αλλά τέλος πάντων, για να μην ξεφύγουμε από το θέμα, το πώς διαμορφώνονται τα επιτόκια δεν ήταν το θέμα του κειμένου και για να το εξηγήσω θα πρέπει να γράψω άλλο ένα μεγάλο κείμενο.

    Η συνολική προσφορά χρήματος δεν ισχυρίστικα ότι καθορίζεται εξωγενώς, ισχυρίστηκα ότι η μεταβολή της καθορίζεται εξωγενώς, κάτι που αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ των οικονομολόγων. Πώς άλλωστε θα μπορούσε να ήταν αλλιώς? Πρόσεξε, δε λέω ότι οι αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας δεν επιρεάζονται από τις οικονομικές συνθήκες, λέω όμως ότι μακροπρόθεσμα η μεταβολή της ποσότητας του χρήματος εξαρτάται αποκλειστικά από τις αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας.

    Με την τελευταία σου παράγραφο επίσης διαφωνώ. Ο “μαχητισμός” της εργατικής τάξης θα έχει επίπτωση στο επίπεδο των τιμών και στην παραγωγή. Πιο μαχητική εργατική τάξη θα έχει ως αποτέλεσμα υψηλότερο επίπεδο χρηματικών μισθών. Μέρος του υψηλότερου κόστους θα μετακυληθεί στις τιμές. Αυτό σημαίνει μικρότερη παραγωγή καθώς με τις ίδιες δαπάνες οι καταναλωτές στο σύνολό τους θα μπορούν να αγοράσουν λιγότερα αγαθά, και άρα αύξηση της ανεργίας. Οι εργαζόμενοι που έχουν εργασία θα είναι ωφελημένοι (αν ο υψηλότερος χρηματικός μισθός υπερκαλύπτει το υψηλότερο επίπεδο των τιμών ώστε ο πραγματικός μισθός να είναι μεγαλύτερος) εις βάρος όσων εργαζομένων μείνουν άνεργοι και των ιδιοκτητών κεφαλαίου. Εδώ μιλάμε για διαφορά στο επίπεδο των τιμών όμως. Αν οι εργαζόμενοι συνεχίσουν να διεκδικούν και να επιτυγχάνουν αυξήσεις των πραγματικών μισθών που υπερβαίνουν τον ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητα και αυτό οδηγήσει σε συνεχή αύξηση των τιμών, η ανεργία θα αυξάνεται συνεχώς και η παραγωγή θα πέφτει (καθώς η αγοραστική δύναμη του χρήματος θα φθίνει). Μια τέτοια τάση είναι προφανές ότι δε μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστο. Άλλωστε, όπως έχει δείξει και η εμπειρία, η ισχύς των εργατικών συνδικάτων, και άρα η δυνατότητά τους να διεκδικήσουν αυξήσεις πέφτει όταν αυξάνεται η ανεργία. Αλλιώς οδηγούμαστε στην αυτοκαταστροφή, τόσο σε ένα καπιταλιστικό σύστημα όσο και σε ένα κεντρικά κατευθυνόμενο.

    Τέλος να πω ότι το ίδιο ακριβώς συμπέρασμα βγαίνει αν χρησιμοποιήσει κανείς το Κευνσιανό υπόδειγμα (που υιοθετεί συνάρτηση ζήτησης για χρήμα) και το οποίο επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων και για το επιτόκιο (κάτι που όπως επισήμανες η ποσοτική θεωρία δεν κάνει). Απλώς θεωρώ ότι η ποσοτική θεωρία είναι λίγο πιο αφαιρετική και βοηθάει πιο πολύ στο να κατανοήσει κανείς τη σχέση μεταξύ χρήματος, μισθών, και παραγωγής, για αυτό και την επικαλέστηκα.

    Να πω εδώ ότι δεν υιοθετώ τη Μαρξιστική άποψη περί ύπαρξης υπεραξίας, για την οποία θεωρώ ότι υπάρχει παντελής έλλειψη τεκμηρίωσης (άλλο μεγάλο θέμα που χρίζει άλλο ποστ) αλλά προσπάθησα να κάνω την ανάλυση όσο πιο συμβατή γίνεται και με μια πιο Μαρξιστική θεώρηση.

    Reply
  12. Κωστας

    Καρτέλ επιχειρήσεων σημαίνει μικρότερη παραγωγή προς όφελος των ιδιοκτητών της επιχείρησης και εις βάρος των εργαζομένων/καταναλωτών.

    αυτο ειναι ενδιαφερον, σημαινει οτι η μικροοικονομικη μου διαισθηση παραμενει σωστη και συμβατη με την ποσοτικη θεωρια του χρηματος. Τα καρτελ εχουν σαν στοχο να ανεβασουν τις τιμες, αλλα η ανοδος των τιμων σημαινει την πτωση των πωλησεων (αναλογως την αγορα μπορει η εταιρεια να επιλεγει τιμες ή να επιλεγει την ποσοτητα που θα πουλαει, το αποτελεσμα ειναι χονδρικα το ιδιο) και αρα την πτωση της παραγωγης. Εδω συνδεεται λοιπον και η ιστορια που αναλυεις.

    Πάντως το ενδιαφέρον είναι ότι το ποσοστό του Ελληνικού ΑΕΠ που πάει ως πληρωμή στους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου είναι μικρότερο του 30% (πάνω από 70% πάει στην εργασία) ενώ παγοσμίως ο μέσος όρος για το κεφάλαιο είναι 35% με 40%.

    ενδιαφερον αυτο, συμπεριλαμβανονται και οι ξενοι κεφαλαιουχοι?

    Reply
  13. Σωτήρη,

    στο τελευταίο ερώτημα η απάντηση είναι ναι. Στο πρώτο ερώτημα, σωστά, το πρόβλημα του προσδιορισμού του επιπέδου των τιμών είναι δυαδικό. Στο υπόδειγμα Cournot οι επιχειρήσεις του ολιγοπωλίου ποσότητα δεν επιλέγουν το οποίο αντίστοιχα προσδιορίζει την τιμή του προϊόντως? Το ίδιο δε συμβαινει και στο μονοπώλιο/καρτέλ το οποίο παράγει μικρότερη ποσότητα από το ολογοπώλιο την οποία πουλάει σε μεγαλύτερη τιμή? Νομίζω ότι αυτό που η ποσοτική θεωρία ονομάζει μείωση της αγοραστικής δύναμης του χρήματος είναι το αντίστοιχο income effect. Δεν υπάρχει όμως substitution effect καθώς μιλάμε για το σύνολο της παραγωγής.

    Reply
  14. Κώστα, γράφεις

    ‘Ποιός είναι δηλαδή ο μηχανισμός βάση του οποίου μπορεί να γίνει αυτό? Μπορείς να φέρεις κάποιο λογικό παράδειγμα?’

    Υπάρχουν κάποια, νομίζω προφανή, παραδείγματα: η αύξηση του δανεισμού μετά από (αυτόνομη) αύξηση του εισοδήματος, καθώς και οποιαδήποτε αυτόνομη αύξηση του χρηματικού πολλαπλασιαστή (από αλλαγή της αποστροφής στο ρίσκο των τραπεζών, ή από αύξηση των υπαρκτών χρηματικών παραγώγων, κλπ.) αυξάνει τη ποσότητα χρήματος χωρίς παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας.

    Όπως και να’χει, δεν είπα οτι η αύξηση της συνολικής ποσότητας χρήματος δεν προκαλεί αύξηση στις τιμές. Είπα μόνο οτι η ποσοτική θεωρία, και η χρήση της στο κείμενό σου (και στα κείμενα των μονεταριστών), υποπίπτει συνέχεια στη πλάνη post hoc ergo propter hoc.

    Αυτό

    ‘λέω όμως ότι μακροπρόθεσμα η μεταβολή της ποσότητας του χρήματος εξαρτάται αποκλειστικά από τις αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας.’

    μπορεί να είναι αλήθεια -αν και αμφιβάλλω οτι είναι αλήθεια, γιατί οι μεταβολές στη συνολική ποσότητα του Μ2, για παράδειγμα, μπορεί να προκαλούνται από (αυτόνομες) αλλαγές σε χρηματικούς πολλαπλασιαστές, κ.ο.κ. Στο βαθμό που οι πολλαπλασιαστές μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια του επιχειρηματικού κύκλου, μεταβάλλεται και η Μ2.

    Εδώ

    ‘Αν οι εργαζόμενοι συνεχίσουν να διεκδικούν και να επιτυγχάνουν αυξήσεις των πραγματικών μισθών που υπερβαίνουν τον ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητα και αυτό οδηγήσει σε συνεχή αύξηση των τιμών, η ανεργία θα αυξάνεται συνεχώς και η παραγωγή θα πέφτει (καθώς η αγοραστική δύναμη του χρήματος θα φθίνει).’

    μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά η αύξηση των τιμών -δηλαδή η μετακύλιση των αυξημένων μισθών σε αξίες αγαθών- δεν γίνεται αυτόματα. Έχει να κάνει με τη διάθεση μιας τάξης ανθρώπων να διατηρήσει σταθερά τα εισοδήματά της σε βάρος μιας άλλης τάξης ανθρώπων. (Ένα καίριο ερώτημα είναι αν είναι δίκαιο να επιδιώκει (ή που επιδιώκει) κάτι τέτοιο, αλλά δεν χρειάζεται να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα εδώ!)

    Δεν διαφωνώ με αυτό

    ‘Μια τέτοια τάση είναι προφανές ότι δε μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστο.’

    Αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί γράφεις οτι ‘Με την τελευταία σου παράγραφο επίσης διαφωνώ.’ Η παράγραφος που ακολουθεί αυτή την έκφραση διαφωνίας συνεπάγεται αυτό που γράφω: οτι με σταθερή τη παραγωγικότητα, μία οικονομία με πιο πειθήνιους εργάτες θα έχει χαμηλότερο πληθωρισμό.

    Γράφεις

    ‘δεν υιοθετώ τη Μαρξιστική άποψη περί ύπαρξης υπεραξίας, για την οποία θεωρώ ότι υπάρχει παντελής έλλειψη τεκμηρίωσης’

    Ούτε το σχόλιό μου την υιοθέτησε. Ύπαρξη υπεραξίας δεν συνεπάγεται ούτε κάποια μαρξιανή, ούτε κάποια μαρξιστική θεώρηση υπεραξίας, και δεν συνεπάγεται επίκληση, λ.χ., της εργασιακής θεωρίας της αξίας. (Νομίζω οτι η μαρξιανή θεωρία εκμετάλλευσης έχει τεράστια δόση αλήθειας, αλλά δεν χρειάζεται να πιστεύει κάποιος κάτι τέτοιο για να προσυπογράφει την ύπαρξη υπεραξίας.) Αν σε ενδιαφέρει μία θεωρία βασισμένη στο νεοκλασσικό υπόδειγμα γενικής ισορροπίας, δες το A General Theory of Exploitation and Class του John Roemer.

    Reply
  15. Νικόλα,

    νομίζω ότι δεν γίνομαι κατανοητός. Ας προσπαθήσω ξανά. Επίσης, ίσως να βοηθήσει αν διαβάσεις και την απάντησή μου στον Pelerin.

    Προκειμένου να με καταλάβεις είναι σημαντικό να κατανοήσεις τον παρακάτω διαχωρισμό που κάνω. Το ένα θέμα που θίγει το άρθρο είναι το επίπεδο των τιμών. Το επίπεδο εξαρτάται από την ποσότητα του χρήματος σε σχέση με την παραγωγή. Το άλλο θέμα είναι ο ρυθμός μεταβολής των τιμών μακροπρόθεσμα (πληθωρισμός) που εξαρτάται από το ρυθμό αύξησης ρου χρήματος σε σχέση με την παραγωγή.

    Αν αυτός ο διαχωρισμός γίνει κατανοητός τότε θα καταλάβεις αυτό που λέω εδώ. Ναι, πράγματι η ποσότητα του χρήματος μπορεί να αλλάξει αν αλλάξει ο πολλαπλασιαστής χρήματος ο οποίος εξαρτάται (είναι το αντίστροφο) του ποσοστού των καταθέσεων που δεν δανείζουν οι τράπεζες. Π.χ. αν οι τράπεζες κρατούν ως ρευστά διαθέσιμα το 20% των καταθέσεων και δανείζουν το 80% ο πολλαπλασιαστής θα είναι ίσος με 5. Αν μειώσουν τα ρευστά στο 10% και δανείζουν 90% ο πολλαπλασιαστής θα αυξηθεί και μαζί και η ποσότητα χρήματος. Αυτό που λέω είναι όμως ότι ο πολλαπλασιαστής δε μπορεί να αυξάνεται επ’ αόριστο καθώς το πολύ που μπορούν οι τράπεζες να δανείσουν είναι λιγότερο του 100% ώστε να μπορούν να εξυπηρετούν και τους πελάτες που κάνουν αναλήψεις. Άρα όταν μιλάμε ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΑ (όχι για τις φάσεις του οικονομικού κύκλου) ο πληθωρισμός δε μπορεί να είναι αποτέλεσμα της μεταβολής του δανεισμού/πολλαπλασιαστή. Απαιτείται η συνεχής άυξηση της ποσότητας ρευστού από την κεντρική τράπεζα! Η ποσότητα μπορεί να μεταβληθεί ενδογενώς βραχυπρόθεσμα, ο ρυθμός αύξησής της μακροπρόθεσμα όμως είναι εξωγενής!

    Για να καταλάβεις το δεύτερο σχόλιό μου επίσης πρέπει να κάνεις νοητικά τον διαχωρισμό μεταξύ επιπέδου τιμών, και ρυθμού μεταβολής του επιπέδου τιμών. Συμφωνούμε ότι κοινωνία με πιο πειθήνιους εργάτες θα έχει χαμηλότερο επίπεδο τιμών, κάτι το οποίο είναι διαφορετικό από το να πούμε ότι θα έχει χαμηλότερο πληθωρισμό, μικρότερη δηλαδή μεταβολή των τιμών μακροπρόθεσμα. Αυτό που προσπάθησα να πώ είναι ότι δεν θεωρώ το δεύτερο πιθανό, για τους λόγους που ανέφερα.

    Reply
  16. Νικόλα,

    ξέχασα να σε ευχαριστήσω για το reference, το οποίο θα κοιτάξω όταν βρω λίγο χρόνο.

    Reply
  17. Λέτε:

    Και τελικά, είναι πράγματι η καρτελοποίηση της Ελληνικής οικονομίας το πρόβλημα, ή μήπως υπάρχουν άλλοι παράγοντες που ευθύνονται για τη μειωμένη παραγωγή, όπως π.χ. η κρατική γραφειοκρατία, οι κοινωνικές αναταραχές, κ.ο.κ?

    Τα καρτέλ πάντως ό’τι περνά από το χέρι τους, το κάνουν. Σε περίπτωση που έχει ξεχαστεί αυτή η ιστορία, διαβάστε εδώ:

    http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=14867&m=A10&aa=1

    Θα έκανα ευθύ παραλληλισμό των μεθόδων των ντόπιων καρτέλ με αυτές των Ναπολιτάνων και των Σικελών, αλλά το αποφεύγω διότι αυτό θα ήταν προσβλητικό για τους φίλους και γείτονες Ιταλούς…

    Reply
  18. Kypseliotis,

    σε ευχαριστώ για την παραπομπή. Αηδία μόνο προκαλέι η περίπτωση, εφ’ όσον ισχύει. Εδώ όμως πρέπει να επισημανθεί και ο αρνητικός ρόλος του κράτους που όχι μόνο αρνείται να επιβάλλει την έννομη τάξη, αλλά γίνεται συμμέτοχος στο να βάζει εμπόδια σε νεους επιχειρηματίες.

    Reply
  19. Κώστα,

    Απαντάω κάπως αργά γιατί επαγγελματικές μου υποχρεώσεις δεν μου άφησαν χρόνο.

    Θα στο πω κι εγώ στα ίσια. Καλό θα ήταν να απαντάς και να κριτικάρεις (σκληρά ή και πολύ σκληρά) επιχειρήματα κι όχι να κάνεις κρίσεις στο αν κάποιος έχει την επιστημονική επάρκεια να εκφέρει απόψεις. Δεν σε ξέρω (το link σε ένα πανεπιστημιακό site δεν λέει τίποτα επί της ουσίας) δεν με ξέρεις. Ας μείνουμε εκεί.

    Έχεις δίκιο ότι ο τρόπος που γράφω, κι εξ’ αυτού του λόγου το επιχείρημα μου, παρουσιάζει κάποιες ασάφειες. Δυστυχώς δεν έχω το χρόνο να ξαναδώ το κείμενο μου, να το ρετουσάρω και να διορθώσω τις ασάφειες και τα λάθη του. Κάποτε, όταν βρισκόμουν σε μια θέση σαν τη δική σου σε ένα αντίστοιχο εκπαιδευτικό ίδρυμα έλεγα ότι ένα κείμενο την τρίτη φορά που το βλέπω και το διορθώνω με ικανοποιεί. Τώρα πια, 15 χρόνια μετά…… χέστα!!

    Κάνεις κριτική σε αυτό “Στην Ελλάδα έχουμε συνεχή δανεισμό του κράτους και όχι άπαξ, που αυξάνει την ποσότητα του χρήματος στην οικονομία”. Τώρα βλέπω πως παρεξήγησα αυτό που είχες γράψει. Νόμιζα πως είπες ότι ο δανεισμός είναι φαινόμενο που συμβαίνει αποσπασματικά και ως εκ τούτου αυξάνει άπαξ την ποσότητα του χρήματος. Γι’αυτό είπα ότι στην Ελλάδα συνεχώς δανειζόμαστε. Αυτά παθαίνει κανείς όταν διαβάζει γρήγορα!!

    Προσωπικά ισχυρίζομαι ότι με την συνεχή επέκταση της διεθνούς πίστωσης προς το ελληνικό κράτος αυξάνεται η ποσότητα του χρήματος με την μορφή των χρημάτων που δεν ανταποκρίνονται σε χρηματικά αποθέματα. Ξοδεύουμε δηλαδή με απλά λόγια περισσότερα από όσα παράγουμε, αλλά και σε μη παραγωγικές δραστηριότητες.

    Μια ερώτηση για να μην παρεξηγιόμαστε, γιατί όλα τ’άλλα είναι θεωρία και textbooks που κάποτε διάβαζα και που με παροτρύνεις να ξαναδιαβάσω!! Φαίνεται το γήρας ουκ αν έρχεται μόνον!!! Πιστεύεις ότι υπάρχει πλεονάζον χρήμα στην αγορά ή όχι; Αν ναι από που προέρχεται;

    Reply
  20. Pelerin,

    για να μην παρεξηγιόμαστε, κάτι που οφείλεται και στη δική μου βιαστική απάντηση, το σχόλιο στο οποίο αναφαίρεσαι δεν αφορούσε το αν έχεις την επιστημονική επάρκεια για να εκφέρεις άποψη, άλλωστε για να γράφω σε αυτό το μπλογκ μάλλον σε μη εξειδικευμένα άτομα απευθύνομαι, αλλά την παραπομπή σου στο άρθρο. Ο λόγος είναι ότι το βρήκα πολύ κακογραμμένο και μάλλον περίπλοκο (αν και εξειδικευμένος στο θέμα). Θέλησα λοιπόν να παρατηρήσω ότι κάποιος που δεν έχει εξειδικευτεί στο αντικείμενο μάλλον θα μπερδευτεί διαβάζοντάς το παρά θα διευκολυνθεί. Είχα την αίσθηση ότι αυτό συνέβη και σε εσένα, αν και τώρα μου εξήγησες ότι οφείλεται στη βιαστική ανάγνωση των όσων έγραψα. Λυπάμαι λοιπόν αν σε προσέβαλλα άθελά μου. Ίσως να το είχα αποφύγει αν είχα εξηγήσει λεπτομερώς τι εννούσα, και ακριβώς επειδή φοβόμουν ότι θα παρεξηγηθώ είπα ότι δεν ξέρω πώς θα το πάρεις.

    Τώρα, σχετικά με την ερώτησή σου, οφείλω να ρωτήσω, για να αποφύγουμε πάλι παρεξηγήσεις, τι εννοείς με την έκφραση πλεονάζον χρήμα. Θεωρείς δηλαδή ότι υπάρχει μια άριστη (optimal) ποσότητας χρήματος στην αγορά? Και αν ναι, πώς την προσδιορίζεις? Επίσης, ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω την εξής πρότασή σου “…αυξάνεται η ποσότητα του χρήματος με την μορφή των χρημάτων που δεν ανταποκρίνονται σε χρηματικά αποθέματα.” Μήπως μπορείς να μου την εξηγήσεις?

    Πριν απαντήσω στο αν ο δανεισμός από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες (προς το κράτος ή και άλλους δανειστές) έχει αυξήσει την ποσότητα του χρήματος στην Ελλάδα να πώ ότι υπάρχει και εκροή Ευρώ προς τις άλλες χώρες από την Ελλάδα, στο βαθμό που οι Ελληνικές εισαγωγές από Ευρωπαϊκές χώρες υπερβαίνουν τις εξαγωγές. Π.χ. αν οι Γερμανοί αγοράσουν ομόλογα του Ελληνικού δημοσίου αξίας 100.000 Ευρώ και το Ελληνικό δημόσιο χρησιμοποιήσει αυτά τα λεφτά για να αγοράσει 4 Μερσεντές για επισήμους, η ποσότητα του χρήματος δεν θα αυξηθεί.

    Ας συνδέσω τώρα το παραπάνω με τον ισχυρισμό ότι ξοδεύουμε περισσότερα από όσα παράγουμε. Για να αγοράζουμε περισσότερα αγαθά από όσα παράγουμε πρέπει οι εισαγωγές προϊόντων από την Ευρώπη να υπερβαίνουν τις εξαγωγές. Αυτό όμως σημαίνει διαρροή Ευρώ προς το εξωτερικό και άρα μείωση της ποσότητας του χρήματος. Για να συνεχίστεί αυτή η κατάσταση απαιτείται επανεισροή των χρημάτων αυτών στην Ελλάδα, κάτι που πράγματι μπορεί να γίνει αν οι Ευρωπαίοι μας δανείσουν Ευρώ (στο κράτος ή σε ιδιώτες). Η εισροή αυτή όμως δεν αυξάνει την ποσότητα του χρήματος, απλά την εμποδίζει από το να πέσει. Αν δεν υπήρχε αυτός ο δανεισμός, η ποσότητα του χρήματος θα έπεφτε σταδιακά, και οι εγχώριοι αγοραστές θα μπορούσαν να αγοράσουν λιγότερα προϊόντα, τόσο εγχώρια όσο και ξένα. Αν λοιπόν οι Ευρωπαίοι παίρνουν Ευρώ από τους Έλληνες αγοραστές μέσω των πωλήσεών τους και με αυτά αγοράζουν ομόλογα του Ελληνικού δημοσίου (έτσι δανείζεται το κράτος) θα έχουμε μια αναδιανομή της αγοραστικής δύναμης από τους ιδιώτες στο κράτος. Πρόσεξε όμως ότι αυτό δεν διαφέρει καθόλου από το παράδειγμα της κλειστή οικονομίας που έφερα στην προηγούμενη απάντησή μου, στο οποίο οι Έλληνες αγόραζαν τα κρατικά ομόλογα. Το αν αυτό είναι αντιπαραγωγικό εξαρτάται, όπως έγραψα και πριν, από το πώς θα διαθέσει το κράτος τα δάνεια σε σχέση με το πώς θα διέθεταν αυτά τα χρήματα οι ιδιώτες. Αυτό όμως δεν έχει να κάνει με τη συνολική ποσότητα του χρήματος. Επίσης, η λογική λέει ότι οι ξενοι δεν θα αυξάνουν επ’ αόριστο το δανείσμό προς το Ελληνικό κράτος με ρυθμό που υπερβαίνει το ρυθμό αύξησης της παραγωγής (ΑΕΠ). Αν το σημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ φτάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα, ποιος θα είναι τόσο χαζός ώστε να θέλει να αγοράσει τα υψηλού πλέον ρίσκου Ελληνικά ομόλογα?

    Reply
  21. Κώστα,

    Νομίζω ότι μετά τις αμοιβαίες εξηγήσεις λύθηκαν οι παρεξηγήσεις, κι αυτό από μόνο του είναι ευχάριστο. Πάντα είμαι υπέρ της ανταλλαγής επιχειρημάτων ώστε όλοι οι συμμετέχοντες στο διάλογο να βγαίνουν πλουσιότεροι σε γνώσεις και εμπειρίες από αυτόν. Κοινοτοπία αυτό, αλλά σημαντική αλήθεια και καλό είναι να την επαναλαμβάνουμε.

    Με τον όρο πλεονάζον χρήμα εννοώ τα fiduciary media. Ομολογώ πως δεν γνωρίζω την μετάφραση του όρου στα ελληνικά, γι’αυτό κι αυτοσχεδιάζω. Στην ερώτηση σου αν θεωρώ υπάρχει μια άριστη ποσότητα χρημάτων στην αγορά θα έλεγα πως κλίνω στην λογική των Αυστριακών, την ανάγκη ύπαρξης του gold standard. Φυσικά, εδώ γνωρίζεις πως υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση για την αναγκαιότητα ύπαρξης του gold standard την οποία καλό θα ήταν να μην συνεχίσουμε εδώ.

    Πάντως τείνω να συμφωνώ με το ακόλουθο απόσπασμα του Mises από το Human Action p.559: What is needed for a sound expansion of production is additional capital goods, not money or fiduciary media. The credit boom is built on the sands of banknotes and deposits. It must collapse.

    Αυτό είναι κάτι που στην Ελλάδα νομίζω έχουμε ξεχάσει τελείως. Όταν μιλάω λοιπόν για χρηματικά αποθέματα εννοώ κεφάλαια που δυνητικά επενδύονται στην παραγωγή κι όχι χρήμα που γενικώς κυκλοφορεί στην αγορά προερχόμενο από δανεισμό, από μαύρο χρήμα ή ξέρω εγώ τι άλλο. Δεν έχει σημασία να απαντήσω με αριθμούς στο ποσοστό αυτού του χρήματος. Δεν μπορώ άλλωστε.

    Το δημόσιο χρέος ως ποσοσστό του ΑΕΠ πάντως κυμαίνεται σε 110-120% τα τελευταία χρόνια. Βέβαια ενώ σε πραγματικούς αριθμούς το χρέος καλπάζει, ως ποσοστό του ΑΕΠ πέφτει γιατί αυξάνεται περισσότερο το ΑΕΠ. Ειλικρινά δεν γνωρίζω ποιά είναι τα πολύ υψηλά επίπεδα που θα έκαναν κάποιον να μην αγοράσει Ελληνικά ομόλογα. Και σίγουρα δεν είμαστε μια οικονομία σε εκτός ελέγχου πληθωρισμό. Τουναντίον. Περισσότερο όμως με ανησυχεί η κυρίαρχη λογική ότι υπάρχει με κάποιον μαγικό τρόπο χρήμα, άρα μπορούμε (οι κυβερνώντες) να ξοδεύουμε. Πως διαθέτει κοιπόν το κράτος τα χρήματα είναι η ουσία. Σε βεβαιώ λοιπόν ότι τα χρήματα αυτά διατίθενται για να πληρώνουμε μισθούς στον στενό αλλά και τον ευρύτερο (και προβληματικό δημόσιο τομέα), να πληρώνουμε τα ελλείματα κάθε πικραμένου οργανισμού, να σπαταλάμε χρήματα σε ότι φρου-φρου κι αρώματα μπορεί κανείς (μικρός ή μεγάλος πολιτικός παράγοντας) να σκεφτεί. Αντιθέτως για να εξοικονομήσουμε χρήματα μειώνουμε το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων!!

    Το απόσπασμα από άρθρο (συμφωνώ κι εγώ ότι το άρθρο ήταν μπερδεμένο)που παρέθεσα στο προηγούμενο ποστ μου, μου άρεσε γιατί ήταν ενδεικτικό της νοοτροπίας που αναπτύσσεται όταν κάποιος εισπράττει εξτρά χρήματα που δεν ανταποκρίνονται στην παραγωγική διαδικασία. Θα τα σπαταλήσει σε ότι του έρθει πρώτο στο μυαλό, πράγμα που δεν θα έκανε αν δεν ήταν εύκολα χρήματα.

    Κάπως έτσι λοιπόν λειτουργούμε. Στον προθάλαμο του γραφείου του Υφυπουργού Οικονομικών στον 3ο όροφο του κτηρίου Κοραή και Πανεπιστημίου υπάρχουν δεκάδες αναμνηστικές πλακέτες με τα δάνεια που έχει συνάψει η χώρα. Μου φάνηκε περίεργο όταν τις είδα και ρώτησα γιατί τις εκθέτουμε. Δεν είναι και για περηφάνεια ότι δανείζεσαι συνεχώς. Η απάντηση ήταν ότι κάνω λάθος. Αντιθέτως πρέπει να περηφανευόμαστε για την πιστοληπτική μας ικανότητα. Μπορεί να κάνω λάθος λοιπόν!!

    Για μένα το ζήτημα δεν είναι γιατί κάποιος μου δανείζει, αλλά γιατί εγώ δανείζομαι. Το θέμα λοιπόν είναι ότι, για να χρησιμοποιήσω το παράδειγμα σου, δεν δανείζομαι 100.000€ και μετά αγοράζω 4 Mercedes. Το θέμα είναι ότι δανείζομαι ακριβώς για να αγοράσω 4 Mercedes. Από την αρχή δανείζομαι για να τα πετάξω σε φρου-φρου κι αρώματα.

    Και για να τελειώσω με άλλες δύο αναφορές στον Mises από το Human Action:

    Credit expansion and inflationary increase of the quantity of money frustrate the common mans attempts to save and to accumulate reserves for less propitious days. p.834

    Keynes did not add any new idea to the body of inflationist fallacies, a thousand times refuted by economists… He merely knew how to cloak the plea for inflation and credit expansion in the sophisticated terminology of mathematical economics. p.787

    Για να μην λες ότι παραθέτω κάτι περίεργους!!!

    Reply
  22. Pelerin,

    νομίζω ότι συμφωνούμε επί της ουσίας, αλλά όχι στις τεχνικές λεπτομέρειες. Που συμφωνούμε? Ότι οι επιλογές που κάνουμε ως καταναλωτές αλλά και ως κράτος ενισχύουν την κατανάλωση έναντι της επένδυσης. Ότι δηλαδή μεγάλο μέρος του εισοδήματός μας πάει στην κατανάλωση και γενικότερα σε μη παραγωγικές δραστηριότητες, και με μεγάλη ευθύνη του κράτους.

    Που διαφωνούμε? Δεν πιστεύω ότι αυτό έχει να κάνει με την ποσότητα του χρήματος ή το δανεισμό. Μακάρι να λυνόταν το πρόβλημα έτσι εύκολα. Παρεπιπτόντως, η άποψη αυτή θα έδινε και άλλοθι στο Ελληνικό κράτος, στο βαθμό που η νομισματική πολιτική εξαρτάται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η άποψή μου είναι ότι για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα χρειάζονται πραγματικές διαρθρωτικές αλλαγές.

    Ας πάρουμε παράδειγμα το δανεισμό, που δημιουργεί και fiduciary media όπως λες. Οι επιχειρήσεις που επενδύουν σε εξοπλισμό ή έρευνα δανείζονται τα χρήματα αυτά από αποταμιευτές. Στις ΗΠΑ ο φοιτητής που σπουδάζει σε ένα κολλέγιο επίσης δανείζεται για να πληρώσει μέρος των σπουδών του. Η ύπαρξη χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι πολύ σημαντική διότι επιτρέπει σε αποταμιευτές που έχουν μικρή χρησιμότητα για τις αποταμιεύσεις τους να τις διοχετεύσουν σε άτομα που μπορούν να κάνουν καλή χρήση των χρημάτων αυτών. Π.χ. ο φοιτητής κάνοντας χρήση του δανείου θα αποκομίσει στο μέλλον ένα μεγαλύτερο εισόδημα, μέρος του οποίου θα πάει για να αποζημιώσει τον δανειοδότη. Και τα δύο μέλη βγαίνουν ωφελημένα. Το ότι ως λαός κάνουμε κακή ίσως χρήση των δανείων δε σημαίνει ότι το πρόβλημα είναι η ύπαρξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Έχει να κάνει και σε μεγάλο βαθμό με τα κίνητρα που δίνει το θεσμικό μας πλαίσιο. Αλήθεια, είναι τα κίνητρο να επενδύσεις στην Ελλάδα το ίδιο με αυτό που είναι στις ΗΠΑ? Όταν οι λέξεις μεγαλοβιομήχανος, μεγαλοεπειχηρηματίας, μεγαλογιατρός, λέγονται προσβλητικά, τι πρότυπα προβάλλουμε? Μπορείς μετά να κατηγορήσεις τους νέους για τις επιλογές τους? Όσο για το κράτος, η Νορβηγία δανείστηκε μεγάλα κονδύλια όταν ανακάλυψε πετρέλαιο στη Βόρεια Θάλασσα τα οποία χρησιμοποίησε για να αγοράσει τον απαραίτητο εξοπλισμό για να εκμεταλευτεί τα κοιτάσματα. Τα έσοδα από το πετρέλαιο τα χρησιμοποίησε για να ξεπληρώσει τα δάνεια, και μέρος τους μπαίνει σε ένα ταμείο για τις μελλοντικές γενιές. Το Ελληνικό κράτος δανείζεται για να καλύπτει τα ελλείματα της Ολυμπιακής. Η λύση λοιπόν δεν είναι να καταργήσουμε το δάνεισμό. Ίσα ίσα που μελέτες έχουν δείξει ότι χώρες λιγότερο αναπτυγμένες είναι ζημιωμένες από την έλλειψη ενός χρηματοπισωτικού συστήματος, διότι στερεί χρηματοδότηση στις καλές ιδέες. Το πρόβλημα είναι πιο βαθύ, και έχει να κάνει με τις επιλογές μας. Γιατί κανουμε αυτές τις επιλογές δεν το ξέρω. Ίσως κάποιος ανθρωπολόγος να είναι ικανότερος να απαντήσει.

    Reply
  23. Κώστα,

    Νομίζω πως διαφωνούμε (ή καλύτερα έχουμε μια μικρή διάστση απόψεων) σε εξαιρετικά μικρές τεχνικές λεπτομέρειες. Φυσικά και δεν πρέπει ή δεν μπορούμε να καταργήσουμε παντελώς τον δανεισμό. Όπως λες το πρόβλημα είναι πιό βαθύ, και όντως έχει να κάνει με τις επιλογές μας. Και σίγουρα έχει να κάνει με την κυριαρχούσα αντίληψη για το ρόλο του κράτους και την αγοράς. Αλλά αυτό είναι μια τεράστια συζήτηση που υπερβαίνει κατά πολύ το συγκεκριμένο ποστ.

    Χάρηκα πάντως την ανταλλαγή απόψεων και μπορώ να πω ότι πλούτισα τη σκέψη μου.

    Reply
  24. Pelerin,

    και εγώ χάρηκα για το διάλογο, ο οποίος με ανάγκασε να κουράσω το μυαλό μου, γεγονός ευχάριστο και χρήσιμο. Σε ευχαριστώ.

    Reply
  25. Σόρυ για το άσχετο σχόλιο: Κάτι καταναλωτικά δάνεια, διακοποδάνεια κλπ. ίσως δεν θα ήταν κακό να τα καταργήσουμε.

    Reply
  26. κορπ,

    ανεξάρτητα από την προσωπική μου αποστροφή για περιορισμό των ατομικών ελευθεριών, υπάρχει και άλλος λόγος που πιστεύω ότι δεν πρέπει να τα καταργήσουμε. Ας πούμε ότι εγώ για να αγοράσω έναν υπολογιστή για το σπίτι χρειάζομαι 1.000 Ευρώ ή ότι για να πάω διακοπές χρειάζομαι 2.000. Ας πούμε ότι μόλις ξεκίνησα να δουλεύω ή μόλις πήρα προαγωγή. Με βάση το μισθό μου θα μπορούσα να αποταμιεύσω για ένα χρόνο και να μαζέψω τα χρήματα, αλλά ας πούμε ότι είναι σχεδόν καλοκαίρι και η άδεια πλησιάζει, ή ότι χρειάζομαι τον υπολογιστή τώρα. Το δάνειο είναι η λογική επιλογή και στις δυο περιπτώσεις. Με αυτό θα μπορέσω να πάρω τον υπολογιστή αμέσως, ή να μην χάσω την άδεια, και με τον υψηλότερο μισθό θα μπορέσω να αποπληρώσω το δάνειο, έστω και αν μου κοστίσει παραπάνω λόγω των τόκων. Το ερώτημα βέβαια έχει να κάνει με το αν πράγματι το εισόδημά μου δικαιολογεί το έξοδο, και αν το επιτόκιο είναι τέτοιο που να κάνει αυτή μου την απόφαση πολύ ακριβή. Αυτό που και πάλι θέλω να επισημάνω είναι ότι η λύση δεν είναι να περιορίσουμε τις επιλογές που έχουν οι καταναλωτές, καθώς για αυτούς που τις χρησιμοποιούν σωστά είναι ιδιαίτερα χρήσιμες, αλλά πώς θα βοηθήσουμε στο να τις χρησιμοποιούν σωστά.

    Reply
  27. Κώστα,

    η διάκριση ανάμεσα στο επίπεδο των τιμών και το ρυθμό αλλαγής τους έχει συνάφεια στο ζήτημα της ‘μαχητικότητας’. Ωστόσο είναι, νομίζω, ψευδές οτι το επίπεδο του πληθωρισμού (και όχι μόνο των τιμών) δεν είναι συνάρτηση αυτής της μεταβλητής.

    Αν, για παράδειγμα, οι επιχειρήσεις θέτουν ως στόχο ένα επίπεδο κέρδους (λ.χ. ως ποσοστό του ΑΕΠ) τότε το οικονομικό σύστημα αποκτά κάθε λογής δυναμικές, συνάρτηση της ‘μαχητικότητας’ -μεταξύ άλλων. Ένα γνωστό υπόδειγμα τέτοιας μορφής αναπτύσσει, αν θυμάμαι καλά, ο Rowthorn (1977).

    Reply
  28. Νικόλα,

    αντιγράφω από προηγούμενη απάντησή μου γιατί θεωρώ ότι κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό μακροπρόθεσμα.

    “Αν οι εργαζόμενοι συνεχίσουν να διεκδικούν και να επιτυγχάνουν αυξήσεις των πραγματικών μισθών που υπερβαίνουν τον ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητα και αυτό οδηγήσει σε συνεχή αύξηση των τιμών, η ανεργία θα αυξάνεται συνεχώς και η παραγωγή θα πέφτει (καθώς η αγοραστική δύναμη του χρήματος θα φθίνει). Μια τέτοια τάση είναι προφανές ότι δε μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστο. Άλλωστε, όπως έχει δείξει και η εμπειρία, η ισχύς των εργατικών συνδικάτων, και άρα η δυνατότητά τους να διεκδικήσουν αυξήσεις πέφτει όταν αυξάνεται η ανεργία. Αλλιώς οδηγούμαστε στην αυτοκαταστροφή, τόσο σε ένα καπιταλιστικό σύστημα όσο και σε ένα κεντρικά κατευθυνόμενο.”

    Σε ποιό σημείο από το παραπάνω έχεις ένσταση?

    Reply

Leave a Comment