Σε ωρισμένες εκλογικές περιφέρειες, στις πιο μεγάλες, ο εκλογέας έχει δικαίωμα να επιλέξη περισσότερους από έναν υποψηφίους. Αυτό συμβαίνει χαρακτηριστικά στις ευρωεκλογές, τις οποίες θα χρησιμοποιήσω στο εξής δίκην παραδείγματος. Αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχουν πολλοί υποψήφιοι και καμπόσοι βουλευτές στην συγκεκριμένοι περιφέρεια, προκειμένου ο εκλογέας να μοιράση την προτίμησή του σε περισσότερους. Πολυσταυρία λοιπόν. Το αντίθετο είναι η μονοσταυρία: ένα ψηφοδέλτιο, ένας σταυρός.
Σαν δικαστικοί αντιπρόσωποι εννοείται ότι είμαστε υπέρ της μονοσταυρίας και ακόμη πιο πολύ υπέρ ασταυρίας: όσο περισσότερα άσταυρα ψηφοδέλτια, τόσο λιγώτερη δουλειά έχουμε. Πλην όμως του στενού μας συντεχνιακού συμφέροντος, ποιο από τα δύο συστήματα είναι ανώτερο; Ποιο συμφωνεί περισσότερο με τις αρχές του δημοκρατικού μας Συντάγματος;
Όπως προανέφερα, θα πάρω σαν παράδειγμα τις ευρωεκλογές, όπου οι υποψήφιοι ήταν κατά μέγιστον 42, οι εκλεγόμενοι 21 και οι σταυροί το πολύ 4. Με άλλα λόγια, η πολυσταυρία των εκλογών είναι μια μέτρια πολυσταυρία, της τάξης του 4/21 = 19%. Επειδή όμως τα φαινόμενα αποκαλύπτουν τις ιδιότητές τους κυρίως στις ακραίες συνθήκες, ας υποθέσουμε ότι επιτρεπόταν στις ευρωεκλογές η πλήρης πολυσταυρία του 100%, ήτοι έως και 21 σταυροί. Τι θα συνέβαινε τότε;
Εκ πρώτης όψεως, ο εκλογέας αποκτά ισχύ, αυξάνεται η ελευθερία του και διευρύνεται ούτως ειπείν το εκλογικό του δικαίωμα: εκεί όπου μπορούσε να σταυρώση μέχρι 4, αίφνης σταυρώνει μέχρι 21 και έτσι τιμά και προωθεί πολύ περισσότερους υποψηφίους.
Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά. Η πολυσταυρία εκτρέφει τριών ειδών φαινόμενα, δύο νόμιμα και ένα παράνομο, που και τα τρία εκπηγάζουν από το γεγονός ότι πολλοί εκλογείς είτε ρίχνουν ασταύρωτο ψηφοδέλτιο είτε δεν εξαντλούν την δυνατή σταυροδοσία τους.
Το πρώτο είναι η κομματική γραμμή: αν ο μέσος ψηφοφόρος του κόμματος έβαλε ένα ή δύο σταυρούς στις ευρωεκλογές, ο κομματικός ψηφοφόρος (και δεν χρησιμοποιώ τον όρο απαραιτήτως αρνητικά, καθώς ο κομματικός ψηφοφόρος είναι ο ενδιαφερόμενος ψηφοφόρος, ο ενήμερος και ο υποψιασμένος), ο κομματικός λοιπόν ψηφοφόρος έβαλε και τους 4. Αυτό επιτρέπει την δυνατότητα στην γραφειοκρατία του κόμματος, που έχει προφανώς επαφή με τους κομματικούς και όχι με τους μέσους ψηφοφόρους, να προτείνη μετ’ επιτάσεως τους προτιμώμενους υποψηφίους της. Το ίδιο μπορεί να συμβή και σε χαμηλότερο επίπεδο, όταν ένας παλιός και δόκιμος πολιτευτής, π.χ. πρώην υπουργός, συνιστά στους προσωπικούς κομματικούς ψηφοφόρους του να σταυρώσουν και έναν νεώτερο πολιτευτή. Αντιλαμβάνεται κανείς τις σχέσεις εξαρτήσεως που αναπτύσσονται κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Το δεύτερο φαινόμενο δεν βαρύνει τα κόμματα, αλλά τους υποψηφίους και είναι η ανταλλαγή σταυροδοσίας: αν πριν ανέφερα την κατακόρυφη σχέση παλαιού και νέου κομματάρχη, το ίδιο μπορεί να συμβή και οριζοντίως, όταν δύο λίγο πολύ ισότιμοι υποψήφιοι συμφωνήσουν να ανταλλάξουν τις προσωπικές τους σταυροδοσίες. Με αυτόν τον τρόπο, αποκτούν πλεονέκτημα έναντι των συνυποψηφίων τους που δεν έχουν συνάψει παρόμοιες συμβάσεις.
Το τρίτο φαινόμενο είναι παράνομο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν απαντά: πρόκειται για την νόθευση των ψηφοδελτίων στα εκλογικά τμήματα κατά την καταμέτρηση των ψήφων, όταν μερικοί μερικοί πονηροί εκλογικοί αντιπρόσωποι προσπαθούν να συμπληρώσουν τους ασυμπλήρωτους σταυρούς, με την συνενοχή ασφαλώς του δικαστικού αντιπροσώπου. Προσωπικά, μια φορά κάτι πήγε να μου πη ένας, τον στραβοκοίταξα και το θέμα έληξε εκεί. Αλλά η πολυσταυρία το επιτρέπει και αυτό.
Στο σημείο αυτό μπορούμε να εισαγάγουμε στην συζήτηση και την έννοια του ποσοστού σταυροδοσίας, δηλαδή καλύτερα του ποσοστού εξάντλησης των δυνατών σταυρών. Πρόκειται για ένα κλάσμα, με αριθμητή τους πραγματικούς σταυρούς και παρονομαστή τους δυνατούς σταυρούς. Διασθητικά εικάζω ότι το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο στα μεγάλα κόμματα παρά στα μικρά (γιατί οι υποψήφιοι των μεγάλων κομμάτων είναι πιο γνώριμοι) και στα πιο ωργανωμένα κόμματα παρά στα πιο ανοργάνωτα. Έτσι για παράδειγμα, στις ευρωεκλογές της 26Μαι19 το σύνολο σταυρών του Ποταμιού ήταν 135.226, ενώ το σύνολο των δυνατών σταυρών ήταν 85934 (αριθμός ψήφων) Χ 4 = 343.736. Άρα, το ποσοστό σταυροδοσίας ήταν 135.226/343.736 = 39,34%. Παρομοίως, οι αντίστοιχοι αριθμοί για τη ΝΔ ήταν 4.333.477 σταυροί, 7.492.548 δυνατοί σταυροί, 1.873.137 ψηφοδέλτια και ποσοστό σταυροδοσίας 57,8%.
Τι σημαίνει τώρα το γεγονός ότι το ποσοστό σταυροδοσίας πολύ απέχει από το 100%; Σημαίνει, πολύ απλά, ότι υπάρχουν μεγάλα περιθώρια χειραγώγησης της εκλογής με τους τρεις τρόπους που περιέγραψα παραπάνω. Σημαίνει ότι πολλοί εκλογείς δεν θα ψηφίσουν έναν υποψήφιο επειδή τον θέλουν και τον επιλέγουν, αλλά επειδή υπήρξε μια σχετική εκλογική συναλλαγή. Σημαίνει ότι θα εκλεγούν πολλοί κομματάνθρωποι που μας κάνουν μετά να λέμε “καλά, ποιος τον ψήφισε αυτόν;”. Δεν ξέρω αν έχετε υπόψιν σας το φαινόμενο.
Τι θα γινόταν λοιπόν αν στις ευρωεκλογές μπορούσαμε να βάλουμε μέχρι 21 σταυρούς; Μια τέτοια ελευθερία θα ήταν εντελώς ψευδής και παραπλανητική, γιατί κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν θέλει να σταυρώση 21 υποψηφίους. Ωστόσο, θα δημιουργείτο ευρύ περιθώριο χειραγώγησης της εκλογής, καθώς είτε το κόμμα είτε οι διάφορες κομματικές ομάδες είτε οι ισχυρότεροι υποψήφιοι θα κατέβαζαν τις δικές τους γραμμές στους (εσω)κομματικούς τους ψηφοφόρους και θα ανταγωνίζονταν μεταξύ τους, εις βάρος πάντα των μέσων ψηφοφόρων. Ας αναλογιστούμε τώρα και τι θα γινόταν αν ίσχυε η μονοσταυρία: οι επιφανείς υποψήφιοι καταρχάς δεν θα είχαν τίποτα να χάσουν προσωπικά, γιατί θα εξακολουθούν να είναι η πρώτη επιλογή όσων θα τους ψήφιζαν πρώτους και υπό καθεστώς πολυσταυρίας. Εκείνο που θα χάσουν θα είναι η δυνατότητα συναλλαγής, προώθησης, προστασίας. Το ίδιο χαμένη και για τους ίδιους λόγους θα ήταν και η κομματική ηγεσία. Όσον αφορά τον μέσο ψηφοφόρο, ναι μεν δεν θα έδινε τον δεύτερο ή τρίτο σταυρό του στον νεώτερο και πιο άγνωστο υποψήφιο, αλλά εξίσου ισχύει ότι αυτός ο δεύτερος ή τρίτος σταυρός δεν θα έμπαινε ούτε εξαιτίας των τριών φαινομένων εκλογομαγειρέματος. Το αποτέλεσμα θα ήταν ο επί ίσοις όροις ανταγωνισμός των ελασσόνων υποψηφίων, όπου κάθε σταυρός σε αυτούς θα είναι αληθινός και έντιμος.
Να το πούμε και με ένα παράδειγμα: έστω ότι ο παλαιός και γνώριμος υποψήφιος είναι ο Γραμματικάκης και οι νέοι και άσημοι εγώ και ο Περράκης. Υπό καθεστώς μονοσταυρίας, καθένας παίρνει τους σταυρούς των δικών του προσωπικών ψηφοφόρων και τέρμα. Δίκαια πράγματα. Υπό καθεστώς πολυσταυρίας, ας πούμε δισταυρίας για να το απλοποιήσουμε, θα συνέβαιναν τα εξής: αν το Ποτάμι σαν κόμμα ήθελε να ευνοήση εμένα έναντι του Περράκη, θα κατέβαζε γραμμή να σταυρωθώ εγώ και όχι ο Περράκης, ακόμη και από κομματικούς ψηφοφόρους που ούτε καν με ξέρουν, έτσι ώστε στους δικούς μου ψηφοφόρους να προστίθενται και οι ψηφοφόροι της κομματικής γραμμής. Το ίδιο θα μπορούσε να κάνη και ο Γραμματικάκης, σαν πρώτος στην σταυροδοσία: να παραγγείλη στους δικούς του ψηφοφόρους να σταυρώσουν π.χ. και τον Περράκη, ώστε υπό την δική του υψηλή προστασία να εκτιναχθή ο Περράκης εις βάρος εμού. Τέλος, αν εγώ είχα επαρκή εκλογικό μηχανισμό εκλογικών αντιπροσώπων, θα μπορούσα να τους καθοδηγήσω να νοθεύσουν μέσα στα εκλογικά τμήματα τα ψηφοδέλτια, εις βάρος του Περράκη, που δεν θα είχε παρόμοιο μηχανισμό. Δεν ξέρω ούτε μπορώ να καταλάβω γιατί αυτές οι δυνατότητες εκλογομαγειρέματος δεν θα έπρεπε να μας απασχολούν σοβαρά και τις ανεχόμαστε.
Να επιστρέψουμε τώρα στο ερώτημα που έθεσα στην αρχή του ερωτήματος και να το συνδέσουμε με το ταπεινό και καταφρονεμένο άρ. 52 Σ:
H ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας, που έχουν υποχρέωση να τη διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση. Νόμος ορίζει τις ποινικές κυρώσεις κατά των παραβατών της διάταξης αυτής.
Η “ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης” περιλαμβάνει ασφαλώς και την καταπολέμηση της κομματικής γραφειοκρατίας και γενικώτερα την εξασφάλιση με κάθε πρόσφορο μέσο ότι ο εκλογέας εκλέγει τον υποψήφιο που θέλει και όχι τον υποψήφιο που δεν τον πολυθέλει, αλλά τον θέλουν οι άλλοι. Υπό το πρίσμα αυτό, η αντικατάσταση της πολυσταυρίας με την μονοσταυρία μόνο φαινομενικά περιορίζει την ελευθερία του εκλογέως, ενώ στην πραγματικότητα διασφαλίζει με τον βέλτιστο τρόπο το ανόθευτο της βούλησής του από κάθε άλλη πρόσμιξη.