Υπόθεση Βαλλιανάτος και λοιποί κατά Ελλάδος: τα προκαταρκτικά

Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι είναι το σύμφωνο συμβίωσης και τι το χρειαζόμαστε: επειδή υπάρχουν κάποιοι που θέλουν να είναι έγγαμοι, αλλά να μην το λένε γάμο; Για ποιο λόγο χρειαζόμαστε μια οικογενειακή σύμβαση που να είναι κάτι παραπάνω από μνηστεία και κάτι λιγώτερο από γάμος; Γιατί τότε να μην εισαγάγουμε και καναδυό βαθμίδες ημιγάμων ακόμη;

Τέλος πάντων, ο νόμος είναι νόμος. Και εν προκειμένω νόμος είναι ο Ν. 3719/2008, ο οποίος προβλέπει τα εξής στο άρ. 1:

Η συμφωνία δύο ενήλικων ετερόφυλων προσώπων με την οποία οργανώνουν τη συμβίωσή τους (σύμφωνο συμβίωσης) καταρτίζεται αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Η ισχύς της συμφωνίας αρχίζει από την κατάθεση αντιγράφου του συμβολαιογραφικού εγγράφου στον ληξίαρχο του τόπου κατοικίας τους, το οποίο καταχωρείται σε ειδικό βιβλίο του Ληξιαρχείου.

Οι συμβαλλόμενοι συμβιωτές συνεπώς πρέπει να είναι ετερόφυλοι κατά νόμον. Αυτό συνιστά εξόφθαλμη διάκριση λόγω φύλου, φανταστήτε μόνο να επιτρεπόταν η πώληση κάποιου εμπορεύματος ή το δάνειο μόνο μεταξύ ετεροφύλων (ή μόνο μεταξύ ομοφύλων, το ίδιο είναι). Αυτά τα έχουμε πει εδώ και χρόνια, τι να λέμε τώρα.

Στην υπόθεση Βαλλιανάτος και λοιποί κατά Ελλάδος (Νοε 13) προσεβλήθη λοιπόν ενώπιον του Στρασβούργου ακριβώς αυτό.

Από την άποψη αυτή, η έκβαση της υπόθεσης ενώπιον του ΕΔΔΑ ήταν απολύτως αναμενόμενη. Το ίδιο και η συντριπτική πλειοψηφία 16-1 της διηυρυμένης σύνθεσης.

Υπήρξε όμως και ένας λέων στην μειοψηφία.

Αλήθεια, με ποιο σκεπτικό μειοψήφησε ο εν λόγω δικαστής; Μήνα ήτο ομοφοβικός; Μήνα δεν είναι υπέρ του γκέι πράιντ; Μήνα σέβεται το δικαίωμα των πολιτικών του αντιπάλων να είναι ομοφυλόφιλοι χωρίς να τους κράζουν;

Η πολύ αξιόλογη μειοψηφία του Πορτογάλου ευρωδίκη Παύλου Πίντου της Αλβουκέρκης αφορά ζητήματα παραδεκτού και γενικώτερα ζητήματα εξουσιών του ΕΔΔΑ και όχι την ουσία της υπόθεσης.

Ας διαβάσουμε ένα μεγάλο απόσπασμα:

The particular interest of the Vallianatos and Others case is that the Grand Chamber performs an abstract review of the “conventionality” of a Greek law, while acting as a court of first instance. The Grand Chamber not only reviews the Convention compliance of a law which has not been applied to the applicants, but furthermore does it without the benefit of prior scrutiny of that same legislation by the national courts. In other words, the Grand Chamber invests itself with the power to examine in abstracto the Convention compliance of laws without any prior national judicial review. […] The applicants in the present case did not give the national courts the opportunity to apply the same reasoning to their claim. Where constitutional protection for fundamental rights is provided, it is incumbent on the allegedly aggrieved party to test the extent of that protection and allow the domestic courts to develop those rights by way of interpretation. It cannot be assumed by the Court, as it was by the applicants, that the national courts would not give full effect to the provisions of their own country’s Constitution. […] Nonetheless, the Grand Chamber was prepared to embark on an examination of the Greek legislature’s “primary” intentions above and beyond their “declared” ones (paragraph 87 of the judgment) and to criticise them, and did not refrain from dictating to the respondent State a legislative alternative (paragraph 89). After “pilot-judgment” procedures and “Article 46 judgments” (or so-called “quasi-pilot judgments”), the Grand Chamber has inaugurated a novel remedy in the present judgment, which posits a specific legislative solution to a social problem that has allegedly not been solved by the national legislator after the persons concerned have taken direct action before the Court. The Court is no longer a mere “negative legislator”: it assumes the role of a supra-national “positive legislator” which intervenes directly in the face of a supposed legislative omission by a State Party. […] I dissent with regard to the complaint of a violation of Article 14 taken in conjunction with Article 8 of the European Convention on Human Rights (“the Convention”), which I find inadmissible for non-exhaustion of domestic remedies. Although the individual applicants had an arguable claim, they did not even try to lodge their claim before the national courts, as they could have done. No opportunity was given to the national authorities to address the applicants’ complaint at the national level. Ultimately, the core of the principle of subsidiarity was infringed. […] In view of all the foregoing, the applicants failed to use the remedies that would have enabled the Greek courts to examine their allegations of a violation of the Convention. Consequently, the Grand Chamber of the Court should not have addressed the merits of the case, which it did as a European Constitutional Court functioning as a “positive legislator” at the direct request of the persons concerned. Not even Hans Kelsen, the architect of the concentrated constitutional judicial review system, would have dreamed that one day such a step would be taken in Europe.

Πίντος της Αλβουκέρκης ο Ακριβολόγος
Παύλος Πίντος της Αλβουκέρκης ο Ακριβολόγος

Η ενασχόληση με την δικονομία έχει πάντοτε λιγώτερη αίγλη από την ενασχόληση με την ουσία μιας υπόθεσης. Ωστόσο, ο Πορτογάλος έχει απόλυτο δίκιο και ως νομικός χαίρω ιδιαιτέρως για την ακρίβεια και το μετρημένο της σκέψης του. Καιρό είχα να διαβάσω κάτι από Στρασβούργο μεριά που να μην κυμαίνεται ανάμεσα στην ψευδοσυνταγματολογική στοπεριπουλογία και την ελαφρολαϊκή κοινωνιολογία.

Το ΕΔΔΑ δεν είναι ευρωπαϊκό συνταγματικό δικαστήριο, δεν αναγνωρίζεται γενική συνταγματική προσφυγή, ενώ η πρόσβαση σε αυτό έχει συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες στην προκειμένη περίπτωση είχαν και επί της ουσίας δίκαιο είναι απλώς συμπτωματικό: την επόμενη φορά ίσως να μην είναι έτσι.

Το άρ. 35 παρ. 1 ΕΣΔΑ προβλέπει:

Το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιληφθεί προσφυγής παρά μόνο αφού εξαντληθούν τα εσωτερικά ένδικα μέσα, όπως αυτά νοούνται σύμφωνα με τις γενικώς παραδεδεγμένες αρχές του δικαίου και εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από της ημερομηνίας της τελεσιδικίας της εσωτερικής απόφασης.

Η αρχή της επικουρικότητας, όπως αποκρυσταλλώνεται στην αρχή της εξαντλήσεως των εσωτερικών ενδίκων μέσων, δεν έχει (μόνο ή κυρίως) την σημασία του ηθμού, όπως λέγεται συνήθως. Με άλλα λόγια, σκοπός της δεν είναι να μειώνη τον φόρτο εργασίας του ΕΔΔΑ, μετακυλίοντάς τον στα εθνικά δικαστήρια. Λόγος ύπαρξής της αντιθέτως είναι κατά κύριο λόγο η εθνική κυριαρχία των κρατών μελών της ΕΣΔΑ: ένα εθνικό σύστημα διάχυτου συνταγματικού ελέγχου δεν επιτρέπεται να υποκατασταθή εν τοις πράγμασι από την απευθείας προσφυγή στο Στρασβούργο δίκην ευρωπαϊκού συνταγματικού δικαστηρίου.

Η νομολογία του ΕΔΔΑ βέβαια, πολύ σωστά σε πρώτη φάση, έχει ερμηνεύσει συσταλτικά την έννοια της “εξάντλησης”, τονίζοντας ότι αναφέρεται σε ουσιαστική και όχι απλώς τυπική εξέταση της υπόθεσης από ανώτερο δικαστήριο, με άλλα λόγια ότι το υπόψιν ένδικο μέσο μπορεί και πρέπει να είναι αποτελεσματικό (υπό την έννοια του άρ. 13 ΕΣΔΑ) για τον παραπονούμενο. Ας διαβάσουμε την παρ. 52 της απόφασης:

The only remedies which Article 35 § 1 of the Convention requires to be exhausted are those that relate to the breaches alleged and at the same time are available and sufficient. The existence of such remedies must be sufficiently certain not only in theory but also in practice, failing which they will lack the requisite accessibility and effectiveness; it falls to the respondent State to establish that these conditions are satisfied. The existence of mere doubts as to the prospects of success of a particular remedy which is not obviously futile is not a valid reason for failing to exhaust domestic remedies. Lastly, an applicant who has availed himself of a remedy capable of redressing the situation giving rise to the alleged violation, directly and not merely indirectly, is not bound to have recourse to other remedies which would have been available to him but the effectiveness of which is questionable.

Ως εδώ καλά.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως και σε άλλες, η Ελλάδα υποστήριξε ότι οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να είχαν ασκήσει μια αγωγή αδικοπραξίας κατά του κράτους κατ’ άρ. 104 και 105 ΕισΝΑΚ, στο πλαίσιο της οποίας θα εξεταζόταν παρεμπιπτόντως και το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας και, γενομένης δεκτής, θα επιδικαζόταν στους προσφεύγοντες αποζημίωση.

Το ΕΔΔΑ απορρίπτει το επιχείρημα αυτό, αποφαινόμενο, τι έκπληξη, υπέρ της δικαιοδοσίας του, λέγοντας περίπου τα εξής (παρ. 54-56):

54. Firstly, the Court observes that the remedy referred to by the Government merely provides for the person concerned to obtain redress in respect of an act or omission by the State in the exercise of public authority. Accordingly, any review of the constitutionality of a law is carried out by the competent court as an incidental issue, with a view to determining whether the State must afford redress to the individual for an infringement of a rule of law establishing a specific individual right or interest. In the instant case, however, the applicants complain of a continuing violation of Articles 14 and 8 of the Convention on account of their inability, as same‑sex couples, to enter into civil unions, whereas legislation exists affording that possibility to different-sex couples. Hence, a mere award of financial compensation would not appear capable of remedying their grievances.
55. Secondly, with regard to the nature of the remedy invoked by the Government, the Court notes that, even if a claim for damages based on section 105 of the Introductory Law to the Civil Code were to be allowed by the domestic courts, the State would be under no statutory obligation to amend the legislation in question.
56. Lastly, the Court observes additionally that, as shown by the judgments cited by the Government in the context of an action for compensation based on section 105 of the Introductory Law to the Civil Code, the domestic courts apply section 105 of the Introductory Law restrictively as regards the State’s liability in tort in cases where a law is found to be unconstitutional. In particular, the Court notes that none of the judgments of the highest courts in Greece cited by the Government concerned an issue comparable to that raised in the instant case, that is to say, the unconstitutionality of a statute on account of its discriminatory nature with regard to the right to private or family life. This is particularly true since none of the judgments in question examined the issue of compensation for the claimants on account of the incompatibility of a law with Articles 8 and 14 of the Convention.

Χονδρικά λοιπόν έχουμε τρία επιχειρήματα:

1. Η αποζημίωση εις χρήμα δεν επαρκεί.

Μαντέψτε όμως τι κάνει το ίδιο το ΕΔΔΑ (παρ. 96 και 99):

96. The applicants in application no. 29381/09 claimed 10,000 euros (EUR) jointly in respect of the non-pecuniary damage they had allegedly sustained on account of the violation of Article 14 taken in conjunction with Article 8 of the Convention and the lack of an effective remedy in that regard. They also requested the Court to make specific recommendations to the Government with a view to amending Law no. 3719/2008 and extending the application of civil unions to same-sex couples. […]
99. Unlike the Government, the Court considers that the finding of a violation of Article 14 taken in conjunction with Article 8 of the Convention does not constitute sufficient redress for the non-pecuniary damage sustained by the applicants. Ruling on an equitable basis, in accordance with Article 41 of the Convention, the Court awards to each of the applicants, with the exception of the seventh applicant in application no. 32684/09, the sum of EUR 5,000, plus any tax that may be chargeable, in respect of non-pecuniary damage. The Court dismisses the remainder of the applicants’ claims for just satisfaction.

Με άλλα λόγια, το ΕΔΔΑ, αφού πρώτα δογμάτισε ότι η αποζημίωση δεν εξαρκεί, αμέσως μετά επεδίκασε… αποζημίωση (τι άλλο;), απορρίπτοντας μάλιστα το (νομίζω νόμω αβάσιμο) αίτημα του Βαλλιανάτου να υποδείξη στην Ελλάδα τις αναγκαίες αλλαγές στον Ν. 3719/2008.

Τι λιγώτερο θα έκανε δηλαδή ένα ελληνικό δικαστήριο;

2. Ακόμη και αν η αγωγή αποζημίωσης γινόταν δεκτή, η Ελλάδα δε θα υπεχρεούτο να μεταβάλη την νομοθεσία της.

Ενώ τώρα υποχρεούται δηλαδή; Ακόμη και οι πέτρες της Αλσατίας γνωρίζουν ότι το δεδικασμένο δεν αφορά παρά μόνο τους προσφεύγοντες. Άρ. 46 παρ. 1 ΕΣΔΑ:

Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συμμορφώνονται προς τις οριστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου επί των διαφορών στις οποίες είναι διάδικοι.

Φυσικά ως έμφρονα όντα μαντεύουμε ποια θα είναι η τύχη παρόμοιων προσφυγών ενώπιον του ΕΔΔΑ, καθώς επίσης το ορθόν είναι κάθε κράτος μέλος να λαμβάνη κάθε αναγκαίο μέτρο για την συμμόρφωση της νομοθεσίας του στην ΕΣΔΑ (που δεν είναι το ίδιο πράγμα με την συμμόρφωσή της προς τη νομολογία του ΕΔΔΑ, αλλά τέλος πάντων), ώστε να εξαλείφεται η αιτία των προσφυγών.

Τυπική υποχρέωση πάντως δεν υπάρχει ούτε και τώρα.

3. Η αγωγή αποζημίωσης του άρ. 104-105 ΕισΝΑΚ θα απορριπτόταν.

Αυτό είναι το πιο σοβαρό επιχείρημα, υπό την έννοια ότι ανταποκρίνεται περισσότερο στην πραγματικότητα, Είναι όμως και το επιχείρημα που μπορεί να υποστηριχτή λιγώτερο σοβαρά, καθώς δεν είναι δυνατόν σε ζήτημα το οποίο δεν έχει κριθή νομολογιακά να προεξοφληθή η δικαστική έκβαση. Αν υπήρχε παγία νομολογία ή έστω νομολογία, να το συζητούσα. Εφόσον δεν υπάρχει όμως;

Και για όσους επιχαίρουν αστόχαστα για τον δικαστικό ακτιβισμό και την εξελισσόμενη νομολογία και την “ζώσα σύμβαση” και λοιπά σούπα μούπες, δεν έχω παρά να θυμίσω την ήττα που φάγανε (-με) από την ΟλΣτΕ.

Η ουσία της υπόθεσης στο επόμενο επεισόδιο.

4 thoughts on “Υπόθεση Βαλλιανάτος και λοιποί κατά Ελλάδος: τα προκαταρκτικά”

  1. Ωραίο το κειμενάκι κυρ-Θανάση μου. Κάνω τις κάτωθι σκέψεις:

    1) Συμφωνώ με το λεβέντη Πορτογάλο που όχι μόνο έχει δίκιο, όχι μόνο αυτοπεριορίζεται ως υπερ-δικαστής υπέρ του εθνικού δικαστή, αλλά το κάνει με στυλ, μνημονεύοντας τον Κέλσεν. Τον κατατάσσω δεύτερο ανάμεσα στους αγαπημένους μου Πορτογάλους, λίγο κάτω από τον -σκληροτράχηλο κι όμως μπαλαδόρο, πρωταθλητή κι όμως μπον βιβέρ- Πάουλο Σόουζα. Όχι μόνο δεν εξαντλήθηκαν τα εγχώρια ένδικα μέσα, αλλά δεν υπάρχει και κανένας λόγος να εικάσουμε, όπως κάνει το Δικαστήριο, ότι δε θα είχε νόημα να εξαντληθούν.

    2) Το ζήτημα της αποζημίωσης είναι πιο περίπλοκο νομίζω. Κατ’ αρχάς, θεωρώ, κρίνοντας, τρόπον τινά, εν θεσμικώ κενώ, ότι το Δικαστήριο έχει δίκιο στη δικαιοπολιτική του εκτίμηση: όντως, η χρηματική αποζημίωση δεν υποκαθιστά τη βλάβη που υφίσταται κάποιος όταν πρόκειται για μία σοβαρή διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού. Πολλώ δε μάλλον όταν (θεωρεί ότι) στερείται μίας επιλογής εξαιρετικά σημαντικής για τον αυτοπροσδιορισμό του: Θέλω να παντρευτώ τον Μπάμπη ρε αδελφέ και τα λεφτά σας να τα βάλετε εκεί που ξέρετε. Το γεγονός ότι το δικαστήριο επιδικάζει αποζημίωση δεν αναιρεί την ορθότητα αυτής της σκέψης: περιορίζεται στα κατά νόμον, δεν μπορεί με το διατακτικό του να επιβάλει ως ποινή στην Ελλάδα τη θέσπιση συμφώνου συμβίωσης ομοφύλων. Το λάθος που μοιάζει να κάνει το Δικαστήριο είναι ότι θεωρεί την αποζημίωση υποκατάστατο συμμόρφωσης με το Σύνταγμα. Αν μία διάταξη κριθεί αντισυνταγματική, θα πρέπει να αλλάξει, η αποζημίωση επιδικάζεται για άλλο λόγο. Έτερον εκάτερον.

    3) Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι κατ’ εμέ το ερώτημα κατά πόσον θα έπρεπε το ελληνικό κράτος να θεσπίσει σύμφωνο συμβίωσης και για τους ομοφύλους. Προσοχή: όχι ο νόμος που θεσπίζει το σύμφωνο συμβίωσης να αφορά τους πάντες όλους και όχι μόνο τους ετεροφύλους – αυτό είναι προφανές.

    Υπόθεση εργασίας νάμπερ ουάν: δεν υπάρχει σύμφωνο συμβίωσης, υπάρχει γάμος με παπά και με κουμπάρο, γάμος με δήμαρχο και κλητήρα και παλιά-καλή γκομενοκατάσταση τύπου ‘σ’ αγαπάω αλλά δεν μπορώ την μάνα σου’. Πετάγονται, όμως, κάτι (λίγοι) περίεργοι μεταμοντέρνοι και λένε μα γιατί, να κάνουμε κι ένα σύμφωνο συμβίωσης που να είναι γάμος, αλλά να μην είναι και γάμος, γιατί όλα είναι σχετικά και έχουμε μόνο τις λέξεις και τα συναισθήματα και μια φορά κι έναν καιρό ο πολιτικός γάμος ήταν κουλ, αλλά τώρα να πας να σε παντρέψει ο Γκλέτσος είναι μικροαστικό μέχρι θανάτου. Δεν έχουν κι άδικο στο τελευταίο. Υπουργός δικαιοσύνης και ανθρωπίνων ιδιαιτεροτήτων, όμως, είναι ο Θανάσης που είναι από τα Καλάβρυτα και δεν τα καταλαβαίνει αυτά. Σου λέει κάτσε ρε φίλε, θρησκευτικό σου χουμε, πολιτικό σου χουμε, όσες φορές θες παντρεύεσαι, αυτά τα συζούμε κι έτσι είναι κοινωνικώς αποδεκτά, πόσες επιλογές ‘τύπου γάμου’ χρειάζεσαι πια; Δηλαδή αν αύριο θέλουν και οι σύντροφοι που δεν συζούν κάποια νομική αναγνώριση, να νομοθετήσουμε κι ένα σύμφωνο αποκλειστικής συνουσίας (ΣΑΣ για συντομία); Προφανώς, υπάρχουν άπειρες παραλλαγές, αλλά πού σταματάει η υποχρέωση του νομοθέτη να τις ικανοποιεί νομοθετικά (εννοείται όσο δεν υπάρχει πλειοψηφικό αίτημα που δε θίγει δικαιώματα); Ενδιαφέρον παρελκόμενο: αν δε θέλεις με την καμία να αναγνωρίσεις και το σύμφωνο συμβίωσης των ομοφύλων, θεωρητικά μπορείς να καταργήσεις το σύμφωνο συμβίωσης altogether. Όποιος πρόλαβε τον συμβολαιογράφο οίδε (ή είδε το ίδιο κάνει).

    Υπόθεση εργασίας νάμπερ του: Αυτοί που το ζητάνε το σύμφωνο δεν είναι όποιοι κι όποιοι. Είναι ομόφυλα ζευγάρια που την πάτησαν γιατί ο παπάς ούτε που να τους δει και οι δημαρχαίοι και να τη δουν αλα Τήλος, πάλι θα χάσουν στα δικαστήρια. Άρα, λέγει ο ομόφυλος μετά του ομοφύλου, υφίσταμαι διάκριση. Δεν υπάρχει ούτε γάμος ούτε κάτι σαν γάμος για μένα, κλείσαν οι δρόμοι, σκυμμένοι οι ώμοι κλπ. Εγώ πώς θα επισημοποιήσω το δεσμό μου μετά του ομοφύλου (ρωτά πάντα ο ήρως μας, εγώ είμαι κατά κάθε είδους γάμου και όσο λιγότερα τα είδη τόσο το καλύτερο). Με άλλα λόγια, το έχετε μοντάρει έτσι το σύστημα, ώστε εγώ να είμαι βρέξει χιονίσει στην απ’ έξω.

    Ιδού, λοιπόν, το ενδιαφέρον για να κάνουμε την αυτοκριτική μας και να απαντηθεί και η αρχική απορία του Θανάση. Πράγματι, με τόσους γάμους και πανηγύρια, λόγος να έχουμε κι άλλο ένα ‘κάτι σαν γάμο’ tout court δεν υφίστατο. Προφανώς, υπάρχουν άπειρες ανθυποκατηγορίες μίας επιλογής ενός συγκεκριμένου ‘γένους’ (εδώ το γένος είναι ο γάμος), αλλά ο νομοθέτης και το κράτος δεν είναι υποχρεωμένοι να θεσπίζουν ή να διευκολύνουν ενεργά κάθε μία από αυτές. Προφανώς, βέβαια, κάποιες επιλογές είναι εφικτές μόνο μέσα από τη θεσμοθέτησή τους, διότι η θεσμοθέτηση είναι το ίδιο το ζητούμενο: κάπως έτσι είναι και το σύμφωνο συμβίωσης. Αλλά πρέπει να υπάρχει ένας καλός λόγος για να δημιουργηθούν αυτές οι επιλογές (πιο σωστά: για να υποχρεούται το κράτος να τις δημιουργήσει), πέρα από το γούστο του καθενός. Για τον πολιτικό γάμο υπήρχε: κάπου έπρεπε να παντρευτούν και όσοι δεν γουστάρουν τη θρησκεία, την εκκλησία, τους παπάδες κοκ. Ήταν άδικο να μην μπορούν να το κάνουν επειδή δεν είναι θρήσκοι. Και οι δύο επιλογές (γάμος και θρησκευτική πεποίθηση) είναι κεντρικές για τους περισσότερους ανθρώπους. Δε θα έπρεπε να υποχρεούνται να διαλέξουν εκβιαστικά.

    Αλλά και για το σύμφωνο συμβίωσης υπήρχε λόγος τελικά. Και ήταν η εξασφάλιση της επιλογής του γάμου ακριβώς σε εκείνους που δεν μπορούσαν να παντρευτούν αλλιώς. Δηλαδή στα ομόφυλα ζευγάρια. Κι όμως, αυτά αποκλείστηκαν ρητά.

    Αλλά οι μεταμοντέρνοι σίγουρα θα χάρηκαν: τι πιο μεταμοντέρνο από κάτι που δεν έχει καμία ουσία;

    Reply
    • Όχι μόνο δεν εξαντλήθηκαν τα εγχώρια ένδικα μέσα, αλλά δεν υπάρχει και κανένας λόγος να εικάσουμε, όπως κάνει το Δικαστήριο, ότι δε θα είχε νόημα να εξαντληθούν.

      Να το ξαναπούμε όμως προς αποφυγήν παρεξηγήσεων: η διαφορά εδώ είναι ότι το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας ουδέποτε κρίθηκε ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων. Αν είχε κριθή από το ΣτΕ ας πούμε, αν υπήρχε παγία νομολογία, θα είχε κάθε δίκιο το ΕΔΔΑ. Τώρα όμως, νοσφίζεται δικαιοδοσία που δεν έχει, και μάλιστα κατ’ αποτέλεσμα περιφρονεί τα εθνικά δικαστήρια: “άντε από δωχάμου τώρα που μου θέλετε και έλεγχο συνταγματικότητας, αυτά είναι δικό μου περιβόλι”. Οι προσφεύγοντες από την μεριά τους διέπραξαν το θανάσιμο αμάρτημα της παράκαμψης της ιεραρχίας. ;-)

      Δηλαδή, σοβαρά τώρα, στο ΕΔΔΑ προσκομίστηκαν αποφάσεις που επεδίκαζαν αποζημίωση, προσκομίστηκαν αποφάσεις που διαγιγνώσκουν αντισυνταγματικότητα (και το παρακάνουν κιόλας μερικές φορές), από πού προέκυψε το ατελέσφορον ενός εσωτερικού έννομου βοηθήματος; Παίξτε κι ένα ΛΟΤΤΟ ρε παιδιά.

      όντως, η χρηματική αποζημίωση δεν υποκαθιστά τη βλάβη που υφίσταται κάποιος όταν πρόκειται για μία σοβαρή διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού.

      Την ηθική βλάβη ικανοποιεί, προφανώς. Το νόημα της παρατήρησής μου είναι ότι το ΕΔΔΑ δεν μπορούσε να κάνη τίποτε παραπάνω από ένα εθνικό δικαστήριο. Προς τι τότε η κρίση ότι τάχα εξαντλήθηκαν τα εσωτερικά ένδικα μέσα;

      Σου λέει κάτσε ρε φίλε, θρησκευτικό σου χουμε, πολιτικό σου χουμε, όσες φορές θες παντρεύεσαι, αυτά τα συζούμε κι έτσι είναι κοινωνικώς αποδεκτά, πόσες επιλογές ‘τύπου γάμου’ χρειάζεσαι πια;

      Ε μα!

      Θα διαμαρτυρηθή κάποιος “και τι σε κόφτει εσένα ρε φίλε, εσύ παντρεύτηκες, δικαίωμά σου, εγώ αν θέλω να συμβιώσω εσένα τι σε πειράζει;”. Έχεται αληθείας η αντίρρηση, με την επιφύλαξη του δικαιώματός μου να εκνευρίζωμαι με ό,τι αυξάνει την νομική εντροπία αυτού του ήδη περίπλοκου κόσμου.

      Απόδειξη η απόφαση που σχολιάζουμε.

      Προφανώς, υπάρχουν άπειρες παραλλαγές

      Υπενθυμίζω ότι στο ρωμαϊκό δίκαιο ας πούμε είχαμε γάμου cum manu και sine manu, ανάλογα με το εάν η σύζυγος εντασσόταν στην εξουσία του συζύγου ή παρέμενε στην πατρική εξουσία του δικού της πατέρα.

      Αχ, τα καλά τα χρόνια…

      πού σταματάει η υποχρέωση του νομοθέτη να τις ικανοποιεί νομοθετικά (εννοείται όσο δεν υπάρχει πλειοψηφικό αίτημα που δε θίγει δικαιώματα);

      Ωραίο ερώτημα. Υποχρέωση υπάρχει να δίδεται νομικό θεσμικό ένδυμα σε όλες τις μορφές της οικογενειακής ζωής κατ’ άρ. 8 ΕΣΔΑ. Αυτό καλύπτει οπωσδήποτε τον γάμο, κατά την γνώμη μου όμως πολύ λίγα ακόμη (π.χ. την αναγνώριση της πατρότητας). Ως γνωστόν, η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων δεν ισχύει στο Οικογενειακό Δίκαιο.

      Ενδιαφέρον παρελκόμενο: αν δε θέλεις με την καμία να αναγνωρίσεις και το σύμφωνο συμβίωσης των ομοφύλων, θεωρητικά μπορείς να καταργήσεις το σύμφωνο συμβίωσης altogether. Όποιος πρόλαβε τον συμβολαιογράφο οίδε (ή είδε το ίδιο κάνει).

      Ααααααααακριβώς. Αυτό ακριβώς έχω γράψει στην συνέχεια του σχολιασμού μου: δεν υπάρχει καμία υποχρέωση να θεσπιστή σύμφωνο συμβίωσης. Αν οι συντηρητικοί κυβερνώντες μας είχαν κουκούτσι μυαλό, απλούστατα θα καταργούσαν τον Ν. 3719/08 (όχι αναδρομικά ασφαλώς) και θα ξεμπέρδευαν με Βαλλιανάτους κλπ. Θυμίζω ότι το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ήδη ότι υποχρέωση γάμου ομοφύλων δεν υπάρχει.

      Αλλά αυτά όλα στο επόμενο, μην προτρέχης!

      Άρα, λέγει ο ομόφυλος μετά του ομοφύλου, υφίσταμαι διάκριση.

      Έχει απόλυτο δίκιο, αλλά στο Στρασβούργο το έχει χάσει ήδη. Δεν υπάρχει νομική υποχρέωση.

      Αλλά και για το σύμφωνο συμβίωσης υπήρχε λόγος τελικά. Και ήταν η εξασφάλιση της επιλογής του γάμου ακριβώς σε εκείνους που δεν μπορούσαν να παντρευτούν αλλιώς. Δηλαδή στα ομόφυλα ζευγάρια. Κι όμως, αυτά αποκλείστηκαν ρητά.

      Βέβαια, εμένα δεν μου αρέσει η κατεύθυνση που πήρε αυτό το πράγμα: αφού δεν μας δίνουν τον γάμο που δικαιούμαστε, ας μας δώσουν την συμβίωση, δώσε κάτι ρε φίλε, δώσ’μου ένα από αυτά τα καινούργια τα διακοσάρικα.

      Δεν είμαι μαξιμαλιστής εκ φύσεως, αλλά εδώ θα κάνω μια εξαίρεση. Το σωστό σωστό, το αίτημα πρέπει να είναι ο γάμος, όχι ένας γάμος δευτέρας κατηγορίας που δεν θα τον λέμε γάμο, με την συνεννόηση ότι τον προορίζουμε για τους ομοφυλόφιλους και τους συριζαίους.

      Όσο υπάρχει βέβαια η συμβίωση, είπαμε, πρέπει να τους καλύπτη όλους.

      Reply
  2. Η ουσία, κ. συνάδελφε, είναι ότι οι εκπρόσωποι της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν φαίνεται να έκαναν καλά τη δουλειά τους στο θέμα του παραδεκτού, διότι τότε δεν θα ήταν μόνον ο Πορτογάλος που θα έκρινε ότι δεν εξαντλήθηκαν τα ένδικα μέσα. Κανείς δεν φαίνεται να ενημέρωσε το ΕΔΔΑ ότι ο κ. Βαλιανάτος (ή οποιοσδήποτε άλλος στη θέση του) θα μπορούσε να είχε καταρτίσει ένα σύμφωνο συμβίωσης με τον (ιδίου φύλλου) σύντροφό του, να ζητήσει την εγγραφή του στο οικείο δημόσιο βιβλίο και, επειδή ο αρμόδιος θα αρνούνταν την εγγραφή επειδή πρόκειται για άτομα του ιδίου φύλλου, ο κ. Βαλιανάτος θα μπορούσε να είχε κάνει προσφυγή στο αρμόδιο δικαστήριο (Ειρηνοδικείο είναι τώρα, νομίζω) με την Εκουσία Δικαιοδοσία. Επειδή δεν το έκανε, δεν εξάντλησε τα εσωτερικά ένδικα μέσα, άρα απαράδεκτη η προσφυγή στο Στρασβούργο. Αυτά για τα δικονομικά, επί της ουσίας νομίζω ότι ο Βαλιανάτος έχει απόλυτο δίκαιο και η απόφαση είναι σωστή.

    Reply
    • Πολύ ωραίο σχόλιο.

      Αν ο συμβολαιογράφος ηρνείτο να το συντάξη; [ξαναλέω πάντως ότι ένας πρόθυμος συμβολαιογράφος δεν νομίζω ότι θα ήταν δύσκολο να βρεθή]

      Reply

Leave a Comment