Επιτέλους τέλος με τον πρόχειρο νομικοδημοσιογραφικό σχολιασμό της ΣτΕ 350/2011, μετά από αυτό, αυτό και αυτό.
Στην παρ. 10 της απόφασης δεν συμφωνώ απολύτως με την εξής διατύπωση:
Επειδή, εναρμονιζόμενος ο έλληνας νομοθέτης προς τις κατά τα ανωτέρω ισχύσασες συνταγματικές διατάξεις, εμερίμνησε να διαφυλάξει την εθνική ομοιογένεια του κράτους […]
Δεν θεωρώ την διαφύλαξη της εθνικής ομοιογένειας του κράτους θεμιτό στόχο της κρατικής πολιτικής. Καλώς να μεριμνά για την ομογένεια, θεμιτώς να χορηγή ιθαγένεια όπου επιθυμή, αλλά η αδιαφοροποίητη διατύπωση του παραθέματος (που μπορεί να είναι και τυχαία, χωρίς τις συνεπαγωγές που εξάγω στην συνέχεια) οδηγεί σε επικίνδυνες ατραπούς: ο διαφορετικός εθνικός προσδιορισμός των Σλάβων Μακεδόνων και των Τούρκων της Θράκης δεν αποτελεί κηλίδα εις βάρος της εθνικής ομοιογένειας. Ούτε ο επιμέρους εθνοτικός προσδιορισμός του Πόντιου ή του Αρωμούνου ας πούμε συνιστά κάποιου είδους κίνδυνο για την γενική εθνική ομοιογένεια. Ίσως είναι και πλούτος, δεν ξέρω, πάντως δεν είναι κάτι που κάθε φορά απαιτείται να αντισταθμίζεται με τον ευκταίο της εθνικής ομοιογένειας σε ένα αβέβαιου αποτελέσματος σταθμιστικό ενέργημα.
Κατοχυρώνει άραγε το Σύνταγμα τον (ελληνικό) εθνικό χαρακτήρα του κράτους, όπως απερίφραστα δέχεται η απόφαση, ειδικά δε ο Σύμβουλος Δ. Κυριλλόπουλος; Αν συμβαίνει τάχα αυτό, μπορεί αυτός ο εθνικός χαρακτήρ να υπάρξη ερήμην του λαού; Κι αν ο λαός αποφασίση να μεταβάλη εθνικό φρόνημα, θα είναι αυτή η ψυχική μεταστροφή αντισυνταγματική (!); Τέτοιες διατυπώσεις εκ μέρους της απόφασης είναι παρακινδυνευμένες. Αντιλαμβάνομαι πλήρως ότι η ιδέα του εθνικού κράτους είναι ακόμη πολύ ισχυρή και δημοφιλής, καθόλου λίγο και σε μένα, και γνωρίζω πολύ καλά ότι αυτό εδώ το κράτος δημιουργήθηκε από ανθρώπους που πολέμησαν υπέρ πίστεως και πατρίδος. Αυτό το επαναστατικό σύνθημα μάς δείχνει όμως και το νομικό όριο της εθνικής ιδέας: ο Έλληνας πολίτης δεν υποχρεούται να είναι Έλληνας το γένος, όπως δεν υποχρεούται να είναι και Χριστιανός Ορθόδοξος. Ο Ελληνισμός είναι η επικρατούσα εθνική προτίμηση, όπως και η Ορθοδοξία είναι η επικρατούσα θρησκεία, αλλά μια γενετική εξήγηση δεν πρέπει να ανάγεται σε κανονιστικό πρόταγμα.
Τον πυρήνα της αιτιολογίας περιλαμβάνουν οι παρ. 13 και 14 της απόφασης:
Με τις διατάξεις αυτές εισήχθη νέος τρόπος αποκτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας, αφορών, δυνάµει, µεγάλο αριθµό αλλοδαπών (αθρόα πολιτογράφηση) χωρίς τούτο να συνάπτεται προς εκπλήρωση διεθνούς υποχρεώσεως της χώρας. Η πολιτογράφηση αυτή γίνεται με βάση αµιγώς τυπικές προϋποθέσεις (χρόνος «νόµιµης» διαµονής του αιτούντος αλλοδαπού ή της οικογένειάς του, φοίτηση σε ελληνικό σχολείο επί ορισµένο χρόνο, ανυπαρξία καταδίκης για ορισµένα σοβαρά ποινικά αδικήµατα), χωρίς εξατοµικευµένη κρίση περί της συνδροµής της ουσιαστικής προϋποθέσεως του δεσµού προς το ελληνικό έθνος του αιτούντος την πολιτογράφηση αλλοδαπού, δηλαδή την εκ μέρους του εθελούσια αποδοχή των αξιών που συνάπτονται προς τον ελληνισµό και την εντεύθεν απόκτηση ελληνικής εθνικής συνειδήσεως.
Επειδή, εν όψει των διαλαµβανοµένων στις σκέψεις 8-13 το Τµήµα άγεται κατά πλειοψηφία στην άποψη ότι οι διατάξεις των άρ. 1Α παρ. 1-3 και 24 Ν. 3838/2010 αντίκεινται, όπως βασίµως προβάλλεται, στις ως άνω διατάξεις του Συντάγµατος, εφ’ όσον δεν προβλέπεται με αυτές διαδικασία για τη διαπίστωση από διοικητικά όργανα, της συνδροµής, in concreto, της ουσιαστικής προϋποθέσεως γνήσιου δεσµού των αλλοδαπών προς το ελληνικό έθνος, ενώ και η τιθέµενη τυπική προϋπόθεση της «νόµιµης διαµονής» έχει αναιρεθεί κατά το απώτερο και το πρόσφατο παρελθόν με εξαιρετικές διατάξεις (ιδίως άρ. 91 παρ. 10 και 11 Ν. 3386/2005 και άρ. 18 παρ. 4, 6 και 10 του Ν. 3536/2007), ούτως ώστε να καθίσταται αδύνατη η διάγνωση της συνδροµής έστω και αυτής της προϋποθέσεως.
Κεντρική θέση στην αιτιολογία επέχει η απουσία εξατομικευμένης, εξιδιασμένης κρίσης. Η διέξοδος που αναγνωρίζει εμμέσως πλην σαφώς το δικαστήριο είναι η συνήθης διαδικασία της πολιτογράφησης. Το σημείο αυτό πρέπει να εξαρθή, για να αποφευχθούν οι εύκολες κριτικές, που κυριάρχησαν: η πλειοψηφία δεν απέκλεισε εκ προοιμίου κάθε πολιτογράφηση αλλοδαπού που δεν είναι ομογενής, αντιθέτως παρέπεμψε εμμέσως, πλην σαφώς, στην συνήθη και παραδοσιακή διαδικασία της πολιτογράφησης κατόπιν αιτήσεως.
Η αντίρρηση αυτή είναι σοβαρή, αλλά προϋποθέτει την απόρριψη της αξίωσης πολιτογράφησης ως αντίθετης στην φύση της ιθαγένειας, οπότε ισχύει αναλογικά η ίδια αντίκρουση. Άλλωστε, υπό τινα έννοια η κρίση είναι πάντα εξιδιασμένη, δεδομένου ότι ο φάκελλος του αιτούντος είναι ατομικός και χωριστά εξετάζεται κάθε φορά η συνδρομή των σχετικών προϋποθέσεων του νόμου. Ο δε ουσιαστικός δεσμός με την χώρα εύλογα τεκμαίρεται ότι συνάγεται από την φοίτηση κ.λπ. Πιστοποιητικό εθνικών φρονημάτων δεν προβλέπεται να προσκομίζεται.
Σημειωτέον ότι η περικοπή “η τιθέµενη τυπική προϋπόθεση της «νόµιµης διαµονής» έχει αναιρεθεί κατά το απώτερο και το πρόσφατο παρελθόν με εξαιρετικές διατάξεις” λειτουργεί μάλλον αυτεπίστροφα: η νόμιμη διαμονή ισούται πάντα με πραγματική διαμονή μακρότερου χρόνου, άρα, όπως και να το κάνουμε, έχει πυκνώσει ο δεσμός μας.
Προσωπικά συντάσσομαι κατά το μεγαλύτερο μέρος με την αιτιολογία και οπωσδήποτε κατ’ αποτέλεσμα με την γνώμη του Συμβούλου Η. Τσακόπουλου:
Ο Σύµβουλος Η. Τσακόπουλος υποστήριξε την άποψη ότι το ισχύον Σύνταγµα, όπως άλλωστε και τα προηγούµενα, από το Σύνταγµα του 1844 έως και το Σύνταγµα του 1952, περιέχει διάταξη (άρ. 4 παρ. 3 εδ. α), µε την οποία ανατίθεται στον κοινό νοµοθέτη ο καθορισµός των προσόντων του πολίτη. Και ναι µεν, µε την εν λόγω διάταξη, µε την οποία δεν τίθεται κριτήριο της ιθαγένειας, παρέχεται στον νοµοθέτη ευρεία εξουσία καθορισµού των όρων και προϋποθέσεων κτήσεως της ιθαγενείας (ενώ, αντιθέτως, µε το εδ. β του ίδιου άρ. 4 παρ. 3 ορίζονται περιοριστικώς οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας) ούτε, όµως, κατά το Σύνταγµα ούτε κατά το διεθνές δίκαιο νοείται η αρµοδιότητα αυτή του νοµοθέτη ως αυθαίρετη και απόλυτη. Όρια στην άσκησή της ή και συγκεκριµένες υποχρεώσεις µπορούν να προκύπτουν από συµβατικές διεθνείς δεσµεύσεις της Χώρας (όπως λόγου χάριν για τον περιορισµό των περιπτώσεων της ιθαγένειας ή ακόµη αν τούτο είναι αναγκαίο, για λόγους προστασίας των ατοµικών δικαιωµάτων, πρβλ ΣτΕ 1242/2007), αλλά και από άλλες συνταγµατικές διατάξεις, περιλαµβανοµένης αυτής του άρ. 1 παρ. 3. Οι προϋποθέσεις για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας, οι οποίες εισάγονται στον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας µε το άρ. 1 παρ. 1, 2 και 6 Ν. 3838/2010, ιδίως δε η γέννηση στην Ελλάδα από αλλοδαπούς γονείς που διαµένουν νόµιµα και μόνιμα στη Χώρα επί πέντε τουλάχιστον συνεχή έτη ή η επιτυχής παρακολούθηση έξι τουλάχιστον τάξεων ελληνικού σχολείου στην Ελλάδα από τέκνο αλλοδαπών που κατοικεί νόµιµα και μόνιμα στη Χώρα, υποδηλώνουν την εκτίµηση του νοµοθέτη ότι οι αλλοδαποί, οι οποίοι πληρούν τις προυποθέσεις αυτές, έχουν ένα νοµικό και πραγµατικό δεσµό µε το Ελληνικό Κράτος επαρκή για να δικαιολογήσει την χορήγηση σε αυτούς της ελληνικής ιθαγένειας. Η εκτίµηση αυτή του νοµοθέτη δεν υπερβαίνει τα παραπάνω συνταγµατικά όρια, και, συνεπώς, οι εξεταζόµενες διατάξεις του Ν. 3838/2010 δεν αντιβαίνουν προς το Σύνταγµα, όπως αβασίµως προβάλλει ο αιτών.
Δηλαδή: ακόμη και αν η κατάστρωση της μείζονος από την πλειοψηφία είναι ορθή, ακόμη και αν η εμφατική εθνοκεντρική προσέγγιση είναι η μόνη υποστηρίξιμη επιλογή, πράγματα καθόλου αυτονόητα, και πάλι η νομοθετική επιλογή υπήρξε συνταγματικώς θεμιτή. Ο ακτιβιστικός, δηλαδή παρεμβατικός, επεκτατικός και νοσφιστικός, χαρακτήρας της απόφασης αναδεικνύεται ολόγλυφος στην υπαγωγή, όπου παραβλέπεται ότι τα κριτήρια που επέλεξε ο νομοθέτης, η γέννηση στην Ελλάδα, η μονιμότητα και νομιμότητα της κατοικίας, η φοίτηση επί έξι έτη στην σχολική εκπαίδευση, είναι κριτήρια τα οποία κατεξοχήν κατατείνουν στην διάγνωση ενός ζωντανού, θάλλοντος, ισχυρού και ειλικρινούς δεσμού με την χώρα και, περαιτέρω, ένταξης στο έθνος. Δεν πρόκειται για αυθαίρετα κριτήρια, όπως θα ήταν π.χ. το αρχικό γράμμα του επωνύμου του αιτούντος, αλλά για κριτήρια τα οποία κατ’ αντικειμενική κρίση σχετίζονται απολύτως κατά το συνήθως συμβαίνον με τον εθνικό προσδιορισμό. Τουλάχιστον, το ΣτΕ ώφειλε να αναγνωρίση με την απόφασή του ότι ο κοινός νομοθέτης κατά την επιλογή των κριτηρίων έλαβε υπόψιν του την εθνική αναφορά των πιθανών αιτούντων και κατέβαλε σοβαρή προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή. Από κει και πέρα, το αν τα χρόνια της σχολικής εκπαίδευσης πρέπει να είναι έξι ή εννιά, αποτελεί θεμιτό αντικείμενο πολιτικής συζήτησης, όχι όμως και οριακής συνταγματικής κρίσης.
Θα ήμουν ευτυχέστερος με διαφορετική κατάληξη της υπόθεσης στην Ολομέλεια, τόσο ως προς τις προϋποθέσεις της ιθαγένειας, όσο και ως προς το δικαίωμα του εκλέγειν στις τοπικές εκλογές. Οπωσδήποτε, η ΣτΕ 350/2011 έγραψε ένα κομμάτι στην νομική ιστορία της πατρίδας μας.
Απλώς δεν ξέρουμε ακόμη αν το κομμάτι αυτό ονομάζεται “πρόλογος” ή μήπως “επίλογος”.
Εδώ σχολιασμός υπό διαφορετική οπτική γωνία, με κάποια χρήσιμα σημεία στο νομικό κομμάτι.
Η δεύτερη φωτογραφία είναι από εδώ, ξέχασα να σημειώσω όμως δυστυχώς τον συγκλονιστικό καλλιτέχνη από τον οποίο βούτηξα την πρώτη. Σε κάθε περίπτωση, του ανήκει ο θαυμασμός μας.
Και εδώ ένα ακόμη ενδιαφέρον άρθρο.
Η απόφαση 350/2011 δικαιώθηκε καθ’ ολοκληρίαν από την Ολομέλεια του ΣτΕ. Ο νόμος Ραγκούση κρίθηκε αντισυνταγματικός και ως προς τις δύο επίμαχες όψεις του.
Πολύ δυστυχώς.
Εδώ και το κείμενο της απόφασης.