Υπάρχει μια αγορά που είναι τόσο αρρύθμιστη, τόσο άναρχη, τόσο αδιάφορη στις ανισότητες που προκαλεί και τόσο κωφή στην αναδιανομή των αγαθών της, που δεν θα μπορούσε να την ελπίση ούτε ο πιο ακραία ανάλγητος φιλελεύθερος οικονομολόγος ούτε να την δη στον εφιάλτη του ο πιο ευαίσθητος σοσιαλιστής καλλιτέχνης (ως γνωστόν στην Ελλάδα οι οικονομολόγοι είναι εξ ορισμού ανάλγητοι και φιλελεύθεροι και οι καλλιτέχνες εξ ορισμού ευαίσθητοι και σοσιαλιστές).
Σε αυτήν την αγορά απαντά ο πιο εκτεταμένος τέλειος ανταγωνισμός, όλοι συμμετέχουν στην προσφορά και όλοι συμμετέχουν στην ζήτηση, κάθε παίκτης και παράγει και καταναλώνει, το ποσοστό αγοράς κάθε πωλητή είναι απειροελάχιστο, είναι αδύνατο κάθε ολιγοπώλιο ή ολιγοψώνιο, οι αποφάσεις είναι απολύτως αποκεντρωμένες, η πληροφορία διαχέεται μέχρι το κατώτερο δυνατό κλιμάκιο. Σε αυτήν την αγορά δεν υπάρχουν επιδόματα ανεργίας ούτε προστατευτικές διατάξεις ούτε ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Κανείς αστυφύλακας δεν διενεργεί υγειονομικούς, φορολογικούς, τελωνειακούς, αγορανομικούς, περιβαλλοντικούς και δεν ξέρω και γω τι άλλους ελέγχους. Οι ανισότητες είναι τεράστιες, το χάσμα των λίγων που έχουν και των πολλών που θα ήθελαν να έχουν δυνητικά αβυσσαλέο. Όποιος πουλάει, κερδίζει, και όποιος δεν πουλάει, χάνει. Έτσι απλά. Έτσι αδυσώπητα.
Θα αναρωτηθή ασφαλώς ο καλόπιστος αναγνώστης: είναι δυνατόν να γίνεται ανεκτό κάτι τέτοιο στην κοινωνία μας εν έτει 2014; Επιτρέπεται να αφήνεται παντελώς αχαλίνωτος ο νόμος της ζούγκλας, καθ’ ον η μεγάλη ύαινα τρώει την μικρή; Από πότε η ελευθερία μεταμφιέστηκε σε ασυδοσία; Από πού κι ως πού ο κοινωνικός δαρβινισμός ρυθμίζει την ζωή μας σε αυτήν την αγορά; Τι απέγινε η κοινωνική αλληλεγγύη, η στοιχειώδης ισότητα, η κοινωνική δικαιοσύνη; Ποια είναι τέλος πάντων αυτή η αγορά που δεν την σκιάζουν οι συνδικαλιστικοί αγώνες και δεν την πλακώνει το δίκιο του εργάτη;
Τι άλλο, ο έρωτας βέβαια.
Το προφανές ερώτημα είναι γιατί θεωρούμε –και δικαίως– φρικτή την ιδέα παρέμβασης, αναδιανομής, αλληλεγγύης, ουσιαστικής ισότητας, πήτε το όπως θέλετε, όταν αγοράζουμε σεξ, έρωτα, ερωτοτροπίες, απολύτως φυσιολογική όμως όταν αγοράζουμε χρήματα (γιατί αυτό κάνουμε μέσω της εργασίας μας, καμιά φορά και μέσω της ανεργίας μας). Είναι τάχα τα χρήματα πιο σημαντικά από όλη την κλίμακα αισθητικών και πνευματικών απολαύσεων που κυμαίνεται από το κτηνώδες, ωμό, μπρουταλιάρικο σεξ και φτάνει στον πιο άδολο και παράφορο έρωτα; Δεν είναι τάχα στοιχειώδης σωματική ανάγκη, σχεδόν όσο και το φαγητό ή το ποτό; Γιατί ανεχόμαστε ότι κάποιοι συνάνθρωποί μας θα ζήσουν μια κενή, ανούσια, αδιάφορη, άφιλη ζωή λόγω ακριβώς έλλειψης έρωτα, εξεγειρόμαστε όμως αν π.χ. μειωθή η φορολογία των πλουσίων ή αυξηθούν οι έμμεσοι φόροι;
Αν θεωρήσουμε απαράδεκτη την ισορροπία τιμών που έχει διαμορφωθή στην αγορά του έρωτα, αν διαβλέπουμε κίνδυνο κοινωνικής αναταραχής στην ολοένα μεγαλύτερη αντιζηλία όσων έχουν με όσους δεν έχουν, γιατί να μην προβούμε προβαίνει στον διοικητικό καθορισμό των τιμών, προβλέποντας ανώτατη τιμή πωλήσεως της ομορφιάς και κατώτατη εγγυημένη τιμή πωλήσεως της ασχήμιας;
Η απάντηση συνδέεται βέβαια με τα δικαιώματα όχι εκείνου που θίγεται στα συμφέροντα και ενδεχομένως στα δικαιώματά του από την στέρηση, αλλά εκείνου που καλείται να θυσιάση κάτι. Η φορολογία, δικαίως ή αδίκως, θίγει την ιδιοκτησία. Η εξηναγκασμένη συνουσία θα έθιγε πολύ πιο σοβαρά πράγματα.
Μπορούμε βέβαια να εξερευνήσουμε λίγο ακόμη την σκέψη αυτή: προφανώς δεν μπορούμε να υποχρεώσουμε έναν Εραστό να συνουσιαστή με έναν Ανέραστο. Γιατί να μην τον φορολογήσουμε όμως, ώστε να αγοράση την υπηρεσία στην οικεία αγορά (με ένα δελτίο συνουσίας; σε κρατική υπηρεσία; άδηλον!); Το ίδιο κάνουμε άλλωστε με τις υπηρεσίες υγείας π.χ. Στο κάτω κάτω, είναι βέβαιο ότι ένα τμήμα της ερωτικής επιτυχίας του Εραστού δεν οφείλεται σε εκείνον, αλλά σε παράγοντες για τους οποίους είναι ανεύθυνος (π.χ. γονίδια, κοινωνικές συμβάσεις). Για τον ίδιο λόγο επιβάλλουμε και τον φόρο κληρονομίας άλλωστε. Τέλος, αν δεν υπήρχε η εν γένει κοινωνία, πού θα έβρισκε την ερωτική του επιτυχία ο Εραστός; Η ίδια η έννοια της επιτυχίας του είναι συγκριτική και προϋποθέτει για την ύπαρξή της την ανεπιτυχία κάποιων άλλων: ας πληρώση λοιπόν για να την έχη.
Με αυτήν την ριζοσπαστική σκέψη ερωτικής αλληλεγγύης σας αφήνω: τον φόρο έρωτα.
Μεθιστολόγηση αυτού εδώ του άρθρου, που δημοσιεύθηκε σαν σήμερα εφτά χρόνια πριν, με κάποιες αλλαγές.
νταξει, εχει και ο συριζα οικονομολογους, και συριζα εξ ορισμου αν-αναλγητος και αν-ελευθερος :)
δεν ειμαι σιγουρος. Σε καποιες αγορες υπαρχουν παιχτες με μονοπωλιακη δυναμη. Ειδικα στην Ελλαδα αυτο ειναι το προβλημα, η αγορα ειναι εντελως fragmented. Δεν συναναστρεφομαστε ευκολα κοσμο εκτος οικογενειας-παρεας, εχουμε υψηλο κοινωνικο, οικονομικο και εθνοτικο ρατσισμο κτλ
Μισό. Στις ηλικίες 15-45, τις πιο ενεργές, υπάρχουν χονδρικά 1,5-2 εκ. άντρες και άλλες τόσες γυναίκες. Πόση επιρροή ασκεί πια και ο πιο επιτυχημένος από αυτούς;
Κατ’αρχάς τα κλασσικά εργαλεία δεν περιγράφουν επαρκώς το συγκεκριμένο πρόβλημα. Είναι πρόβλημα αναζήτησης και ταιριάσματος(search and matching, ζητείται καλή μετάφραση). Οπότε το ότι υπάρχουν 1.5Μ άντρες/γυναίκες δεν λέει τίποτα από μόνο του χωρίς να ξέρουμε κάθε πότε συναντιούνται.
Ακραία παράδειγμα για να γίνει κατανοητό περί τίνος ομιλώ: Αν πετυχαίνεις μια γυναίκα το μήνα, αλλά οι γυναίκες πετυχαίνουν τρεις άντρες στο ίδιο διάστημα, η γυναίκα που θα πετύχεις έχει σαφώς μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη από σένα.
Επιπλέον στην Ελλάδα οι τυχαίες γνωριμίες μεταξύ παντελώς αγνώστων σε χώρους κοινωνικής συναναστροφής(μα πώς τα λέω) είναι σχετικά σπάνιες. Όπως λέει ο ΣΓ συνήθως οι γνωριμίες έρχονται μέσα από το δίκτυο των γνωστών και φίλων, στις σχολές, στους χώρους εργασίας, στην ουρά του ΙΚΑ.
Ανάλογα με την δομή του δικτύου του καθενός, η δύναμη που έχουν τα δύο(ή περισσότερα) μέλη της ερωτικής συναλλαγής δεν είναι απαραίτητα ίση.
Ματσινγκ είναι η αντιστοίχιση.
Και πάλι, πόσο μεγάλο δίκτυο έχει πια και ο πιο επιτυχημένος; Πόσους ερωτικούς συντρόφους αγοράζει;
Είναι προφανές ότι η επίδραση του καθενός χωριστά στην “τιμή” είναι αμελητέα.
Ένας φοιτητής στη νομική έχει, κατά πάσα πιθανότητα, πολύ καλύτερο δίκτυο από έναν φοιτητή στους ηλεκτρολόγους μηχανικούς του πολυτεχνείο. Στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών υπάρχει ο ίδιος αριθμός γυναικών και για τους δύο. Ο πρώτος όμως έχει πολύ περισσότερες από αυτές στον κοινωνικό του περίγυρο.
Ομοίως η φοιτήτρια στους ΗΜΜΥ έχει πολύ μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη από την δίδυμη αδελφή της στη νομική.
Στον τέλειο ανταγωνισμό όλοι καταβάλλουν την ίδια τιμή. Στην αγορά των αισθημάτων όμως, δεν ισχύει το ίδιο για τους λόγους που αναφέρονται παραπάνω. Οι ανωτέρω φοιτητές θα κληθούν να καταβάλουν διαφορετικές τιμές, παρότι η ατομική τους επίδραση στην μέση τιμή είναι απειροελάχιστη. Στον τέλειο ανταγωνισμό κανείς μας δεν μπορεί ν’αλλάξει την τιμή από μόνος του ΚΑΙ όλοι πληρώνουμε την ίδια τιμή. Το δεύτερο σκέλος δεν ισχύει εδώ.
δεν εχεις ορισει την σχετικη αγορα ρε θαναση. Για καποιον η αγορα μπορει να ειναι 10 κοπελες, εκ των οποιων οι 5 ειναι με καποιον φιλο του, οι 2 δεν βλεπονται, η αλλη ειναι παλαβη και η αλλη ειναι απλα πολυ πανω απο τα κυβικα του. Μενει μια και μονη, για την οποια πρεπει να κανει τα παντα για να κλεισει η συμφωνια.