Ο φίλος μου ο Αθανάσιος με προσκάλεσε εδώ και καιρό να γίνω Συνιστολόγος, εγκαταλείποντας την ανωνυμία μου. Σκέφτηκα να τον ευχαριστήσω, με μια ανάρτηση που θα τον κάνει να γελάσει. Άλλωστε ο Αθανάσιος έχει συμβάλει ποικιλοτρόπως στο να την εμπνευστώ. Και να πώς:Κάποτε, βρεθήκαμε μαζί στο Freiburg της Γερμανίας για συλλογή βιβλιογραφικού υλικού στο Ινστιτούτο Max Planck. Εκεί μου ανακοίνωσε περήφανος, ότι βρήκε και φωτοτύπησε μέχρι και μια παμπάλαια εργασία των αρχών του 20ου αιώνα με τον φοβερό τίτλο: Υπνωτισμός και Έμμεση Αυτουργία. Γελάσαμε μαζί, καθώς δεν είχαμε ξανακούσει παρόμοιο τίτλο! Δεν ξέρω αν ο Αθανάσιος αξιοποίησε τελικά στη διατριβή του αυτή την τόσο εξειδικευμένη εργασία. Εμένα όμως, φαίνεται ότι η ανάμνηση του γεγονότος στο Freiburg μου άφησε ένα κουσούρι: Άρχισα να αναζητώ και να βλέπω υπόγειες διασυνδέσεις του ποινικού δικαίου με παντός είδους άλλα πράγματα. Πρόσφατα, ανακάλυψα μια ενδιαφέρουσα τέτοια διασύνδεση και την αφιερώνω στον Αθανάσιο εις ένδειξη φιλίας και ανάμνηση της κοινής μας παραμονής στην αλλοδαπή. Και στον Κωνσταντίνο όμως την αφιερώνω με αγάπη -άλλωστε το θέμα της τον αφορά εξίσου.
Εδώ και δύο περίπου βδομάδες παράτησα το γυμναστήριο. Είχα ξεκινήσει αρχές Ιουνίου, παρασυρόμενος από το κλασικό «νους υγιής» και έναν γνωστό μου… Το γυμναστήριο, όμως, με οδήγησε στο να ξυπνάω καθημερινά κουρασμένος και πιασμένος. Όταν πάλι ξυπνούσα, άρχιζα συνήθως να καταπιάνομαι με το ποινικό δίκαιο. Κι εκεί όμως έρχονταν στιγμές, που αντί να καταπιάνομαι απλώς, κατά-«πιανόμουν» διπλώς -όπως ακριβώς στο γυμναστήριο: Έτσι, σαν φωτεινή έκλαμψη τρύπωσε στο ποινικολογικό μου κεφάλι η σκέψη: Ποινικό δίκαιο και fitness δεν αποτελούν απλώς τα δυο στοιχεία που συνέθεταν την προσωπική μου καθημερινότητα για κάποιον καιρό. Δεν έχουν, επίσης, ως μόνο κοινό σημείο, ότι απειλούν με «πιασίματα» όποιον ασχολείται μαζί τους… Υπάρχει μια βαθύτερη, ενδιαφέρουσα αναλογία μεταξύ τους, που μάλιστα υπαγορεύει απάντηση σε σημαντικά ερωτήματα, που ταλανίζουν τους ποινικολόγους… Ένα από αυτά είναι το εξής: Ποιά είναι η σχέση της φιλοσοφίας με το ποινικό δίκαιο; Γιατί οι ποινικολόγοι ξεφεύγουν πολύ συχνά από το στενό ορίζοντα της νομικής επιστήμης και “πεταρίζουν” στα φιλοσοφικά σύννεφα, αμφιβάλλοντας όμως διαρκώς και για το αν καλώς κάνουν; Πού βρίσκονται τελικά τα όρια μεταξύ ποινικού δικαίου και φιλοσοφίας, όρια που –κατά τον Karl Engisch- «ο ευσυνείδητος νομικός πρέπει να τα σέβεται»;
Την απάντηση δίνει, κατά τη γνώμη μου, η αντιπαραβολή και σύγκριση του fitness με το ποινικό δίκαιο. Θα εξηγήσω αμέσως τί εννοώ…Ένα πρόγραμμα fitness, αποτελείται ως γνωστόν από δύο τμήματα: Την αερόβια άσκηση (βελτίωση καρδιαναπνευστικής λειτουργίας) και τη μυική ενδυνάμωση (χτίσιμο σώματος). Η ποινική θεωρία μπορεί επίσης να διασπαστεί σε δύο κομμάτια: γενική περί ποινής φιλοσοφία (θεωρητικά και μεθοδολογικά ζητήματα) και ανάπτυξη δογματικού συστήματος (συστηματική ενασχόληση με ερμηνευτικά ζητήματα του ισχύοντος δικαίου). Ε, λοιπόν η αναλογία είναι πλέον εξόφθαλμη: Η φιλοσοφία αποτελεί την αερόβια άσκηση και η δογματική τη μυϊκή ενδυνάμωση, που πρέπει να χαρακτηρίζουν από κοινού το fitness programm κάθε υγιούς ποινικολόγου!
Κάπου είχα διαβάσει μια ωραία παρομοίωση: Εκείνοι που επιδίδονται (μόνο ή κυρίως) στην αερόβια άσκηση, μοιάζουν με αυτοκίνητα που -ασχέτως εξωτερικής κατάστασης και εμφάνισης- έχουν μια καλή, λειτουργική μηχανή. Εκείνοι, πάλι που επιδίδονται (μόνο ή κυρίως) στη μυϊκή ενδυνάμωση θυμίζουν Πόρσε, που όμως η μηχανή τους μπορεί να έχει σαπίσει ή να μη λειτουργεί όπως παλιά. Το ίδιο, νομίζω, συμβαίνει και με τους ποινικολόγους: Όσοι το ρίχνουν στη φιλοσοφία του ποινικού, διατηρούν μια καλή μηχανή, αλλά δεν συγκινούν ιδιαίτερα από άποψη “εμφάνισης” και δυσκολεύονται να “σηκώσουν το βάρος” της επίλυσης ενός πρακτικού προβλήματος: Πρέπει λοιπόν, να συνοδεύσουν και από δογματικές “ασκήσεις” την όποια φιλοσοφία τους, γιατί αλλιώς, μπορούν να συνεχίσουν το προσωπικό τους aerobic, χωρίς κοινό: Μπορούν να φιλοσοφούν αμέριμνοι, αλλά θα αναγκάζονται να σωπαίνουν αμήχανοι, όταν η συζήτηση θα έρχεται σε ζητήματα πράξης.
Αντίστοιχα, οι καλοί δογματικοί, είναι οι “μποντιμπιλντεράδες” της υπόθεσης: Οι ξεκάθαρα διαγεγραμμένοι όγκοι των δογματικών τους μυών, οι δυνατοί τετρακέφαλοι και τα σκληρά γαστροκνήμιά τους, προσφέρουν στα θεωρητικά μάτια μας ένα ευχάριστο (και κάποτε τρομερό) θέαμα. Παράλληλα τους επιτρέπουν να σηκώνουν το βάρος της επίλυσης πρακτικών νομικών προβλημάτων με φοβερή αυτοπεποίθηση (και συχνά, ταχύτητα). Ωστόσο, ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει τί συμβαίνει πίσω από τα τεντωμένα δογματικά μούσκουλα, στο εσωτερικό του “φουσκωτού” θεωρητικού: Ενδεχομένως, να κρύβεται εκεί μια καλή φυσική κατάσταση…Ίσως όμως και μια μηχανή σάπια, δηλαδή αφιλοσόφητη, που δεν μπορεί να τρέξει ούτε τρία χιλιόμετρα χωρίς να καταρρεύσει (υπό το αφόρητο βάρος των καλογυμνασμένων δογματικών μυών). Τα παραδείγματα από την ηπειρωτική ποινική εμπειρία δεν είναι εδώ λίγα: Σκεφτείτε λ.χ. τι συμβαίνει, όταν ολόκληρα δογματικά συστήματα έχουν στηθεί πάνω σε «πραγματολογικές δομές» και συναφείς φιλοσοφικές σαχλαμάρες…Με τι πνευμόνια να τρέξουν;
Έτσι λοιπόν, καταλήγουμε στο εύλογο συμπέρασμα: Υγιής ποινικολόγος είναι ο ποινικολόγος που συνδυάζει μια καλή «φιλοσοφικο-φυσική» κατάσταση με δυνατές «μυικο-δογματικές» ομάδες. Εκείνος που συνδυάζει επαρκή φιλοσοφική κατάρτιση με δεδομένη δογματική γνώση. Όποιος, τώρα, υστερεί σε κάτι από τα δύο, πρέπει απαραιτήτως να το πάρει απόφαση: Χρειάζεται γυμναστήριο!
Υγ1. Μολονότι η χιουμοριστική διάσταση της ανάρτησης μου με ενδιαφέρει περισσότερο, δεν θα ήθελα να παραιτηθώ –έτσι απλά!- από τη θεωρητική-εξηγητική δύναμη της αναλογίας που εισάγω σ’αυτή. Με τη βοήθειά της, είμαι σε θέση να εξηγήσω τουλάχιστον δύο ρήσεις διαφορετικών Καθηγητών μου από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η πρώτη από αυτές αφορούσε τη ρωμαλέα δογματική σκέψη του Νικολάου Χωραφά, στην οποία δεν έχανε ευκαιρία να αναφέρεται ο Καθηγητής (προφορικώς και γραπτώς): Δεν έκανε λόγο για «ευλύγιστη ή ανθεκτική» αλλά για «ρωμαλέα» δογματική σκέψη και –υποθέτω- ήξερε ακριβώς τι ήθελε να πει. Η δεύτερη αφορούσε τη σύσταση ενός άλλου Καθηγητή μου, γύρω από τη θεματολογία που είναι καλό να απασχολεί νεαρούς επιστήμονες στα διδακτορικά τους: “Πρέπει κανείς σε νεαρή ηλικία να ασχολείται με δογματικά ζητήματα” και “με τα χρόνια να περνάει στη φιλοσοφία-μεθοδολογία”, έλεγε ο Καθηγητής αυτός. Έτσι δεν κάνουν όμως και οι άνθρωποι που γυμνάζονται; Κοιτάνε στα 30 τους, κοιλιακούς και μπράτσα, και στα 50 το ρίχνουν στο στατικό διάδρομο και το περπάτημα…
Υγ2. Στη φωτό βλέπετε μια προσωπική σύνθεση: Συμμετέχει ως «πιάτο» το σύγγραμμα γνωστού Γερμανού ποινικολόγου body-builder (που μολονότι υπερ-εβδομηντακονταετής, δεν λέει να το ρίξει στο aerobic…).
Έκτακτη σύγκριση!
Μόνο αφότου τη διάβασα συνειδητοποίησα πως γνωρίζω δύο διδακτορικές ποινικού κι έχουν καταπιαστεί και οι δύο παθιασμένα με ζητήματα φιλοσοφίας δικαίου: Πρέπει να είναι η προτίμηση των γυναικών στο aerobic και η συνακόλουθη απέχθεια που τρέφουν για το weight lifting.
Πολύ καλό κείμενο. Καλώς έγινες λοιπόν επώνυμος.
Ένας φίλος, διαβάζοντας όσα έγραψα, μου έκανε σήμερα μια ερώτηση: «Και ποια θέση μπορεί να έχει στο σχήμα σου η Εγκληματολογία;». Το σκέφτηκα και του απαντώ…
Αν η δογματική είναι βάρη και η φιλοσοφία αερόβια άσκηση, τότε η εγκληματολογία πρέπει να είναι κάτι σαν τις διατάσεις (stretching) του ποινικολόγου. Όταν Έλληνες νομικοί κάνουν λόγο για «εμπλουτισμό του ποινικού δόγματος δι’ εγκληματολογικών δεδομένων», δεν μπορεί παρά να εννοούν κάτι σαν τον εμπλουτισμό της προπόνησης δύναμης με το αναγκαίο stretching: Μόνο έτσι αποφεύγονται οι τραυματισμοί που -στην περίπτωση της καθόλου ποινικής επιστήμης- αναλογούν στη χάραξη αποτυχημένης αντεγκληματικής πολιτικής.
Υπάρχει εξάλλου και άλλη μια ομοιότητα ανάμεσα στις διατάσεις και την εγκληματολογία –το ότι η σημασία τους διαρκώς τίθεται υπό αμφισβήτηση: Όπως υπάρχουν δογματικοί που δεν καταδέχονται να ρίξουν βλέμμα στους εγκληματολόγους θεωρώντας τους «κοινωνιολόγους» και όχι «γνήσιους νομικούς», έτσι και η γενικότερη προσφορά των διατάσεων στην αποφυγή τραυματισμών και τη σωματική ευεξία αμφισβητείται έντονα στο σύγχρονο fitness…
Κατά τη γνώμη μου, πάντως, η παρομοίωση της εγκληματολογίας με τις διατάσεις δίδει στην πρώτη μια σημαντική θέση στο ποινικολογικό fitness programm: Μπορεί να μην έχουμε χρόνο να κάνουμε βάρη και aerobic καθημερινά, αλλά τις στατικές διατασούλες μας μπορούμε και πρέπει να τις κάνουμε. Έτσι λοιπόν, μια καλλιεργημένη εγκληματολογική σκέψη μπορεί να μας εξασφαλίζει στοιχειωδώς συνετή αντεγκληματική πολιτική, ακόμη και όταν οι επιδόσεις της δεν αρκούν για body-building!
Πολλές φορές οι νομικάριοι με τρομάζουμε…