1.
Αυτός που έχει την δύναμη, είναι αυτός που δεν την δείχνει.
Αυτός που δείχνει δύναμη, είναι αυτός που δεν την έχει.
Πουκάμισα έξω, υφάκι Τσακ Νόρρις, ταπεινώσεις ανθυποανύπακρτων Νταισελπμλουμ, λάγνο βλέμμα στις κάμερες, θεατρινισμοί, τσαμπουκάδες κτλ. κτλ. ενώ από την άλλη
ο βαρετά ντυμένος Δρ.Σόιμπλε, περιμένει στοϊκά με μειδίαμα παιδί-είναι-άστο-να-παίξει-λίγο στο αναπηρικό καροτσάκι του τον ποζερά να τελειώσει στα γουoρχωλικά 15′ το νουμεράκι του, να πάρει όσα τηλέφωνα ξαναμμένων κορασίδων προλάβει, και μετά να πάει -off camera και ασφαλώς βρυχώμενος- με την λευκή σημαία του στον Δρ. και να παραδωθεί άνευ όρων…
2.
Ο ασφαλέστερος τρόπος να αποφύγεις την αυτογελοιοποίηση είναι να μιλάς λίγο και να λες μόνο ό,τι μπορείς να κάνεις.
Ο Σόιμπλε σε όλη αυτήν την διαπραγμάτευση είπε όλη και όλη μια λέξη, που όμως μπορούσε να την υποστηρίξει: όχι. Ο Βαρουφάκης από την άλλη μας είπε τα πάντα – από ρεύματα αλλαγής που θα παρασύρουν όλη την Ευρώπη μέχρι διεθνείς συσκέψεις χρέους – για να καταλήξει ύστερα από περίπου 500 gazillion λέξεις να πει τις εξής δυο: ό,τι πείτε.
Αντιλαμβάνομαι ότι αυγουστιάτικα η ανθρωπότητα έχει πιο σοβαρά πράγματα για να ασχοληθή. Αλλά εγώ αυτά σκεφτόμουνα το βράδυ που κουνούσα την μικρή: κι αν είναι ηθικά μεμπτό να κάνουμε παιδιά;
(Ας σημειωθή βέβαια ότι η ανυπαρξία ένα ηθικού καθήκοντος μη τεκνοποιίας δεν συνεπάγεται την ύπαρξη ενός ηθικού δικαιώματος στην τεκνοποιία. Όχι αναγκαστικά δηλαδή, έτερον εκάτερον. Νομικά το ζήτημα είναι σαφές πάντως.)
Η βασική (η μόνη;) αντίρρηση κατά της τεκνοποιίας που ξέρω είναι η οικολογική (εννοώ όχι μεταξύ των ανθρώπων που δεν επιθυμούν να κάνουν παιδιά, αλλά μεταξύ όσων θα ήθελαν να κάνουν, κρίνουν όμως ότι υπάρχουν ηθικοί λόγοι που τους επιβάλλουν να απόσχουν). Η οικολογική αντίρρηση λοιπόν διατείνεται περίπου ότι είμαστε υπερβολικά πολλοί στην Γη μας, καταναλώνουμε πολύ και επιβαρύνουμε το περιβάλλον ακόμη περισσότερο. Ένας ακόμη άνθρωπος δεν είναι αυτό που λείπει από την οικολογική ισορροπία, αλλ’ αντιθέτως κάθε νέος τοκετός μάς φέρνει πιο κοντά στην οικολογική καταστροφή.
Κάπως έτσι.
Η γενική αυτή αντίληψη μπορεί να αποκρυσταλλωθή σε δύο εκδοχές: την αυστηρή, που αντιτίθεται πλήρως στην παιδοποιία και κατ’ αποτέλεσμα καλεί για μείωση του ανθρώπινου πληθυσμού, και την ήπια, που ανέχεται την συντήρηση του παρόντος πληθυσμού με την διατήρηση της τεκνοποίησης στο όριο της αναπληρώσεως των γενεών, ήτοι στα 2 παιδάκια ανά γόνιμη γυναίκα (κατ’ ακριβολογίαν το ποσοστό είναι λίγο μεγαλύτερο, επειδή κάποια από τα τέκνα, δυστυχώς, δεν θα φτάσουν σε αναπαραγωγική ηλικία).
Αυτή η (ουσιαστικά νεομαλθουσιανή) αντίληψη, όσο και αν φοριέται, δεν δικαιολογείται από τα στοιχεία.
Σώμα ή πνεύμα; Υλικό ή λογισμικό; Τι συγκροτεί το ανθρώπινο πρόσωπο; Αποτελούν αμφότερα στοιχεία εκ των ων ουκ άνευ; Μπορούν να διαχωριστούν; Και αν διαχωριστούν;
Ας σκεφτούμε λίγο με όρους επιστημονικής φαντασίας:
Συνδέω τον εγκέφαλό μου έναν υπολογιστή. Ο υπολογιστής μεταφορτώνει ό,τι είναι αυτό που υπάρχει μέσα στο κεφάλι μου και το αποθηκεύει σε ένα εξω-(τερικό)εγκέφαλο. Ο εξωεγκέφαλος, που περιέχει πλέον αυτό που βρισκόταν στο κεφάλι μου, έτσι, για πιο πολλή πλάκα, έχει την μορφή ενός ποτηριού.
Να προσθέσουμε όμως ότι η μελλοντική τεχνολογία δεν έχει λύσει όλα τα προβλήματα: γνωρίζουμε ότι βρίσκομαι στο ποτήρι, αλλά δεν μπορεί κανείς να επικοινωνήση μαζί μου και τούμπαλιν. Είμαι κλειδωμένος εκεί μέσα για όλο το προβλεπτό μέλλον.
Αρχής σοφίας, ξέρετε τι. Το θέμα μας είναι ο κηδεμονισμός, που κάτι παλιοχαρακτήρες τον λένε πατερναλισμό. Ο όρος αυτός έχει δύο κακά: είναι πρώτον ξενόγλωσσος και δεύτερον φαλλοκρατικός. Οπότε εγώ προτιμώ δυνατά κι ελληνικά να τον λέω κηδεμονισμό, που επιτρέπει και την χρήση όλης της οικογένειας λέξεων κηδεμών, κηδεμονεύω, κηδεμονευτικός, ακηδεμόνευτος κ.λπ.
Κηδεμόνας είναι λοιπόν κάποιος που παίρνει τις αποφάσεις (που δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε ή δεν ξέρουμε να πάρουμε εμείς) για λογαριασμό μας και πάντα για το καλό μας. Ο κηδεμονισμός συνεπώς 1) περιορίζει την ελευθερία μας, αλλά 2) πάντοτε επ’ αγαθώ: ο κηδεμών είναι αγαθόβουλος. Θυσιάζει ελευθερία για να κερδίση ευημερία. Προωθεί μια αντίληψη του αγαθού δαπάναις του ορθού. Αντιλαμβάνεται την ελευθερία και τις περί αγαθού αντιλήψεις ως ανταγωνιστικά προϊόντα σε ένα αλγεβρικό άθροισμα.
2.
Κηδεμονισμού υπάρχουν κάμποσες ποικιλίες. Σημειώνω εδώ την διάκριση ανάμεσα σε σκληρό και ήπιο κηδεμονισμό, όπου σκληρός και άτεγκτος είναι ο κηδεμών που μας υποκαθιστά κατά τας βουλάς του, ενώ ήπιος είναι ο κηδεμονισμός που συγχωρείται μόνο αφού διαγνωστή κάποιο γνωστικό ή βουλητικό ελάττωμα.
Μια άλλη σημαντική διάκριση είναι μεταξύ θετικού και αρνητικού κηδεμονισμού, όπου ο θετικός κηδεμονισμός εννοεί το αγαθό του κηδεμονευομένου ως προσθήκη, επαύξηση, βελτίωση κάποιου θετικού ιδιώματος, την στιγμή που αρνητικός είναι ο κηδεμονισμός όταν αποτρέπει, παρεμποδίζει, διακωλύει την επέλευση κάποιας βλάβης.
Ο κηδεμών πράττει επίσης αμέσως ή εμμέσως. Άμεσο κηδεμονισμό έχουμε όταν επιβάλλεται κάτι ευθέως στον κηδεμονευόμενο, ενώ έμμεσο όταν η επιταγή απευθύνεται σε τρίτο που έρχεται σε επαφή με τον κηδεμονευόμενο, τυπικά στον προμηθευτή κάποιου προϊόντος ή κάποιας υπηρεσίας.
Εδώ κυρίως ενδιαφέρει ο ήπιος και αρνητικός κηδεμονισμός, άμεσος και έμμεσος.
Πού θα πάη αυτό το πράγμα; Οι κοινωνίες γίνονται διαχρονικά όλο και πιο ανεκτικές, τα ήθη μαλακώνουν, καθένας κάνει ό,τι του καπνίση, homines effeminantur, που λέγαμε και στο σχολείο. Στο μέλλον τι θα επακολουθήση; Πού βρίσκεται το τέλσον της ιλαρής χώρας της Φιλελευθερίας;
Ιδού ένιοι ίπποι χλωροί λοιπόν και λοιπά τέρατα της Αποκαλύψεως, που με απασχολούν όταν μαγειρεύω, όταν περιμένω το τρόλεϊ και όταν πλήττω στα αυτόφωρα:
Λέγαμε λοιπόν στο προηγούμενο ότι κάποιο πρόβλημα φαίνεται να υπάρχη με την υποχρέωση χρήσης της ζώνης ασφαλείας. Αλλά, κι αν η απαγόρευση είναι εσφαλμένη, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κρατικοί τρόποι δράσης που να είναι όχι μόνο επιτρεπτοί, αλλά και αναγκαίοι.
Είναι απολύτως ακριβές ότι το κράτος υπέχει καθήκοντα έναντι ημών στο πλαίσιο της θετικής του δράσης να προστατεύση την ζωή μας. Το γεγονός ότι ενδεχομένως δεν του επιτρέπεται να μας επιβάλη αντίθετα στην βούλησή μας κάποια μέτρα ασφαλείας καθόλου δεν συνεπάγεται ότι δεν νομιμοποιείται να ελέγχη αν πληρούνται οι όροι της αυτοδιακινδύνευσής μας. Με άλλα λόγια, δικαιούμαστε φυσικά να εκδιπλώνουμε την προσωπικότητά μας ακόμη και αναλαμβάνοντας υπαρκτούς κινδύνους στον καθ’ ημέραν βίον. Για να είναι όμως μια τέτοια εκδήλωση της αυτονομίας μας αληθής, πραγματική και ουσιαστική, για να είναι δηλαδή όντως αυτόνομη, απαιτείται η πλήρωση κάποιων γνωστικών και βουλητικών προϋποθέσεων.
Επιτρέπεται στο κράτος να μας επιβάλη, επισείοντας ποινικές ή, έστω, διοικητικές κυρώσεις, να φοράμε οι τετράτροχοι ζώνη ασφαλείας ή οι δικυκλιστές κράνος όταν οδηγούμε;
Ωραίο και δύσκολο ερώτημα. Ερώτημα που κάποτε δεν ετίθετο καν, ας μην το ξεχνάμε.
Η δική μου απάντηση είναι μάλλον αρνητική, όπως θα εκθέσω στην συνέχεια.
Σύμφωνα με το άρ. 12 παρ. 5 και 6 ΚΟΚ (Ν. 2696/1999):
5. Η χρήση των ζωνών ασφαλείας είναι υποχρεωτική τόσο για τους οδηγούς όσο και για τους επιβάτες. Σε περίπτωση μεταφοράς ανηλίκων επιβατών, εφόσον στο όχημα υπάρχει συνοδός, την ευθύνη φέρει αυτός. Για τη μεταφορά παιδιών με αυτοκίνητο είναι υποχρεωτική η χρήση ειδικών μέσων συγκράτησης και προστασίας, όπως καθισμάτων, ζωνών ασφαλείας κ.λπ. Με απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών καθορίζονται οι προδιαγραφές για τα ειδικά μέσα συγκράτησης, καθώς και εξαιρέσεις από την υποχρέωση αυτή.
6. Οι οδηγοί και οι επιβάτες μοτοποδηλάτων, μοτοσικλετών και τρίτροχων οχημάτων χωρίς κουβούκλιο υποχρεούνται να φορούν προστατευτικό κράνος, κανονικά δεμένο. Με απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών καθορίζονται τα χαρακτηριστικά, οι προδιαγραφές, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται και οι εξαιρέσεις από την υποχρέωση αυτή.
Η ζώνη και το κράνος λοιπόν είναι υποχρεωτικά. Χάριν απλότητας όμως, και όχι μόνο, θα παραλείψω την εξέταση του ζητήματος της κρανοφορίας: δεν είμαι δικυκλιστής, ενώ από πολλούς έχω ακούσει ότι το κράνος τούς εμποδίζει την ορατότητα ή και την ακοή. Οπότε, ίσως εκεί τίθενται και άλλα θέματα.
Να ζωστή λοιπόν κανείς ή να μην ζωστή; Ιδού η απορία.