Μια βραδιά στον Παναγόπουλο

Σε κάποιο από τα δοκίμιά του, ήδη τον 16ο αιώνα, ο Μονταίνι έγραφε μεταξύ άλλων, ότι « Η κοινωνία μας είναι προετοιμασμένη να μην εκτιμάει τίποτα άλλο εκτός από την φιγούρα: Σήμερα μπορείς να φουσκώνεις τους ανθρώπους με σκέτο αέρα και να τους βάζεις να αναπηδούν όπως τα τόπια».

Τα τελευταία χρόνια, καθώς μεγαλώνω, θυμάμαι όλο και περισσότερο αυτή τη ρήση του Μονταίνι, και βλέπω να επιβεβαιώνεται σχεδόν παντού πια: Στον πολιτικό, τον επαγγελματικό, τον ακαδημαϊκό και εκπαιδευτικό χώρο, στον χώρο της κοινωνικής συναναστροφής, στα γράμματα και, ασφαλώς, στις τέχνες. Σε όσα ακολουθούν, αναφέρομαι σε μία από τις τελευταίες, την μουσική, και μάλιστα εκείνη την διακριτή και τόσο ενδιαφέρουσα μορφή της που λέγεται «τραγουδοποιΐα». Το άρθρο αυτό ανήκει στον ίδιο κύκλο με το παλιότερο «Post μου για τον Φοίβο» και εκφράζει γενικότερες σκέψεις μου για το ελληνικό τραγούδι, με αναφορά σε έναν δημιουργό του που εκτιμώ, τον Δημήτρη Παναγόπουλο.

Είναι εύκολο σήμερα να διαπιστώσει κάθε άνθρωπος με στοιχειώδες γούστο και “αισθητική ακροάσεως” ότι όσον αφορά το ελληνικό τραγούδι, τα πράγματα βαίνουν από το κακό στο χειρότερο, με τους «φιγουρατζήδες» να μας έχουν περικυκλώσει. Η πλήρης κυριαρχία μετριότητας και υποκουλτούρας και ασφαλώς των φορέων και πρόθυμων υπηρετών της, με συνειδητό παραγκωνισμό οποιουδήποτε αξιόλογου καλλιτέχνη έχει να πει (=τραγουδήσει) κάτι διαφορετικό από εκείνο που κυριαρχεί στις επιθυμίες των εταιρειών και του απαίδευτου κοινού είναι δεδομένη. Βασικά χαρακτηριστικά της κατάστασης είναι τα ακόλουθα: Έλλειψη έμπνευσης και πρωτότυπου υλικού, ραδιόφωνα που βομβαρδίζουν τον κόσμο με ανοησία, αναίσχυντοι “καλλιτέχνες” που τραγουδούν γελοίους στίχους, ψευτοκουλτουριάρηδες με (πολύ) καλές δημόσιες σχέσεις και μηδενική ουσία στίχου ή ανύπαρκτες συνθέσεις, παλαιο-ρεμπέτες ή αρχοντολαϊκοί που δήθεν συντηρούν το λαϊκό τραγούδι, ενώ απλώς ακολουθούν μανιέρα σε στυλ ΚΚΕ (και άλλοι που απλώς ακολουθούν το ΚΚΕ με συναυλίες), ξενόγλωσσα συγκροτήματα σε αναζήτηση ταυτότητας μέσω ταλαιπωρίας των αυτιών μας, αγγλόφερτη ποπ-κουλτούρα που δεν έχει τίποτε το ελληνικό, και πρωτίστως στίχος ξενικός που περνιέται για «παγκοσμιοποίηση και διεθνοποίηση» ενώ αποτελεί απλώς ένδειξη θλιβερής αδυναμίας στιχουργικής έκφρασης στην μητρική γλώσσα. Αυτά συνθέτουν το σημερινό, πραγματικά λυπηρό τοπίο στον χώρο της ελληνικής τραγουδοποιΐας – που βλέπω εν μέρει να επεκτείνεται και σε μέσα ελπιδοφόρα, όπως λ.χ. το Μy Space.

Όπως σε όλα τα πράγματα, έτσι και εδώ λοιπόν, ένας κούκος (ή ένας Φοίβος) δεν φέρνει την άνοιξη. Καλό είναι να αναζητήσουμε περισσότερους –αν υπάρχουν, άσχετα με τις καλλιτεχνικές ιδιαιτερότητες καθενός, και, κυρίως, να ξανα-ανακαλύψουμε εκείνους που έκαναν κάποτε σοβαρή δουλειά αλλά, κατά κάποιον τρόπο και για έναν (όχι και τόσο περίεργο) λόγο «χάθηκαν». Χάθηκαν όχι γιατί υπήρξαν διάττοντες αστέρες, αλλά γιατί αρνήθηκαν αξιοπρεπώς (και με μεγάλο κόστος) να ενταχθούν-υποταχθούν αμαχητί, στο υπάρχον σύστημα που όλα τα τρώει και όλα τα καταπίνει. [Εδώ ας σημειώσω παρενθετικώς το εξής: Μολονότι είμαι αντίθετος με την ακατάσχετη «συνωμοσιολογική καταγγελία» σε όλους τους χώρους και πιστεύω σε μερικά από τα καλά της «αυτορρύθμισης», θεωρώ ότι το «σύστημα» που ευθύνεται για την «συστηματική» καταστροφή του ελληνικού τραγουδιού υπάρχει, και παραμένει σήμερα ακμαίο και επικίνδυνο. Απλώς διαφωνώ με τον μονομερή εντοπισμό αυτού του συστήματος στις εταιρείες: Πυρήνα του τελευταίου δεν συγκροτούν οι εταιρείες, αλλά το πλειοψηφικώς ακαλλιέργητο σε ζητήματα ακροάσεως τραγουδιού νεοελληνικό κοινό, που πρέπει μάλλον μόνο του –ή και ο ένας με τον άλλο- να βοηθήσει τον εαυτό του να ξεπεράσει την κατάντια του…]

Σε αυτούς τους μοναχικούς «κούκους», ανήκει και ο Δημήτρης Παναγόπουλος, ένας σύγχρονος Νεοέλληνας Ντύλαν, με τρίτο βραβείο στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στην δεκαετία του ’80 για το τραγούδι του «Μονόλογος». Ο Παναγόπουλος, δεξιοτέχνης στην ragtime κιθάρα και την blues φυσαρμόνικα, γνώρισε δόξα με το πολύ γνωστό του τραγούδι «Αύρα», από τον δίσκο «Ασταθής Ισορροπία», το οποίο λέγεται ότι ο Μάνος Χατζιδάκις χαρακτήρισε ως το καλύτερο τραγούδι της δεκαετίας του ’80. Το τραγούδι αυτό, ωστόσο, που συνεχίζει σήμερα να αποπνέει την άυρα του «αγέραστου», φαίνεται ότι τον στοίχειωσε, επισκιάζοντας άλλα –έμπλεα κοινωνικών μηνυμάτων και υπαρξιακού αναστοχασμού- τραγούδια του, σε σημείο που να συμβεί το εξής φοβερό: Να μην γνωρίζει σήμερα, τουλάχιστον το ευρύ κοινό, σχεδόν κανένα απ’ αυτά! Να γνωρίζει λ.χ. τις μπούρδες των Πυξ Λαξ, τα Υπόγεια Ρεύματα, τα –σε μένα αδιάφορα- Διάφανα Κρίνα, τον Τσακνή, τον Μαχαιρίτσα, τον Πορτοκάλογλου και άλλους υπερτιμημένους χωρίς λόγο, μέτριους ή κακούς καλλιτέχνες και να αγνοεί ωραία τραγούδια από τον πρώτο αλλά και τους μεταγενέστερους (λίγους) δίσκους του Παναγόπουλου. Επίσης, να επιβιώνουν μέχρι σήμερα τραγούδια περι εξάρτησης, ναρκωτικών κ.λπ. του Σιδηρόπουλου, τα οποία δεν έχουν και πολλά μηνύματα να μεταδώσουν (παρά την «γνησιότητά» τους), και να αγνοούνται, την ίδια στιγμή, μεταγενέστερα τραγούδια ενός νηφάλια αποστασιοποιημένου από τις υπερβολές των «ροκάδων» bluesman, του Παναγόπουλου, όπως η «Νάρκωση», η «Μετριότητα», η «Ασταθής Ισορροπία» κ.λπ.

Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Ο Παναγόπουλος χάθηκε, γιατί στην πραγματικότητα δεν «χάθηκε»: Δεν αναλώθηκε σε ροκ χιτάκια της χρονιάς (που εύκολα θα μπορούσε να συνθέσει κάποιος με την κιθαριστική του δεξιοτεχνία), δεν εξετράπη σε υπερβολές, απέφυγε να τραγουδήσει μόνο για τον έρωτα σε ένα κοινό που, όμως, έχει συνηθίσει, σχεδόν με εμμονή και από βίτσιο, να «καψουρεύεται», δεν δέχτηκε να συμβιβάσει τις καλλιτεχνικές του επιθυμίες και ιδέες με τις επιταγές καμιάς εταιρείας για τριάκοντα αργύρια, δεν ενέδωσε σε ευκαιριακές συνεργασίες με σχήματα «ροκάδων και εντέχνων» διανοουμένων της πεντάρας σε mainstream μουσικές σκηνές ή με κλώνους νταλαροειδών καλλιτεχνών που όλα τα σφάζουν και όλα τα μαχαιρώνουν. Αντιθέτως, «κέρδισε» ένα μάλλον μικρό αλλά σταθερό κοινό και την ησυχία του στο blues και Jazz club “In Vivo” καταμεσής στα Εξάρχεια, όπου και παίζει με το συγκρότημα Αura. Εκεί πήγα να τον ακούσω για πρώτη φορά πριν από λίγο καιρό, ανάμεσα σε λίγους πράγματι που βρέθηκαν εκεί, σε ένα ωραίο, φροντισμένο περιβάλλον με μια ευγενέστατη κοπέλα στο μπαρ την Δήμητρα, η οποία έσπευσε να γεφυρώσει την αμηχανία ενός άγνωστου επισκέπτη-ακροατή μπροστά σε ένα ήδη μυημένο κοινό. Και ο Παναγόπουλος, όπως κάθε σοβαρός καλλιτέχνης που παίζει πρώτα για τον εαυτό του και την μπάντα του και μετά για τους άλλους, έπαιξε πράγματι, παρά το ολιγομελές κοινό τα Blues και jazz κομμάτια του, με την συνοδεία των Aura, επαγγελματικά, ευσυνείδητα, χωρίς τα γνωστά ευφυολογήματα των αυτάρεσκων καλλιτεχνών να διακόπτουν το κάθε τραγούδι ή να καλύπτουν «κοιλιές» του προγράμματος, χωρίς δηλώσεις-πυροτεχνήματα και άλλου τύπου «μαγκιές» της σκηνής, χωρίς θόρυβο και σκόνη, απλώς με κιθάρα, φυσαρμόνικα, τύμπανα και μπάσο να αποδίδουν όπως πρέπει τα κομμάτια που επέλεξε. Αισθάνομαι ότι μαζί με τον «κερδισμένο» Παναγόπουλο, υπήρξα κι εγώ ένας κερδισμένος ακροατής, που άφησα τον καναπέ μου ένα βράδυ και πήγα να τον ακούσω, σπάζοντας την αμηχανία που εκ των πραγμάτων δημιουργείται όταν ένας χώρος λειτουργεί με σχετικά σταθερό κοινό και ενισχύοντας ίσως –και όσο μπορούσα από την πλευρά μου- την διάθεση ενός καλλιτέχνη να συνεχίζει να δίνει παραστάσεις. Να συνεχίζει δηλ. να «ενοχλεί» σε μια κοινωνία εχθρική απέναντί του, αδιάφορη για όσα έχει να της πει, κοιμισμένη στον ύπνο της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, μνη(μον)ειωδώς αυταπατημένη και βαθιά αντιδραστική σε καθετί διαφορετικό, ιδίως στο καινούριο και το πρωτότυπο.

Συστήνω να πάτε να ακούσετε τον Παναγόπουλο σε κάποια ευκαιρία σας. Προτείνω δε στον καλλιτέχνη, αν τύχει ποτέ και διαβάσει αυτές τις γραμμές, να εμπλουτίσει περισσότερο το ωραίο live πρόγραμμά του με παλιές και νεότερες δικές του δημιουργίες. Βλέπετε, ο Παναγόπουλος και οι Aura δίνουν έμφαση στα blues, το καλλιτεχνικό είδος-ρεύμα που τους εκφράζει και στο οποίο γαλουχήθηκαν για τα καλά. Ωστόσο, θεωρώ ότι σε περίοδο κρίσης του ελληνικού τραγουδιού, η όποια «απάντηση» πρέπει να είναι «ελληνική», δοσμένη σε προσεγμένο ελληνικό στίχο με μήνυμα κοινωνικό. Δεν έχει σημασία αν το μήνυμα αυτό απεστάλη για πρώτη φορά στον Νεοέλληνα ακροατή, ήδη, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980: Γιατί φαίνεται ότι δεν βρήκε τον αποδέκτη του ακόμη. Και οι πραγματικοί καλλιτέχνες δεν σταματούν ποτέ να στέλνουν το μήνυμά τους στο κοινό…

Υγ1. Βλέποντας πρόσφατα τις εκδηλώσεις για το Πολυτεχνείο, τους ίδιους διαρκώς ανθρώπους στα κανάλια να μιλάνε με στόμφο και αυτοπεποίθηση για τα «κατορθώματά τους τότε» -που όμως τελικώς δεν κατόρθωσαν να κάνουν τις μεταγενέστερες γενιές ευτυχέστερες, αλλά μόνο να φουσκώσουν τις τσέπες και την φιλοδοξία ορισμένων επιτηδείων από αυτούς- αισθάνθηκα βαθιά αηδία. Και θυμήθηκα τους στίχους από ένα πολύ ενδιαφέρον τραγούδι του Παναγόπουλου, την «Νάρκωση»…

Υγ2. Παρακολουθώντας τον καλλιτέχνη να παίζει, μοναχικός, τα Blues του εκείνο το βράδυ στο κέντρο της Αθήνας, θυμήθηκα, μεταξύ άλλων το ποίημα του Γιάννη Βαρβέρη «Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές». Αν συμπεριλάβουμε στους ποιητές και τους σοβαρούς τραγουδοποιούς (ζήτημα το οποίο ερίζεται, τουλάχιστον από την εποχή του Dylan και μετά), τότε το παρόν post μου, όπως και εκείνο για τον Φοίβο Δεληβοριά, αποτελεί μια τέτοια σύσταση «επίσκεψης» στον αναγνώστη, την οποία ο Βαρβέρης έχει αποδώσει με εκπληκτικό τρόπο…

Υγ2. Πολλοί θα αναρωτηθούν ίσως τί σχέση μπορεί να έχει ο Παναγόπουλος με τον Δεληβοριά. Απαντώ ως εξής: Μην εγκλωβίζεστε σε σχήματα και λογικές τέτοιου τύπου… Ο καλός στίχος και η καλή μουσική υπάρχουν παντού. Τόσο στον περισσότερο ενταγμένο στο «σύστημα» Φοίβο (ή τον Κηλαηδόνη του ’80 ας πούμε), όσο και στον περισσότερο ανένταχτο Παναγόπουλο. Όλοι οι καλοί χωράνε (στα αυτιά μας) και θα έχουμε περισσότερο χώρο αν εκδιώξουμε του κακούς από αυτά. Μια καλή αρχή είναι να κλείσετε τα mainstream ραδιόφωνα και να εγκαταλείψετε το επιχείρημα του «Μα γιατί; Αφού εμένα μου αρέσει!». Υπάρχουν τραγούδια που κάνουν κακό και στην ψυχή και στο νου μας…

17 thoughts on “Μια βραδιά στον Παναγόπουλο”

  1. Κτ,
    αυτή τη φορά οι μουσικές μας ανησυχίες θα συναντηθούν, για κάποιον ανεξήγητο ίσως λόγο:-)
    Με αγγίζεις, γιατί προβάλλεις, μεταξύ άλλων, έναν μουσικό χώρο άγνωστο στο ευρύ “καταναλωτικό” κοινό, και φυσικά χίλια μπράβο γι’ αυτό! Το “In Vivo” είναι ένας αγαπημένος μου συναυλιακός χώρος, όπου οι περισσότεροι καλλιτέχνες τιμούν το κοινό τους και τις μουσικές που παίζουν. Σ’ αυτούς ανήκει φυσικά και ο εξαιρετικός Δημήτρης Παναγόπουλος, όπως και πολλοί άλλοι: οι George and the Dukes, Δρόλαπας, Σπάθας κ.λπ. Κι επειδή λίγοι ίσως το γνωρίζουν: η αθηναϊκή νύχτα διαθέτει εξαιρετικούς μπλουζίστες, τζαζίστες και “φανκιά”. Κάποιοι απ’ αυτούς μάλιστα έχουν ανεβεί στη σκηνή (κυρίως στην Αμερική) με ιερά τέρατα του χώρου… Σκεφτείτε μόνον ότι στην αθηναϊκή νύχτα υπάρχουν κάποιοι μπλουζίστες που παίζουν περίπου όπως αυτοί εδώ οι υπέροχοι παππούδες.
    Υγ. 1: Κτ, ξέρω ότι με τους στίχους του τελευταίου κομματιού θα ψιλοδιαφωνήσεις, αλλά ας διαφωνήσουμε και σε κάτι:-)
    Υγ. 2: Ο Χατζιδάκις μάλλον είχε δίκιο.

    Reply
  2. Ρε παιδί μου, ήταν ανάγκη να υποστούμε αυτή την μακροσκελή ‘ακου να σου πω απαίδευτη μάζα’ εισαγωγή για να διαβάσουμε τα όσα ενδιαφέροντα ακολουθούν; Έστω, παρά το ελληνοπρεπές αυτό αμάρτημα, προσυπογράφω τον παιάνα στον Παναγόπουλο και συγχωρώ με χαρά τον αμαρτωλό kt καθότι μου θύμισε τα ωραία φοιτητικά μου χρόνια, με την “αύρα” να είναι η εισαγωγή μίας από τις ραδιοφονικές μου εκπομπές με τους δε θα ΄ταν και 5-6 ακροατές. Κρίνοντας από το πλήθος μου με ακολουθούσε, βέβαια (ακόμα και όταν ήμουν σε “δυνατό” σταθμό), από τότε είχαμε όλα αυτά τα προβλήματα που στηλιτεύει με δυσφορία ο kt  στην εισαγωγή του.
     
    Αλλά ας μην παρασυρόμαστε. Ο Παναγόπουλος είναι ένας καλός τραγοδουποιός – δεν είναι ούτε έλληνας Ντύλαν ούτε κάποιος που αν δεν τον έχεις ακούσει προσεχτικά πας στον τάφο με μία σοβαρή έλλειψη. Ο ήχος του είναι ωραίος αλλά μου θυμίζει τους χιλιάδες “μπλουζίζοντες” που αναπαράγουν τα ίδια και τα ίδια και απορούν γιατί παίζουν μόνοι τους. Οι στίχοι του είναι πράγματι διεισδυτικοί και “έχουν κάτι να πουν”, αλλά, πως να το κάνουμε, στην Ελλάδα δεν είναι πια και τόσο σπάνιο αυτό. Μικροί ποπ ποιητές πέρασαν πολλοί -ίσως και λόγω ιδιαίτερων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών- και τους έχουμε κάπως συνηθίσει. Και τους αδικούμε. Μαζί τους αδικείται και ο Παναγόπολους που, κακά τα ψέμματα, παίζει κι ένα είδος που δεν έχει πολλούς φαν στο χωριό μας. Σε αυτό συμφωνώ απόλυτα. Αλλά όταν τα σουρώσουμε και τα στραγγίξουμε όλα αυτά, μένει η καλλιτεχνική ουσία που είναι αμείλικτη: ο Παναγόπουλος είναι τόσο καλός ώστε να αποτελεί ένα καλό σκαλοπάτι για να πάμε παρακάτω (ή παραπάνω).
     
    Εδώ είναι και το φάουλ σου με τα Κρίνα, κατά τη γνώμη μου. ΟΚ, το στυλ τους μπορεί να μην σε συγκινεί, αλλά δεν θα έπρεπε “να μη σου λέει τίποτα” μία ελληνική μπάντα που δεν υπέπεσε σχεδόν σε κανένα αμάρτημα. Έγραψε τα λογάκια της με κόπο και αφοσίωση, δούλεψε την μουσική της για χρόνια πριν την εκθέσει στο ευρύ κοινό και τα πρώτα της live (πριν πάρει τον κατήφορο ο κυρ-Θανος) ήταν μία μοναδική εμπειρία. Κυρίως, όμως τα Κρίνα πήγαν παρακάτω, δεν έμειναν μία ακόμα ατμοσφαιρική μπάντα που αντέγραψε την παραδοσιακή αγγλοσαξωνική συνταγή, αλλά τόλμησαν να ψάξουν δικό τους ήχο, με μέτρια μεν μουσικά αποτελέσματα, αλλά με αυθεντική καλλιτεχνική αφοσίωση. Άκου λίγο από κάθε δίσκο τους με χρονολογική σειρά και θα εκτιμήσεις σίγουρα την τόλμη και την εργατικότητά τους. Και την τέχνη τους, ελπίζω.
     
    ΥΓ: Μπλουζίστες υπάρχουν στην Αθήνα και τεχνικά είναι -όπως σχεδόν όλοι του είδους- αξιοθαύμαστοι. ‘Έμπλεξα με κάτι τέτοιους πριν χρόνια και την έκανα στα σβέλτα για το ακροατήριο γιατί τα ρημάδια τα αυτιά -και τα χέρια!- τα δικά τους είναι από άλλη πάστα. Το κείμενο του kt και η παρέμβαση του Λεκτ με έκαναν να τα θυμηθώ αυτά και ήδη έχω ανοίξει άλλη καρτέλα και ψάχνω για κανά καλό. Ίσως να σηκώσω και το τηλέφωνο. Οπότε, it’s a job well done kt.
    ΥΓ: Άσε που ένας σωστός μπλουζίστας δε θα ΄πρεπε ποτέ να αναγκαστεί να αναφωνήσει ‘can’t get no grindin‘. Όποιος το ΄πιασε το ΄πιασε. Λεκτοράτιε σε εμπιστεύομαι.


    Reply
    • ελαφρυ διαλειμμα: τι εγραψε ενας μπλουζιστας στον ταφο του?

       

      I did’t wake up this morning

       

      οποιος το πιασε το πιασε που λεει ο Κωνινος.

      Reply
    • Δεν νομίζω αγαπητέ πρώτον ότι οι μπλουζίστες είναι μόνοι τους,έχουν μικρό κοινό στο χωριό μας όπως είπες(που μακάρι να ήταν χωριό η αθήνα γιατι σε πληροφορώ πως στην ύπαιθρο έχεις περισσότερους μουσικούς ορίζοντες απο τα ερεθίσματα.)Είναι ακατέργαστηλίγο αυτη η σκέψη σου δεν νομίζεις.Ο μουσικός που μιλά μόνος είναι μόνος πολλές φορές είναι και αυτός που δικαιώνεται ιστορικά.Δεν χρειάζεσαι τους πολλούς για να προσφέρεις στην μουσικοι.Στην υπόλοιπη Ελλάδα να δεις τι απο τεχνικής και εμπειρικής πλευράς μουσικοί υπάρχουν.Ο Δημήτρης Παναγόπουλος σε σχέση με τους άλλους που είπες που έκανα τόσες προσπάθειες και στην διαδρομή τους δεν άκουσαν τέτοια επιβράβευση απο έναν τόσο σημαντικό άνθρωπο για την Αυρα.Πολλές δορές ένα τραγούδι και μόνο καλύπτει πολλά διαχρονικά.Ας το συγκρίνουμε και με άλλα αν θες….Ψάξε και θα βρεις τι σημαίνει να είσαι και μόνος αλλα και με πολλούς.Αυτό έχει καταφέρει ο Παναγόπουλος.

      Reply
  3. Καταρχάς χαίρομαι ιδιαίτερα που το άρθρο μου διαβάστηκε από τον αγαπητό μου «καλλιτέχνη» της Αναμορφώσεως Lectoratius, τον ραδιο-φονικό πειρατή των 90’s (και πάλαι ποτέ κλειδοκυμβαλο-εκτελεστή) Κωνσταντίνο και τον (καθ’ ομολογίαν του) κάποτε μαθητεύσαντα στα μυστικά της κιθάρας SG.. Να τα πούμε και live στο In vivo λοιπόν παιδιά!
     
    Δυο τρία σχόλια με αφορμή ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις του Κωνσταντίνου, και ακολουθεί από μια ξεχωριστή αφιέρωση σε Lectoratius, Κωνσταντίνο και SG:
     
    1. Οι εισαγωγές είναι βαρετές Κωνσταντίνε, συμφωνώ. Ίσως όμως φανούν κάπως χρήσιμες σε όσους σήμερα ακούνε Μόνικα και Φοίβο π.χ. και δεν είναι σε θέση να «ξεχωρίσουν το αγκάθι από την μπιγκόνια» που λέει και ο Δεληβοριάς. Δεν είναι όλοι συνειδητοποιημένοι σχετικά με το τί συμβαίνει στο ελληνικό τραγούδι και στο τραγούδι γενικώς και οι παρεξηγήσεις είναι πολύ εύκολες… Πολλούς νέους δε, με κλίση στα ροκ ακούσματα, φαίνεται ότι τους έχουν για τα καλά «ξεγελάσει» ο εξυπνάκιας Μαχαιρίτσας, ο απαράδεκτος Τσακνής, ο δημοσιοσχετίστας Πλιάτσικας ή λ.χ. τα Κίτρινα Ποδήλατα και άλλοι «έντεχνοι». Οι παραπάνω –σημειωτέον- ουδεμία σχέση έχουν με τους γνήσιας καλλιτεχνικής αξίας πρώιμους αδερφούς Κατσιμίχα ή τον ονειροπόλο Βαγγέλη Γερμανό. Επειδή λοιπόν οι διακρίσεις είναι πολύ λεπτές, μια εισαγωγή (εμπλουτισμένη με ονόματα) είναι χρήσιμη για να υποψιαστεί κάποια πράγματα η μάζα. Η οποία είναι απαίδευτη όντως, δεν είναι ψέμμα αυτό, και υποθέτω θα προσυπογράφεις…
     
    2. Όσα δεν φτάνουμε τα κάνουμε κρεμαστάρια συνήθως. Είναι πάγια (και εν μέρει θεμιτή) ανθρώπινη συνήθεια να μειώνει την αξία όσων θαυμάζει για να αποφύγει την υπερβολή στον θαυμασμό του. Προσοχή όμως: Αυτή η μείωση είναι αμυντικός μηχανισμός του ακροατή και δεν μπορεί να εκφυλίζεται σε άσκηση κριτικής σε καλλιτεχνικές αξίες και πρόσωπα, με ύποπτη, ελιτίστικη ή αφ’ υψηλού διάθεση του στυλ: «Έλα μωρέ, τώρα, είναι κι αυτός ένας από τους πολλούς – απλά τραγουδάκια γράφει». Ο καλοπροαίρετος και «ψυλλιασμένος» ακροατής ξέρει πόσο δύσκολο είναι να γράψει κανείς (καλό) τραγούδι – αυτό το ξέρουν καλύτερα βεβαια, όσοι ασχολούνται με σύνθεση και στιχουργική. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι καταξιωμένοι εξαιρετικοί συνθέτες (βλ. Δήμος Μούτσης), στο πιο ώριμο στάδιο της καριέρας τους εγκατέλειψαν τις μεγάλες συμφωνικές ορχήστρες και σχεδόν «αποκήρυξαν» παλιά φοβερά έργα τους, καταλήγοντας να θεωρούν την μονο-όργανη ή ολιγο-όργανη εκφώνηση ποιητικού λόγου στη βάση μιας απλής, καθαρής μελωδικής γραμμής, ως το ύψιστο σημείο καλλιτεχνικής ανάπτυξης. Η θεώρηση ότι αυτοί οι δημιουργοί είναι απλοί «cantautores», αντίληψη την οποία παλιότερα είχε εκφράσει και ο SG σε σχόλιο στην Αναμόρφωση, δεν με βρίσκει καθόλου σύμφωνο και δείχνει μάλλον επιφανειακή προσέγγιση του βάθους της τραγουδοποιίας ως καλλιτεχνικής έκφρασης. Φυσικά, εν αρχή ην ο στίχος στο τραγούδι, αυτά τα έχουμε ξαναπεί (και ας ξέρω ότι διαφωνεί ο Lectoratius)..
     
    Είχες Κωνσταντίνε και στο ποστ μου για τον Δεληβοριά, απ’ όσο θυμάμαι, εκφράσει μια άτοπη θέση του στυλ έλα μωρέ τώρα, ο Φοίβος δεν είναι δα και Μότσαρτ/Ντύλαν μην υπερβάλλουμε, δεν θα τον θυμόμαστε μετά από χρόνια… Εγώ λέω ότι δεν υπερβάλλουμε αλλά, αντιθέτως, μπερδευόμαστε αν ακολουθήσουμε την –ψυχολογικά θεμιτή αλλ’ αντικειμενικά εσφαλμένη- θεώρησή σου: Καταρχάς μιλάμε για τραγουδοποιία όχι για μουσική γενικώς (οπότε πιθανή σύγκριση με Μότσαρτ θα ήταν άκυρη εκ προοιμίου). Από την άλλη, γιατί άραγε πρέπει να “θυμόμαστε κάτι” στο μέλλον, για να έχει αξία στο παρόν; Αλλά και στο δεύτερο σκέλος η σύγκριση είναι απαράδεκτη, γιατί καλούμαστε πάντα να συγκρίνουμε τηρουμένων των αναλογιών όμοια πράγματα. Ο εκάστοτε «Ντύλαν» (ως ιδεότυπος καλού καλλιτέχνη) ορίζεται από την εποχή, τον τόπο, την συγκυρία, τις μάζες στις οποίες απευθύνεται κ.λπ., κ.λπ. Στην Ελλαδίτσα και όχι την Αμερική των ‘60s, για τα μέτρα τoυ τόπου και τις συνθήκες, ασφαλώς και δύναται να διεκδικεί τίτλο Ντύλαν ο Φοίβος, ο Παναγόπουλος και κάθε άλλος σοβαρός τραγουδοποιός – δεν ξέρω αν παίρνουν τον τίτλο, αλλά πάντως δύνανται να τον διεκδικήσουν (μήπως δεν υπήρξε ο Σαββόπουλος το σταθερό ελληνικό «ντυλανικό» πρότυπο για δεκαετίες;). Αυτό πιστεύω και γι’ αυτό εκτιμώ βαθύτατα τις σοβαρές προσπάθειες Ελλήνων καλλιτεχνών χωρίς να θέτω έναν ανύπαρκτο πήχη, μειώνοντας προκρούστεια την αξία των άλλων.
     
    Κατα τα λοιπά επιμένω: Ο στίχος πρέπει να είναι ελληνικός. Ως προς τα όργανα πάλι, προβληματίζομαι γιατί λ.χ. η ακουστική Ragtime κιθάρα δεν ανήκει στην ελληνική παράδοση – από την άποψη αυτή οι πιο γνήσιοι δικοί μας «Bluesmen» είναι οι ρεμπέτες ή ο Τσιτσάνης. Αλλά, τί να κάνουμε, εδώ εισχωρεί και το στοιχείο της προτίμησης: Το μπουζούκι είναι πολύ ανατολικό για τα γούστα μου και δεν τρελαίνομαι να το ακούω. Ομολογώ πάντως ότι το καλό «ελληνικό» τραγούδι, θα έπρεπε ίσως να έχει χώρο στα όργανα και για ένα μπουζουκάκι ή μια φλογέρα…
     
    Υγ.1 Κωνσταντίνε, μιας και βλέπω ότι είσαι της σχολής Muddy Waters με ηλεκτρικό ήχο στα Delta Blues (που τα κάνει όμως κάπως θορυβώδη για τις προτιμήσεις μου), σου αφιερώνω με αγάπη το Crow Jane σε αξεπέραστη εκτέλεση από δύο εκπροσώπους της East Coast Σχολής, με πιο έντονα ragtime στοιχεία και το βασικό, πρωταρχικό στοιχείο στην εκτέλεση blues που με τα χρόνια εγκαταλείφθηκε προς όφελος μιας –κάποτε εμφανούς ή αδιάφορης- υπερβολής: Απλότητα και σαφήνεια… Επίσης σε παρακαλώ να γράψεις όποτε έχεις χρόνο κάτι κατατοπιστικό, αναλυτικό για τα Διάφανα Κρίνα, αν όντως πιστεύεις στην αξία τους. Θα σε διάβαζα με μεγάλο ενδιαφέρον.
     
    Υγ2. Ειδικά για σένα Lectoratie, που έχεις μαθητεύσει στην ποίηση του Γκαίτε, σου αφιερώνω την εξαιρετική blues εκδοχή του Φάουστ από τον αξεπέραστο Robert Johnson, που κάποτε συνάντησε τον Διάβολο σε ένα σταυροδρόμι, και άλλαξε έκτοτε την ιστορία της αμερικανικής μουσικής (πριν τον δηλητηριάσει ένας ζηλιάρης σύζυγος ερωμένης του με στρυχνίνη σε ένα μπουκάλι ουίσκι…). Το animation του video είναι εξαιρετικό και αποτελεί απο μόνο του αριστούργημα.
    Υγ3. Για τον SG, που κάποτε με είχε παρακινήσει να εκφράσω τις απόψεις μου΄γύρω από μια “θεωρία τραγουδιού”, του αφιερώνω την εξής θεωρία με τον πυρήνα της οποίας συμφωνώ απολύτως.

    Reply
  4. Για νεοφιλελεύθερα γουρούνια στην υπηρεσία του μεγάλου κεφαλαίου είστε πολύ ευαίσθητες ψυχές. Βέβαια ο λαός δεν ξεχνάει τις αλητείες σας. Όλα καταγράφονται.

    Reply
  5. Θα διαβασω την θεωρια οταν προλαβω, θα πω ομως ηδη οτι συμφωνω με Κωνσταντινο περι Κρινων. Πολυ καλο συγκροτημα, απο τα λιγα που θα συστηνα (και εχω συστησει) σε μη Ελληνα. Απλα δεν ειναι μουσικη για Ελλαδα κατα κανονα, σιγουρα οχι για καλοκαιρι. Κεντροβορεια Ευρωπη, βραδυ, σε μικρο σκοτεινο δωματιο, ο,τι πρεπει.

     

    Τον Παναγοπουλο δεν τον γνωριζα (ενω ο αμαρτωλος ξερω τους Πυξ Λαξ και τους ακουω και μια στο εξαμηνο! :) ), να παμε να τον δουμε ευχαριστως οποτε περασω, να μαθουμε αν ειναι κατι παραπανω απο κανταουτορ…

    Reply
  6. Έλα μωρέ που θες να δεις κι αν είναι παραπάνω από κανταουτόρ. Τι βλακείες είναι αυτές.

    Reply
  7. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι τα Κρίνα, συγκρότημα όχι απολύτως του γούστου μου, συμμετείχαν με τις μελοποιήσεις ποιημάτων (Καρυωτάκη, Καψάλη) στο γενικώτερο πνεύμα αναθέρμανσης της παραδοσιακής φόρμας σε εποχές κρίσης του ελεύθερου στίχου κι αυτό θα πρέπει να εγγραφεί στο ενεργητικό τους.
    Συμφωνώ με τους προλαλήσαντες στο ότι φαίνεται να σπάει μια μακρά αλυσίδα τραγουδοποιών. Εξ ου και πατήρ Φοίβος ολομόναχος πλέον, ερίτιμε kt.
    Κατά τα λοιπά, με έντονο το αίσθημα της γνωστής συντηρητικής καθεπερσινίλας, θα έλεγα ότι το φαινόμενο της απίσχνανσης του ελληνικού στίχου είναι τόσο και τέτοιο, που ψάχνω στις προπολεμικές εκτελέσεις κρητικών τραγουδιών, μπας και βρω κάτι.
    Τότε δηλ. που οι στίχοι στα στόματα των ανθρώπων ήταν τόσο χυμώδεις όσο και οι καρποί της γης τους.

    Reply
  8. ΣΓ,

    E, μια φορά στο εξάμηνο Πυξ Λαξ καλά είναι! Άλλωστε, θέλω να σημειώσω εδώ και κάτι που μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση παλιότερα (πρόκειται για δήλωση ενός Καθηγητή μου στην ερώτηση “τί μουσική ακούει”). Η απάντηση του Καθηγητη ήταν ότι είναι πιο δεμένος με “την μουσική των εφηβικών και φοιτητικών του χρόνων”. Και κατά τη γνώμη μου, η μουσική αυτής της περιόδου της ζωής ενός ατόμου στιγματίζει ανεπανάληπτα τα μελλοντικά του γούστα, ώστε δύσκολα να μπορεί να απογαλακτιστεί από αυτή. Οπότε, ΣΓ, σε καταλαβαίνω, άλλωστε το “ακροβατώ” και το “Πούλα με” δεν μπορώ να αρνηθώ ότι ξυπνάνε και μένα μνήμες εφηβικές μέσα μου, παρά τη μικρή καλλιτεχνική τους αξία.

    Μύρωνα,

    χαχα, πατήρ φοίβος ολομόναχος όντως… Ωστόσο, ένας καλλιτέχνης με πολύ ενδιαφέροντα στίχο (αν και αυστηρά προσανατολισμένο, νομίζω, σε δύσβατο, προσωπικό-υπαρξιακό δρόμο που κάποτε κάνει δύσκολη την μετάδοση καθαρού μηνύματος είναι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Γι΄αυτόν επιφυλάσσομαι ίσως να γράψω στο με΄λλον, ή περιμένω ευχαρίστως την γνώμη και την ανάλυση άλλων. Σίγουρα ο Παπακωνσταντίνου ξεχωρίζει πάντως.

    Reply
    • στα εφηβικα μου χρονια δεν αντεχα διαφορα συγκροτηματα που τωρα ακουω που και που και ενιοτε αναπολω κιολας (Πυξ Λαξ, Μεταλλικα, ακομα και Γκανς Εντ Ροουζις). Τα ακουω τωρα απο την μαλλον επειδη νοσταλγω την ολη φαση της εποχης και τα ατομα που τα ακουγαν (κυριως κοπελες :) )

      Reply
  9. Και κάτι ως προς τη μελοποίηση ποιημάτων Μύρωνα: Το θέμα που θίγεις είναι πολύ σημαντικό αλλά και πολύπλοκο. Προσωπικά, θεωρώ ότι ο δανεισμός στίχου δεν είναι καλή συνήθεια για την τραγουδοποιία, που καλό είναι να μένει ανεξάρτητη (για την ποίηση δε, η μελοποίηση δεν είναι  αναγκαία). Κάποτε, βέβαια, η μελοποίηση χαρακτηρίζεται από τεράστια επιτυχία (βλ. περίπτωση Μικρούτσικου-Καββαδία), οπότε δεν έχω καταλήξει σε μια απόλυτη γνώμη για το ποιά θα ήταν η ορθότερη θέση στο ζήτημα. Σκέφτομαι, ας πούμε, ότι αν δεν ήταν ο Μικρούτσικος, τον Καββαδία θα τον ξέρανε μόνο λίγοι…

    Ωστόσο, εξακολουθώ να πιστεύω ότι -εν στενή ή ευρεία εννοία “ποιητικός”- δύναται να είναι ο πρωτότυπος στίχος ενός τραγουδοποιού, και γενικώς προτιμώ τον τελευταίο. Αφήνω δε, την περίπτωση που κάποιες φορές εξαιρετικά ποιήματα κατακρεουργούνται από την απαγγελία-ερμηνεία ή την συνοδευτική μουσική που τους δίνουν κάποιοι τραγουδοποιοί (εδώ, το παράδειγμα του φάουλ των Κρίνων με τον Κ. Ουράνη, είναι χαρακτηριστικό). 

    Reply
  10. kt, συμφωνώ μαζί σου. Ούτε η ποίηση χρειάζεται τη μελοποίηση, ούτε η τελευταία την πρώτη. Ωστόσο, από τη συνέργειά τους γίνεται μάθαμε και την ποίηση εμείς οι αγεωμέτρητοι. Και μετά την πολλαπλή ανάγνωση του ποιήματος, είσαι, νομίζω, σε θέση να δεις τί απέδωσε η μελοποίηση, πού αστόχησε και πού ευτύχησε, ποια ανάγνωση από τις πολλές του ποιήματος συνιστά η μελοποίηση.
    Ορισμένως, μην λησμονούμε και την αρχέγονη προφορικότητα της ποίησης. Είναι ίσως αυτή που καθιστά τη μελοποίηση ευχερέστερη. Άλλωστε, πολλά ποιήματα είναι μετρικώς πρόσφορα προς τραγούδισμα.
     
    ΥΓ: Αθανάσιε, αν αντί του πολυφορεμένου μελοποίηση που προστίθεται στην πλειάδα των συνθέτων εις -ποίηση, λέγαμε εκμέλωση; Θα ήτο δόκιμον;

    Reply

Leave a Comment