Ας ξεκινήσουμε με μια απόπειρα ορισμού: σίγουρα δεν είναι το τραγούδι που γράφεται από έλληνες (δεν εντάσσουμε τους Rotting Christ), ούτε το τραγούδι που γράφεται στα ελληνικά (ούτε τους Αντίδραση, ούτε τους χιπχοπάδες που είδα στο mad τις προάλλες).
Κάνοντας μια απόπειρα ορισμού – οπωσδήποτε ασαφούς – θα έλεγα ότι είναι το τραγούδι που εκφράζει βιώματα, εμπειρίες και συναισθήματα κοινά για τους περισσότερους έλληνες, όπως ας πούμε οι panx romana εκφράζουν βιώματα, εμπειρίες και συναισθήματα κοινά για τους περισσότερους πανκς.
Τελευταίες μεγάλες παρουσίες στο ελληνικό τραγούδι έτσι όπως το αντιλαμβάνομαι είναι οι Στέρεο Νόβα και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου.
Οι Στέρεο Νόβα ίσως να φανούν σε κάποιον κάπως απροσδόκητη επιλογή λόγω του ηλεκτρονικού ήχου τους, απολύτως ξένου προς την παράδοση του ελληνικού τραγουδιού.
Κατ’αρχήν σε αυτό απαντώ ότι, σύμφωνα με τον ας τον πούμε ορισμό μου, ο ήχος, τα όργανα, οι ενορχηστρώσεις και οι ρυθμοί δεν έχουν σημασία – σημασία έχει τι εκφράζουν όλα αυτά. Ο ήχος του μπουζουκιού για παράδειγμα ήταν επίσης κάτι πρωτόγνωτο όταν εμφανίστηκε στην ελλάδα και είναι ο ήχος των ελλήνων της ανατολής, που πλέον εντάσσονται στην ελλάδα των σημερινών συνόρων. Ήταν κάτι νέο τότε, που εξέφρασε μια νέα κοινωνική συνθήκη και συλλογικό βίωμα του λαού μας.
Τα ίδια ισχύουν και για τον ηλεκτρονικό ήχο των Στέρεο Νόβα. Εκφράζει και αυτός ένα νέο συλλογικό βίωμα και μια νέα κοινωνική συνθήκη για τον λαό μας: την ζώη στην μεγάλη τσιμεντούπολη. Σοφή λοιπόν η επιλογή τους να χρησημοποιήσουν έναν εντελώς καινούργιο ήχο, ταιριαστό στο περιβάλλον που ζουν και περιγράφουν – όπως προκύπτει από τον ορισμό που προτείνω, το ελληνικό τραγούδι δεν “οφείλει” να αναπαράγει εις το διηνεκές συγκεκριμμένες φόρμες ή τεχνοτροπίες, αλλά να εκφράζει μια συγκεκριμμένη κοινωνική, πολιτική και συναισθηματική συνθήκη, ένα βίωμα αν θέλετε, που είναι κοινό για τους περισσότερους έλληνες.
Έπειτα, όσο ξένος είναι ο ήχος των Στέρεο Νόβα για το ελληνικό τραγούδι, άλλα τόσο είναι ο στίχος τους για την διεθνή ηλεκτρονική σκηνή. Χωρίς να είμαι ειδικός (ευπρόσδεκτη η βοήθεια άπο όσους ξέρουν περισσότερα! ) έχω την εντύπωση ότι στο εξωτερικό ο ηλεκτρονικός ήχος με στίχο είτε εκφράζει μια ποπ χαρά και ελαφρά μελαγχολία (όπως π.χ η Barbara Morgenstern) είτε εκφράζει μια βίαιη αστική πραγματικότητα που βρίσκεται κοντά στην αισθητική του γκέτο όπως π.χ. o Tricky. Το μόνο ξένο συγκρότημα που βλέπω να έχει αμυδρή σχέση με τους Στέρεο Νόβα είναι ίσως οι Portishead, που επίσης έχουν έντονα συναισθηματικά-λυρικά στοιχεία, αλλά αυτοί κατά βάση αντλούν πολλά από την τζαζζ των μεγάλων ερμηνευτριών (κάτι που φαίνεται πάνω από όλα στα φωνητικά) στην οποία οι στίχοι δεν παίζουν τόσο μεγάλο ρόλο – η γοητεία αυτής της μουσικής είναι κυρίως ο ήχος, οι μελωδίες και φυσικά οι ερμηνείες. Και στους Portishead εξάλλου αν έπρεπε ντε και καλά να βρούμε ένα αδύνατο σημείο, αυτό δεν θα ήταν ούτε τα φωνητικά, ούτε η μουσική/οι συνθέσεις, αλλά οι στιχοί.
Τίποτα από αυτά όμως δεν ισχύουν για τους Στέρεο Νόβα, των οποίων η μουσική (αλλά και η επιτυχία) οφείλει πολλά στους στίχους. Όπως είπα και πιο πριν όμως, όσες αναφορές και αν μπορούμε να βρούμε στο εξωτερικό για τον ήχο τους, για τον στίχο τους δεν υπάρχει ανάλογο. Ο στίχος τους αντλεί από την παράδοση του ελληνικού τραγουδιού, από τον γκάτσο και από το νέο κύμα. Θα μπορούσαμε να πούμε (απλουστευτικά και για χάρη της ατάκας) ότι οι στίχοι των Στέρεο Νόβα είναι νέο κύμα που αντί για ανεμώνες έχει κεραίες τηλεόρασης σε ταράτσες πολυκατοικιών και αντί για Διγενή τον Ήτα-Βήτα.
Πιο σοβαρά τώρα, βρίσκω εντυπωσιακό αυτό που έκαναν: από την μια συνειδητοποιήσαν ότι χρειάζεται ένας ριζικά διαφορετικός ήχος για να περιγράψει την νέα για τους έλληνες εμπειρία της τσιμεντούπολης, από την άλλη είδαν την πραγματικότητα αυτή όχι βίαια και συγκρουσιακά (όπως μεγάλο μέρος της ξένης σκήνης), αλλά με λυρισμό και ευαισθησία που πατάει σε μια μακρά ελληνική παράδοση η οποία εθύνεται μεν για πολλές δηθενιές (όπως το έντεχνο ή οι αφόρητες εκθέσεις του γυμνασίου, ιδιώς παλαιότερα), έχει δώσει όμως και τον Ελύτη, τον Χατζιδάκι και άλλους.
Και ενώ οι Στέρεο Νόβα, μέσα στην καινοτομία τους, διατηρούν κάποιους δεσμούς με το μέχρι τότε ελληνικό τραγούδι, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου μου φαίνεται ότι κινείται σε εντελώς παρθένα εδάφη.
Ξεκινώντας από την μουσική του, η μεγάλη καινοτομία του είναι η σημασία που της δίνει και ο ρόλος που έχει στους δίσκους του. Παραδοσιακά, το ελληνικό τραγούδι βασίζεται στον στίχο, την μελωδία και την ερμηνεία. Η μουσική παίζει δευτερεύων ρόλο, συνοδευτικό του στίχου. Δεν αυτονομείται σχεδόν ποτέ. Οργανικά κομμάτια είναι σπάνια και είναι επίσης πολύ χαρακτηριστικό ότι μεγάλοι δεξιοτέχνες του μπουζουκιού, όπως ο Ζαμπέτας ή ο Χιώτης αποφέγουν τα σόλι στην δισκογραφία τους (δεν ξέρω τι έκαναν στις ζωντανές εμφανίσεις) – σε αντιδιαστολή για παράδειγμα με μεγάλο μέρος της ροκ (αλλά και της μπλουζ) παράδοσης.
Στον Παπακωνσταντίνου από την άλλη η μουσική πολύ συχνα αυτονομείται, δημιουργεί ατμόσφαιρα και συμβάλει στον χαρακτήρα του κομματιού όσο και ο στίχος, στοιχεία σε μεγάλο βαθμό ασυνήθιστα στο ελληνικό τραγούδι (δεν είναι τυχαίο ότι κάνουμε λόγο για ελληνικό τραγούδι), παρά φυσικά τις σημαντικές εξαιρέσεις. Φαίνετια να έχει πολλές επιρροές από το art/progressive rock των 70ς, ένα είδος που στην ελλάδα έχει ακόμα και σήμερα μεγάλη απήχηση (οι Floyd πρέπει να είναι από τα πιο αγαπημένα συγκροτήματα των ελλήνων). Πιστεύω ότι έχει κοινα με τους King Crimson (κυρίως στην αίσθηση που βγάζουν τα κομμάτια τους ότι είναι δημιουργήματα ενός πολύ ευφυούς συνθέτη, αν και ο Π δεν έχει φτάσει (μέχρι σήμερα τουλάχιστον) την καθαρότητα και το νεύρο των συνθέσεων των Crimson) και με τους Jethro Tull (στην διονυσιακή λατρεία της φύσης). Κάτι αντίστοιχο στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού πάντως δεν γνωρίζω.
Αλλά και ο στίχος διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό από τα ελληνικά δεδομένα. Τυπικά, το ελληνικό τραγούδι μιλάει για συναισθήματα (του ερωτευμένου, του αδικημένου κτλ), συνήθως με άμεσο και λυρικό τρόπο. Στον Π το στοιχείο αυτό απουσιάζει σχεδόν πλήρως.
Οι στίχοι του είναι κατά βάση περιγραφικοί – συναισθήματα εκφράζονται σπάνια με άμεσο τρόπο. Μια γνωστή και εύστοχη κριτική για το ελληνικό τραγούδι είναι η αρκετά περιορισμένη θεματολογία του. Ο Π από την άλλη έχει μια πολύ προτώτυπη και ιδαίτερη θεματολογία, ενώ την παραδοσιακά ελληνική (τον άδικο κόσμο που θύμα του είναι ο καλλιτέχνης, τον εξιδανικευμένο έρωτα) δεν την προσεγγίζει άμεσα. Το βασικό στοιχείο της είναι, νομίζω, η επαρχία και οι άνθρωποι της (δηλαδή το ακριβώς αντίθετο των Στέρεο Νόβα). Και ενώ η επαρχια είναι ένα βιώμα κοινό και ιδιαίτερα αγαπητό για τους περισσότερους έλληνες, η αλήθεια είναι ότι δεν βρήκε ποτέ ικανοποιητική έκφραση στο ελληνικό τραγούδι (και όχι μόνο). Μεταπολεμικά νομίζω υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι προσέγγισης της επαρχίας:
- ο πρώτος εμφανίζεται στα 60ς της αστυφιλίας και χαρακτηρίζεται από τον έντονο και εύκολο λυρισμό: οι έλληνες που παρατάνε άρον-άρον τα χωριά τους και την φύση, μιλάνε για αυτά και γι αυτή με τα καλύτερα λόγια, σαν τον σύζυγο που ακριβώς την περίοδο που απατάει την γυναίκα του, της μιλα με τις πιο γλυκουλίνικες εκφράσεις. Κύριο όχημα έκφρασης είναι βέβαια η σχολική έκθεση-έκφραση με τις ανθισμένες μυγδαλιές, τα κελαριστά ρυάκια, τον έναστρο ουρανό.
- Ο δεύτερος εμαφνίζεται τέλη 80ς-αρχές 90ς και κύριο στοιχείο του είναι η (κρυφή) ιδεολογικοποίηση. Είναι η περίοδος που εμφανίζεται η φράση που τα λέει όλα: “η ελλάδα είναι το καλύτερο οικόπεδο του κόσμου”. Στον ψευδολυρισμό προστίθεται ο ναρκισισμός (του ανθρώπου που πήρε το πρώτο του Αρμάνι): η ομορφία και ποικιλία της ελληνικής φύσης είναι η απόδειξη στον χώρο της μοναδικότητας του περιούσιου λαού. Στην ορθοδοξία προστίθεται η “μεσόγειος”, στην προσπάθεια να βρεθεί ένα στήριγμα έξω από την δύση, που να έχει όμως το κύρος της.
Ο Π είναι ίσως ο πρώτος που μιλάει για την επαρχία,την φύση και τους ανθρώπους της από πραγματική αγάπη, χωρίς την υστεροβουλία των παραπάνω. Δεν προσπαθεί αν μας πει πόσο καλή ή σπουδαία ή μοναδική είναι φύση και η επαρχία: προσπαθεί να μας πει πώς είναι.
Η ουσιαστική διαφορά του από αυτά που ξέραμε μέχρι τώρα είναι ότι το συναίσθημα δεν το προσφέρει στο πιάτο έτοιμο: το συναίσθημα προκύπτει από την ακρίβεια της περιγραφής και από το κοινό βίωμα καλλιτέχνη-ακροατή (όταν μου περιγράφουν κάτι που ξέρω, φτάνει η ακριβής ανάκληση της εικονάς του για να μου δημιουργήσει σκέψεις και συναισθήματα).
Αυτά λοιπόν για τις δύο μεγαλύτερες, κατά την γνώμη μου, στιγμές του ελληνικού τραγουδιου τα τελευταία χρόνια. Στην συνέχεια θα ήθελα να εκφράσω κάποιες σκέψεις μου σχετικά με την κατάσταση τα τελευταία χρόνια και για το τι πήγε, κατά την γνώμη μου στραβά.
Το κύριο πρόβλημα είναι νομίζω ότι η μουσική έχασε την επαφή της με την πραγματικότητα έτσι όπως την βιώνουν οι περισσότεροι έλληνες.
Από την μια έχουμε ένα νεοχίπικο light κοσμοπολιτισμό με συγκροτήματα που παίζουν μουσική από όλη την μεσόγειο ή που έχουν πολυεθνική σύσταση, ο ένας από τ’αλγέρι, ο άλλος από την κορσική, ο τρίτος απ’τα καμμένα βούρλα. Τραγούδια ξεκομμένα απ΄το κοινωνικό πλαίσιο, τους ανθρώπους και το τοπίο που τα γέννησαν τριγυρίζουν από εδώ και από έκει σε φεστιβάλ και εναλλακτικές τρύπες (της αισθητικής), πετυχαίνοντας ακριβώς αυτό που θα έπρεπε να αποφύγουν: την ομοιομορφία. Είναι ένας τουριστικός κοσμοπολιτισμός που βουτάει απ’όπου βρει χωρίς να έχει ρίζες πουθενά.
Από την άλλη έχουμε μια αγγλόφωνη ποπ σκηνή που όμως σύμφωνα με τον ορισμό μου δεν πρέπει να εντάξουμε στο ελληνικό τραγούδι, αφού η ελληνική κοινωνία, ο ελληνόφωνος κόσμος δεν αποτελεί αντικείμενο του ενδιαφέροντος της. Ξεκαθαρίζω ότι αυτό δεν το θεωρώ κακό ή αρνητικό – το ίδιο ισχύει π.χ για την μέταλ σκηνή που μας έχει δώσει μάλιστα τουλάχιστον δύο σπουδαία συγκροτήματα, τους Rotting Christ και τους Nightfall . Σε αντίθεση όμως με την μέταλ σκηνή, η ποπ/ χίψτερ δεν έχει καταφέρει να έχει σοβαρή παρουσία στο εξωτερικό, κάτι που προσωπικά θα με προβλημάτιζε πολύ, δεδομένου ότι αυτό είναι το κοινό τους και όχι οι έλληνες φοιτητές από την επαρχία που προς το παρόν έχουν πείσει.
Ίσως αυτό να οφείλεται και στο γεγονός ότι η χίψτερ σκηνή στο εξωτερικό είναι βασικά προνομιακός χώρος της (upper) middle class – θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια σύγχρονη εκδοχή της περιόδου Biedermeier. Αντίστοιχες αναφορές στην ελλάδα δεν έχουμε και έτσι οι έλληνες πρέπει να ζοριστούν για να καταλάβουν τι παίζει (1-2 χρονάκια στις καφετέριες του εναλλακτικού Βερολίνου και workshops μόδας/κινηματογράφου στα Λονδίνα δεν φτάνουν), ενώ το μέταλ ήταν και είναι μουσική χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων του εξωτερικού με τα οποία οι έλληνες (ακόμα και οι ευκατάστατοι) έχουν περισσότερα κοινά. Οι μη-αγγλόφωνοι που έχουν κάποια παρουσία στην χιψτεροσύνη/indie rock-ποπ προέρχονται από χώρες με ισχυρή (upper) middle class, όπως π.χ ο Get well soon από την Γερμανία ή η Frida Hyvönen από την Σουηδία.
Και ποιος μένει να μιλήσει για την σύγχρονη ελλάδα μας;
Όχι βέβαια ο Φοίβος Δεληβοριάς που ξεκίνησε σαν πολλά υποσχόμενο ταλέντο και 15 χρόνια μετά παραμένει ένα πολλά υποσχόμενο ταλέντο (σαν τους σκηνοθέτες μας ένα πράγμα) και σίγουρα όχι ο έντεχνος: ένας βαριεστημένος τύπος με μάκρυ, κατσαρό και άλουστο μαλλί με εδώ και εκεί άσπρες τρίχες. Μαύρο λαστιχάκι για να πιάνει τα μαλλιά στον καρπό, λέυκο ψιλόβρώμικο T-shirt, τζην και μπανάνα στην μέση, κανένας δεν φαίνεται να του έχει πει ότι είναι 45 χρονών. Καθηλωμένος στην εφήβεια, με φτωχές παραστάσεις από τον κόσμο, νομίζω το κοινό του δεν μπορεί να πάει πιο μακριά από μελαγχολικούς εφήβους και νεαρές δημόσιες υπαλλήλους (π.χ δασκάλες, υπαλλήλους στην αρχαιολογική κτλ).
Αυτό που με εντυπωσιάζει λοιπόν πάνω από όλα στην ελληνική πολιτιστική παραγωγή γενικότερα (αλλά και ειδικά στην μουσική για την οποία μιλάμε τώρα) είναι το ότι ασχολείται με τα πάντα εκτός από την ελληνική κοινωνία. Είναι απίστευτο το πόσο αδιάφορη είναι η πραγματικότητα για τους δημιουργούς μας. Για τον ρόλο του κράτους στην ελληνική κοινωνία, για την δημοσιοϋπαλληλική εμπειρία, για την διαφθορά, για τον συνδικαλίσμο, για την απάτη της γενιάς του πολυτεχνείου και για την πλήρη αδυναμία της να επικοινωνήσει με την νεότερη γενιά, για την απογοήτευση των παν/μιων δεν έχει μιλήσει κανένας.
Κλείνοντας ένα ήδη μεγάλο κείμενο, θα αναφερθώ στην περίπτωση του παν/μίου που πιστεύω τα λέει όλα:
είναι γνωστό ότι το κοινό της ποπ μουσικής και του κιν/φου είναι κατά βάση νέοι. Και είναι επίσης γνωστό ότι το άμεσο βίωμα των περισσότερων νέων είναι το παν/μιο. Και είναι επίσης γνωστό ότι το ελληνικό παν/μιο αυτήν την στιγμή βρίσκεται σε οριακή κατάσταση, δεν συμβαίνουν ούτε λογικά ούτε συνηθισμένα πράγματα σε αυτό.
Και όμως: απουσιάζει πλήρως από την πολιτιστική παραγώγη μας. Κανέναν δεν εμπνεέι, κανείς δεν θέλει να δημιουργήσει κάτι: μια ταινία, ένα δίσκο – δεν λέει κανένας τίποτα. Είναι ένα μη-θέμα.
Είδα πριν κάνα χρόνο την συνέντευξη ενός έλληνα σκηνοθέτη (από τους νέους και πολλά υποσχόμενους) που μίλαγε για την σχέση του ελληνικού κιν/φου με το εξωτερικό και σχολίαζε τα περί εσωστρέφειας. Είπε ότι η Ελλάδα στην πραγματικότητα δεν ενδιαφέρει τους “ξένους”, γιατί δεν είμαστε αρκετά Δύση για να μιλάμε την γλώσσα τους ,αλλά ούτε και αρκετά Ανατολή για να είμαστε εξωτικοί/γραφικοί.
Η αλήθεια όμως είναι άλλη: η ελληνική παραγωγή δεν ενδιαφέρει τους “ξένους”, γιατί πρώτα από όλα δεν ενδιαφέρει τους έλληνες. Αυτή θα μπορούσε να είναι και η περίληψη όσων θέλω να πω σε αυτό το ποστ. Τα περισσότερα που φτιάχνονται δεν μιλάνε στο κοινό, η κοινωνία και οι άνθρωποι της λείπουν από την πολιτιστική παραγωγή, δεν έχει περιγράψει κανένας ποιοι είμαστε, πώς φτάσαμε εδώ.
Σκέφτομαι έτσι πόσο χρειαζόμαστε τον σοφό παππού-Όμηρο από την ταινία Der Himmel über Berlin, όπως το λέει και ο ίδιος άλλωστε:
Nennt mir die Männer, Frauen und Kinder,
die mich suchen werden, mich ihren Erzähler, Vorsänger und Tonangeber,
weil sie mich brauchen, wie sonst nichts auf der Welt
Προσπάθησα να το μεταφράσω αλλά δεν τα κατάφερα (πώς μεταφράζεται το Erzähler και το Tonangeber; ). Μου βγήκε σε καλό όμως, γιατί στην προσπάθεια θυμήθηκα τους στίχους του Ελύτη που λένε όλα όσα ήθελα να πω:
ν’ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο
ν’ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη
Αγαπητέ Σναποράζ,
Το άρθρο σου έχει μεγάλο ενδιαφέρον, χρειάζομαι όμως τον απαραίτητο χρόνο για να το διαβάσω προσεκτικά, ώστε να κάνουμε συζήτηση. Δεν ξέρω αν θα τον βρω, υπόσχομαι όμως ότι θα προσπαθήσω.
Στο μεταξύ, θα φαντάζεσαι ήδη ότι διαφωνώ με την κρίση σου για τον Φ. Δεληβοριά. Δες αν θες εδώ κάποιες σκέψεις του τελευταίου για το ελληνικό τραγούδι, που εγώ βρήκα αρκετά ενδιαφέρουσες.
Για την πολιτιστική παραγωγή στη χώρα μας έχω γράψει πολλάκις. Το θέμα δεν είναι αν έχεις καλλιτέχνες που ενδιαφέρονται για τα λαϊκά βιώματα (κοινωνικές ανησυχίες, ναρκωτικά, έρωτας, θάνατοι κλπ), αλλά ότι τα ΜΜΕ μέσα στο λαϊκισμό του εύπεπτου και του εντυπωσιασμού προβάλλουν το εμποτικό ημίγυμνο και άφωνο, το μετανεωτερισμό του τίποτα, ένα βόθρο βιομηχανοποιημένης υποκουλτούρας. Και δίπλα σε αυτά έχουμε να προσθέσουμε ακι μία ανύπαρκτη καλλιτεχνική παιδεία. Πώς λοιπόν να εκτιμηθεί ο λαϊκός πολιτισμός (συμφωνοιύμε κατά βάση με το ρισμό που δίνεις); Πώς να προαχθεί ο ελληνικός κινηματογράφος, όταν δύσκολα γίνεται εμπορικός και δεν αποφέρει κέρδη ώστε κάποιοι να επενδύσουν σε αυτόν (μικρή γαρ η αγορά); Αν μία ταινία, ένα καλλιτενχικό δρώμενο, ένα μουσικό κομμάτι δεν είναι λαϊκίστικο (φενάκη λαϊκό) τότε δύσκολα γίνεται εμπορικό (ο Θανάσης, ο Θηβαίος κλπ είναι απλές εξαιρέσεις).
Πολύ ωραίο άρθρο…
δεν ξερω τι λετε αλλα στα κορυφαια ελληνικα συγκροτηματα βαζω τους firewind!μπορει να μην ταιριαζουν στον ορισμο του snaporaz αλλα ειναι ενα συγκροτημα αψογο και πολυ γνωστο στο εξωτερικο. hail firewind!!!
Έκανα πρόσφατα παρόμοιες σκέψεις. Ενδιαφέρον άρθρο. Υπάρχουν και κάποια άλλα ονόματα που φαίνεται όμως επίσης να παραμένουν… ταλέντα. Μου έρχεται αυτή τη στιγμή στο μυαλό ο Ζακ Στεφάνου.
Μια πιθανή εξήγηση να είναι ότι το μοντέλο του τραγουδοποιού που έχει κυριαρχήσει αναγκαστικά (μάλλον για οικονομικούς / βιοποριστικούς λόγους) οδηγεί (στην πλειοψηφία των περιπτώσεων) σε μέτρια αποτελέσματα:
Ένας μουσικός, που ξέρει να γράφει μουσική και να παίζει κάποιο(-α) όργανο(-α) και ταυτόχρονα γράφει και στίχο. Ε, πόσοι … Σαββόπουλοι ή Πορτοκάλογλου μπορούν να βγουν σε μία τόσο μικρή χώρα; Αναγκαστικά κάτι απ’ όλα αυτά (ή και περισσότερα) θα είναι μέτριο. Και αυτό νομίζω ότι είναι ο στίχος, που είναι συνήθως εξαιρετικά εσωστρεφής, έως… κρυπτικός, σαν να κινείται έξω / πέρα από το περιβάλλον του δημιουργού του. Ίσως και οι οικονομολόγοι (; ή απλά οι γνώστες της σχετικής αγοράς) να μπορούσαν να συνεισφέρουν κάτι παραπάνω εδώ. Γιατί δεν συναντιώνται πλέον συγκροτήματα / ντουέτα / συνεργασίες στιχουργών με μουσικούς;
Δεν μιλάω για στιχουργούς προ-κατ, ελεεινών κατασκευασμάτων…
Φίλοι ευχαριστώ για τα σχόλια και το ενδιαφέρον σας.
Λόγω γιορτών και ασφυκτικού προγράμματος δεν πρόλαβα να απαντήσω ακόμα αναλυτικά, θα το κάνω την τρίτη.
Προς το παρόν εμπνέομαι από το ακριβώς απόπάνω σχόλιο και δηλώνω ότι η σωτηρία του ελληνικού τραγουδιού είναι μια:
οι οικονομολόγοι να αρχίσουν να γράφουν τους στίχους.
π.χ. γιατί όχι ένα τσιφτετέλι σε στίχους SG με θέμα αν το ευρώ τελικά ευνοεί την γερμανία ή όχι που μας κάνει τον δύσκολο ότι δεν μπορεί να το εξηγήσει σε 5 λεπτά σε μεθυσμένο ακροατήριο
ενδιαφερουσα η παρατηρηση μαντζ, οντως ειναι ενα προβλημα αν ολη η βιομηχανια τραγουδιου στηριζεται στις εξαιρετικα σπανιες περιπτωσεις ατομων που συνδυαζουν ολα τα ταλεντα. Βεβαια αυτο ειναι ενα προβλημα γενικα, οταν μια αγορα δεν εχει βαθος, καποιοι αναγκαζονται να κανουν ολες τις δουλειες, πχ στον κινηματογραφο αναγκαζεται ο σκηνοθετης να κανει και λιγη παραγωγη, λιγο καστινγκ κτλ
Γιατί δεν συναντιώνται πλέον συγκροτήματα / ντουέτα / συνεργασίες στιχουργών με μουσικούς;
πολυ προχειρα θα ελεγα οτι υπαρχει ενα προβληαμ στην συνεργασια μεταξυ Ελληνων, δεν ξερουμε να συνεργαζομαστε ησυχα και παραγωγικα, υπαρχει αρκετος εγωϊσμος αλλα και διαφορετικοι χαρακτηρες. Οπως ελεγε ενας Πολωνος φιλος, καθε Ελληνας, ακομα και σουβλατζης σε χωριο της Γερμανιας, εχει αποψη για τα παντα.
σναπ
χαχαχ λες και δεν μας αντιπαθει ο κοσμος αρκετα ακομα, πρεπει να τους κανουμε κιαυτο?
κατα τα αλλα, ωραιο το κειμενο, θα γραψω κανα πιο σοβαρο σχολιο οταν ευκαιρησω.
Με συντομία, δυο-τρεις παρατηρήσεις μου σε αυτό το κείμενο του Snaporaz, με το τόσο ενδιαφέρον για μένα θέμα:
1. Μολονότι έχει αρχίσει να επικρατεί η άποψη ότι μπορεί και το ξενόγλωσσο τραγούδι να είναι “ελληνικό” και κάποιοι αρχίζουν να ρίχνουν επικίνδυνα νερό στο κρασί τους, ενώ παλαιότερα ήταν πιο αυστηροί (βλ. λ.χ. Φ. Δεληβοριάς), διαφωνώ με αυτή τη θέση απόλυτα και έτσι απορρίπτω τον σναποράζειο ορισμό: Βίωμα ελληνικό δεν αποδίδεται στην αλλοδαπή, παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις, και πάλι με τρόπο μεσοβέζικο και προβληματικό. Επομένως, χωρίς ελληνικό στίχο δεν υπάρχει ελληνικό τραγούδι. Ακριβώς όπως δεν μπορεί εξ ορισμού να γραφτεί ποίηση ελληνική στα αγγλικά, ας πούμε. Εκτός αν κανείς θεωρεί ότι ο στίχος στο τραγούδι είναι συνοδευτικός της μουσικής (οπότε, δεν τον πειράζει αν είναι αγγλικός: Όμως αυτός ο τύπος δεν ξέρει τί είναι το τραγούδι και -επιπλέον-, κατά τη γνώμη μου, χάνει το χρόνο του: Γιατί μπορεί να ακούσει αμιγώς μουσική από μεγάλους συνθέτες και όχι να ψάχνει τη μουσική στα τραγούδια)…
2. Σε ό,τι αφορά το τραγούδι, νομίζω ότι το ένα-σε-όλα έργο (στίχοι, μουσική, ίσως και ερμηνεία) είναι μονόδρομος. Όσοι γράφουν στίχους ξέρουν καλά πόσο δύσκολα “ακούει” ένας τρίτος την μουσική των στίχων άλλου και αντίστροφα πόσο δύσκολα χωράνει οι στίχοι κάποιου σε ξένη μουσική (εκτός αν υπάρχουν κοινά βιώματα, αισθητικές αντιλήψεις, ιδιαίτερο ταλέντο κ.λπ.) Πολλοί γνωστοί τραγουδοποιοί (από τους ξένους ο Dylan, από τους δικούς μας λ.χ. παλιότερα ο Μούτσης, τώρα ο Παπακωνσταντίνου) επισημαίνουν την σημασία της ενότητας στο καλλιτεχνικό έργο που λέγεται “τραγούδι”, και ασφαλώς ο Σαββόπουλος (που ουδεμία σχέση έχει με τον Πορτοκάλογλου) ήξερε πολύ καλά τί έκανε όταν έλεγε με την άτεχνη φωνή του τόσα ωραία τραγούδια του … Γενικώς, το τραγούδι είναι ενιαίο έργο και τα καλύτερα τραγούδια, κατά την ακουστική εμπειρία μου, δεν υπήρξαν προϊόντα συνεργασίας αλλά προϊοντα ενιαίας ατομικής προσπάθειας. Ασφαλώς συνεργασίες δεν αποκλείονται αλλά αυτές πρέπει να είναι η εξαίρεση και όχι να προτείνουμε να γίνουν ο κανόνας.
Συνθηματικά λοιπόν: Μόνο ελληνικός στίχος, ενιαίο έργο (με την εξαίρεση κάποτε της ερμηνείας, όταν η φωνή αποκλείεται εξ ορισμού). Σε τέτοια κατεύθυνση προτείνω να αναζητήσει κανείς τα αληθινά τραγούδια (είτε πρόκειται για στερεο νόβα είτε για παπακωνσταντίνου είτε για δεληβοριά).
στα γρηγορα, μια ερωτηση: δηλαδη, για σενα, μπουζουκι και βυζαντινες κλιμακες αν τραγουδιουνται στα περσικα, λατινικα ή σουαχιλι, δεν ειναι ελληνικη μουσικη?
Το god has risen from the dead που ακουσα το Πασχα σε ορθοδοξη εκκλησια στις ΗΠΑ σε κανονικοτατη μελωδια Χριστος Ανεστη, δεν ηταν δηλαδη ορθοδοξη μουσικη? Και αν δεν ηταν, τι ηταν δηλαδη?
Μια σύντομη απάντηση στην ερώτηση: “…δεν είναι ελληνική μουσική;”
Εμείς όμως ΣΓ μιλάμε για τραγούδι όχι για μουσική. Το ελληνικό τραγούδι θέλει ελληνικό στίχο (κατα τη γνώμη μου).
Απαντάω εδώ εφ όλης της ύλης:
Σε αυτό που γράφει ο δείμος σχετικά με τον ρόλο που παίζουν τα ΜΜΕ.
Συμφωνώ εν μέρει, η επισήμανση μου είναι η εξής: το πρόβλημα δεν είναι ότι τα mainstream μέσα δεν προβάλουν ποιοτική μουσική. Το μέγκα, ο αντ1 και το κακό συναπάντημα απευθύνονται σε μη απαιτητικό κοινό, που δεν το ενδιαφέρει τίποτα πλην του να περάσει η ώρα ή του να υπάρχει μια φωνή και μια εικόνα ενώ η νοικοκυρά καθαρίζει τα φασολάκια.
Το πρόβλημα βρίσκεται στον ειδικό τύπο. Οι της γενιάς μου που αγαπήσαμε την μουσική μεγαλώσαμε με το Ποπ&Ροκ των 90ς, το ΖΟΟ (το καλύτερο ελληνικό περιοδικό για μουσική στην ελλάδα κατά την γνώμη μου) και πιο μετά το Δίφωνο. Αυτό που προσέφεραν τα περιοδικά αυτά στα 80ς-90ς ήταν ουσιαστικά μια κριτική ματιά στην μουσική, που προσπαθεί να την εντάξει στο κοινωνικό/αισθητικό/ιστορικό context της, σε αντίθεση με την σημερινή κατάσταση όπου η μουσική γραφή κατά βάση είναι δισκοκριτικές μίας παραγράφου σε στυλ μ’αρέσει/δεν μ’αρέσει και συνεντεύξεις. Τα περιοδικά που ανέφερα έκαναν πολύ σοβαρά λάθη (θα τα αναφέρω μετά), αλλά πάντα αντιμετώπιζαν την μουσική σαν κάτι που αξίζει να μελετήθει σε βάθος. Αυτό σήμερα έχει χαθεί – και είναι κατά την γνώμη μου το χειρότερο που συνέβει στην μουσική την τελευταία δεκαετία: η μουσική από-φετιχοποιήθηκε. Πλέον είναι απλά ένα commodity: μπαίνει ο άλλος στο νέτι, κατεβάζει 300 γκίγκα μουσική από μπαχ μέχρι στανίση και μαντόνα, τα φορτώνει στο ipod και τα ακούσει στο μετρό ή ενώ κάνει ψώνια.
Δηλαδή καμμία απολύτως σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες όπου διαβάζαμε σελίδες ολόκληρες για να να αποφασίσουμε ποιους δίσκους θα αγοράσουμε με τα λεφτά που μαζεύαμε και ξέραμε απ’έξω εξώφυλλα, συντελεστές και χρονολογίες (τεράστιο φάουλ ισοδύναμο τρελλής ασχετοσύνης να ισχυριστείς ότι κυκλοφόρησε το 1969 ένας δίσκος του 1970 ή να μην ξέρεις σε ποιο δίσκο του γκρουπ υπάρχει το χ τραγούδι!! ).
Αλλά η μουσική σήμερα δεν είναι πια φετίχ και ακόμα χειρότερα έχει χάσει την κοινωνική της διάσταση. Δεν μπορείς πλέον να διηγηθείς ιστορίες με αφορμή την μουσική. Η ελλάδα των 80ς και 90ς όπως ξέρουμε όσοι τα ζήσαμε ήταν μια απόλυτα εσωστρεφής χώρα, όσον αφορά το mainstream τουλάχιστον. Θυμίζω ότι όταν έπεσε το τείχος του Βερολινού οι ελληνικές εφημερίδες αφιέρωναν το μισό ή το 1/3 του εξωφύλλου (στο άλλο μίσο ή 2/3 έγραφαν για το σκάνδαλο κοσκωτά). Όσοι όμως αγαπούσαμε την μουσική και παρακολουθούσαμε τον ειδικό τύπο μάθαμε (από εντελώς πλάγιο τρόπο βέβαια) ένα σωρό πράγματα για την κοινωνική ιστορία (έτσι νομίζω είναι ο ακαδημαϊκός όρος) των δυτικών χωρών που κανένας δεν μας τα είπε στην επίσημη εκπαίδευση ή στα ΜΜΕ.
Αλλά σήμερα αυτό δεν γίνεται, είναι αδύνατον να διηγηθείς μια ιστορία με αφορμή την μουσική, ακόμα και αν βγαίνουν σπουδαίοι δίσκοι (που βγαίνουν). Αλλά ποια ιστορία μπορεί να διηγηθεί κανείς για τον Sufjan Stevens; Είναι ένας τύπος που κάθεται σπίτι του και φτιάχνει σπουδαίους δίσκους, δεν υπάρχει κάτι άλλο να διηγηθείς.
Ξέφυγα από το θέμα του ελληνικού τραγουδιού, αλλά νομίζω έχει ενδιφερόν στο πλαίσιο της γενικότερης συζήτησης.
Επανέρχομαι σε κάτι που υποσχέθηκα: τα μεγάλα λάθη που έκαναν τα περιοδικά ειδικού τύπου και που μπορεί να είναι συνυπεύθυνα για την τωρινή κατάσταση του ελληνικού τραγουδιου.
Το Δίφωνο κατά την γνώμη μου είχε μια εντελώς ακαδημαϊκή και επαρχιακή αντιμετώπιση του τραγουδιού. Το περιοδικό είχε τραγική άγνοια για το τι συμβαίνει εκτός ελλάδας στην μουσική (με εξαίρεση την cesaria evoria, την ξυπολύτη ντίβα, και κάτι άλλα παρόμοια που ακούνε στο ΚΚΕεσ από τότε που οι Stones ξεπουλήθηκαν στο κεφάλαιο) και από πάνω αντιμετώπιζε το ελληνικό τραγούδι σαν ένα κλειστό σύστημα όπου οι αισθητικοί κανόνες και ο ήχος είναι παγιωμένοι. Διαβάζοντας το έιχες την εντύπωση ότι ποτέ τίποτα καινούργιο δεν θα συμβεί στο ελληνικό τραγούδι.
Πάμε τώρα στο Ποπ&Ροκ και ΖΟΟ που έκαναν το μεγάλο έγκλημα κάτα την γνώμη μου: τα περιοδικά αυτά, όπως είπα, ήταν τα μόνα που, πολύ σωστά, είχαν το βλέμμα στραμμένο έξω και παρακολουθούσαν τι γίνεται, είχαν διαύλους επικοινωνίας και είχαν και κάποια καλλιέργεια. Το έγκλημα τους είναι ότι αδιαφόρησαν πλήρως για το ελληνικό τραγούδι και το εγκατέληψαν στα χέρια υστερικών φιλολογών του λυκείου και απελπισμένων αριστερών (αυτών που ψηφίζουν ΣΥΝ στις ευρωεκλογές και ΠΑΣΟΚ στις βουλευτικές). Σε αυτά τα περιοδικά χαλαρά γινοταν εξώφυλλο οι Blur, αλλά ποτέ ο Ζαμπέτας. Πολυσέλιδα αφιερώματα στον John Lee Hooker, αλλά όχι στον Άκη Πάνου.
Κοντόφθαλμη αντιμετώπιση, που νομίζω αποξένωσε πολλους δημιουργικούς και προβληματισμένους έλληνες από ένα από τα πιο ζωντανά και πλούσια στοιχεία του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού.
Κλείνω με ένα σχόλιο σε αυτά που γράφει ο ΚΤ.
Διαπιστώνω μια ιδιαίτερη (και δικαιολογημένη) προτίμηση στους cantautori.
Δεν υπάρχει όμως τίποτα πιο ξένο, πιο άσχετο για την εποχή μας από έναν τραβαδούρο. Το είδος άνθισε μεταπολεμικά και δεν έχει χώρο στην εποχή μας, παρόλο που έχει πολύ βαθείες ρίζες (φτάνουν στον μεσαίωνα) στην δύση.
Σήμερα όμως δεν υπάρχουν κοινές εμπειρίες, κοινά βιώματα, κοινά αιτήματα αν θες μεταξύ των πολιτών μιας δυτικής χώρας. Δημιουργούνται διάφορες communities (fashionistas, hipsters, RPGαδες, γκοθάδες, computer nerds, γυμνιστές, φανς της χ ομάδας, του ψ συγκροτήματος, οικολόγοι, σινεφίλ, νεοχίπηδες, γκουρμέδες κτλ κτλ) και οι δεσμοί που δένουν τα μέλη αυτών των communities είναι πολύ πιο ισχυροί από τους συμβατικούς δεσμούς πχ μεταξύ των πολιτών μιας χώρας ή της γειτονιάς.
Ένας γερμανός γκοθάς νιώθει πιο κοντά σε έναν αμερικάνο γκοθά παρά σε ένα γερμανό φασιονίστα. Δεν υπάρχει κάτι που να συνδέει όλες αυτές τις κοινότητες – κινούνται παράλληλα και τέμνονται μόνο σε ατομικό (π.χ. RPGας + computer nerd ή σινεφίλ + φαν της λίβερπουλ + οικολόγος) και ποτέ σε συλλογικό επίπεδο.
Αν το 1987 υπήρχε το σημερινό ίντερνετ και το νόβα με τα 200 κανάλια, πιστεύει κανένας ότι η κατάκτηση του ευρωπαϊκού στο μπάσκετ θα είχε την σημασία που έχει σήμερα για εμάς τους 30άρηδες; Αλλά πόσα πράγματα μπορούσε να κάνει ένας νέος το 1987;
να βγει με τους φίλους του, να παίξει κάνα barbarian ή paperboy στον amstrad ονειρευόμενος την amiga, να ακούσει maiden και να δεί ή το ένα κανάλι που έπαιζε μαλακίες ή το άλλο που έπαιζει μπάσκετ. Έγινε έτσι ο Αργύρης Καμπούρης ένα είδος αλλόκοτου ντύλαν για την γενιά μας!
Αλλά σήμερα τι πιθανότητες θα είχε να γίνει κάτι τέτοιο, όταν υπάρχουν 600 κανάλια, όταν υπάρχει ίντερνετ που μπορείς να βρεις από κτηνοβασία μέχρι σημειώσεις από διαλέξεις αστροφυσικής του στάνφορντ;
Ο ντύλαν και ο μπρελ ευδοκίμησαν διότι μίλησαν σε ένα κοινό που
είχε ισχυρά κοινά βιώματα, δηλαδή τον πόλεμο, είτε σαν άμεση μνήμη (Ευρώπη) ή σαν πραγματικότητα (βιετναμ για ΗΠΑ: το ενδεχόμενο να σε καλέσουν στον στρατό και το ερώτημα που συνεπάγεται, τι να κάνω; , ήταν μια εμπειρία κοινή για κάθε αμερικάνο, είτε ανήκε στην μια community ή στην άλλη)
είχε σε αδρές γραμμές κοινή αισθητική, γεγονός που οφείλεται στα σχετικά λίγα και ομοιόμορφα ΜΜΕ, κανάλια, ραδιόφωνα.
Και εκτός αυτού, στο ελληνικό τραγούδι ο άνθρωπος που τα κάνει όλα είναι μάλλον εξαίρεση και δεν ισχύει για πολλούς από τους πλέον σημαντικούς και επιδραστικούς, π.χ. Δεν ισχύει για τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη που κατά κανόνα δεν έγραφαν στίχους και είχαν ερμηνευτές, δεν ισχύει για τον Σταυρό του Νότου (που θεωρώ πολύ επιδραστικό δίσκο), τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Μάνο ελευθερίου και ένα σωρό κόσμο. Μόνο στο ρεμπέτικο είναι σύνηθες να τα κάνει ένας όλα.
Τέλος, kt, συμφωνείς μάλλον με τον ορισμό μου. Δεν το λέω ξεκάθαρα βέβαια, αλλά εννοείται ότι το ελληνικό τραγούδι είναι στα έλληνικα. Τα βιώματα, οι εμπειρίες και τα συναισθήματα που είναι κοινά για τους περισσότερους έλληνες πήραν υπόσταση στην ελληνική και μόνο σε αυτήν μπορούν να αποδοθούν. Αντιμετωπίζω θετικά έλληνες που γράφουν στα αγγλικά, απλά δεν θεωρώ ότι γράφουν ελληνικό τραγούδι – τους ακούω όπως θα άκουγα και ένα ωραίο αμερικάνικο συγκρότημα.
Συγγνώμη για το σεντόνι, αλλά βρίσκω το θέμα πολύ ενδιαφέρον