Περί της ιδιοκτησίας επί της Λίμνης Βιστωνίδας ΙV

Απαντώντας σε ένα δύο εμβριθή σχόλια του Μιχάλη και προσθέτοντας κάποια άλλα πραγματάκια, συνεχίζω με το τέταρτο μέρος της Βιστωνιάδας.

Ναι, αλλά το ν.δ. 275/1941, που εκδόθηκε απο την παράνομη κυβέρνηση Τσολάκογλου και δικαίωνε την Μονή Βατοπεδίου, ουδέποτε ίσχυσε, η δε κατάργησή του από τον α.ν. 476/1945 είχε απλώς αναγνωριστικό χαρακτήρα.

Λοιπόν, η αντίρρηση αυτή είναι καταρχάς ορθή. Ας το εξηγήσουμε λίγο πιο αναλυτικά:

Μετά την κατάρρευση του μετώπου το 1941 έχουμε δύο ελληνικές κυβερνήσεις: μια που συνθηκολογεί και στηρίζεται στις γερμανικές λόγχες και μία που άφησε την πρώτη να συνθηκολογήση και στηρίζεται στις βρετανικές λόγχες. Η Ιστορία, ευτυχώς, δικαίωσε την δεύτερη, άρα οι νομοθετικές πράξεις της πρώτης είναι ανύπαρκτες. Παρήγαγαν φαινόμενο δικαίου, αλλά όχι και δίκαιο. Δεν προήλθαν από Κυβέρνηση, αλλά από κάτι που έμοιαζε με Κυβέρνηση.

Κατά πρώτον, η Συντακτική Πράξη 58/1945 ώρισε την ακυρότητα που μας ενδιαφέρει στο άρ. 4 παρ. 1 περ. α΄:

Είναι άκυροι από της εκδόσεώς των μη απαιτουμένης της κατά την παρούσαν Συντακτικήν Πράξιν απαγγελίας ειδικής ακυρώσεως: α) Πάσαι αι διατάξεις, δι’ ων ηρμηνεύθησαν αυθεντικώς νομοθετήματα εκδοθέντα προ της υπό των εχθρών της κατοχής της χώρας, ως και αι διατάξεις νομοθετημάτων, δι’ ων εδόθη εις ταύτα οπισθενεργός ισχύς διά τον προ της υπό των εχθρών κατοχής της Χώρας χρόνον.

Πρόκειται ακριβώς για την περίπτωση που μας ενδιαφέρει. Ως εκ περισσού συνεπώς, ο α.ν. 476/1945 κατήργησε το ν.δ. 275/1941, διότι η κατάργησή του είχε επισυμβή ήδη με την Σ.Π. του 1945. Τα νομοθετήματα αυτά απλώς αναγνωρίζουν το νομικώς ανύπαρκτο του ν.δ. 275/1941, δεν το δημιουργούν το πρώτον αυτά.

Η ορθότητα της αντίρρησης αυτής όμως μετριάζεται από τις εξής σκέψεις:

Η Κυβέρνηση Τσολάκογλου επεχείρησε να επιλύση το ζήτημα υπέρ της Μονής με ένα νομοθετικό διάταγμα. Ας διερωτηθούμε, γιατί με ν.δ.; Στο κάτω κάτω, το ζήτημα αφορούσε μια ιδιωτική διαφορά, προερχόμενη από την ερμηνεία μιας συμβολαιογραφικής σύμβασης.

Η απάντηση είναι προφανώς ότι επελέγη μια νομοθετική πράξη για τον απλούστατο λόγο ότι είχε προηγηθή μια άλλη νομοθετική πράξη, ο α.ν. Κονδύλη του 1935, τα αποτελέσματα της οποίας ώφειλαν να ανατραπούν. Αν δεν υπήρχε ο αναγκαστικός νόμος Κονδύλη, δεν χρειαζόταν καν κάποια διοικητική πράξη, αλλά το ζήτημα θα μπορούσε να επιλυθή με απλή μεταβολή της πρακτικής της διοίκησης ή, έστω, με μια συμπληρωματική διευκριστική σύμβαση.

Συνάγεται όθεν ότι η επιλογή του νομοθετικού διατάγματος είχε ένα τεχνικό χαρακτήρα και δεν ανταποκρινόταν πράγματι στην φύση του πράγματος: όντως, το εν λόγω ν.δ. δεν έθεσε κατ’ ουσίαν γενικούς και αφηρημένους κανόνες δικαίου, αλλά αποτύπωσε την ερμηνεία της διοίκησης επί μιας συμβάσεως που είχε υπογράψει.

Γιατί έχει κάποια σημασία αυτός ο σχολαστικισμός; Για τον απλό λόγο ότι οι μετακατοχικές νόμιμες κυβερνήσεις ούτε ακύρωσαν ούτε μπορούσαν να ακυρώσουν ούτε θέλησαν να ακυρώσουν κάθε διοικητική πράξη που προήλθε από τις παράνομες κατοχικές κυβερνήσεις. Το ελληνικό κράτος έχει συνέχεια: ο χωροφύλακας, ο ειρηνοδίκης, ο συμβολαιογράφος, ο υποθηκοφύλακας στην περιοχή που μας ενδιαφέρει συνέχιζαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Υπό τις διαταγές βέβαια της παράνομης κυβέρνησης των Αθηνών, ποιας άλλης.

Ασφαλώς όμως το γεγονός ότι πέραν της γενικής κατάργησης το μετακατοχικό κράτος δεν παρέλειψε να ακυρώση και ρητώς και ονομαστικώς το ν.δ. 275/1941 μάλλον δείχνει ότι σε όποιο τυπικό επίπεδο και με όποια πράξη και αν είχε δικαιωθή η Μονή επί Κατοχής, το Δημόσιο θα την κατεδίωκε, θα την ανακάλυπτε και θα την εξωλόθρευε. Ας είναι.

Εκείνο που δεν αλλάζει όμως είναι το απλό πραγματικό γεγονός ότι, καταπώς φαίνεται τουλάχιστον, η Μονή έναντι της διοικήσεως ήταν κυρία καθ’ όλο το επίμαχο χρονικό διάστημα και (φαίνεται να) άσκησε πραγματικά το δικαίωμά της. Αυτό είναι και θέμα αποδείξεως βέβαια, αλλά έτσι μοιάζει να έγινε. Μπορεί να υπήρχαν δύο ή δεκαδύο κυβερνήσεις, αλλά στα επίδικα υπήρχε μία και μοναδική ελληνική διοίκηση. Και αυτή γνώριζε την Μονή ως κυρία στο επίμαχο διάστημα. Πρόκειται συνεπώς για μία ακόμη παλινωδία του Δημοσίου, καθώς ασφαλώς δεν καταλογίζεται στην Μονή η φαγωμάρα νόμιμης και παράνομης Κυβέρνησης. Το 1942 ας πούμε η Μονή δεν μπορούσε να μαντέψη ότι η εξόριστη Κυβέρνηση θα κέρδιζε τον πόλεμο και ότι, άρα, οι Αρχές που είχε μπροστά της και αντιμετώπιζε ενεργούσαν χωρίς νομικό θεμέλιο. Εμπιστεύθηκε καλόπιστα την διοίκηση που είχε απέναντί της, όπως κάθε πολίτης σε ένα ιδιωτικό του ζήτημα και όπως είχε υπακούσει σε κάθε μονομερή κυβερνητική επιβολή μέχρι τότε. Και η εμπιστοσύνη αυτή στα κράτη δικαίου προστατεύεται.

Ναι, αλλά το Βατοπέδι παραιτήθηκε από την κυριότητά του υπογράφοντας την σύμβαση του 1930.

Εδώ έχω μια απορία: πώς παραιτήθηκε από την κυριότητα με ένα συμβόλαιο το οποίο δεν αναφέρει καθόλου την λέξη κυριότητα, αλλά μόνο την κατοχή;

Ναι, αλλά η παραίτηση αυτή δεν υπέκειτο σε μεταγραφή.

Αυτό έχει όμως σημασία. Να θυμηθούμε πρώτα τον κανόνα: σύμφωνα με το άρ 1192 ΑΚ

Μεταγράφονται στο γραφείο μεταγραφών της περιφέρειας του ακινήτου: 1. οι εν ζωή δικαιοπραξίες, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι αιτία θανάτου δωρεές, με τις οποίες συνιστάται, μετατίθεται, καταργείται εμπράγματο δικαίωμα (εμπράγματες δικαιοπραξίες) πάνω σε ακίνητα .2. οι επιδικάσεις ή οι προσκυρώσεις που γίνονται από την αρχή ή οι κατακυρώσεις κυριότητας ή εμπράγματου δικαιώματος πάνω στο ακίνητο. 3. οι εκθέσεις δικαστικής διανομής ακινήτου. 4. οι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις που περιέχουν καταδίκη σε δήλωση βούλησης για εμπράγματη δικαιοπραξία πάνω σε ακίνητο. 5. Οι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες αναγνωρίζονται κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο, που έχουν κτηθεί με χρησικτησία.

Σύμφωνα δε με το άρ. 1033 ΑΚ

Για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ’ αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή.

Εδώ συναντάμε δύο ζητήματα, συνδεόμενα μεταξύ τους: α) ήταν μεταγραπτέα η σύμβαση;, και β) μήπως η αναμφισβήτητη έλλειψη μεταγραφής αναπληρώθηκε κάπως;

Ως προς το α, το σημαντικό είναι αν η σύμβαση ως συμβιβασμός περιείχε αναγνώριση της υπάρχουσας κυριότητας του Δημοσίου εκ μέρους της Μονής ή μήπως παραίτηση της Μονής από την υπάρχουσα κυριότητά της. Διαπλαστικό χαρακτήρα θα είχε η σύμβαση και άρα θα ώφειλε να μεταγραφή μόνο στην δεύτερη περίπτωση.

Είναι προφανές ότι άποψή μου, ακολουθώντας τους αστικολόγους, οθωμανολόγους και δημοσιολόγους που γνωμοδότησαν τότε, είναι ότι η Μονή είχε κυριότητα στα επίδικα. Συνεπώς, ο εν λόγω συμβιβασμός, κατά την ευνοϊκώτερη για το Δημόσιο ερμηνεία, την οποία δεν ασπάζομαι, περιέχει παραίτηση της Μονής από την κυριότητά της. Καίτοι σε όλη την σύμβαση δεν υπάρχει πουθενά η λέξη “κυριότητα”, καίτοι δηλαδή το Δημόσιο ισχυρίζεται ότι η Μονή παραιτήθηκε από την κυριότητά της σε μερικές δεκάδες χιλιάδες στρέμματα διά της … ευγλώττου σιωπής.

Άρα η σύμβαση ώφειλε να έχη μεταγραφή. Χωρίς μεταγραφή δεν υπάρχει κτήση κυριότητας.

Ως προς το β ερώτημα όμως, ο Σταθόπουλος προβάλλει τις εξής αντιρρήσεις:

Για την περίπτωση όπου η Μονή δεν είχε απολέσει πριν από την υπογραφή της Σύμβασης ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί της Λίμνης, αλλά μόνο τώρα με το συμβιβασμό παραιτείται υπέρ του Δημόσιου από αυτά (δηλαδή για την περίπτωση όπου θα δοθεί διαπλαστικός χαρακτήρας στον συμβιβασμό), μεταγραφή μεν απαιτείται, αφού η παραίτηση υπέρ άλλου συνιστά στην ουσία μεταβίβαση, αλλά θα πρέπει να δεχθούμε ότι η δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του ν.δ. του 1924 (στο οποίο προβλέπεται ως υποχρεωτική η σύναψη της Σύμβασης και το οποίο την καλύπτει και νομοθετικά) αλλά και η δημοσίευση μεταγενέστερων νομοθετημάτων που μνημονεύουν τη Σύμβαση ως ισχύουσα (όπως π.χ. ο μνημονευθείς α.ν. της 16/19.11.1935 άρθρ. 2 – βλ. και ν. 6448/1935 άρθρ. 72) ικανοποιούν την ανάγκη της δημοσιότητας και καθιστούν περιττή τη μεταγραφή. Ανάλογες περιπτώσεις, π.χ. για το ότι η δημοσίευση στην Εφημερίδα Κυβερνήσεως νομοθετικής ή και διοικητικής πράξης, δυνάμει της οποίας αποκτάται εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο ή η οποία κυρώνει κ.λπ. την απόκτηση αυτή, αναπληρώνει τη μεταγραφή, βλ. στις ΑΠ 729/1971, ΝοΒ 1972, 320· 1112/1980, ΝοΒ 1981. 510· ΕφΑθ 8326/1990, ΕλλΔνη 1991, 1058· βλ. επίσης Α π . Γ ε ω ρ γ ι ά δ η , ό.π., σημ. 9· Σ τ α θ ό π ο υ λ ο , ό.π., αρ. 51.

Πολύ εξειδικευμένο το θεματάκι αυτό, αλλά, αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψουμε σκληρό Εμπράγματο.

Ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι η έλλειψη δημοσιότητας θεραπεύθηκε όχι από την δημοσίευση της σύμβασης στην ΕτΚ, αλλά του ν.δ. δυνάμει του οποίου συνήφθη και άλλων νόμων, που αναφέρονται σε αυτήν, παραθέτει δε σχετική νομολογία, εν όλω τρεις (3) αποφάσεις. Επ’ αυτων λεκτέα τυγχάνουν τα κάτωθι:

α. Το δικαίωμα (υποτίθεται ότι) μεταβιβάσθηκε διά και λόγω της συμβάσεως και όχι κάποιου νόμου. Αν είχε μεταβιβαστή δυνάμει νόμου, θα είχε δίκιο ο Σταθόπουλος, αλλά δεν ισχύει αυτό. Η σύμβαση όμως καθαυτήν παρέμεινε και παραμένει αδημοσίευτη.

β. Ως εκ τούτου, οι παραπομπές στην νομολογία δεν αναφέρονται σε ανάλογες περιπτώσεις, γιατί, όπως συνομολογεί και ο συγγραφέας, θίγουν δημοσίευση νομοθετικών ή διοικητικών πράξεων. Για την ακρίβεια, η πρώτη απόφαση αφορά μεταβίβαση δυνάμει νόμου, η δεύτερη δυνάμει συμβάσεως, η οποία όμως κυρώθηκε με νόμο, και η τρίτη δυνάμει διοικητικής πράξεως. Η σύμβαση δεν είναι όμως ούτε το ένα ούτε το άλλο ούτε το άλλο, αλλά δημόσιο έγγραφο αφορών ιδιωτική σύμβαση.

γ. Αυτό καταδεικνύει και η ουσιαστική εξέταση της αρχής της δημοσιότητας. Η αρχή αυτή αποσκοπεί στην ασφάλεια των συναλλαγών επί ακινήτων, παρέχοντας στον καθένα την δυνατότητα να ελέγξη σε ποιον ανήκει τι, ανατρέχοντας στα προς τούτο δημόσια βιβλία, ή έστω σε εξαιρετικώτατες περιπτώσεις στην ΕτΚ. Εδώ όμως τέτοια δυνατότητα δεν υφίσταται. Να το πούμε πιο απλά: πώς είναι δυνατόν να ικανοποιήθηκε η προϋπόθεση της δημοσιότητας όταν ακόμη έως σήμερα δεν υπάρχει δημόσιο βιβλίο ή δημόσιο έγγραφο που να την περιλαμβάνη αυτούσια; Όταν ακόμη δεν μπορούμε να την διαβάσουμε πουθενά, παρά μόνο στην εντελώς πρόσφατη ιδιωτική έκδοση του Συλλόγου των Φίλων της Μονής Βατοπεδίου; Όταν κανείς δεν μπορεί να ανατρέξη στο κείμενο της σύμβασης για να διαπιστώση σε ποιον ανήκει τι; [που, και να ανατρέξη βέβαια, δεν θα βρη πουθενά γραμμένο ότι η Μονή παραιτείται από την κυριότητά της, τέλος πάντων…]

δ. Παρεμπιπτόντως, αφού το Δημόσιο θεωρεί ότι απέκτησε κυριότητα σε κάθε περίπτωση από την σύμβαση, γιατί αμέλησε να την μεταγράψη ή να την δημοσιεύση έστω κατ’ άλλο τρόπο; Μιας και θα μιλήσουμε ευθύς αμέσως για την αποδυνάμωση δικαιώματος…

Ναι, αλλά η αποδυνάμωση δικαιώματος ως μορφή καταχρήσεώς του δεν συνδέεται με υποκειμενική αδυναμία ασκήσεώς του.

Εγώ αστικολόγος δεν είμαι, οπότε το έψαξα λίγο ακόμη. Ανοίγοντας λοιπόν την Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα (2010), άρ. 281, πλαγιάρ. 43-46 (Ν. Γεωργιάδης), διαβάζουμε:

Για να επέλθει αποδυνάμωση του δικαιώματος πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά οι εξής προϋποθέσεις: α) Αδράνεια του δικαιούχου, δηλαδή παράλειψη άσκησης του δικαιώματός του που δεν οφείλεται σε κάποια εύλογη αιτία (π.χ. απειρία, ανυπαίτια άγνοια). Η αδράνεια είναι νοητή μόνο εάν ο δικαιούχος είχε τη δυνατότητα να προβεί στην άσκηση του δικαιώματος […]. β) Η αδράνεια να διήρκεσε μακρό χρονικό διάστημα, λιγότερο πάντως από τον χρόνο παραγραφής ή αποσβεστικής προθεσμίας. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου, έστω και αν πλησιάζει ο χρόνος της παραγραφής, δεν καθιστά την άσκηση καταχρηστική, εκτός αν συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις, που καθιστούν επιβεβλημένη τη θυσία του δικαιώματος […]. γ) Με τη συμπεριφορά του αυτήν (αδράνεια) ο δικαιούχος να δημιούργησε ευλόγως στον υπόχρεο την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσει πλέον το δικαίωμά του […]. δ) Αμφισβητείται αν πρέπει να συντρέχει ως τέταρτη προϋπόθεση το ότι η ανατροπή της παγιωμένης κατάστασης απαιτείται να έχει αφόρητες ή ιδιαίτερα επχθείς συνέπειες για τον καθού το δικαίωμα […].

[παρέλειψα κάποιες παραπομπές, προσθήκη έμφασης δική μου]

Θέμα αποδυνάμωσης δεν τίθεται λοιπόν. Η Μονή αδράνησε μόνο μετά από εξαντλητικές δικαστικές και εξώδικες ενέργειες επί πλέον της εικοσαετίας, συνεπώς το Δημόσιο δεν μπορούσε ευλόγως να υποθέση ότι παραιτήθηκε από τις αξιώσεις της. Άλλωστε, δεν υπάρχει και κανένα έγγραφο παραίτησής της. Η αδράνειά της ωφειλόταν στην αριθμητική της αποδυνάμωση, στην ηθική και οικονομική της εξάντληση και στην γενικώτερη παρακμή της, θα προσέθετα όμως και στο μάταιο των ενεργειών της εναντίον ενός κακόπιστου, αλλά πανίσχυρου αντιδίκου: όλα αυτά είναι σαφώς “εύλογη αιτία”. Η ανατροπή της υφιστάμενης κατάστασης δεν θα ήταν ιδιαιτέρως επαχθής για το Δημόσιο, καθώς δεν προέβη σε δαπάνες ή κάτι παρόμοιο. Απλώς άφηνε όλα αυτά τα χρόνια τα δημόσια έσοδα εκ του ιχθυοτροφείου να ρημάζουν.

Θα ήταν βέβαια ιδιαιτέρως επαχθής για κάποιους κυβερνητικούς βουλευτές και για τους ψηφοφόρους τους.

Τέλος! Με αυτό το τέταρτο μέρος ελπίζω να ξεμπερδέψαμε με τα βατοπεδινά.

4 thoughts on “Περί της ιδιοκτησίας επί της Λίμνης Βιστωνίδας ΙV”

  1. Επανέρχομαι εν συντομία, κινούμενος αντιστρόφως στο χρόνο.

    Όσον αφορά την κυριότητα κατά την κατοχή, αυτή είναι για το Ελληνικό κράτος νομικά ανύπαρκτη κατά το μέτρο που πηγάζει από το διάταγμα της κατοχικής κυβέρνησης. Τούτο αποτελεί για κάθε Έλληνα υπάλληλο, υπουργό ή λειτουργό νομική πραγματικότητα. Το θέμα είναι αν υπήρχε κυριότητα εκ των προτέρων.

    Όσον αφορά την σύμβαση, συμφωνώ μαζί σου. Δεν αποτελεί παραίτηση από κυριότητα (αν αυτή υπήρχε). Αλλά πρέπει να ληφθεί υπ’ όψι στα πλαίσια της εξέτασης του ισχυρισμού περί αποδυνάμωσης του δικαιώματος της μονής. Αν ληφθεί υπ’ όψι δεν είχαμε μόνο αδράνεια αλλά και ενέργεια, η οποία υποδήλωνε ότι η κατάσταση έγινε αποδεκτή και δεν θα επιδιωχθεί η διατάρραξή της.

    Επίσης δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι η αδράνεια οφείλεται σε εύλογη αιτία. Βεβαίως η μονή βρέθηκε προ μιας εικόνας ήττας. Το ΣτΕ φαινόταν να έχει κλείσει την πόρτα, το διάταγμα θεωρήθηκε ανίσχυρο (επιπλέον δεν μπορούσε να το επικαλεστεί χωρίς το πολιτικό στίγμα του δοσιλογισμού), και, απ’ ότι ακούω, το ανθρώπινο και οικονομικό δυναμικό της είχε μειωθεί. Οπότε επέλεξε τη σιωπή του αδύναμου μπροστά στον ισχυρό. Αλλά για τόσες δεκαετίες;

    Και εν τέλει, η ήττα ήταν μεν μερική αλλά πραγματική από νομικής απόψεως. Μήπως όντως δεν είχε βγάλει μια απόφαση το ΣτΕ για το τι όφειλε το Δημόσιο να πράξει έναντι της μονή;). Από αυτή την άποψη είναι μάλλον άτοπο και άπρεπο να μιλάμε για εικόνα κακόπιστης διοίκησης. Εκτός αν κακόπιστο ηταν και το ΣτΕ. Αλλά και να ήταν, η απόφαση δεν αποτελούσε δεδικασμένο, και μένει το θέμα ότι η μονή δεν άσκησε μια αναγνωριστική αγωγή. Το ότι πίστευε ότι θα χάσει δεν αποτελεί δικαιολογία.

    Επιπλέον ουδείς θα μπορούσε να θεωρήσει κακόπιστη τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας επειδή δεν δέχθηκε τις ενέργειες των κατοχικών. Και ναι μεν η μονή ως διοικούμενο πρόσωπο την κατοχική διοίκηση είχε από πάνω της, αλλά μόνο κακόπιστα θα μπορούσε να δεχθεί την εκ πλαγίων κατάργηση της προηγούμενης κατάστασης, η οποία είχε κατ’ ουσίαν καθορισθεί από τα Δικαστήρια. Ας μην ξεχνάμε ότι η αποδυνάμωση, όπως εν γένει η κατάχρηση δικαιώματος, αφορά τα όρια της καλής πίστης και των χρηστών ηθών.

    Ελπίζω να μην αδράνησαν διότι περίμεναν ότι θα γίνει παρόμοια παράκαμψη εν ευθέτω χρόνο (και η μομφή που τους απευθύνουν είναι ότι αυτό έγινε). Αυτά, ολίγον πρόχειρα.

    Reply
    • Και λίγες σκέψεις ακόμα και από μένα για να το κλείσουμε το θέμα, το βαρέθηκα πια.

      Το Δημόσιο δεν προσκομίζει κανένα τίτλο κυριότητας. Μπορεί να την απέκτησε σε δύο χρονικά σημεία όλα κι όλα: είτε το 1821 είτε με την υπογραφή της σύμβασης το 1930.

      Το πρώτο, είπαμε, δύσκολο να κριθή σήμερα από εμάς τους άσχετους, εξηγήθηκε από τις γνωμοδοτήσεις την δεκαετία του 1920 γιατί δεν την απέκτησε από τους ειδικούς. Δεν βρίσκω λόγους να αποστώ.

      Αλλά ούτε με την σύμβαση απέκτησε κυριότητα, είτε επειδή δεν περιλαμβάνει παραίτηση κυριότητας είτε επειδή δεν υπεβλήθη σε διατυπώσεις δημοσιότητας. Πλάκα θα’χε να την μετέγραφε τώρα το Δημόσιο!

      Πιο πολύ με νοιάζει η διαχρονική πουστιά κακοπιστία του Δημοσίου, εννοώ ηθικά και νομικά.

      Συνοπτικά:

      1. Επικαλείται σουλτανικές πράξεις βίας για να θεμελιώση κυριότητα εις βάρος του θύματος της τυραννίας.
      2. Βάζει ένα υπάλληλό του, τον Ελευθεριάδη, να γνωμοδοτήση αντίθετα από την πεποίθησή του, όπως αποδεικνύεται από άλλα δημοσιεύματά του.
      3. Καταλαμβάνει αμέσως τα μετόχια που συνιστούν το αντάλλαγμα της συμφωνίας, χωρίς να δώση τίποτε, όπως είχε συμφωνήσει.
      4. Παραβιάζει την υποχρέωσή του να συνάψη την σύμβαση, με την δικαιολογία ότι το σχετικό ν.δ. λέει “αποδυναμώθηκε”.
      5. Υποχρεώνει την Μονή να υπογράψη μια λεόντειο σύμβαση.
      6. Την ίδια αυτή σύμβαση μεταβάλλει μονομερώς κατά τρόπο βλαπτικό για την Μονή πεντέξι φορές.
      7. Υπαναχωρεί από το ισχύσαν και εφαρμοσθέν ν.δ. Τσολάκογλου, καίτοι αφορούσε μια ιδιωτική διαφορά και δεν ήταν πολιτικά χρωματισμένο.
      8. Επί 40 χρόνια και αφού άρπαξε ό,τι άρπαξε παριστάνει ότι δεν τρέχει τίποτα, εκμεταλλευόμενο ψηφοθηρικά την περιουσία της Μονής.
      9. Αρνείται να επιστρέψη τα επίδικα όταν η Μονή αφυπνίζεται, κι ας μην έχη κανένα τίτλο στα χέρια του.
      10. Υπαναχωρεί για πολλοστή φορά υπό το κράτος των αποκαλύψεων του Άλφα και ανακαλεί τα πάντα όλα, γνωμοδοτήσεις, υπουργικές αποφάσεις, πρωτόκολλα παράδοσης-παραλαβής.
      11. Δικαιούμαι να εικάσω ότι το κλίμα μέσα στο οποίο εκδόθηκε τελικά η απόφαση του Πρωτοδικείου δεν ήταν και πολύ εύδικο.
      12. Αν το Δημόσιο ισχυρίζεται ότι θεμελιώνει κυριότητα στην κατάχρηση δικαιώματος, σημαίνει ότι συνομολογεί την αρπαγή, την εξαπάτηση και την επί δεκαετίες αποστέρηση της περιουσίας της Μονής. Καλό Στρασβούργο εύχομαι.

      Reply
  2. Έπεσα τυχαία πάνω σε κάποιες άλλες εμμμμ, νομικές θέσεις του Σταθόπουλου, σχετικές με τα χρυσόβουλλα, τις οποίες παραθέτω εδώ για την πληρότητα της ενημέρωσης:

    Η παραχώρηση ιδιοκτησίας με αυτοκρατορικό χρυσόβουλο δεν ήταν νόμος, αλλά ατομική πράξη, όπως τα σημερινά συμβόλαια. Αρα, οι επανεισαχθέντες με διάταγμα του 1835 (όχι με Συντάγματα) «νόμοι των αειμνήστων ημών αυτοκρατόρων» (δηλαδή γενικοί κανόνες και όχι ατομικές πράξεις) δεν περιλάμβαναν τα χρυσόβουλλα. Αν αυτά είχαν ισχύ, τούτο ήταν ανεξάρτητο από το Διάταγμα του 1835.

    Ακόμη όμως και οι νόμοι των βυζαντινών αυτοκρατόρων κάθε άλλο παρά αναλλοίωτοι έμεναν στο νέο ελληνικό κράτος. Συντάγματα, νόμοι του κράτους, έθιμα κ.λπ. έθεσαν στο περιθώριο μεγάλο μέρος (ιδίως το αναχρονιστικό) του βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, που διατηρεί απλώς ιστορική αξία.

    Ειδικά το ιδιοκτησιακό καθεστώς το αλλοίωσαν ανά τους αιώνες, εκτός από τα Συντάγματα και τους νεότερους νόμους και διάφοροι άλλοι τρόποι, όπως απαλλοτριώσεις, αναδιανομές γης, κτήση της κυριότητας από νέους κατόχους με χρησικτησία και –το πιο κρίσιμο για την περίπτωσή μας– απώλεια των δικαιωμάτων λόγω αχρησίας. Οποιος δεν νέμεται (με συγκεκριμένες διακατοχικές πράξεις) ένα ακίνητο επί μακρά σειρά ετών χάνει τα δικαιώματα που του παρέχουν οι όποιοι τίτλοι του. Πρόκειται για έναν θεσμό που ίσχυε και στο βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο («αμνημονεύτου χρόνου παραγραφή», «longi temporis praescriptio»), αλλά ισχύει και υπό τον Αστικό μας Κώδικα. Και μόνο αυτό το τελευταίο –πλην των άλλων– έχει αποδυναμώσει από κάθε νομική αξία τα χρυσόβουλα. Μόνο αν οι μονές ασκούσαν με επίκληση έστω χρυσόβουλων, νομή στα διεκδικούμενα εδάφη και στα νεότερα χρόνια θα μπορούσαν πράγματι να ισχυριστούν ότι διατηρούν δικαιώματα.

    Πάνω απ’ όλα είναι όμως οι σημερινές αρχές Δικαίου που δεν ανέχονται την «αυτοκρατορικώ δικαίω» εξουσία του αρχηγού του κράτους να παραχωρεί τμήματα της ελληνικής γης σε όποιους κατά βούληση επιλέγει. Τα σημερινά δημοκρατικά Συντάγματα έχουν άλλη ιεράρχηση αξιών. Υπάρχουν ωραίες παραδόσεις από το Βυζάντιο, που μπορούμε να τις τηρούμε. Σε αυτές βρίσκεται η ιστορική συνέχεια. Αλλά οι θεοκρατικές και μοναρχικές αντιλήψεις του Βυζαντίου είναι ασυμβίβαστες με τις σύγχρονες δικαιικές αντιλήψεις. Εκεί δεν μπορεί να υπάρχει συνέχεια.

    Συμπέρασμα: Δεν πρέπει να συγχέουμε την όποια ιστορική σημασία των χρυσόβουλων με την καταρχήν ανύπαρκτη σημερινή νομική τους αξία.

    Τουλάχιστον τις άφησε ανεπανάληπτες.

    Reply

Leave a Comment