Διαβάζοντας την κωμικοτραγική πρόταση αναθεώρησης του Συντ. της Νέας Δημοκρατίας:
Κατά την ως τώρα ερμηνεία κι εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 17 παρ. 1 του Συντάγματος έχει γίνει δεκτό, ιδίως στο πλαίσιο της νομολογίας, ότι οι διατάξεις αυτές καλύπτουν την προστασία μόνον των εμπράγματων δικαιωμάτων.
α) Τούτο όμως έρχεται σε καταφανή αντίθεση προς τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου –κυρίως δε προς τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής- οι οποίες, όπως ερμηνεύονται κι εφαρμόζονται παγίως από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καλύπτουν την προστασία και των ενοχικών δικαιωμάτων.
Τι μας λένε λοιπόν οι κύριοι αναθεωρηταί στην πρότασή τους; Ότι το αρ. 17 Σ, που προστατεύει την ιδιοκτησία, προστατεύει μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα (π.χ. κυριότητα, δουλεία, υποθήκη, ενέχυρο), όχι όμως και τα ενοχικά, όπως είναι τα κάθε είδους συμβατικά ή τα εξ αδικοπραξίας δικαιώματα. Και ότι μπορεί το σπίτι σου να είναι ασφαλές από απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση, δεν είναι όμως και η ενδοσυμβατική αξίωση που έχεις κατά του Δημοσίου: ένας οποιοσδήποτε νόμος μπορεί να χαρίση χρέη του Δημοσίου, να διαγράψη οφειλές του, να παραγράψη αξιώσεις κ.ο.κ.
Πολύ λογικά όλα αυτά. Τα φώναζαν οι καθηγητές μας χρόνια.
Εκτός από αυτό όμως, η αναθεωρητική πρόταση μας διδάσκει ότι η ως άνω περιοριστική ερμηνεία έχει γίνει δεκτή ιδίως στην νομολογία.
Αυτό είναι απολύτως ακριβές. Για το έτος 1996 όμως, που μπήκα εγώ στην Νομική.