Την τελευταία φορά που αποφάσισα να κάνω μία βόλτα σε ένα προάστιο της Αθήνας βρέθηκα αντιμέτωπος με ένα δυσεπίλυτο γρίφο. Έπρεπε να υπερπηδήσω παντός είδους εμπόδια, να αποφύγω παρκαρισμένα αυτοκίνητα και πόρτες που άνοιγαν άκριτα και, πολλές φορές, να κατεβώ στο οδόστρωμα για να συνεχίσω την πορεία μου. Φυσικά, δεν είχα προνοήσει να φορέσω επιστραγαλίδες και φλέρταρα με ελαφρύ τραυματισμό πολλάκις, αφού η απόλαυση δύο συνεχόμενων ακέραιων πλακών πεζοδρομίου είναι εξαιρετικά σπάνια. Υπό αυτές τις συνθήκες μία διαδρομή μισής ώρας καθίσταται επικίνδυνο σπορ, ακόμα και για έναν νέο και υγιή άνθρωπο. Δεν μπορεί κανείς να μην αναλογισθεί πως καταφέρνουν να κυκλοφορούν τα άτομα με ειδικές ανάγκες ή, ακόμα, οι ηλικιωμένοι και τα μικρά παιδιά. Η απάντηση είναι, στην πραγματικότητα, απλή: δεν κυκλοφορούν. Δεν κυκλοφορούν διότι το ελληνικό κράτος ξοδεύει δισεκατομμύρια για να χαρίσει γήπεδα σε ΠΑΕ και ΚΑΕ αλλά βρίσκει «ακριβά» τα φανάρια με ηχητικό σήμα ή τη φωνητική ενημέρωση στα αστικά λεωφορεία. Πράγμα λογικό, αφού οι Τσουκαλάδες αυτού του τόπου είναι περισσότεροι από τους τυφλούς. Επίσης, οι τυφλοί δεν κλείνουν δρόμους και δεν απειλούν να καταστρέψουν υπουργικές επισκέψεις στην επαρχία. Οι δε τροχονόμοι πληρώνονται πρωτίστως για να ανοίγουν δρόμο για κάποιο υπουργικό αυτοκίνητο ή για να τυχαίους ελέγχους εν μέσω καφεποσίας και καπνίσματος – και αυτό το θεάρεστο έργο δεν μπορεί να επιβαρύνεται με την εφαρμογή και διαφύλαξη των νόμων του κράτους. Κάθε φορά που ένας αστυνομικός βλέπει ένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο πάνω σε μία ράμπα για αναπηρικά αμαξίδια και συνεχίζει το δρόμο του δεν διαπράττει μόνο ένα ποινικό αδίκημα: διαπράττει ένα βαρύτατο ηθικό αδίκημα εις βάρος των συμπολιτών μας που πρέπει να προστατεύονται ακόμα περισσότερο από εμάς τους υπόλοιπους, ακριβώς επειδή έχουν περισσότερες ανάγκες και λιγότερες δυνατότητες αντίδρασης. Θα ήταν, όμως, πολύ βολικό να σταθεί κανείς στην ευθύνη του κράτους για την κοινωνική απομόνωση των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Οι βασικοί υπεύθυνοι για αυτό το αίσχος είμαστε εμείς – και δεν αναφέρομαι μόνο στη γενικότερη πολιτική ευθύνη που συνεπάγεται η υπερψήφιση τέτοιων κυβερνήσεων. Το ίδιο έγκλημα διαπράττουμε όλοι εμείς όταν παρκάρουμε πάνω σε ένα πεζοδρόμιο γιατί «ένα λεπτό θα κάνω και πού να παρκάρω έτσι που τα ΄κανε ο δήμαρχος;». Εμείς που έχουμε τη δυνατότητα να περπατήσουμε, να τρέξουμε, να σταθούμε όρθιοι, «έχουμε ανάγκη» να πάμε με το αυτοκίνητο μέχρι την είσοδο του σπιτιού μας ή του γραφείου μας – οι άλλοι που δυσκολέυονται τόσο να κινηθούν ας μείνουν σπίτια τους. Πρόκειται για μία χυδαία αδιαφορία για την ανάγκη και τα δικαιώματα του συμπολίτη μας, αλλά και για κάτι άλλο, κάτι γελοίο και θλιβερό ταυτόχρονα: τα μικροαστικά μας συμπλέγματα. Επειδή οι παππούδες μας δεν είχαν δει ποτέ αυτοκίνητο, το τροχοφόρο έγινε αποδεικτικόν υψηλού κοινωνικού status. Και όσο πιο λίγοι και αποτυχημένοι νιώθουμε τόσο περισσότερο οδηγούμε και καβάλα πάμε στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάμε κλπ κλπ. Ευτυχώς που έβαλαν και αυτές τις ράμπες στα πεζοδρόμια γιατί είχαμε λιώσει τα λάστιχα των μηχανών… Η αγορά ενός πανάκριβου αντιασθητικού χριστουγεννιάτικου δένδρου μπορεί να σιγουρέψει την επανεκλογή ενός δημάρχου – η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ατόμων με ειδικές ανάγκες ποτέ. Κατακλύζουμε ενωμένοι τους δρόμους γιατί μας καίει το τι θα γράφουν οι ταυτότητες, το πως θα λέγεται μία γειτονική χώρα ή το πότε θα ρυθμισθούν τα χρέη της ομαδάρας μας αλλά ποτέ για να διαμαρτυρηθούμε για την προκλητικά άδικη αντιμετώπιση των συμπολιτών μας. Κι αν έχουμε «μαγαζί» βγάζουμε τις καρέκλες ή τις διαφημιστικές πινακίδες «λίγο πιο έξω», αλλά δεν περνάει καν από το μυαλό μας το πως θα μπουν στην επιχείρησή μας όσοι κινούνται με αναπηρικό αμαξίδιο. Οι ίδιες δυσκολίες στην πρόσβαση παρατηρούνται ακόμα και σε σχολεία και σε δημόσιες υπηρεσίες. Αλλά, προφανώς, οι «γονείς και οι κηδεμόνες» περιορίζονται στο ρόλο των απολογητών των παιδιών τους και τα δεκαπενταμελή συμβούλια είναι πια, απλώς, διεφθαρμένα παραρτήματα ταξιδιωτικών γραφείων και, σε τελική ανάλυση, ποιος ασχολείται τώρα με αυτά; Αυτά υποφέρουν όσοι αψηφούν τα κινητικά τους προβλήματα και αποφασίζουν να ζήσουν φυσιολογικά. Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι άλλοι συνάνθρωποί μας που δεν μπορούν να ζήσουν φυσιολογικά γιατί κάποιοι τους το αρνούνται. Πριν από πολλά χρόνια, είχα γνωρίσει έναν ψηλό και γεροδεμένο άνδρα γύρω στα τριάντα που υπέφερε από κάποιου είδους νοητική στέρηση. Όπως έμαθα, είχε καταφέρει, χάρη στην επιμονή του θείου του, να μάθει να διαβάζει, να ψωνίζει μόνος του και να αυτοεξυπηρετείται σε μεγάλο βαθμό. Οι γιατροί έλεγαν ότι, αν είχε λάβει την κατάλληλη εκπαίδευση και φροντίδα, θα ζούσε μία σχεδόν φυσιολογική ζωή, καθώς η πάθησή του δεν ήταν ιδιαιτέρως σοβαρή. Είχε, όμως, την ατυχία να γεννηθεί σε ένα χωριό από μία μητέρα που δεν μπορούσε να ξεπεράσει την «ντροπή» του να έχει κανείς ένα παιδί με ειδικές ανάγκες. Αυτό ήταν το έγκλημά της και τα ελαφρυντικά της είναι ελάχιστα. Το έγκλημα, όμως, όλων των υπολοίπων ήταν πως την έκαναν να νιώθει ότι θα έπρεπε να ντρέπεται και, έτσι, την αφόπλισαν και υποχρέωσαν έναν άνθρωπο σε μία ζωή πολύ χειρότερη από αυτή που θα μπορούσε και δικαιούται να ζήσει. Αυτό ακριβώς κάνουμε, για να φθάσουμε και στην αναπόφευκτη θεωρητική διατύπωση της θέσης, κάθε φορά που κλείνουμε μία πόρτα για ένα τέτοιο παιδί ή την πρόσβαση στη ράμπα για τα αναπηρικά αμαξίδια: αρνούμαστε σε αυτούς τους ανθρώπους το αυτονόητο δικαίωμα να ζήσουν μία καλή ζωή, ένα δικαίωμα που με τόσο πάθος υπερασπιζόμαστε για τους εαυτούς μας. Φανταστείτε έναν κύριο σαν τον Undertaker που βλέπετε λίγο παρακάτω να σας απαγορεύει κάθε μέρα να βγείτε από το σπίτι σας και ξανασκεφτείτε το πριν παρκάρετε πάνω στο πεζοδρόμιο.]]>
Είναι κι αυτή η συμπεριφορά μια εκδήλωση της αδιαφορίας των περισσότερων Ελλήνων για τα δικαιώματα των άλλων και της παντελούς έλλειψης σεβασμού απέναντι στους υπολοίπους. Ο μόνος που μπορεί να ακουστεί στην ελληνική κοινωνία είναι εκείνος που κραυγάζει περισσότερο (και συνήθως κραυγάζει χωρίς να υφίσταται κάποιο θιγόμενο δικαίωμά του). Αν δεν είσαι αναξιοπρεπής, ώστε να βγαίνεις έξω και να απαιτείς από τους άλλους, καθώς και αν δε σε φοβούνται, αποκλείεται να σε σεβαστούν.
Όταν ήρθα πρώτη φορά στην πόλη όπου ζω στη Γερμανία, έβλεπα συνέχεια στο δρόμο, στα λεωφορεία, στα σινεμά και γενικά παντού, ανθρώπους σε αναπηρικά καροτσάκια. Είχα αρχίσει ν’αναρωτιέμαι αν συνέβη κάτι σ’αυτήν την πόλη, όταν συνειδητοποίησα ότι η τραγωδία δεν είχε συμβεί εδώ αλλά στην Ελλάδα: δεν έχει η Γερμανία πιο πολλούς ανθρώπους με αναπηρία, απλώς αυτοί οι άνθρωποι στη Γερμανία εξακολουθούν να έχουν ζωή, γιατί οι συμπολίτες τους δεν τους την κλέβουν. Και στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί άνθρωποι με αναπηρία, αλλά είναι αναγκασμένοι να μένουν στα σπίτια τους, γιατί δεν έχουν ούτε που να πάνε ούτε πως να πάνε. Ο συμπολίτης τους τους κλέβει τη ζωή με το να μη σέβεται τα δικαιώματά τους. Τους κλείνει στο σπίτι, γιατί το πεζοδρόμιο στην Ελλάδα είναι άλλη μια προσφορά του δήμου για δωρεάν πάρκινγκ του αυτοκινήτου ή της μηχανής μας, η ράμπα φτιάχτηκε για να ανεβάζουμε ευκολότερα τη μηχανή μας ή να την κλείνουμε παρκάροντας μπροστά της, τα φανάρια δεν έχουν ηχητικά σήματα, αλλά και να είχαν αυτό θα έβαζε σε περισσότερο κίνδυνο τους τυφλούς που θα τα εμπιστεύονταν γιατί κανείς δε σταματάει αμέσως με το κόκκινο (αν σταματήσεις με κίτρινο απλώς θα σε βρίσουν) και στα μέσα μεταφοράς είναι δύσκολο να επιβιώσεις ως αρτιμελής και υγιής, πόσο μάλλον αν έχεις κινητικά ή άλλου είδους προβλήματα.
Πρόκειται πράγματι για το βασίλειο του δυνατού και θρασύτερου. Μόνο που αυτό το μέρος όπου βασιλεύει το δίκαιο του δυνατού και απουσιάζει ο πολιτισμός, ο σεβασμός και τα ατομικά δικαιώματα, το λέμε “ζούγκλα”. Και στη ζούγκλα ζουν μόνο ζώα.
ΥΓ. Σόρρυ για το ξέσπασμα, αλλά και μόνο στην ιδέα ότι αν μου συμβεί κάτι στην Ελλάδα, αυτό θα σημαίνει αυτόματα ότι η ζωή μου θα έχει τελειώσει, με πιάνει αηδία για αυτούς τους ανθρώπους που με θράσος υπερηφανεύονται ότι μετέδωσαν στους “άγριους που κατέβηκαν απ’τα δέντρα” πολιτισμό και κατά τ’άλλα στη ζωή τους εφαρμόζουν το νόμο της ζούγκλας.
Βρίσκω ότι τις καλοπροαίρετες σκέψεις του Κώστα σε αυτό το άρθρο πλήττει μια βαριά εσωτερική αντίφαση. Αυτή η αντίφαση αφορά πολλά παρόμοια άρθρα που ασχολούνται με το θέμα της «αδυναμίας» ορισμένων κοινωνικών ομάδων (λ.χ. ατόμων με ειδικές ανάγκες), τη «δύναμη» κάποιων άλλων και την κάποτε χυδαία συμπεριφορά των τελευταίων…Η αντίφαση αυτή δεν έχει επισημανθεί με αρκετή έμφαση. Γιατί η δημοσίευση τέτοιων άρθρων ολοένα αυξάνεται (αντί να μειώνεται -να αποφεύγεται -ή να τίθεται με εντελώς νέους όρους, όπως κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε).
Η αντίφαση που παρατηρώ έχει ως εξής: Μολονότι υποστηρίζεται σθεναρά η άποψη ότι οι αδύναμες ομάδες δικαιούνται και πρέπει να έχουν μια φυσιολογική ζωή όπως κάθε άλλη ομάδα ανθρώπων, είναι σαφές ότι έχει ήδη χρησιμοποιηθεί στον ορισμό της έννοιάς τους, το στοιχείο του «μη φυσιολογικού» (αδυναμία, ειδικές ανάγκες). Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι ζητούνται ταυτόχρονα δύο αδύνατα πράγματα: Και να ζουν φυσιολογικά οι «αδύναμοι» και –ταυτόχρονα- να ορίζονται ως μη φυσιολογικοί αφού θα αναγνωρίζονται ως αδύναμοι…Εδώ, όμως, υπάρχει πρόβλημα κι αυτό είναι το εξής: Οποιοσδήποτε υπερασπίζεται με σθένος τα δικαιώματα των αδυνάμων, αυτομάτως τρέπεται σε έναν «χυδαίο δυνατό» σε θεωρητικό-διαλογικό επίπεδο, αφού τελικώς προβαίνει στην εξής κίνηση: Διαχωρίζει ως ένα ιδιαίτερο σύνολο ανθρώπων τους «αδυνάμους» για να τους προστατεύσει: Συνήθως μάλιστα, το κάνει καλοπροαίρετα, θέλοντας να επιβάλει τελικώς υποχρεώσεις στους «δυνατούς». Όμως είναι ακριβώς η ανάληψη υποχρέωσης του δυνατού να σέβεται-προστατεύει τον αδύναμο, που διαδηλώνει πομπωδώς και χυδαίως τη δύναμη του πρώτου. Και η θεωρητική υποστήριξη μιας τέτοιας υποχρέωσης του δυνατού σε ένα άρθρο ή κείμενο, γίνεται τελικώς κι αυτή μια έκφανση χυδαίας δύναμης: Είναι σαν κάποιοι από τους «δυνατούς» να προσπαθούν να καθοδηγήσουν τους άλλους «δυνατούς» να κάνουν σωστή χρήση της δύναμής τους. Προφανώς οι «καθοδηγητές δυνατοί» είναι ακόμη «δυνατότεροι κι από τους δυνατούς»…Λίγο ακόμη και φτάνουμε σε αδιέξοδο. Το οποιοδήποτε άρθρο για «αδύναμους» και «δυνατούς» (και δεν αναφέρομαι μόνο σ’αυτό που σχολιάζω) κινδυνεύει από απλό κλισέ, να γίνει ναρκισσιστικό… Και όλα αυτά, ενώ είμαι βέβαιος ότι άλλες είναι οι καλές προθέσεις του εκάστοτε συγγραφέα του.
Για να μην κατηγορηθώ εδώ και πάλι ότι θεωρητικολογώ ή κενολογώ, θα δώσω και ένα παράδειγμα από προσωπική μου εμπειρία, που νομίζω ότι διαφωτίζει επαρκώς τα παραπάνω:
Περπατούσα πριν από ένα μήνα στο πεζοδρόμιο της Ακαδημίας στο ύψος της Δημοκρίτου (ή Λυκαβηττού) με κάποιον φίλο μου –κατεύθυνση Σύνταγμα. Ξαφνικά, μέσα στον πανικό των αυτοκινήτων που έρχονταν από το φανάρι της Σίνα, βλέπω στη δεξιά πλευρά του δρόμου, σχεδόν δίπλα μου, να περνά ένας άνδρας γύρω στα 30 με κινητικά προβλήματα, οδηγώντας ειδικό αμαξίδιο, μόνος του και με ταχύτητα χελώνας. Το αστικό λεωφορείο δίπλα του έμοιαζε με θηρίο, τα οχήματα που ακολουθούσαν επίσης, θα φοβόταν κανείς ότι ο άνδρας επρόκειτο να παρασυρθεί από το ρεύμα αέρος που δημιουργούσε η ταχεία προσπέραση. Ο οδηγός του αμαξιδίου όμως δεν το έβαζε κάτω: Συνέχιζε αργά αλλά σταθερά με το αμαξίδιο στην Ακαδημίας. Διεκδικούσε το δικαίωμά του στη χρήση του δρόμου (μια και κανείς δεν φρόντισε να του εξασφαλίσει ποδηλατόδρομο ή επαρκές πλάτος πεζοδρομίου χωρίς κολώνες για να κινείται σε αυτό με ασφάλεια…). Σε κάποια στιγμή έχασα την πορεία του άνδρα, καθώς μπήκα σε ένα μαγαζί. Την εντύπωση ωστόσο που μου έδωσε δεν θα την ξεχάσω ποτέ: Ο οδηγός αυτού του αμαξιδίου ήταν ένας πολύ «δυνατός» άνθρωπος, είπαμε με τον φίλο μου, μολονότι η όψη του βέβαια ήταν ταλαιπωρημένη. Και τα κατάφερνε εξίσου καλά στο δρόμο, όπως οι υπόλοιποι -εξίσου «δυνατοί» άνθρωποι- που τον προσπερνούσαν..
Φοβάμαι ότι στο παραπάνω παράδειγμα, χάνονται ανεπιστρεπτί όλες οι «σταθερές» που υποβαστάζουν άρθρα σαν κι αυτό του Κώστα… Ο άνδρας του αμαξιδίου της προσωπικής μου εμπειρίας αποβαίνει τελικά ο πραγματικά «δυνατός» της υπόθεσης. Δεν πρόκειται βέβαια επ’ουδενί για έναν «χυδαία δυνατό»–πρόκειται όμως σίγουρα για έναν «προκλητικά δυνατό» άνθρωπο, σύμφωνα, τουλάχιστον, με τα στερεότυπά μας. Θα έλεγε βέβαια κανείς, ότι στο παράδειγμά μου, στηρίζομαι απλώς σε μια σπάνια εξαίρεση από την κατηγορία των «αδυνάμων» και σε καμία περίπτωση δεν περιγράφω τον κανόνα. Θα συνιστούσα σε όποιον θα έλεγε κέτι τέτοιο, να το ξανασκεφτεί, και μάλιστα για δύο λόγους: Αν πιστεύει ότι περιγράφω εξαιρέσεις, τότε φαίνεται ότι έχει ήδη μια προδιαμορφωμένη, στερεοτυπική εικόνα για τον «κανόνα» των «αδυνάμων» στο μυαλό του, που, ηθικώς, είναι πολύ ύποπτη. Εκτός αυτού όμως θα του έλεγα το εξής: Μια (και μόνη) εξαίρεση, μου είναι υπεραρκετή για να επιτεθώ κατά οποιασδήποτε, παρωχημένης θεωρίας περί «δυνατών» και «αδυνάμων», που βάζει όλους τους «αδυνάμους» μαζί σε ένα τσουβάλι και λέει στους «δυνατούς» κατόπιν να μην το κλωτσάνε. Και κατά ενός άρθρου, που κατά τη γνώμη μου συντηρεί και εκφράζει έμμεσα μια τέτοια θεωρία….
Ανώνυμε, η παρατήρησή σου προϋποθέτει μία πολύ κακή ανάγνωση του κειμένου μου, μία ανάγνωση που ελπίζω πως οφείλεται σε επιπολαιότητα και όχι κακή προαίρεση. Αυτό καθίσταται κάτι περισσότερο από σαφές αν αναλογισθεί κανείς τι παράδειγμα επέλεξες για να στηρίξεις τη θέση σου. Που είδες στο κείμενο αναφορά στην ψυχική δύναμη; Ο άνθρωπος του παραδείγματός σου είναι απείρως δυνατότερος από τους περισσότερους από εμάς, αλλά αυτό δε λέει τίποτα για την αδυναμία για την οποία μιλώ εγώ. Επαναλαμβάνει μάλιστα κάτι επιεικώς προφανές: ότι οι άνθρωποι με σοβαρά προβλήματα υγείας που βλέπουμε να κυκλοφορούν στο δρόμο και να συνεχίζουν τη ζωή τους είναι γενναίοι και δυναμικοί. Αυτό, όμως, είναι αυτονόητο, ειδικά όταν μιλούμε για μία πόλη τόσο εχθρική προς εκείνους όσο η Αθήνα.
Το κείμενο δε θεωρεί ότι η παραδοχή ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν αδυναμίες είναι χυδαία. Υποστηρίζει μόνο ότι εκείνοι που δεν έχουν τέτοιες αδυναμίες, στην Ελλάδα τουλάχιστον, φέρονται χυδαία. Η αποδοχή του γεγονότος ότι κάποιοι συνάνθρωποί μας έχουν αδυναμίες δεν συνεπάγεται τη θέση ότι δεν είναι “φυσιολογικοί” – αυτό είναι ένα αυθαίρετο, δικό σου συμπέρασμα που δε δεσμεύει κανέναν μας και εσωτερική αντίφαση δεν υφίσταται εδώ. Αντίθετα, αυτή η παραδοχή -αχρωμάτιστη και ουδέτερη, ως ένα απλό γεγονός- είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ικανοποίηση των αναγκών των “αδυνάτων”, η οποία, θυμίζω, οδηγεί σε μία καλή ζωή για αυτά τα άτομα. Παράδειγμα: όταν αναγνωρίζουμε ότι ένα παιδί δεν μπορεί να τραφεί χωρίς βοήθεια, το σώζουμε από πνιγμό. Αυτό δεν σημαίνει ότι το θεωρούμε κατώτερο από εμάς η “μη-φυσιολογικό”. Το ίδιο ισχύει και για τα άτομα με ειδικές ανάγκες: αναγνωρίζοντας κάποιες αδυναμίες τους όχι μόνο δεν τα θεωρούμε υποδεέστερα, αλλά τα διευκολύνουμε στην ενσωμάτωσή τους στο κοινωνικό σύνολο. Με αυτό τον τρόπο αποδεικνύουμε ότι δεν υπάρχουν “δύο διαφορετικές ομάδες” ανθρώπων και κατορθώνουμε να ζούμε όλοι μαζί. Κι εσύ, άλλωστε, δε δείχνεις να αρνείσαι την ανάγκη λήψης ειδικών μέτρων (βλ. ράμπες, ασανσέρ, ηχητικά σήματα κλπ). Σίγουρα καταλαβαίνεις ότι όλα αυτά μπορούν να υλοποιηθούν μόνο αν κατασκευασθούν στα μέτρα των αδυναμιών των ανθρώπων που θα τα χρησιμοποιήσουν. Οπότε, το επιχείρημά σου είναι είτε ηθικά εξωφρενικά δυσάρεστο είτε ασυνεπές.
Σκέψου τώρα τι θα γίνει αν δεν αναγνωρίσουμε αυτές τις αδυναμίες και δεν κάνουμε τίποτα για να τις θεραπεύσουμε. Το αποτέλεσμα θα είναι ακριβώς αυτό που δεν επιθυμείς: οι άνθρωποι με ειδικές ανάγκες θα μένουν στο σπίτι, δε θα εργάζονται, δε θα διασκεδάζουν κοκ ενώ όλοι οι υπόλοιποι θα μπορούν να το κάνουν με ευκολία. Έτσι, θα βαθύνει το χάσμα ανάμεσα σε “δυνατούς” και “αδύνατους” (που θα έλεγε και ο Λυσίας) και θα ελπίζουμε στην ψυχική δύναμη των δεύτερων που, πολύ συχνά, δε φτάνει. Ελπίζω να σου απάντησα και στα περί διαχωρισμού και τσουβαλιάσματος και στα περί εσωτερικής αντίφασης. Όσο για το αν εγώ που στηλιτεύω τη χυδαιότητα των δυνατών επιθυμώ να εμφανιστώ ως “ο πλέον δυνατός ανάμεσα στους δυνατούς”, θα το παρακάμψω. Κι αυτό γιατί εισάγεις εδώ τρίτη έννοια της λέξης “δυνατός” και αυτό είναι ένα βάρος αβάσταχτο για τις περιορισμένες πνευματικές μου δυνάμεις. Ίσως, όμως, πρέπει να ελέχεις αν μη τι άλλο την ορολογική συνέπεια των σχολίων σου πριν επιτεθείς στην εσωτερική συνάφεια άλλων κειμένων.
ΥΓ: Παραβλέπω, επίσης, το πικρό σου σχόλιο για τις κατηγορίες μου ότι θεωρητικολογείς και κενολογείς. Πρώτον, σου θυμίζω ότι εγώ ο ίδιος σου έχω προσφέρει αυτό το ιστολόγιο για να αναπτύξεις ένα θέμα διαφορετικά από εμένα όταν διαφωνήσαμε. Δεύτερον, κάποιος που λατρεύει να επιτίθεται με σφοδρότητα στα κείμενα των άλλων (και καλά κάνει ασφαλώς) θα πρέπει να δέχεται και την αυστηρή κριτική. Εγώ, τουλάχιστον, δε θα πάψω να επισημαίνω τα ελαττώματα των κειμένων σου επειδή γκρινιάζεις – οπότε, αδίκως το κάνεις.
Κώστα,
Με προβλημάτισε η παρατήρηση ότι μπορεί να προχώρησα σε κακή ανάγνωση του άρθρου σου, γι’ αυτό και ξαναγράφω. Θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος.
Κατά τη γνώμη μου, ουδέτερη και αχρωμάτιστη δεν είναι καμία μας παραδοχή. Ό,τι λέμε σέρνει πίσω του μια θεωρία. Έτσι και η (απλή) παραδοχή ότι κάποια πρόσωπα έχουν σωματικές/φυσικές/νοητικές αδυναμίες και ειδικές ανάγκες προϋποθέτει μια έννοια-θεωρία του «αδυνάμου» (ή αδυνάτου, πείτε το όπως θέλετε) και δεν στηρίζεται στην απλή παρατήρηση. Το ότι αυτή η θεωρία μπορεί να αξιοποιείται για το καλό προσώπων (λ.χ. για τη λήψη προστατευτικών μέτρων υπέρ τους) δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να χαρακτηρίζεται από ηθικές αντιφάσεις. Αυτό ήταν το ζήτημα που με απασχόλησε. Δεν με απασχολεί αν είναι καλό να ακολουθούμε αυτή τη θεωρία πρακτικώς (είναι), αλλά αν μπορεί να αντιμετωπιστεί η αντίφασή της θεωρητικώς.
Δεν δέχομαι πάντως ότι η χυδαιότητα που χαρακτηρίζει εκφάνσεις της νεοελληνικής συμπεριφοράς και γλαφυρά περιγράφεις, γίνεται «αβάσταχτη» μόνο όταν στρέφεται κατά αδυνάμων. Είναι αβάσταχτη γενικώς και ως προς όλους. Δεν θεωρώ ενδεδειγμένη μια σύσταση του τύπου «Μην φέρεστε σαν κάφροι, ιδίως απέναντι στους αναπήρους!». Προτιμώ μια κατηγορική σύσταση του τύπου: «Μη φέρεστε σαν κάφροι απέναντι σε οποιονδήποτε!». Αδύναμος και δυνατός μπορούν να είναι στον ίδιο βαθμό και με τις ίδιες συνέπειες θύματα χυδαιότητας. Ως εκ τούτου, δεν χρειάζεται να τους διαχωρίσουμε –αν τους διαχωρίσουμε θα υποπέσουμε στην αντίφαση που επισήμανα, δηλαδή θα περιθωριοποιήσουμε εκ του αντιστρόφου και άθελά μας τους αδυνάτους.
Τελικά, αμφισβητώ την αξία κάθε κειμένου αναφέρεται σε πρακτικά ζητήματα καθημερινής συμπεριφοράς και τα αντιμετωπίζει με θεωρητικό τρόπο: Μάλλον πρέπει να ενεργούμε και όχι να γράφουμε γι’αυτά τα ζητήματα. Αν όμως γράφουμε, καλό είναι να επισημαίνουμε ο ένας στον άλλο -με φιλοσοφική διάθεση- πιθανά σφάλματα. Γι’ αυτό και θέλησα να σου επισημάνω μία αντίφαση που –από την πλευρά μου βλέπω ότι – λανθάνει σε όσα έγραψες. Την τρέπω εδώ σε ερώτηση: Πόσο καλή ζωή μπορεί να έχει ένα αδύναμος που του προσφέρουμε τα πάντα, όταν παράλληλα του στερούμε εξ ορισμού και κατ’ανάγκην μέσω αυτής της προσφοράς το μη-στιγματισμό του (τον οποίο ο ίδιος μπορεί να θεωρεί συστατικό μιας καλής ζωής); Σκέψου την αγέρωχη (άλλοτε ευγενική και άλλοτε εχθρική) άρνηση ενός ατόμου με ειδικές ανάγκες να το βοηθήσεις (ενώ βρίσκεται σε ανάγκη) και θα καταλάβεις ακριβώς τι εννοώ. Μην αποκλείετε, λοιπόν, ούτε εσύ ούτε η Space το ενδεχόμενο, κάποιοι «αδύναμοι» να μένουν σπίτια τους γιατί απλώς δεν ανέχονται την ευγενική προσφορά του Δημάρχου να τους φτιάξει ειδικές ράμπες διαδηλώνοντας έτσι (άθελά του ο άνθρωπος!) τη δύναμη και την καλοσύνη του. Τα πράγματα είναι πιο σύνθετα, νομίζω, απ’ όσο τα εκλαμβάνουμε μέσα στην καλή μας πρόθεση να βοηθήσουμε τους αδυνάτους. Και δεν μπορούμε να εξηγούμε μονόπλευρα το γιατί δεν βλέπουμε «αδυνάτους» στους δρόμους της Αθήνας. Θα έλεγα γενικώς, ότι δεν πρέπει να αποκλείουμε πιθανότητες –αντίθετα ας ελέγξουμε πιο βαθιά την πάγια θεωρία μας περί «φυσικής αδυναμίας». Θα ήθελε να θυμίσω εδώ και μια γνωστή προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση: Προτάθηκε από κάποιους κάποτε, να γίνεται λόγος για άτομα με «ειδικές ικανότητες» αντί για «άτομα με ειδικές ανάγκες». Η πρόταση αυτή ήταν μάλλον άστοχη, γιατί το πρόβλημα δε λύνεται με απλή αντιστροφή ορολογίας…Αλλά τουλάχιστον ήταν μια καλοπροαίρετη πρόταση. Και –κυρίως- επιβεβαίωνε την ύπαρξη της αντίφασης για την οποία μιλάω. Αυτή ακριβώς προσπαθούσε να αντιμετωπίσει.
Αυτά λοιπόν, και σ’ ευχαριστώ για το ερέθισμα που μου έδωσες.
Υγ. Δεν είμαι καθόλου πικραμένος από σχόλια, ώστε να ανταποδίδω. Η σφοδρότητα (;) με την οποία σχολιάζω τα άρθρα σου είναι ανάλογη της αγάπης με την οποία τα διαβάζω (Το «μη γκρινιάζεις» λοιπόν σου πάει γάντι!). Thanks και για την πρόταση να «θέτω τα ζητήματα σε άλλη βάση» στο Συνιστολόγιο. Η ουσία ενός διαλόγου όμως παραμένει να σχολιάζει κανείς στο ίδιο post. Αν καθένας έγραφε αλλού, «από άλλη βάση» τα δικά του, θα μας έπνιγε ίσως ο «αβάσταχτος μονόλογος του Συνιστολόγου»…
Δε νομίζω ότι μένουν πολλά να πούμε. Θα επαναλάβω μόνο ότι η αναγνώριση μίας φυσικής αδυναμίας δεν συνεπάγεται την αντιμετώπιση του αδυνάτου ως κατωτέρου. Αντιμετωπίζω τον συνάνθρωπό μου ως κατώτερο όταν του προσφέρω τη θέση μου στο λεωφορείο; Όταν του δίνω ένα κουτί από το πιο ψηλό ράφι του σούπερ-μάρκετ; Αν κάποιος θεωρεί ότι το πρώτο συνεπάγεται το δεύτερο απαραιτήτως πρέπει να ελέγξει τις εσωτερικές του τάσεις και διασθήσεις και όχι αυτές των άλλων. Η φυσική αδυναμία ενός ανθρώπου δεν τον καθιστά κατώτερο και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η παραδοχή της δεν ενέχει ηθικά δυσάρεστες συνέπειες όταν δεν συνοδεύονται από άλλες -ηθικά δυσάρεστες per se- απόψεις. Αντιθέτως, η αδιαφορία για την αδυναμία αυτή μπορεί να οδηγήσει σε απαράδεκτες ανισότητες, στερώντας από κάποιους εξ ημών το δικαίωμα να ζουν καλά και δημιουργικά.
ΥΓ: Το κείμενο μίλησε για την “αβάσταχτη χυδαιότητα των δυνατών” και, συνεπώς, σκόπευε στην απομόνωση μία συγκεκριμένης, ιδιαιτέρως απεχθούς, περίπτωσης “καφρίλας”. Δε διαφωνούμε, ασφαλώς, στο ότι κανείς δεν πρέπει να συμπεριφέρεται απαράδεκτα σε κανέναν.
ΥΓ2: Χαίρομαι που μας αγαπάς και ξέρεις ότι παγίως ανταποδιδούμε την τιμή που μας κάνεις να μας διαβάζεις -κι εσύ και όλοι οι επισκέπτες μας- με τον αποκλεισμό κάθε είδους μονολόγου.
Μιλώντας για πεζοδρόμια ξέρεις τι πόλεμο δεχόμαστε από μαγαζάτορες σα δημοτική αρχή επειδή θέλουμε να τους ξηλώσουμε από τις καταπατήσεις πεζοδρομίων;
Συμφωνώ με το κείμενο απόλυτα.
δικιο εχεις απολυτο, με βασανιζει πολυ το θεμα και εχω γραψει και γω δυο λογια, θα ανεβασω κατι σχετικο συντομα οταν μπορεσω.
δεν ειναι στενο το θεμα, ειναι γενικο, στην Ελλαδα ισχυει ο νομος του δυνατου…
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΗΣ ΚΟΛΟΜΒΙΑΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Κύριοι συνάδελφοι κηρύσσω την έναρξη της συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου. Έχουμε ένα πολύ σοβαρό θέμα να συζητήσουμε.
ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Πω πω! Τι είναι; Τι είναι;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Πάλι ο Γιώργος έριξε τους κεραυνούς του μέσω του Ίντερνετ. Θα το πάρει χαμπάρι η Υπουργός Εξωτερικών και ποιος μας σώζει!
1Ο ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ.
Τί έγραψε;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ
(μοιράζοντας σε όλους από μία φωτοτυπία) Να δείτε και μόνοι σας. «..με δεδομένη την παρελκυστική, απορριπτική τοποθέτηση της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών της Κολομβίας και της κυβέρνησης ως προς τα αιτήματα του κλάδου μας..», «στην καλύτερη των περιπτώσεων θα επιβιώσουν κάποιοι σε ατομική βάση, ως υπηρετικό προσωπικό κομματικής εμπιστοσύνης. Δικαιούνται να ευελπιστούν σε φιλοδωρήματα..», «η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών της Κολομβίας έχοντας περιορίσει την εξωτερική πολιτική της χώρας στην εξυπηρέτηση προσωπικών πολιτικών στοχεύσεων, υπήρξε γενναιόδωρη σε όσους συνέπραξαν», «ο εκπρόσωπος της Ένωσης Διπλωματικών Υπαλλήλων της Κολομβίας παρακολουθούσε τις συνεδριάσεις του Ανώτατου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Κολομβίας σαν μουγκή μαριονέτα, χωρίς να εκφράζει άποψη ή επιφύλαξη όταν διώκονταν παράνομα συνάδελφοί του», «οι συνάδελφοι είναι διατεθειμένοι να προχωρήσουν σε μορφές συλλογικής διαμαρτυρίας για την μη υιοθέτηση των αιτημάτων μας για το σταμάτημα της παρουσίας εξω-υπηρεσιακών διπλωματικών υπαλλήλων και του γιού της Υπουργού Εξωτερικών της Κολομβίας στο οργανόγραμμα του Κολομβιανού Υπουργείου Εξωτερικών;», «υπάρχουν τρείς μόνο δρόμοι: ο δρόμος του θυμιατού προς την Κολομβιανή κυβέρνηση.. ο δρόμος της αδράνειας…ο δρόμος της ανάδειξης των προβλημάτων και των αιτίων τους» κλπ κλπ.
ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Τον άθλιο, τον άθλιο!
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Με ποιό δικαίωμα γράφει αυτά; Γιατί δεν ζήτησε την έγκριση και των υπολοίπων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου;
2Ο ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Μα είναι και αυτός μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Διπλωματικών Υπαλλήλων της Κολομβίας. Μπορεί και γράφει ό,τι θέλει. Και από εκεί που βρίσκεται δεν φοβάται πιο μακρινή μετάθεση.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η Υπουργός Εξωτερικών της Κολομβίας είχε συζητήσει το θέμα αυτό με το γιό της και αποφάσισε να τον στείλει κάπου μακριά, όσο μακρύτερα γίνεται, για να μην ακούγεται η φωνή του. Τον έστειλε λοιπόν στο Γενικό Προξενείο της Κολομβίας στο Βανκούβερ του Καναδά. Όμως οι σύμβουλοί της δεν της είπαν ότι υπάρχει και το Ίντερνετ..
ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Φτου γαμώτο! Φτού γαμώτο!
3ο ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Κύριε Πρόεδρε, εσείς πρέπει να κάνετε μια δήλωση. Τι προτίθεστε να πείτε;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Μα… θα πάρω το πόστο του Πρέσβη της Κολομβίας στο Τόκυο. Εγώ θα βγάλω τα κάστανα από τη φωτιά;
ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Πρέπει, πρέπει κύριε Πρόεδρε!
ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Τα μόνα που μπορώ να προτείνω για να κατευνάσω τα πνεύματα και να δείξουμε το αγωνιστικό μας πνεύμα στους συναδέλφους και την αποφασιστικότητα και την πυγμή μας προς την Κολομβιανή Κυβέρνηση είναι τα εξής:
– Να γράφονται περισσότερα διουρητικά φάρμακα στους συνταξιούχους διπλωματικούς υπαλλήλους χωρίς να αναγράφεται στο βιβλιάριό τους «ΧΡΟΝΙΑ ΠΑΘΗΣΗ».
– Να μην επιφορτίζεται από την Υπουργό Εξωτερικών της Κολομβίας μόνο ένας συνταξιούχος διπλωμάτης για τη συγγραφή νομοσχεδίου τροποποίησης του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών, αλλά να επιφορτίζονται τουλάχιστον σαράντα για να καταρτίζουν συγχρόνως ισάριθμα σχέδια οργανισμών του Υπουργείου Εξωτερικών της Κολομβίας. Επίσης οι συντάκτες του Οργανισμού να μην προέρχονται μόνο από οικογένειες αγωνιστών της επανάστασης, της ηπειρωτικής ή νησιωτικής Κολομβίας, αλλά και από άλλες οικογένειες.
– Να επιτρέπεται να φέρνουμε από το εξωτερικό αδασμολόγητα δύο αυτοκίνητα και όχι ένα όπως ισχύει σήμερα και να μας δίνονται ελεύθερα και άδειες ταξί.
– Ο πρόεδρος του Ανώτατου Υπηρεσιακού Συμβουλίου να μην ορίζεται μόνο από τους συνταξιούχους Πρέσβεις, αλλά και από συνταξιούχους Τελωνειακούς υπαλλήλους ή βουλευτές.
– Να γίνει τροποποίηση του Συντάγματος με την προσθήκη άρθρου που θα ορίζει ότι «είναι άκυρη και νομικά ανίσχυρη στην Ελλάδα οποιαδήποτε διάταξη νόμου ή κοινοτικής οδηγίας σχετικής με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που θα επιβάλει ότι οι συλλεγόμενες και τηρούμενες από τη Διεύθυνση Προσωπικού πληροφορίες του ατομικού φακέλου των υπαλλήλων θα είναι «ακριβείς» και «ενημερωμένες». Θα τους δείξουμε εμείς!
Συμφωνείτε;
ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Συμφωνούμε, συμφωνούμε!
ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Εντάξει. Τότε λύεται η συνεδρίαση.