Στο προηγούμενο άρθρο είδαμε κάποια εισαγωγικά ζητήματα σχετικά με την απόφαση S.A.S. κατά Γαλλίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Σήμερα θα προσχωρήσουμε με την μελέτη των εκατέρωθεν επιχειρημάτων και της απόφασης του δικαστηρίου.
Τα νομικά ζητήματα που τίθενται με την απαγόρευση είναι βασικά δύο: ελευθερία της θρησκευτικής έκφρασης και ιδιωτικότητα του ατόμου. Να τα δούμε χωριστά:
Ελευθερία της θρησκευτικής έκφρασης
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η γαλλική απαγόρευση περιορίζει την ελευθερία κάθε ανθρώπου, ειδικά όμως όσων θρησκεύονται εντός μιας συγκεκριμένης σουνιτικής ισλαμικής παράδοσης, να εκφράζωνται ενδυματολογικά. Το γεγονός ότι η επίμαχη πεπλοφορία βρίσκεται στην τομή της ελευθερίας έκφρασης με την θρησκευτική ελευθερία αυξάνει και δεν μειώνει την προστασία που είναι παρασχετέα. Με άλλα λόγια, είναι εντελώς άλλης τάξης ο περιορισμός που δέχεται κάποιος να μην φορά δημοσίως μια οποιαδήποτε μουτσούνα, αν δεν είναι αποκριά, με τον περιορισμό που συνθλίβει την συγκεκριμένη αιτούσα: αν δούμε το ζήτημα απολύτως πρακτικά, η διατήρηση και η επιβολή της απαγόρευσης έχει ένα πολύ απλό πρακτικό αποτέλεσμα: όχι ασφαλώς ότι οι θιγόμενες θα απομπουρκοφορήσουν, αλλά, πολύ απλά, ότι θα οικουρήσουν. Αν πριν ήταν αόρατες μία φορά, τώρα θα γίνουν δέκα.
Ιδιωτικότητα
Το γεγονός ότι κάποιος βρίσκεται ή περιφέρεται σε δημόσιο τόπο δεν σημαίνει ότι απολλύει και κάθε αξίωση ιδιωτικότητας. Ειδικώς δε η μπούρκα, επιδιώκοντας ρητώς τον εξοβελισμό του ξένου βλέμματος, αρνούμενη την επαφή και αναστέλλοντας την επικοινωνία, αποτελεί κατεξοχήν έκφραση της βούλησης του ιδιωτεύειν υπό την αρνητική του όψη: δικαίωμα καθενός είναι και να μην έρχεται σε επαφή με τον πλησίον του. Να κλείνεται και να αποκόπτεται.
Ο γαλλικός νόμος αντιθέτως γδύνει και γυμνώνει την αιτούσα. Εκείνη νιώθει την ίδια προσβολή που νιώθει ο Σιχ που αποκαλύπτεται ή εμείς όταν ξεβρακωνόμαστε.
Αμυνόμενη τώρα η Γαλλία είχε το θράσος να εκστομίση διάφορες ματαιότητες, όπως ότι τάχα η απαγόρευση εξυπηρετούσε και την δημόσια τάξη. [γνωστό άλλωστε πόσες τράπεζες έχουν ληστέψει πεπλοφόροι μουσουλμανίδες #μπα]
Το δικαστήριο απορρίπτει την άμυνα αυτή πολύ εύστοχα (παρ. 139):
Quant aux femmes concernées, elle se trouvent obligées de renoncer totalement à un élément de leur identité qu’elles jugent important ainsi qu’à la manière de manifester leur religion ou leurs convictions qu’elles ont choisi, alors que l’objectif évoqué par le Gouvernement serait atteint par une simple obligation de montrer leur visage et de s’identifier lorsqu’un risque pour la sécurité des personnes et des biens est caractérisé ou que des circonstances particulières conduisent à soupçonner une fraude identitaire. Ainsi, on ne saurait retenir que l’interdiction générale que pose la loi du 11 octobre 2010 est nécessaire, dans une société démocratique, à la sécurité publique ou à la sûreté publique, au sens des articles 8 et 9 de la Convention.
Είναι προφανές λοιπόν ότι μια ολοκληρωτική απαγόρευση είναι δυσανάλογη και γιαυτό αντισυνταγματική, αφού θα μπορούσε απλώς να ζητήται η αποκάλυψη του προσώπου κάθε φορά που θα παρίστατο ανάγκη και όχι διαρκώς. Να προσέξουμε όμως και το “ταυτοτικό στοιχείο”, όπως χαρακτηρίζεται η επίμαχη αμφίεση. Να το σκεφτούμε λίγο παραπάνω αυτό: στις παραδοσιακές κοινωνίες η αμφίεση είναι αυστηρά καθωρισμένη, δεν υπάρχει ενδυματολογική ελευθερία ούτε παρενδυσία ούτε ποικιλία. Ποιος είσαι καθορίζει τι φοράς και τούμπαλιν: τι φοράς αποκαλύπτει ποιος είσαι. Η μπούρκα αποτελεί εν ταυτώ στοιχείο και διακήρυξη της ταυτότητας (και ως τέτοια φυσικά τρομάζει τους απαγορευτές). Η απαγόρευση της πεπλοφορίας δεν είναι μια απλή απαγόρευση μιας συγκεκριμένης μόδας ούτε η θιγόμενη έχει κι άλλα συνολάκια στην ιματιοθήκη της. Όχι, απαγορεύοντας το μπουρκοφορείν η Γαλλία απαγορεύει το είναι μουσουλμανίδα που ανήκει στην συγκεκριμένη θρησκευτική παράδοση.
Και το ξέρουν πολύ καλά αυτό οι απαγορευτές.
Υπάρχει λοιπόν εδώ κάτι ποιο βαθύ που λέρώνει τον γαλλικό νόμο: το γαλλικό κράτος απευθύνει στην αιτούσα ένα πρωτεύοντα κανόνα προς τέλεση αυτού που ωνόμασα αλλού “απαρνητική πράξη“, ήτοι ενώπιον ενός υπαρκτικού διλήμματος ισοδύναμου με δήλωση μετανοίας: ή σταματάς να είσαι αυτό που είσαι ή σταματάς να είσαι με μας.
Συνεχίζοντας, το δικαστήριο στην παρ. 120 διατυπώνει επίσης αρκετά θαρραλέα την πολυπολιτισμική άποψή του:
Elle souligne toutefois que, dans sa différence, il est l’expression d’une identité culturelle qui contribue au pluralisme dont la démocratie se nourrit. Elle observe, à ce titre, la variabilité des conceptions de la vertu et de la décence appliquées au dévoilement des corps. Par ailleurs, elle ne dispose d’aucun élément susceptible de conduire à considérer que les femmes qui portent le voile intégral entendent exprimer une forme de mépris à l’égard de ceux qu’elles croisent ou porter autrement atteinte à la dignité d’autrui.
Η άποψη αυτή αναδεικνύει πολύ όμορφα τον γνήσιο φιλελεθερισμό, τον ανεκτικό σε κάθε έκφραση των περί αγαθού απόψεων. Θα μπορούσα να ζήσω και χωρίς την συνεισφορά της αιτούσας στην ενδυματολογική πολυφωνία βέβαια. Αλλά αυτή είναι απλώς η δική μου περί αγαθού αντίληψη.
Η θεωρητική καρδιά της απόφασης του δικαστηρίου βρίσκεται στην παρ. 122, και προκάλεσε δικαιολογημένα πολλές αντιδράσεις:
La Cour prend en compte le fait que l’État défendeur considère que le visage joue un rôle important dans l’interaction sociale. Elle peut comprendre le point de vue selon lequel les personnes qui se trouvent dans les lieux ouverts à tous souhaitent que ne s’y développent pas des pratiques ou des attitudes mettant fondamentalement en cause la possibilité de relations interpersonnelles ouvertes qui, en vertu d’un consensus établi, est un élément indispensable à la vie collective au sein de la société considérée. La Cour peut donc admettre que la clôture qu’oppose aux autres le voile cachant le visage soit perçue par l’État défendeur comme portant atteinte au droit d’autrui d’évoluer dans un espace de sociabilité facilitant la vie ensemble. Cela étant, la flexibilité de la notion de « vivre ensemble » et le risque d’excès qui en découle commandent que la Cour procède à un examen attentif de la nécessité de la restriction contestée.
Ώστε όταν καλύπτομαι στην πραγματικότητα παραβλάπτω τάχα το δικαίωμα του άλλου. Αλλά ποιο δικαίωμα είναι αυτό, που έμενε μέχρι τώρα ανώνυμο και άγνωστο σε όλους τους συντακτικούς νομοθέτες; Κάπου εδώ το δικαστήριο αρχίζει τις νομικές περικοκλάδες, μήπως σώση τα άσωστα. Η αγγλική εκδοχή της απόφασης αποδίδει το κρίσιμο χωρίο ως εξής:
… as breaching the right of others to live in a space of socialisation which makes living together easier.
Η κοινωνική συμβίωση, αυτό το περίφημο βιβρ-ανσάμπλ που προβλήθηκε τάχατες ως στοχοθεσία του επίμαχου νόμου, είναι φυσικά μια περιττολογία. Όλοι οι ποινικοί νόμοι εκεί αποβλέπουν και σε αυτό αποσκοπούν, στην διασφάλιση της ομαλής εν κοινωνία συμβίωσης. Οπότε, το κέντρο βάρους εντοπίζεται κατ’ ακριβολογίαν στο “πεδίο της κοινωνικοποίησης“, ήτοι στον δημόσιο χώρο, όπου, καταπώς φαίνεται, πρέπει να κοινωνικοποιηθούμε, θέλοντας και μη. Παρακάτω (παρ. 140), το ίδιο σημαινόμενο εκφράζεται με την αοριστολογία “exigences minimales de la vie en société”, ενώ στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αναφέρεται ότι η κάλυψη είναι “contraire à l’idéal de fraternité“. Ας βάλω εδώ πεντέξι θαυμαστικά!!!!!!
Ε λοιπόν όχι. Δεν αποφασίζει ο τρίτος (ή το κράτος όπου οι τρίτοι έχουν την πλειοψηφία) πόσο μαγουλάκι (ή πόσο μπουτάκι, γιατί όχι;) θα δείχνη η αιτούσα. Δεν συνιστά ελάχιστη απαίτηση της κοινωνικής ζωής να της πιάσουμε ψιλοκουβέντα. Δεν μας θέλει για αδέρφια της, δεν την θέλουμε, ζήτω η ελευθερία ολωνών μας να μην θελώμαστε, τέλος.
Δεν πρέπει να μας διαφύγη επίσης ότι η απόφαση αυτή συνιστά μια αποφασιστική διεύρυνση των κατασταλτικών εξουσιών του κράτους σε σχέση με την ενδυματολογική αυτοδιάθεση των πολιτών. Αφού πρώτα το ΕΔΔΑ δικαίωσε τον κεμαλισμό στην διαβόητη απόφαση Λεϋλά Σαχίν κατά Τουρκίας και σε σειρά παρόμοιων απαράδεκτων, αχαρακτήριστων, επονείδιστων και δυσανεκτικών αποφάσεων, μόνο όμως για τον κρατικής ιδιοκτησίας χώρο, όπως είναι τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, πλέον η απαγορευτική εξουσία του κράτους εκτείνεται παντού έξω από το σπίτι των μπουρκοφορουσών. (πράγμα που συνειδητοποιεί και το ίδιο το δικαστήριο στην παρ. 151)
Και καταλήγει στην αιτιολογία του το ΕΔΔΑ στην παρ. 153:
En outre, certes, comme le souligne la requérante, en interdisant à chacun de revêtir dans l’espace public une tenue destinée à dissimuler son visage, l’État défendeur restreint d’une certaine façon le champ du pluralisme, dans la mesure où l’interdiction fait obstacle à ce que certaines femmes expriment leur personnalité et leurs convictions en portant le voile intégral en public. Il indique cependant de son côté qu’il s’agit pour lui de répondre à une pratique qu’il juge incompatible, dans la société française, avec les modalités de la communication sociale et, plus largement, du « vivre ensemble ». Dans cette perspective, l’État défendeur entend protéger une modalité d’interaction entre les individus, essentielle à ses yeux pour l’expression non seulement du pluralisme, mais aussi de la tolérance et de l’esprit d’ouverture, sans lesquels il n’y a pas de société démocratique (voir le paragraphe 128 ci-dessus). Il apparaît ainsi que la question de l’acceptation ou non du port du voile intégral dans l’espace public constitue un choix de société.
Το παράθεμα επιτρέπει την συναγωγή των εξής συμπερασμάτων:
α) η κρίση του δικαστηρίου συνδέεται στενά με τα έθιμα των ιθαγενών: έτσι είναι οι Γάλλοι, ας τους αφήσουμε να παίζουνε. Αμ δε: ο γαλλικός (όπως και ο κεμαλικός) εξαιρετισμός δεν είναι επιχείρημα. Η Γαλλία, μαζί με το συγγενές Βέλγιο, είναι απελπιστικά μόνοι στην απαγορευτική τους πολιτική εντός της Ευρώπης. Και αυτό μόνο ένα πράγμα μπορεί να σημαίνη.
β) το επιχείρημα ολισθαίνει φανερά από τα τάχαμου “δικαιώματα των άλλων” στο γενικό κλίμα “ανοχής” [sic!] και “ευρύτητας πνεύματος” και στην, αναπόφευκτη, “δημοκρατική κοινωνία”. Κανένα από αυτά όμως τα νεφελώδη δεν συνιστά ατομικό δικαίωμα. Πολύ λάδι λοιπόν και από τηγανίτα τίποτα: ποιο συγκεκριμένο συνταγματικό δικαίωμα ποιου φορέως, τίνος άρθρου και ποιου συντάγματος προσβάλλει η ολοπρόσωπη πεπλοφορία της αιτούσας; Ξέρουν να μας πουν ποιος βλάπτεται; Απλά πράγματα.
γ) ο πολύς λόγος περί συμβιώσεως δεν αναπληρώνει την ένδεια της απόφασης ως προς το αποδεικτικό της μέρος: Πού και πότε διασαλεύθηκε η ομαλή εν κοινωνία συμβίωση; Ποια κοινωνική λειτουργία δεν επιτελούσαν οι πεπλοφορούσες; (δεν πήγαιναν στον μανάβη; δεν πλήρωναν τα κοινόχρηστα; δεν έπαιζαν τα παιδιά τους στην παιδική χαρά;). Μιλάμε για 1.700 κρυπτοπρόσωπες πεπλοφόρους μέσα σε 66.000.000 ξεμουτσουνωμένους Γάλλους. Το ποσοστό επί του γενικού πληθυσμού, αυτό το ποσοστό που δεν πληροί τάχα τις “προϋποθέσεις της κοινωνικής επικοινωνίας”, είναι μηδέν κόμμα μηδέν μηδέν μηδέν μηδέν και κάτι ψιλά.
Ολοκληρώνεται στο επόμενο με την άποψη της μειοψηφίας. Και καταληκτικά σχόλια. Πάντα υπέρ της ελευθερίας κρυπτοπροσωπίας.
Την απάντηση την δίνεις μόνος σου:
Ο τρίτος, το κράτος, ο νόμος μια χαρά ορίζει πόσο μπουτάκι θα δείχνει η αιτούσα. Προσβολή της δημοσίας αιδούς λέγεται κι αν βγει γυμνή στην αψίδα του θριάμβου θα την πάνε στο αυτόφωρο πριν προλάβει να πει “Ρεπυμπλίκ Φρανσέζ”.
Οπότε το κράτος ήδη επιβάλλει ενδυματολογικούς κώδικες στον δημόσιο χώρο. Που σημαίνει ότι κάποιο δικαίωμα να το πράττει αυτό του αναγνωρίζεται από τα δικαστήρια. Μπορείς να επιχειρηματολογήσεις ότι πρόκειται περί ψευδωνύμου δικαιώματος, αλλά αυτό δεν αλλάζει την ύπαρξη και παραδοχή του από τα δικαστήρια ή την θεμελίωση του σε άλλους νόμους και στη νομική πρακτική. Συνεπώς και η αιτιολόγηση που παρείχε το δικαστήριο δεν μπορεί να θεωρηθεί αυθαίρετη. Εσφαλμένη πάλι ίσως.
Βασικά ισχύει το ανάποδο: καθορίζει, έστω και με ένα νόμο με τον οποίο δικαιοπολιτικά διαφωνώ, πόσο μπουτάκι δεν θα δείξη. Κανόνας είναι πάντα η ελευθερία, ακραία εξαίρεση η απαγόρευση. Ούτε είναι τυχαίο ότι η διάταξη αυτή, που κάποτε εφαρμοζόταν σε λουόμενες με “γυμνόστηθον λουτρίδα”, έχει περιπέσει ουσιαστικά σε αχρησία.
Τούτων λεχθέντων, υπάρχουν οι εξής ουσιώδεις διαφορές:
Πρώτον, η προσφορώτερη σύγχρονη δικαιολόγηση της προσβολής της δημοσίας αιδούς είναι η ενόχληση που αισθάνεται κανείς εκτιθέμενος απροειδοποίητα και χωρίς την θέλησή του στα αλλότρια γεννητικά όργανα (γιαυτό και η ονομασία “προσβολή της δημοσίας αιδούς”, που έχει μείνει από τότε που το κεφάλαιο λεγόταν “Εγκλήματα κατά των Ηθών”, ανακριβολογεί). Εδώ υπάρχει ένας σαφής παθών και κάποιος κατανοήσιμος λόγος, έστω και αν εμένα δεν μου φαίνεται αρκετός. Κατ’ αναλογίαν στην υπόθεση της κρυπτοπροσωπίας θα έπρεπε η Γαλλία να ισχυριστή ότι η αιτούσα προκαλούσε ενόχληση με την μπούρκα της στους καθωσπρέπει Γάλλους πολίτες και όχι αυτά τα κοψομεσιάρικα με την δημόσια συμβίωση και τα προαπαιτούμενα της επικοινωνίας και δεν συμμαζεύεται. Που είναι αλήθεια βέβαια και που είναι ένα μεγάλο κομμάτι της απαγόρευσης στην πραγματικότητα. Αλλά δεν το είπε και ούτε τολμούσε να το πη. Άρα, δεν είναι το ίδιο.
Δεύτερον, ακόμη και αν ίσχυε η ίδια ratio legis όμως, υπάρχει κάτι ακόμα που διαφοροποιεί τις δύο περιπτώσεις εξαιρετικά:
Καμία θρησκευτική εντολή δεν επιβάλλει τον γυμνισμό (εκτός και αν υπάρχουν ακόμα αυτοί οι τύποι). Κανείς δεν αισθάνεται, αν δεν μείνη τσίτσιδος, ότι χάνει ένα κομμάτι του εαυτού του, ότι γίνεται κάποιος άλλος ή ότι του επιβάλλεται ένα αλλότριο σύστημα αξιών.
Σε αντίθεση με την αιτούσα, η οποία ενεργούσε εκ πεποιθήσεως.
η διάταξη αυτή έχει περιπέσει ουσιαστικά σε αχρησία.
Η λέξη κλειδί είναι η πεποίθηση. Δεν μιλάμε για μια απλή επιλογή, αλλά για επιλογή υπαγορευόμενη από ένα κανονιστικό σύστημα, το οποίο το άτομο έχει ενστερνιστή και αισθάνεται υποχρέωση να συμμορφωθή προς αυτό. Ας μου δείξουν οι γυμνιστές ότι νιώθουν την ίδια ανάγκη να είναι γυμνιστές (όπως οι Αδαμίτες του συνδέσμου στο προηγούμενο σχόλιό μου) και δεν έχω καμία αντίρρηση να τους αντιμετωπίσουμε με ανάλογη φροντίδα.
Εντελώς άκυρη η σύγκριση κάλυψης της κεφαλής που γίνεται από λόγους ευπρέπειας, μόδας ή αισθητικής με την κάλυψη του προσώπου που γίνεται από λόγους θρησκευτικούς. Αν δη κάποιος την γιαγιά μου χωρίς μαντίλι, δεν θα νιώση ντροπή ούτε θα τρέξη να κρυφτή ούτε θα αισθανθή ενοχές. Απλώς θα βάλη το μαντίλι της για να βγη έξω, όπως εσύ προσέχης να είσαι αξύριστος ;-)
Γι’αυτό ανέφερα τους χίπηδες.
Το επιχείρημα του δικαστηρίου όμως είναι ότι ο παρατηρητής δεν μπορεί να κάνει χωριό με τις μανδηλοφορούσες. Από τη στιγμή που υπάρχουν ήδη τόσες μανδηλοφορούσες και ο παρατηρητής κάνει χωριό με αυτές, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι αδυνατεί να πράξει το ίδιο με τις μανδηλοφορούσες εκ θρησκευτικής πεποιθήσεως. Εκτός αν θέλει να μας πει ότι δεν του αρέσουν οι συγκεκριμένες μανδηλοφορούσες εξαιτίας της θρησκευτικής τους πεποίθησης. Οπότε απλώς του λέμε να πάει στο καλό.
Ο λόγος για τον οποίο μανδηλοφορούν, στην περίπτωση της Ελλάδας, δεν μας απασχολεί προκειμένου να αποκρουστεί το επιχείρημα του δικαστηρίου. Δεν χρειάζεται καν να σταθμίσουμε δικαιώματα γιατί υπάρχει εσωτερική αντίφαση στο επιχείρημα.
Δεν θα είναι τόσο απλό. Υπάρχουν ισχυροί κοινωνικοί κανόνες που επιβάλλουν συγκεκριμένους ενδυματολογικούς κώδικες. Σκέψου πώς θα ένοιωθε μια γιαγιά που θα την υποχρέωναν να βγάλει τα μαύρα γιατί έτσι θα όριζε ο νόμος. Δεν είναι θρησκευτική της υποχρέωση, αλλά η κοινωνική σύμβαση και η εσωτερική επιταγή είναι εξαιρετικά ισχυρές. Ξέρω γυναίκες που φόραγαν τα μαύρα επί δεκαετίες και δεν ένοιωθαν άνετα να τα βγάλουν. Βγαίνουμε όμως εκτός θέματος.
Τι καταπίεση μου άσκησε εμένα ο ΕΣ που με υποχρέωνε να ξυρίζομαι, ας μην το συζητήσουμε καλύτερα :P
Πολύ καλό παράδειγμα: αυτό ακριβώς θα συνιστούσε μια απαρνητική πράξη του είδους που καταδικάζω.