Η ανθρώπινη δυστυχία που συνοδεύει την τόσο απότομη πτώση του εθνικού εισοδήματος ειναι υπερβολικά σημαντικό θέμα για να γίνεται αντικείμενο υστερικών αντιπαραθέσεων ή υστερόβουλων διαστρεβλώσεων
Αθανάσιος Αναγνωστόπουλος, Δρ. Ποινικού Δικαίου
Σωτήρης Γεωργανάς, Αν. Καθηγητής Οικονομικών στο City University Λονδίνου – επισκέπτης καθ. στο New York University
Δημοσιευτηκε σε λιγο διαφορετικη εκδοση στο protagon.gr
Η τραγικότερη ίσως όψη της κρίσης που ταλανίζει την Ελλάδα την τελευταία πενταετία είναι οι αυτοκτονίες που συνδέονται με αυτήν. Αυτοκτονίες ανθρώπων που ένιωσαν το βάρος του οικονομικού αδιεξόδου να τους συνθλίβει. Σημάδια της αποτυχίας της κοινωνίας μας να τους βοηθήσει.
Όπως όλα τα κοινωνικά φαινόμενα, έτσι και οι αυτοκτονίες μπορούν (πρέπει!) να μελετηθούν επιστημονικά. Αποσκοπώντας όχι να αποστειρώσουμε ένα δυσάρεστο κοινωνικό φαινόμενο, αλλά να προσδιορίσουμε τις σωστές του διαστάσεις.
Καταρχάς λοιπόν, εξακολουθούμε να έχουμε τον χαμηλότερο δείκτη αυτοκτονιών στον ΟΟΣΑ. Κατά δεύτερον, κιας ακούγεται κυνικό, κάποιοι άνθρωποι πάντοτε αυτοκτονούσαν και πάντοτε θα αυτοκτονούν. Για παράδειγμα, την δεκαετία 2000-09 αυτοκτονούσαν ετησίως (συμφωνα με επίσημα στοιχεία Ελ.Στατ.) περίπου 366 συμπολίτες μας κατά μέσο όρο. Η κορυφή μάλιστα, με 402 θανάτους, σημειώθηκε, χωρίς καμία προφανή αιτία, το 2006, έτος οικονομικής μεγέθυνσης και πολιτικής σταθερότητας!
Η παρατήρηση αυτή καταδεικνύει ότι η αυτοκτονία είναι φαινόμενο πολυπαραγοντικό, όπου η σχέση αιτίου και αιτιατού δεν ανιχνεύεται εύκολα και όπου θα ήταν πλάνη να αποδώσουμε αιτιακή σχέση σε μια απλή στατιστική συσχέτιση.
Για παράδειγμα, οποιοσδήποτε αντικειμενικός παρατηρητής θα πει ότι το 2010 ήταν χειρότερο από το 2009: το 2009 ήταν το προεκλογικό έτος του “λεφτά υπάρχουν”, ενώ το 2010 είχαμε το διάγγελμα του Καστελλόριζου και τους 3+1 νεκρούς της Μαρφίν. Κι όμως, το 2010 οι αυτοκτονίες σημείωσαν μικρή πτώση (391 έναντι 377).
Διαπιστώνουμε βέβαια αύξηση των αυτοκτονιών κατά τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας: μεταξύ 2010, πρώτου έτους της «μνημονιακής λιτότητας», και 2012, τελευταίου έτους με διαθέσιμα στοιχεία, η αύξηση είναι περίπου 35% (από 377 σε 508 αυτοκτονίες). Ένα μέρος της αύξησης αυτής ασφαλώς είναι αποδοτέο στην οικονομική καθίζηση, η οποία με την σειρά της σε κάποιο βαθμό συσχετίζεται με την λιτότητα. Δεν θα μάθουμε όμως πόσο παρακολουθώντας τις υστερόβουλες κραυγές του λαϊκισμού.
Αντί οι αυτοκτονίες να αποτελέσουν αντικείμενο υπεύθυνου δημοσίου διαλόγου με την συμμετοχή ειδικών και στόχο την διάγνωση του προαυτοκτονικού συνδρόμου και την πρόληψή τους, (και) αυτό το ζήτημα έχει συρθεί στον ιππόδρομο της κομματικής αντιπαράθεσης. Αναζήτηση στο διαδίκτυο φανερώνει ότι ο επικεφαλής των Ανεξάρτητων Ελλήνων κ. Καμμένος έχει κάνει επανειλημμένα λόγο για 3.000, 4.000 ή και 6.000 αυτοκτονίες. Ο αριθμός των 3.000 ασκεί διακομματική έλξη, καθώς υιοθετείται αυτούσιος σε κοινοβουλευτική ερώτηση του κ. Παναγούλη (βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ), αλλά κυκλοφορεί και σε ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ.
Ευτυχώς, τίποτε από αυτά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όπως προκύπτει από τα ελεύθερα προσιτά στο διαδίκτυο επίσημα στοιχεία. Οι αυτόχειρες της ύποπτης περιόδου 2010-2012 ανέρχονται σε 1362, εκ των οποίων, βάσει του προαναφερθέντος μέσου όρου των 366 ανά έτος, είναι εύλογο να εκτιμήσουμε ότι θα αυτοκτονούσαν ούτως ή άλλως οι 1100 περίπου, δηλαδή ανεξαρτήτως μνημονίων ή μέτρων λιτότητας. Οι επιπλέον αυτοκτονίες δηλαδή που μπορεί να αποδοθούν στην κρίση είναι 250-300, μια τάξη μεγέθους κάτω από τα νούμερα του κ. Καμμένου.
Η απλή αλήθεια είναι ότι αυτοκτονίες υπήρχαν και στην ανέμελη προ μνημονίου εποχή, με την διαφορά ότι τα κόμματα τότε δεν σκύλευαν τους αυτόχειρες για να ψηφοθηρήσουν.
Το γενικότερο δίδαγμα όμως που μπορούμε να αντλήσουμε από την επίμαχη ανησυχητική αύξηση των αυτοκτονιών είναι ότι το χρήμα μπορεί να μην φέρνει πάντα την ευτυχία, αλλά η έλλειψη του φέρνει πολύ συχνά πόνο. Στις καλές εποχές προ κρίσης άκουγες πολλούς στην Ελλάδα να αμφισβητούν την χρησιμότητα ενός αυξημένου ατομικού εισοδήματος, μερικοί αρνούνταν ακόμα και την αξία της οικονομικής ανάπτυξης για την χώρα. Η κρίση έδειξε στο ευρύ κοινό με τον ισχυρότερο –και τραγικότερο- τρόπο κάτι που οι οικονομολόγοι πάντα ήξεραν: το σύνολο των εισοδημάτων σε μια χώρα (χονδρικά το πραγματικό ΑΕΠ) είναι το σημαντικότερο ίσως οικονομικό μέγεθος. Όταν ανεβαίνει, οι άνθρωποι έχουν όλο και καλύτερες δυνατότητες να ζουν την ζωή τους όπως την θέλουν. Όταν πέφτει το ΑΕΠ, οι ζωές μας δυσκολεύουν, η γκρίνια αρχίζει. Και μερικοί συμπολίτες μας αυτοκτονούν.
Ας γίνει σαφές: ένα υψηλό ΑΕΠ δεν επιτρέπει απλά υψηλότερη κατανάλωση καταναλωτικών αγαθών, κάτι που μια δημοκρατική χώρα πρέπει να παρέχει στους πολίτες της. Αυξημένα εισοδήματα επιτρέπουν αυξημένους φόρους, οι οποίοι με την σειρά τους επιτρέπουν σε μια χώρα να έχει καλύτερους δρόμους, καλύτερα νοσοκομεία, ποιοτικότερη παιδεία, αποτελεσματικότερη εθνική άμυνα. Αντίθετα με την λαϊκιστική ρήση που κυκλοφορεί εδώ και δεκαετίες, αν δεν ευημερούν οι αριθμοί, αργά ή γρήγορα θα νιώσουν και οι άνθρωποι το πρόβλημα. Η πτώση του ΑΕΠ κατά κάπου 25% είναι ένα πρόβλημα πρώτου μεγέθους. Ακόμα και πριν βγουν τα οριστικά στοιχεία, είναι σίγουρο ότι η ευτυχία των Ελλήνων έχει μειωθεί, η παιδεία μας έχει χειροτερεύσει, η υγεία μας έχει επιδεινωθεί, οι πόλεις μας γίνονται πιο επικίνδυνες, ο δρόμοι όλο και πιο ακατάλληλοι για οδήγηση.
Η παρουσίαση ψευδών στοιχείων για τις αυτοκτονίες δεν είναι απλά αντιδεοντολογική, αλλα επικεντρώνει και τον διάλογο σε ένα ζήτημα που σχεδόν σίγουρα δεν είναι το σημαντικότερο. Από απόψεως κοινωνικής πολιτικής, η δυστυχία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που δεν βρίσκουν δουλειά, είναι πιθανώς υψηλότερης προτεραιότητας από τις 100 επιπλέον αυτοκτονίες ετησίως που μπορεί ίσως να αποδοθούν εδώ και τώρα στην κρίση. Εκτός από την άμεση δυστυχία που συνοδεύει την κρίση, πολλές οικογένεις δυσκολεύονται να προμηθεύσουν όχι τον άρτο τον επιούσιο στα παιδιά τους (όχι το παντεσπάνι), πράγμα που διακινδυνεύει την σωστή πνευματική αλλά και σωματική τους ανάπτυξη. Αν αυτά τα παιδιά μεγαλώσουν δυστυχισμένα μπορεί να οδηγήσουν και επόμενες γενιές στην δυστυχία (μην ξεχνάμε για πόσες δεκαετίες μας κυνηγούν τα κατοχικά σύνδρομα), μπορεί να προκαλέσουν πολλαπλάσιες αυτοκτονίες.
Η χώρα μας σπανίως έχασε ευκαιρία για υστερικές αντιπαραθέσεις, όταν η ψύχραιμη αποτίμηση των γεγονότων θα έφερνε καλύτερα αποτελέσματα. Σήμερα όμως δεν έχουμε την πολυτέλεια της επιλογής: τα πραγματικά προβλήματα είναι τόσο μεγάλα, που η διαστρέβλωση θα πρέπει να περιμένει.
Τυχαία βρήκα μια έρευνα που χρησιμοποιεί τα σωστα στοιχεία, αυτά της ΕλΣτατ. Το λινκ εδω, τα συμπεράσματα αναμενόμενα, η εγκυρότητα της μεθοδολογίας σε μένα άγνωστη(βαριεμαι να το σκεφτώ τώρα)
Δεν λειτουργεί ρε.
Πωπω, ατεχνολόγητοι άνθρωποι. Το λάθος είναι ότι έβαλα ένα κενό κατά λάθος στον κώδικα html(έγραφα από το κινητό). Πάτα το λινκ και στην μπάρα url του browser σβήσε το που εμφανίζει στην αρχή της διεύθυνσης. Μετά ξαναπάτα το enter.
Ή πάτα κατευθείαν εδώ.
Αυτοκτονίες υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν και είναι πολυσύνθετες.
Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να ενοχλούμαστε που προστίθεται ακόμα ένας, και μάλιστα ευτελέστατος λόγος όπως ο χρηματικός, στο πολυσύνθετο φαινόμενο, ούτε ότι δεν θα ενοχλούμαστε για τα αποστειρωμένα μυαλά που βλέπουν τον κόσμο μέσα σε γυάλα και υπό το στενό πρίσμα τους. Η επιστήμη και η έρευνα άλλωστε πρέπει να μεταφέρονται και στο πεδίο…
Δεν προστίθεται. Πάντα ήταν βασικό αίτιο των αυτοκτονιών οι οικονομικές δυσκολίες(λόγω ανεργίας, χρηματιστηριακής κρίσης κλπ).
Αυτό δε σημαίνει ότι επιτρέπεται να αναφέρει ο κάθε δημοκόπος ό,τι νούμερα του κατέβουν στο κεφάλι για να κάνει εντύπωση ή να χρησιμοποιούν ερευνητές ό,τι να’ναι στοιχεία για να τους βγουν οι στατιστικές σημαντικότητες και να δημοσιεύσουν εργασίες.
(σχεδόν) Ποτέ δεν είναι λόγος το οικονομικό πρόβλημα ή μια ερωτική απογοήτευση.
(σχεδόν) Κανένας δεν αυτοκτονεί από φτώχεια ή “φτωχοποίηση”.
Η αιτία (σχεδόν) όλων των αυτοκτονιών είναι η κατάθλιψη.
Δεν υπάρχει καμία συσχέτιση αυτοκτονιών στον κόσμο με το οικονομικό επίπεδο της κάθε χώρας: http://en.wikipedia.org/wiki/List_of_countries_by_suicide_rate