Συνεχίζω λοιπόν:
Ναι, αλλά η Μονή δεν ήταν νομικό πρόσωπο κατά το οθωμανικό δίκαιο.
Ναι, και; Το οθωμανικό δίκαιο όντως δεν γνώριζε νομικά πρόσωπα, γιαυτό και σε τυχόν αγωγές ή συμβόλαια εμφανιζόταν προσωπικά ο ίδιος ο Ηγούμενος να ενάγη ή να συμβάλλεται. Σημαίνει αυτό τάχα ότι μόλις πέθαινε τα ακίνητα της μονής γίνονταν αδέσποτα ή τα κληρονομούσαν τα αδέρφια του;
Ναι, αλλά το ν.δ. του 1924 προβλέπει την απόδοση στην Μονή της αποκλειστικής κατοχής και όχι της κυριότητας.
Να πούμε λίγο την ιστορία με την σειρά. Μετά την απελευθέρωση της Θράκης το Δημόσιο κατέλαβε τα επίδικα ακίνητα. Η Μονή διαμαρτυρήθηκε, δεν εισακούστηκε, τι να κάνη, ενήγαγε το Δημόσιο. Το Δημόσιο πρότεινε συμβιβασμό διά του Πρωθυπουργού Αλ. Παπαναστασίου. Οι όροι του συμβιβασμού, όπως αποτυπώθηκαν το 1924 σε σχετική απόφαση της Κυβέρνησης και στο πρακτικό με το οποίο έγινε δεκτή η πρόταση από την Μονή λίγες ημέρες μετά, αφορούσαν καθαρά την κυριότητα: η Μονή θα μεταβίβαζε δύο τεράστια μετόχιά της στην Χαλκιδική στο Δημόσιο και σε αντάλλαγμα θα της αποδίδονταν τα επίδικα. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής εξεδόθη το 1924 το σχετικό νομοθετικό διάταγμα, το οποίο διελάμβανε τα εξής:
… επί ανταλλάγματι παραιτήσεως εκ μέρους του Δημοσίου πάσης αξιώσεως επί της εν Πορτολάγω της Ξάνθης λίμνης Μπουρού μετά των ιχθυοτροφείων αυτής των παρά την νησίδα και τα στόμια της λίμνης κειμένων με τα ανέκαθεν γνωστά τούτων όρια αποδιδομένων τη αποκλειστική κατοχή της ειρημένης Ιεράς Μονής και μεταβιβαζομένων εις αυτήν όλων των υπό του Δημοσίου ασκουμένων δικαιωμάτων…
Εδώ η διατύπωση είναι προσεκτική, αλλά και λίγο αλανιάρα. Γιατί άραγε το Δημόσιο μεταβιβάζει μόνο κατοχή; Προφανώς επειδή ουδέποτε απέκτησε κυριότητα, ουδένα δε σχετικό τίτλο προσάγει. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι η μελέτη Σταθόπουλου ξεπετάει στα γρήγορα και μάλλον αισχυντηλά το ζήτημα αυτό. Η ουσία όμως του θέματος μένει: Ουδείς μετάγει πλέον ου έχει δικαιώματος! Το Δημόσιο κατοχή είχε, με τον τσαμπουκά του και τις ξιφολόγχες του, και κατοχή μόνο μπορούσε να μεταβιβάση. Η εκδοχή της αντιδίκου πλευράς ότι μεταβίβασε κατοχή, επειδή θέλησε να παρακρατήση κυριότητα, δεν πείθει όχι μόνο επειδή αντιφάσκει προς το ιστορικό της έκδοσης του ν.δ./1924, αλλά και επειδή σε κανένα σημείο της σύμβασης δεν κατονομάζεται η Μονή ως μισθώτρια των επιδίκων ούτε αναφέρεται οποιαδήποτε άλλη έννομη σχέση δυνάμει της οποίας αποκτά την κατοχή.
Ούτε βέβαια προσάγει το Δημόσιο κάποιον νόμιμο τίτλο κυριότητας των επιδίκων. Ας είναι και χρυσόβουλλο βρε αδερφέ.
Ένα σημείο που πρέπει ακόμη να θίξω από την μελέτη Σταθόπουλου είναι το εξής: ο συγγραφέας αναγιγνώσκει την μεταβίβαση των ασκουμένων δικαιωμάτων ως μεταβίβαση της ασκήσεως των δικαιωμάτων. Εδώ παρατηρώ απλώς ότι εμφιλοχωρεί πειραματική επιβεβαίωση του νόμου καθ’ ον το ύψος της αμοιβής για μια γνωμοδότηση είναι ευθέως ανάλογο των μονάδων σοβαρότητας που είναι διατεθειμένος να θυσιάση ο γνωμοδοτών.
Ναι, αλλά τι έγινε μετά;
Η Μονή εξεπλήρωσε αμέσως τις υποχρέωσεις της βάσει του ν.δ./1924. Και πριν να υπογραφή η σχετική σύμβαση, μεταβίβασε στο Δημόσιο την κατοχή των δύο μετοχίων της Χαλκιδικής, όπου το Δημόσιο εγκατέστησε με την σειρά του πρόσφυγες από την Μικρασία [και να μην ξεχάσουμε να συνυπολογίσουμε κάτι τέτοιες λεπτομερειούλες όταν με το καλό διακοπή η κρατική μισθοδοσία των ιερέων].
Το ρωμέικο Δοβλέτι όμως δεν έστερξε. Με τα λόγια του δικηγόρου της Μονής Ι. Ηλιάκη:
Το Κράτος επέδειξε κακοπιστίαν ανήκουστον. Ενώ ανέλαβε την υποχρέωσιν δυνάμει του γνωστού ν.δ. να υπογράψη δύο συμβάσεις, αι οποίαι διετέλουν εν αλληλοεξαρτήσει, υπέγραψε μεν εκείνην δι’ ης ωφελείτο, ηρνείτο δε να υπογράψη την άλλην, δι’ ης θα εξετελείτο ο συμβιβασμός τον οποίον το Κράτος επρότεινε.
Να το ξαναγράψουμε: το κράτος ενήργησε με την λογική “τα εμά εμά και τα σα εμά”. Πήρε αυτό που το συνέφερε, αλλά δεν παρέσχε το αντάλλαγμα. Ούτε νόμιμον ούτε ηθικόν μέρος δεύτερον.
Η Μονή επέμεινε όμως στην νομιμότητα και προσέφυγε στο νεοπαγές τότε Συμβούλιο της Επικρατείας επί παραλείψει νόμω οφειλομένης ενεργείας το 1929 (μέχρι τότε απλούστατα δεν υπήρχε δικαστικός θεσμός όπου θα μπορούσε να προσφύγη!). Το ΣτΕ εν Ολομελεία με την απόφαση 41/1929 διαπίστωσε την προφανή και πρωτοφανή παρανομία της Διοίκησης και παρέπεμψε στον Υπουργό Γεωργίας προς σύναψη της σύμβασης. Ενώ όμως ώφειλε να αρκεστή σε αυτά, επεξετάθη σε ζητήματα που δεν επιστήριζαν αυτοτελώς το διατακτικό και πλατείασε κατά τρόπο ύποπτο, καίτοι στερείτο δικαιοδοσίας να κρίνη επί του ζητήματος της ιδιοκτησίας.
Μεταξύ αυτών που διέλαβε στην απόφασή του λοιπόν το ΣτΕ ανευρίσκεται και ο σπανιώτατος νομικός μαργαρίτης της διοικητικής κυριότητας. Η σύμβαση, λέει το ΣτΕ, δεν πρόκειται να μεταβιβάση αστική κυριότητα στην Μονή, αλλά κάτι άλλο, που το ονομάζει διοικητική κυριότητα.
Αλλά όλα αυτά ηρείδοντο επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, ήτοι ότι δεν επρόκειται περί λίμνης, αλλά περί λιμνοθάλασσας, καθώς η πρώτη μπορεί να είναι και ιδιόκτητη, η δεύτερη όμως όχι. Το ΣτΕ δηλαδή εξέλαβε ότι πρόκειται περί λιμνοθάλασσας, ήτοι τμήματος θαλάσσης, όπου κατ’ ακριβολογίαν δεν μπορεί να υπάρξη καν κυριότητα, διότι ούτε πράγμα έχουμε, ενσώματο αντικείμενο δηλαδή δεκτικό εξουσιάσεως, αλλά, και αν είναι πράγμα, θα ήταν κοινό τοις πάσι και όχι κοινόχρηστο. Αλλά και κοινόχρηστο να ήταν, αυτό δεν αποκλείει την κυριότητα ιδιώτη κατ’ άρ. 968 ΑΚ:
Τα κοινόχρηστα πράγματα, εφόσον δεν ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα, ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ανήκουν στο δημόσιο.
Μάλλον εδώ είχαμε σύγχυση της δημόσιας εξουσίας ρύθμισης της κοινής χρήσεως επί κοινοχρήστου εξ επόψεως Διοικητικού Δικαίου με το όλως διάφορο ζήτημα της δυνατότητας ιδιωτικής κυριότητας επί κοινοχρήστων. Πάντως την Βιστωνίδα λίμνη την μαθαίναμε στο σχολείο, λίμνη χαρακτηρίζεται και στην Σύμβαση Ράμσαρ. Ιδιωτική κυριότητα επί λιμνών γίνεται δεκτή υπό το β/ρ δίκαιο και ιδιωτική ήταν η λίμνη επί αιώνες, για την ακρίβεια ούτε καν σήμερα δεν είναι κοινόχρηστη: αφού δεν μπορεί όποιος θέλει να αλιεύση σε αυτήν!
Ένα πράγμα όμως μπορεί κάλλιστα να είναι κοινόχρηστο και ιδιόκτητο, π.χ. ιδιωτική οδός (όπως και το αντίστροφο, δηλαδή ιδιόχρηστο, αλλά κοινόκτητο, π.χ. θέση στάθμευσης στην πιλοτή). Ο μόνος περιορισμός που υπάρχει είναι ότι η ιδιωτική χρήση από τον κύριο δεν πρέπει να παραβλάπτη την κοινή.
Εν πάση περιπτώσει, αυτές οι παραδοχές της απόφασης δεν ήταν αναγκαίες για την στήριξη του διατακτικού και για τον λόγο αυτό δεν περιέλαβαν ισχύ δεδικασμένου.
Ναι, αλλά το 1930 η Μονή υπέγραψε σύμβαση με το Δημόσιο, βάσει της οποίας της μεταβιβάστηκε μόνο η κατοχή των ακινήτων, όχι η κυριότητα.
Να τα δούμε ένα ένα. Η σύμβαση του 1930 υπεγράφη από τον Υπουργό Γεωργίας εκ μέρους του Δημοσίου στο πλαίσιο και κατ’ εντολήν της εξουσιοδότησης που του είχε δοθή με το άρ. 3 του ν.δ./1924. Ο Υπουργός είχε εξουσιοδοτηθή μεν να κανονίση τους όρους των συμβάσεων, όχι όμως βέβαια να παρεκκλίνη της εντολής του. Άρα το ουσιώδες δεν είναι τι υπεγράφη, αλλά ποια ήταν η εξουσιοδότηση. Και εδείχθη ότι η εξουσιοδότηση αφορούσε το ζήτημα της κυριότητας.
Ενώ λοιπόν το Δημόσιο καρπώθηκε πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στα δύο μετόχια της Χαλκιδικής, έκτασης δεκάδων χιλιάδων στρεμμάτων (όπου τίτλοι κτήσεως της κυριότητας εκ μέρους της Μονής ήταν, τι άλλο, βυζαντινά χρυσόβουλλα!), το ίδιο μεταβίβασε μόνο την κατοχή, και μάλιστα η παραχώρηση αυτή
αναφέρεται εις μόνην την ιχθυοτροφικήν καλλιέργειαν και την εκμετάλλευσιν και πώλησιν της παραγωγής, του Δημοσίου διατηρούντος αμείωτα τα δημοσίου δικαίου δίκαια τα επί της λιμνοθαλάσσης και των ιχθυοτροφείων αυτής.
Στα σοβαρά λοιπόν λέγεται ότι η Μονή χάρισε 38.000 στρέμματα στην Χαλκιδική για να πάρη ως αντάλλαγμα το 60% [ούτε καν όλο!] των εισοδημάτων από τα… ιχθυοτροφεία! Μάλιστα, στην επίμαχη συμβολαιογραφική σύμβαση οι εκατέρωθεν παροχές έχουν υπολογιστή δήθεν ως ισάξιες.
Για να λέμε του Δημοσίου το δίκιο, η παρέκκλιση από την νομοθετική εξουσιοδότηση εν προκειμένω δεν μου φαίνεται ότι παράγει κάποιου είδους ακυρότητα. Η παρέκκλιση καταρχάς δέσμευσε τον εξουσιοδοτήσαντα, για τον πολύ απλό λόγο ότι ήταν προς το συμφέρον του (: αντί κυριότητας μεταβίβασε κατοχή, κι αυτή λειψή). Από κει και πέρα, εκ του λόγου και μόνο αυτού δεν υπάρχει ούτε αντίθεση στα χρηστά ήθη ούτε καταπλεονέκτηση της Μονής. Υπάρχει βέβαια το μέρος τρίτον της σειράς “νόμιμον και ηθικόν”.
Ακυρότητα είναι πιθανόν να υπάρχη όμως λόγω της προφανούς δυσαναλογίας παροχής και αντιπαροχής, που παραπέμπει σε εκμετάλλευση της ανάγκης της Μονής. Εδώ υπάρχουν αρκετά σοβαρά αποδεικτικά προβλήματα και δεν νομίζω ότι αυτό είναι το ισχυρό νομικό χαρτί της Μονής.
Η σύμβαση του 1930 πάντως, όπως υπεγράφη, έκειτο εκτός και πέραν της νομοθετικής του εξουσιοδοτήσεως. Αυτό ήταν κάτι που επισημάνθηκε αμέσως από τον δικηγόρο της Μονής Ι. Ηλιάκη σε υπόμνημά του προς το Υπουργείο Γεωργίας. Αλλά πλέον η Μονή δεν ηδύνατο φαίνεται να αντιδράση.
Και πώς να αντιδράση κατά των λογχών του Κονδύλη; Το 1935 ο εθνοσωτήρας της ημέρας Γ. Κονδύλης, πανίσχυρος δικτάτωρ, εκδίδει αναγκαστικό νόμο που ρυθμίζει καταπώς του κάπνισε το θέμα του μισθώματος. Η Μονή φέρεται πλέον οριστικά και αμετάκλητα ως απλή εκμισθώτρια, επειδή έτσι έκρινε η κρατική εξουσία.
Και τότε έρχεται ο Τσολάκογλου. Ναι, ο ήρως των αλβανικών βουνών, ο προδότης της συνθηκολόγησης, ο κατοχικός Πρωθυπουργός [τότε που ο όρος “δοτός πρωθυπουργός” είχε νόημα…]. Με το ν.δ. 271/1941 το κατοχικό Υπουργικό Συμβούλιο αποκαθιστά την αλήθεια και την νομιμότητα, προβαίνοντας σε αυθεντική ερμηνεία των όρων της συμβάσεως του 1930 και ορίζοντας αναδρομικά ότι
Η αληθής έννοια της παρ. β του άρ. 1 του από 08/10 Απριλίου 1924 ν.δ. είναι ότι διά των διατάξεων ταύτης ανεγνωρίσθησαν… τα υφιστάμενα δυνάμει χρυσοβούλλων απαράγραπτα δικαιώματα κυριότητος και αποκλειστικής εκμεταλλεύσεως της εν Αγίω Όρει Ι. Μονής Βατοπεδίου.
Σκληρό, αλλά να ακουστή: ο Τσολάκογλου λέει την αλήθεια. Τα δικαιώματα ανεγνωρίσθησαν, άρα δεν δημιουργήθηκαν τότε, αλλά προϋπήρχαν. Νόμιμος τίτλος των δικαιωμάτων αυτών είναι μάλιστα οι χρυσόβουλλοι λόγοι των αυτοκρατόρων. Και το επίμαχο δικαίωμα είναι η κυριότητα. Καταργούνται δε όλες οι αντίθετες διατάξεις της σύμβασης “ως κατά παράβασιν του ν.δ./1924 συνομολογηθείσαι”.
Τι είχε συμβή; Καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 30 η Μονή επιχειρούσε με διαβήματα, αιτήσεις και παραστάσεις να ανατρέψη την αδικία. Φαίνεται λοιπόν ότι καρποφόρησαν οι ενέργειες αυτές μόλις το 1941.
Στον νόμο αυτό όμως νομίζω ότι δεν δόθηκε η δέουσα σημασία, ούτε από την πλευρά της Μονής. Διότι ακόμη και εάν η Μονή δεν είχε αποκτήσει ποτέ κυριότητα, απέκτησε όμως διά του νόμου αυτού. Και μάλιστα αναδρομικώς, ήτοι από του 1924. Η αντίδικος πλευρά βέβαια ισχυρίζεται εσφαλμένως ότι πρόκειται για ψευδερμηνευτικό νόμο και, άρα, χωρίς οπισθενέργεια [όπου βλέπουμε πώς η ξηρά νομική ορολογία γίνεται και κίνκυ άμα χρειαστή…].
Το ζήτημα της αναδρομικότητας του ερμηνευτικού νόμου είναι όμως έλασσον. Ούτως ή άλλως η Μονή μεταξύ 1941 και 1945, τουλάχιστον, ήταν κυρία.
Ακολουθεί τρίτο και τελευταίο μέρος.
Θάλυς, πού είσαι; Βλέπεις ποιος έδωσε στους πρόσφυγες και ποιος όχι; Να τα λέμε αυτά.
Καλά δεν είπα ποτέ ότι δεν έχει υπάρξει περίσταση στην οποία βοήθησε η μονή. Είπα μόνο ότι το κράτος κινήθηκε για να υπερασπίσει τα συμφέροντα των πολιτών του, ο οποίος ειναι και ο λόγος της ύπαρξης του.
Προσπερνάς εύκολα όμως το ότι η μονή δέχτηκε την ανταλλαγή. Γιατί να ανταλλάξεις καθαρά δική σου ιδιοκτησία με ιδιοκτησία που ισχυρίζεσαι ότι είναι δικιά σου, αν όντως είναι τέτοια; Δεν ξέρω αν στέκει νομικά, αλλά για μένα δείχνει ότι ούτε οι καλόγεροι ήταν τόσο σίγουροι για το ακλόνητο των νομικών τους ισχυρισμών.
Βεβαια κάπου δω να πω ότι η εικόνα που σχηματίζω είναι ότι δεν είχαν ως αιχμή τα νομικά επιχειρήματα, αλλά τα πολιτικά τους κονέ, κάτι που θα εξηγούσε τα 40 χρόνια σιωπής από το 53 μέχρι το 91 καλύτερα από την παρακμή της κοινότητας. Αλλά αυτό είναι μόνο μια εικασία.
Και οι καλόγεροι πολίτες του είναι ξέρεις. Ίδια δικαιώματα έχουν όλοι.
Αυτό όντως ισχύει εξίσου ως επιχείρημα για το Δημόσιο. Αυτό όμως είναι το νόημα του συμβιβασμού: αμοιβαία παραίτηση από αξιώσεις. Η Μονή από την κυριότητα στα δύο μετόχια, το Δημόσιο, ισχυρίζεται, από … κάτι ιχθυοτροφικά δικαιώματα.
Θαλυς, σε αυτά τα 40 χρόνια κυβερνούσε κυρίως το κράτος της Δεξιάς και βεβαίως επίσης η επταετία της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας. Είναι λογικό τις πολιτικές διασυνδέσεις να τις απέκτησαν επί … εκσυγχρονισμού; Και πώς εξηγείται ότι οι νέες δικαστικές και εξώδικες κινήσεις της Μονής αρχίζουν μόλις αποκτά την ηγουμενία ο Εφραίμ;
Και γι’αυτό υπάρχουν τα δικαστήρια, για να αποφαίνονται ποια μερίδα των πολιτών έχει δίκιο. Θα το έβρισκα λάθος πάντως να υπάρχει η υποψία στην εκτελεστική εξουσία ότι το δημοσιο έχει δικαιώματα και να μην τα διεκδικεί.
Η ανταλλαγή μας δείχνει ότι ούτε η μονή είχε τόση σιγουριά για την έκβαση της δικαστικής διαμάχης ή προτιμούσε να πάρει κάτι άμεσα, παρά να περιμένει πολλά χρόνια για να τα πάρει όλα. Το ίδιο φυσικά μπορεί να ισχύει και για το δημοσιο. Τονίζω την ανταλλαγή γιατί σημαίνει ότι και η μονή αναγνώριζε την δυσκολία του να κερδίσει όλα όσα διεκδικούσε. Τέτοια δυσκολία δεν συνάδει με την σιγουριά που έχεις για το ποιο μέρος έχει δίκιο.
Τα δικαιώματα τα πήραν επί Τσολάκογλου. Είναι πιθανό λόγω αυτού να τους έβλεπαν στην Αθήνα ως συνεργάτες των Γερμανών. Αυτομάτως έχασαν τις προσβάσεις τους στην εκτελεστική εξουσία. Έπειτα όπως ξέρεις, αυτές οι προσβάσεις θέλουν καλλιέργεια, αν τις χάσεις για 10-20 χρόνια, δεν μπορείς να τις αποκτήσεις εύκολα και γρήγορα ξανά. Μετά έχουμε το ΠΑΣΟΚ του 80, τότε ήταν ο Τρίτσης στην κυβέρνηση, το κλίμα δεν ήταν πρόσφορο. Μετά όμως τα πράγματα αρχιζουν να αλλάζουν, η νέα αδελφότητα είναι δραστήρια και αρχίζει να δικτυώνεται. Δεν ξέρω δε γιατί υποθέτεις ότι το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ δεν είχε άτομα που ήταν διατεθειμένα να προωθήσουν τα συμφέροντα της μονής. Είτε γιατί θεωρούσαν ότι οι γέροντες έχουν δίκιο, είτε γιατί αυτό τους επέβαλαν οι εκλογικές σκοπιμότητες. Τέλος παραβλέπεις ότι το 91 στην εξουσία δεν ήταν το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ, αλλά η ΝΔ, που από θεοσεβούμενο κόσμο είχε να φαν’κι οι κότες.
Μια μικρή παρατήρηση. Δεν νομίζω ότι η εξουσιοδότηση του Υπουργού αφορούσε την κυριότητα. Έπρεπε να αφορά αυτή, αλλά λόγω της ενδεχόμενης παρερμηνείας του νομικού καθεστώτος από το ΣτΕ ηταν λειψή. Δεν νομίζω ότι μπορούμε να την ερμηνεύσουμε ως περιέχουσα κάτι παραπάνω από αυτό που λέει. Και σε κάθε περίπτωση η ερμηνεία του ΣτΕ δεν μπορεί να αμφισβητηθεί τώρα. Έκρινε (ίσως κακώς) ότι ήταν λιμνοθάλασσα, άρα πάει τελείωσε. Για το Ελληνικό δίκαιο, στη συγκεκριμένη υπόθεση, ήταν λιμνοθάλασσα. Αδιάφορο νομίζω το πως χαρακτηρίστηκε αργότερα, ή και προγενέστερα, σε άλλες υποθέσεις.
Υ.Γ. Για τα λοιπά σε επόμενο σχόλιο. Αλλά έχω ακούσει αντιρρήσεις και για την ταυτότητα και έκταση των ακινήτων που παραχωρήθηκαν με τα χρυσόβουλα και τα φιρμάνια.
Αλλά το νομοθετικό διάταγμα που περιέχει την εξουσιοδότηση προηγείται πέντε χρόνια της απόφασης του ΣτΕ. Και αφορά παραίτηση από πάσα αξίωση του Δημοσίου.
Όχι, ήταν obiter dictum. Υπάρχει άλλωστε και προηγούμενο με μεταβίβαση λιμνοθάλασσας (ίσως κακώς), πραγματικής λιμνοθάλασσας εννοώ.
Είπαμε, δεν είναι παράλογη η αντίρρηση, αλλά το ελληνικό Δημόσιο ξέρει ποια είναι, αφού έχει συμφωνήσει κάμποσες φορές επ’ αυτών.
Συμπληρωματικά. Το ν.δ. 171/1941 εκδόθηκε από de facto μόνο, και όχι de jure κυβέρνηση. Η νόμιμη κυβέρνηση της χώρας, υπό το Βασιλιά Γεώργιο Β΄ και τον Εμμανουήλ Τσουδερό είχε διαφύγει στην Αίγυπτο, μαζί με όλο το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο συνέχισε να λειτουργεί (υπενθυμίζω μεταξύ άλλων το πρακτικό της 1-7-1943 με το οποίο το εξόριστο Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε τη διεξαγωγή εκλογών συντακτικής συνέλευσης μετά την απελευθέρωση). Και η de facto κυβέρνηση εν προκειμένω δε έγινε ποτέ de jure (αυτό προυποθέτει εσωτερική σταθερότητα και αναγνώριση από μια διεθνή κοινωνία – τότε διχασμένη – αν δεν κάνω λάθος).
Αν θέλουμε να θέσουμε θέμα Συνταγματικής νομιμότητας είναι παράλογο να λέμε ότι ένα διάταγμα του Τσολάκογλου έχει ισχύ. Η ανάκληση, ακύρωση και κατάργηση των νομοθετημάτων των κατοχικών κυβερνήσεων δηλώνει ακριβώς ότι η νόμιμη κυβέρνηση δεν αναγνωρίζει τις ενέργειές τους.
Άλλωστε είναι μάλλον περίεργο να μιλάμε για συνταγματική νομιμότητα άλλη από αυτή που κρίνεται από την ιστορία (με τα όπλα;) τη στιγμή που σε όλο το πρώτο μισό του 20ου αιώνα η Ελλάδα ομοίαζε με Πολιτειακά Ασύντακτη χώρα. Εκτός από ηθικό, αυτό είναι και νομικό επιχείρημα, στην περίπτωση που τεθεί θέμα νομιμότητας της εξόριστης κυβέρνησης.
Υ.Γ. Όσον αφορά το θέμα της ταυτότητας και έκτασης των ακινήτων, συνειδητοποίησα ότι το είχατε ήδη θίξει. Mea culpa. Αλλά είναι ένας καλός λόγος να θέλουν να δουν τα χρυσόβουλα οι δικαστές. Άλλωστε στην πολιτική δίκη υπάρχει και το βάρος απόδειξης. Συν το λεγόμενο non est in actis non est in mundo. Αν δεν υπάρχει στη δικογραφία, δεν υπάρχει στον κόσμο.
Στην πρώτη ανάρτησή μου έγραψα:
Δεν κακίζω συνεπώς το δικαστήριο, που υποχρεούται να ελέγξη ό,τι δεν συνομολογείται, κακίζω τους συναδέλφους του Δημοσίου και την ξεροκέφαλη αντιδικία τους. Πρόκειται για εξαιρετικό δείγμα κακοπιστίας, όταν αμφισβητούν όχι το περιεχόμενο των εγγράφων, που δεν μπορούν να το διαβάσουν ούτως ή άλλως, όχι την ερμηνεία που τους δίνει η Μονή, που θα ήταν πιο εύλογο, αλλά αυτήν ταύτην την ύπαρξή τους.
Στο κάτω κάτω, αν εννοούσαν στα σοβαρά όσα ισχυρίζονταν, έπρεπε να είχαν μηνύσει επί ψευδεί βεβαιώσει τον Διευθυντή του ΕΙΕ. Αν τα εννοούσαν βέβαια και δεν έκαναν απλώς σαπουνόφουσκες για να περνά δικονομικώς ευχάριστα η ώρα.
Επειδή έχει εκδοθή απόφαση, δεν ξέρω πώς λύθηκε τελικά το ζήτημα. Πολύ θα ήθελα να το μάθω.
Για το θέμα των κατοχικών, αδικώ το εκτενές σχόλιό σου μη απαντώντας, αλλά είμαι εκτός και θέλω να ξαναδώ λίγο το θέμα πρώτα.
Μιχάλη,
ελπίζω να μην είσαι δικαστής και, αν είσαι, να μην υπηρετήσης στην Αμαλιάδα. Διότι το Πρωτοδικείο Αμαλιάδος ιδρύθηκε από το ν.δ. 2009/1942, υπογεγραμμένο φαρδέως πλατέως από τον Λογοθετόπουλο.
[ο οποίος ήρωας πολέμου σαν τον Τσολάκογλου δεν ήτανε, ήταν όμως εξαιρετικός μαιευτήρας και Καθηγητής, τον έφαγαν κι αυτόν η φιλοδοξία και η γερμανοφιλία του. Μας άφησε βέβαια το Πρωτοδικείο Αμαλιάδος!]
Δεν έχω χρόνο να απαντήσω πιο σοβαρά τώρα, ίσως το σαββατοκύριακο, συμπάθα με.
Σας συμπαθάω και καλές γιορτές να έχετε. Αλλά τo ν.δ. 2009/1942 εκυρώθη αφ’ ης ίσχυσε με το ν. 1908/1951, δηλαδή όχι μόνο δεν ανακλήθηκε αλλά ενεκρίθη εκ των υστέρων από τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας. Και καλή χρονιά.
Καλή χρονιά και από μένα. [ελπίζω το σας να μην είναι πληθυντικού ευγενείας!]