Στα τρόλεϊ της Πατησίων σκέφτομαι πάντα την μετανάστευση. Εκείνη την φορά με διέκοψαν εκ δεξιών μου οι αμνοί, εξ ευωνύμων τα ερίφια.
Στα δεξιά μου, μια κυρία με το παιδάκι της είναι τυχερή, πιάνει θέση, Είναι Φιλιππινέζα, όρος συλλογικός και περιεκτικός, που στην πόλη μας καλύπτει όλο το χωριό που λέγεται Νοτιοανατολική Ασία. Βολεύεται και παίρνει το μικρό αγκαλιά. Μόλις κάθεται, βλέπει ένα όρθιο άντρα, αγκαλιά με το δικό του αγοράκι αυτός. Αυτός είναι μαύρος, κατάμαυρος, ωραίος σαν μαύρος. Σηκώνεται, του προσφέρει την θέση της και του λέει: -Και το παιντί; Και τώρα τα δύο μικρά κεφαλάκια κάθονται δίπλα δίπλα, σχεδόν αγκαλιά. Το μαυράκι έχει τα πιο ωραία λευκά δοντάκια του κόσμου. Είναι το “παιντί”.
Στα αριστερά, ένα μικρό επεισόδιο. -Γιατί το χέρι σου στο τσέπη την γυναίκα μου; Μιλάει ένας ψηλός, εύρωστος, με σλάβικη προφορά. Ο ύποπτος πορτοφολάς είναι τυπικής αραβικής κατατομής, κάτι ψελλίζει, δεν ακούγεται, τον επισκιάζουν οι φοβέρες του συζύγου της παρ’ ολίγον θύματος. Εκείνη, παρεμβαίνει ειρηνοποιητικά, πάντα στα ελληνικά: -Άσ’ τον, δεν είναι τίποτα. Έχει ολοστρόγγυλα παχιά μάγουλα, την φαντάζομαι με μαντίλα και δυο καστανές πλεξούδες δίπλα στο τζάκι.