Τροποποιήθηκε επιτέλους, αφού κοιλοπόνησε μήνες και χρόνους, ο αγαπημένος μου αντιρατσιστικός Ν. 927/1979 με τον εν θέματι Ν. 4285/14 (ΦΕΚ Α 191).
Να γράψουμε δυο λόγια λοιπόν. Όχι πως ματαιοδοξώ ότι μπορώ να υποκαταστήσω την ερμηνευτική προσφορά των δύο ολόκληρων σελίδων της έκθεσης της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής, που παραπέμπουν και σε ανύπαρκτη έκδοση του Ροξίν, αλλά τέλος πάντων. Ποιος είμαι εγώ τώρα.
Να δούμε λοιπόν λίγο ένα προς ένα τα άρθρα του νόμου.
Σύμφωνα με το άρ. 1:
Δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους
1. Όποιος με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων, τιμωρείται με φυλάκιση τριών (3) μηνών έως τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή πέντε έως είκοσι χιλιάδων (5.000 − 20.000) ευρώ.
2. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται όποιος με πρόθεση και με τα μέσα και τους τρόπους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, υποκινεί, προτρέπει, προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξη φθοράς ή βλάβης πραγμάτων, εφόσον αυτά χρησιμοποιούνταν από τις παραπάνω ομάδες ή πρόσωπα, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη.
3. Αν η πρόκληση, προτροπή, διέγερση ή υποκίνηση των προηγούμενων παραγράφων είχε ως αποτέλεσμα την τέλεση εγκλήματος, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή δεκαπέντε έως τριάντα χιλιάδων (15.000−30.000) ευρώ. Σε περίπτωση επιβολής ποινής φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, επιβάλλεται η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων από ένα έως πέντε έτη.
4. Όποιος συγκροτεί ή συμμετέχει σε οργάνωση ή ένωση προσώπων οποιασδήποτε μορφής που επιδιώκει συστηματικά την τέλεση των πράξεων των παραγράφων 1 και 2, τιμωρείται με τις ποινές της παραγράφου 1, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.
5. Αν η πράξη των προηγουμένων παραγράφων τελέστηκε από δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο, κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων, επιβάλλεται: α) στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2, φυλάκιση έξι (6) μηνών έως τριών (3) ετών και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως είκοσι πέντε χιλιάδων (10.000 − 25.000) ευρώ και β) στην περίπτωση της παραγράφου 3, φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή είκοσι πέντε χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων (25.000 − 50.000) ευρώ.
Συγκριτικά, το προϊσχύσαν άρ. 1 του νόμου είχε απεναντίας ως εξής:
1. Όστις δημοσίως, είτε προφορικώς είτε διά του τύπου ή διά γραπτών κειμένων ή εικονογραφήσεων ή παντός ετέρου μέσου εκ προθέσεως προτρέπει εις πράξεις ή ενεργείας δυναμένας να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βίαν κατά προσώπων ή ομάδες προσώπων εκ μόνου του λόγου της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής του, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρι δύο ετών ή με χρηματικήν ποινήν ή και δι’ αμφοτέρων των ποινών τούτων.
2. Διά των εν παρ. 1 ποινών τιμωρείται και όστις συνιστά ή συμμετέχει εις οργανώσεις, αι οποίαι επιδιώκουν ωργανωμένην προπαγάνδαν ή δραστηριότητας πάσης μορφής τεινούσας εις φυλετικάς διακρίσεις.
Συγκρίνοντας το παλαιό με το νέο κείμενο της διάταξης και συνεκτιμώντας πάντα τον σχολιασμό του άρ. 1 που είχα κάνει εδώ, παρατηρώ τα εξής:
Η καρδιά της εγκληματικής συμπεριφοράς της νέας διάταξης του άρ. 1 παρ. 1 εντοπίζεται στα ρήματα “υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει”, τα οποία εμφανίζουν μια αξιοθρήνητη πολυλογία, δεδομένου ότι βασικά είναι συνώνυμα. Σε σχέση με την απλή “προτροπή” της προϊχύσασας διάταξης η προσθήκη άλλων τριών συνώνυμων υπαλλαγών τέλεσης μόνο φλυαρία προδίδει.
Αντικείμενο της προτροπής απαιτείται να είναι “πράξεις ή ενέργειες”, μια ακόμη περιττολογία, δεδομένου ότι οι ενέργειες αποτελούν περίπτωση των πράξεων. Η μνεία της “εκ προθέσεως” τέλεσης, που υπήρχε και στο αρχικό κείμενο του νόμου, είναι εντελώς περιττή επίσης, γιατί αυτό προκύπτει ούτως ή άλλως από το άρ. 26 παρ. 1 ΠΚ. Διαπιστώνω αδυναμίες του νομοθέτη στο Γενικό Ποινικό.
Το λοιπό μέρος της αντικειμενικής υπόστασης ταυτίζεται εν πολλοίς με το προϊσχύσαν κείμενο, οπότε μεταφέρω εδώ την παλιά κριτική μου αυτολεξεί. Το βασικό πρόβλημα είναι το “μίσος”:
Πρόκειται για έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης, δηλαδή για την πλήρωση της αντικειμενικής του υπόστασης απαιτείται η αντικειμενική προσφορότητα της συμπεριφοράς να επιφέρη τα αποτελέσματα των διακρίσεων, του μίσους ή της βίας, χωρίς να αρκή η αφηρημένη επικινδυνότητα της συμπεριφοράς, αλλά ούτε και να απαιτείται η in concreto δημιουργία κάποιου συγκεκριμένου κινδύνου.
Δυνητικό αποτέλεσμα της προτροπής είναι οι διακρίσεις, το μίσος και η βία. Από τις έννοιες αυτές η “βία” είναι η καλύτερα ωρισμένη. Οι “διακρίσεις” μπορεί να ερμηνευθούν σύμφωνα με τον (μεταγενέστερο) Ν. 3304/2005. Εκείνο που με απασχολεί ιδιαιτέρως όμως είναι το “μίσος”.
Βασική αρχή του Ποινικού Δικαίου, που καθορίζεται και στο άρ. 7 παρ. 1 Συντ., είναι η αρχή cogitationis poenam nemo patitur. “Ουδείς πάσχει ποινήν σκέψεως” ας την αποδώσουμε πομπωδώς. Η αρχή αυτή ορίζει το Ποινικό Δίκαιο ως εξωτερική κανονιστική τάξη (σε αντίθεση με την Ηθική ας πούμε) και απαιτεί ως ελάχιστο του ποινικού ενδιαφέροντος την πράξη. Ως εδώ καλά. Καλά και αυτονόητα. Τόσο αυτονόητα που είναι μάλλον ανιαρά και κενά περιεχομένου.
Υποστηρίζω ότι η αρχή αυτή, πλην κάποιων άλλων όψεων που ελπίζω να αναπτύξω εν καιρώ, για να εννοηματωθή πλήρως, απαγορεύει στο κράτος να αναγορεύη σε εγκληματικό αποτέλεσμα, τυποποιημένο σε ποινική διάταξη και κολαζόμενο από το Ποινικό Δίκαιο, την cogitatio κάποιου άλλου. Το ερώτημα που τίθεται δηλαδή είναι εάν και κατά πόσον νομιμοποιείται ο ποινικός νομοθέτης να καθιστά αξιόποινη την πρόκληση ενός συναισθήματος, έστω και αν είναι αυτό αποδοκιμαστέο ή αντικοινωνικό, εφόσον καμία ανταπόκριση στον εξωτερικό κόσμο δεν ανευρίσκει. Αν όμως τιμωρείται η πρόκληση μίσους, ο πρωτεύων κανόνας δεν μπορεί παρά να είναι πολύ κοντά στην επιταγή προς αγάπη. Και τέτοια πράγματα δεν είναι δουλειά καμιάς κρατικής υπηρεσίας. Το Ποινικό Δίκαιο δεν επιτρέπεται να τεθή στην υπηρεσία μιας κοινωνικής μηχανικής τέτοιου είδους. Εφόσον δηλαδή το Ποινικό Δίκαιο απαγορεύεται να επεμβαίνη στον εσωτερικό κόσμο των πολιτών και ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται να διώκη όποιον δοκιμάζει απλώς ένα συναίσθημα, όπως είναι το μίσος, πολύ περισσότερο τυγχάνει αδιανόητο να αναγορεύη σε εγκληματία τον ηθικό αυτουργό της γέννησής του. Το “μίσος” δεν είναι πράξη υπό την έννοια του Ποινικού Δικαίου, άρα η εγκληματοποίησή του αντιβαίνει στα άρ. 7 παρ. 1 Συντ. και 14 ΠΚ, ενώ και η εγκληματοποίηση της πρόκλησής του, πολλώ δε μάλλον της δυνητικότητας του κινδύνου της πρόκλησής του, παραβιάζει την αρχή της περιωρισμένης εξαρτήσεως της συμμετοχικής δράσης.
Οι περιστάσεις τέλεσης “δημόσια, προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο” αποτελούν μία ακόμη πολυλογία, αντάξια του “δημοσίως, είτε προφορικώς είτε διά του τύπου ή διά γραπτών κειμένων ή εικονογραφήσεων ή παντός ετέρου μέσου” του αρχικού κειμένου. Από αυτά άξια σχολιασμού είναι η “δημόσια” τέλεση της πράξης, η οποία, σύμφωνα με την παγία αρεοπαγιτική νομολογία που έχει αναπτυχθή στα εγκλήματα κατά της δημοσίας τάξεως, συντρέχει όταν η πράξη ηδύνατο να γίνη αντιληπτή από αόριστο αριθμό προσώπων “ασχέτων αλλήλοις”, έστω και αν in concreto δεν έγινε αντιληπτή.
Προχωρώ τώρα στο επόμενο τμήμα της διάταξης, παραθέτοντας κατά σειρά το νυν και το τέως κείμενο:
… που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία…
… εκ μόνου του λόγου της φυλετικής ή εθνικής [ή θρησκευτικής] καταγωγής του…
Ο νέος νόμος διαφοροποιείται από τον παλιό βασικά σε δύο σημεία: πρώτον, προσθέτει κοντά στο έθνος, την φυλή και το θρήσκευμα τον “σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία”. Εδώ έχουμε από την μια μεριά τον γνωστό νεολογισμό “σεξουαλικός”, ο οποίος με τα τρισβάρβαρα ελληνικά του καταστρέφει τον ορολογική ομοιομορφία της ποινικής μας νομοθεσίας εδώ και μερικά χρόνια. Για όσους δεν είχαν την χαρά να πιάσουν ποτέ ένα Ποινικό Κώδικα στα χέρια τους, η δόκιμη νομική ορολογία είναι “γενετήσιος”. Από την άλλη, δεν μπορώ να κατανοήσω τον λόγο για τον οποίος θεωρούνται προστατευτέες αυτές οι κατηγορίες διακρίσεως και όχι άλλες: η πολιτική ή άλλη ιδεολογία, η ηλικία, η αριστεροχειρία, το ύψος ή το βάρος, η ασθένεια, τα οπαδικά φρονήματα ή ό,τι άλλο. Αν αίφνης εμφανιζόταν κάποιος ηλίθιος που προέτρεπε κλπ σε διακρίσεις κλπ κατά των φαλακρών και πράγματι αναπτυσσόταν ένα κίνημα μίσους κατά των φαλακρών και σημειώνονταν βιαιοπραγίες εις βάρος τους, τι θα ήταν εκείνο που θα καθιστούσε τους φαλακρούς λιγώτερο άξιους προστασίας; Ασφαλώς όχι το τυχαίο ιστορικό γεγονός ότι δεν έχουν πέσει θύματα διώξεων έως σήμερα.
Για μένα αντί της αφόρητης περιπτωσιολογίας που αναπτύσσεται, προτιμώτερο θα ήταν να υπάρχη μια γενική ρήτρα περί απρόκλητης τέλεσης, όπως υπάρχει τώρα στις ειδικές διατάξεις περί απρόκλητης σωματικής βλάβης, απρόκλητης φθοράς ξένης ιδιοκτησίας κ.λπ., που να επιτείνη την ποινή.
Το δεύτερο σημείο στο οποίο διαφοροποείται η νέα διάταξη, και είναι ένα σημείο που έχει νομίζω υποτιμηθή, είναι ότι αφαιρείται η ανάγκη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στην φυλή, το έθνος κ.λπ. και στην προτροπή, διέγερση κ.λπ. (κατά τούτο προφανώς ο νέος νόμος είναι αυστηρότερος του προηγουμένου και, άρα, δεν εφαρμόζεται αναδρομικά). Ενώ λοιπόν προηγουμένως η φυλή, το έθνος κ.λπ. επιβαλλόταν να είναι ο μόνος, άρα αποκλειστικός, λόγος της πράξης της αντικειμενικής υπόστασης, πράγμα που σημαίνει ότι, αν υπήρχαν και άλλοι λόγοι, εκτός αυτού, δεν πληρούτο η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, πλέον τέτοια σύνδεση δεν απαιτείται. Θεωρώ ότι αυτό υπήρξε αποτέλεσμα της ΟλΑΠ 3/2010 στην δίκη Πλεύρη (για όσους ήξεραν να την διαβάσουν εννοείται):
Από το όλο περιεχόμενο του βιβλίου δεν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος με αυτό είχε πρόθεση να προτρέψει τον αναγνώστη σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά των Εβραίων, ούτε να εκφράσει προσβλητικές ιδέες κατ’ αυτών (Εβραίων), εκ μόνου του λόγου της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής τους, δηλαδή χωρίς τη συνδρομή και άλλων λόγων [στο κατηγορητήριο και την εκκαλούμενη απόφαση δεν έχουν περιληφθεί και οι θρησκευτικοί λόγοι]. Τούτο δε γιατί δεν καταφέρεται συλλήβδην κατά των Εβραίων αλλά κατά των εβραιοσιωνιστών, οι οποίοι προέβησαν στις συγκεκριμένες πράξεις που αναφέρονται στο βιβλίο και οι οποίες στηλιτεύονται από τον συγγραφέα με οξύτατες εκφράσεις και αιχμηρά σχόλια και χαρακτηρισμούς.
Η μεταβολή αυτή συνιστά σοβαρή οπισθοδρόμηση και μείωση του επιπέδου προστασίας της ελευθεροστομίας στην χώρα μας. Δεδομένου μάλιστα ότι αρκεί το πρόσωπο ή η ομάδα “να προσδιορίζεται” από τα γνωστά κριτήρια, χωρίς να προσαπαιτήται να αποτελή το κριτήριο και αιτία, έστω συντρέχουσα της πράξης του κατηγορουμένου, πλέον υπάγονται στην αντικειμενική υπόσταση του χωρίου που συζητούμε φράσεις όπως
Μην αγοράζετε από τα καταστήματα των ισλαμιστών που υποστηρίζουν το Ισλαμικό Χαλιφάτο, γιατί αποκεφαλίζουν αμάχους, εκτελούν όσους παραδίδονται, καταπιέζουν τις γυναίκες κλπ
Σε μια τέτοια δημόσια προτροπή σε διακρίσεις, αρκεί ότι ο στόχος προσδιορίζεται με θρησκευτικά κριτήρια. Είναι αδιάφορο για τον αντιρατσιστή νομοθέτη του 2014 αν βαρύνεται με αποδεδειγμένα φρικτά εγκλήματα ή αν διεξάγεται εναντίον του διεθνής πολεμική εκστρατεία υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Αντιθέτως, υπό το προηγούμενο νομικό καθεστώς, ο κατηγορούμενος θα αρκούσε να αποδείξη ότι η αιτία της προτροπής του δεν ήταν η θρησκευτική διαφορά, αλλά η τέλεση των επίμαχων ειδεχθών εγκλημάτων.
Αρκετά σοβαρό, δεν είναι;
Τέλος πάντων, η νέα διάταξη σώζεται με την εξής σχοινοτενή προσθήκη:
… κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων…
Εδώ, πλην της δυνητικής διακινδύνευσης της βασικής συμπεριφοράς, προστίθεται πλέον η έκθεση σε κίνδυνο της δημόσιας τάξης και η απειλή για την ζωή κ.λπ. Εκ των δύο αυτών υπαλλαγών, η πρώτη μετατρέπει το έγκλημα σε συγκεκριμένης διακινδύνευσης, ήτοι απαιτεί, αρκετά εύλογα, να παρήχθη σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κίνδυνος της δημοσίας τάξεως. Αυτό συμβαίνει όταν π.χ. ο δημεγέρτης εξεγείρει με κραυγές ένα συγκεντρωμένο όχλο. Η δεύτερη υπαλλαγή (“ενέχει απειλή”) προβληματίζει περισσότερο σαν διατύπωση. Γνώμη μου είναι, ακολουθώντας τον ορισμό του άρ. 333 ΠΚ περί απειλής, ότι πρέπει in concreto να προκλήθηκε “τρόμος ή ανησυχία” ως περαιτέρω αποτέλεσμα της βασικής εγκληματικής πράξης. Μια τέτοια ερμηνεία εναρμονίζεται καλύτερα και με τον συγκεκριμένο κίνδυνο που απαιτεί η πρώτη υπαλλαγή τέλεσης.
Και φτάνουμε σιγά σιγά στο ζουμί, δηλαδή στις ποινές:
… τιμωρείται με φυλάκιση τριών (3) μηνών έως τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή πέντε έως είκοσι χιλιάδων (5.000 − 20.000) ευρώ.
… τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρι δύο ετών ή με χρηματικήν ποινήν ή και δι’ αμφοτέρων των ποινών τούτων.
Παρατηρείται λοιπόν μια ελαφρά αύξηση των ποινών. Μάστα.
Να θυμηθούμε όμως και τα άρ. 183-184 ΠΚ περί διέγερσης:
Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει δημόσια σε απείθεια κατά των νόμων ή των διαταγμάτων ή εναντίον άλλων νόμιμων διαταγών της αρχής τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.
Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.
Δηλαδή όοοολη αυτή η ιστορία έγινε για να προστεθούν οι χρηματικές ποινές. Υπόψιν βέβαια ότι τα άρ. 183-184 ΠΚ είχαν και έχουν πολύ λιγώτερες προϋποθέσεις εφαρμογής από τον Ν. 927/1979.
Τέλος, μια κουβέντα για το ιδιαίτερο έγκλημα που εισάγει το άρ. 1 παρ. 5:
5. Αν η πράξη των προηγουμένων παραγράφων τελέστηκε από δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο, κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων, επιβάλλεται: α) στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2, φυλάκιση έξι (6) μηνών έως τριών (3) ετών και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως είκοσι πέντε χιλιάδων (10.000 − 25.000) ευρώ και β) στην περίπτωση της παραγράφου 3, φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή είκοσι πέντε χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων (25.000 − 50.000) ευρώ.
“Δημόσιος λειτουργός” δεν απαντά στον Ποινικό Κώδικα. Ο όρος δεν περιλαμβάνει τους θρησκευτικούς λειτουργούς των άρ. 176 ή 196 ΠΚ. Είναι προφανές ότι ο όρος εισήχθη για να καταλάβη τους βουλευτές της ΧΑ, οι οποίοι δεν είναι βέβαια υπάλληλοι. Το σοβαρό ερμηνευτικό ζήτημα είναι τι σημαίνει “κατά την άσκηση των ανατεθειμένων αυτοίς καθηκόντων”. Εδώ μας βοηθεί το άρ. 61 παρ. 1 Σ:
Ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων.
Ο κοινός νόμος προφανώς δεν υπερισχύει του Συντάγματος, πράγμα που σημαίνει ότι οπωσδήποτε το ανεύθυνο των βουλευτών για γνώμη ή για ψήφο καλύπτει οποιαδήποτε τυχόν παράβαση του Ν. 927/1979 (τα έχουμε πει αυτά εδώ). Καλύπτονται άρα οι αγορεύσεις στην Ολομέλεια και τις Επιτροπές, οι ψήφοι, οι δηλώσεις στα πρακτικά, οι προτάσεις νόμου και ό,τι παρόμοιο. Σαν πρακτικό κανόνα και χάριν της βουλευτικής ελευθερίας προτείνω τον εξής: ό,τι γίνεται εντός του περιστυλίου, ας είναι και δηλώσεις σε δημοσιογράφους, ας είναι και σύμβολα, τραγούδια, μπλουζάκια, καλύπτεται από το βουλευτικό ανεύθυνο.
Φωτογραφία από εδώ.
Παίρνω ανάσα και συνεχίζω.
Πιο προφανές μου μοιάζει ότι εισήχθη για να καταλάβει τους εκπαιδευτικούς και λοιπούς δημόσιους υπαλλήλους που πρόσκεινται στην ΧΑ. Δεν μπορεί να μη γνώριζε ο νομοθέτης τους συνταγματικούς περιορισμούς στον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης των βουλευτών.
Ναι, πώς, δεν είδες, τόσο προσεγμένο νομοθετικό κείμενο, τρία χρόνια το χτένιζαν… #μπα
Ιδιαίτερα εγκλήματα για δημοσίους υπαλλήλους υπάρχουν και άλλα καμπόσα, ειδικά όμως για δημοσίους λειτουργούς κανένα.