Πριν δύο χρόνια περίπου είχα γράψει αυτό εδώ το άρθρο. Τώρα που η βρετανική αποχώρηση βρίσκεται σε πολύ χειρότερο σημείο από τότε, θα ήθελα να το επαναφέρω, με αρκετές αλλαγές.
Το διαζύγιο Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένου Βασιλείου αποδεικνύεται αργή και δύσκολη υπόθεση, ίσως πιο δύσκολη από όσο υπέθεταν αρχικά πολλοί παρατηρητές. Μετά από τρία χρόνια, έχουμε από την μια πλευρά μια Ευρωπαϊκή Ένωση που δίνει την εντύπωση ότι η βρετανική απόφαση εξόδου τής προκάλεσε όχι πανικό ή έστω φόβο, αλλά μάλλον ανακούφιση. Κάτι σαν ένα βάρος που έφυγε από πάνω μας μετά από τόσες δεκαετίες, ένας ανοιχτός λογαριασμός που επιτέλους κλείνει και μας βοηθεί να συνεχίσουμε τον δρόμο μας απερίσπαστοι. Από την άλλη πλευρά, η βρετανική ηγεσία, όπως ενσαρκώνεται στο πρόσωπο της Θηρεσίας Μαΐου, δείχνει να έχη χάσει τον βηματισμό της, μετά από απανωτές κοινοβουλευτικές ήττες, ενώ οπωσδήποτε δεν συνεκτιμά επαρκώς την σημαντική μειοψηφία (;) της ψήφου υπέρ της παραμονής, μιας ψήφου που επεκράτησε, ως γνωστόν, στην εντόπια άρχουσα τάξη του χρήματος και του πνεύματος. Ενώ λοιπόν υπήρχαν αρχικά οι προϋποθέσεις για ένα φιλικό διαζύγιο, είναι πλέον κάτι παραπάνω από υπαρκτός ο κίνδυνος να προκύψη ένα άλλο διαζύγιο, του τύπου “(πολύ) μακριά και (ελάχιστα) αγαπημένοι”. Και αυτή θα είναι η σχετικά καλή εξέλιξη.
Οι προθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατέστησαν αρκούντως σαφείς κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων: δεν υπάρχει καμία χαριστική διάθεση προς το Ηνωμένο Βασίλειο (και γιατί άλλωστε θα έπρεπε να επιδειχθή εύνοια προς ένα τρίτο κράτος;), οι ανειλημμένες υποχρεώσεις θα εκπληρωθούν στο ακέραιο και το κακό παράδειγμα της Βρετανίας θα στιγματιστή δεόντως ενώπιον της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Οι πράξεις συνεπώς έχουν συνέπειες και όποιος δεν θέλει την ΕΕ, ας μην περιμένη τίποτε άλλο παρά το ίδιο νόμισμα εκ μέρους των Βρυξελλών. Δεν μπορεί κανείς να αρνηθή εύκολα ότι πρόκειται για αυστηρή μεν, αλλά ακριβοδίκαιη προσέγγιση.
Είναι αλήθεια ότι το επαπειλούμενο αδιέξοδο και η περιπλοκή της ασύντακτης εξόδου αναζωπυρώνουν την συζήτηση περί ανακλήσεως του περίφημου άρ. 50. Λέγεται ότι είναι καλύτερα να ματαιωθή η βρετανική αποχώρηση, έστω και με κάποια μεγαλειώδη κυβίστηση τύπου Τσίπρα, παρά να παραταθή η αβεβαιότητα ή να υποστούν και τα δύο μέρη, περισσότερο όμως ίσως η Βρετανία, την ζημία του διαζυγίου.
Δεν μπορώ να συμφωνήσω με την άποψη αυτή. Θα ήμουν ο ευτυχέστερος των θνητών, αν διαπίστωνα μια γνήσια φιλευρωπαϊκή διάθεση στην πλειονότητα των Άγγλων πολιτών (γιατί την διαπιστώνουμε όλοι μας στην πλειονότητα των άλλων συνιστώντων εθνών του Ηνωμένου Βασιλείου). Συνηγορώ επίσης θερμά υπέρ της άποψης ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αδιαφορήση προς τα εκατομμύρια των Βρετανών που της τείνουν χείρα φιλίας. Αντιθέτως, τους ανθρώπους αυτούς, τους πράγματι Ευρωπαίους, τους τόσο αναγκαίους στην οικοδόμηση της ευρωπαϊκής συμπολιτείας, πρέπει να τους αγκαλιάσουμε, πολιτικά, ηθικά και νομικά.
Ωστόσο, δεν μπορώ να παραβλέψω ότι ο πληθυσμός του Ηνωμένου Βασιλείου παρουσιάζει μια σταθερή εδώ και δεκαετίες δυσπιστία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Και είναι δικαίωμά τους ασφαλώς, βάσει του οποίου εξαιρέθηκαν μεταξύ άλλων από το κοινό μας νόμισμα. Η ιδεολογική αυτή πεποίθηση πρέπει να γίνη λοιπόν σεβαστή: μακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα, αλλά η πραγματικότητα είναι μία. Οι Βρετανοί ψήφισαν την αποχώρηση και την αποχώρηση θα απολάβουν. Δεν αρμόζει στην δημοκρατική Ευρώπη να μηχανεύεται τρόπους παράκαμψης της δημοκρατικής πλειοψηφίας, είτε μέσω νέου δημοψηφίσματος είτε μέσω του Κοινοβουλίου είτε άλλως πως.
Ωστόσο, δεν πρέπει κανείς να χάση την ψυχραιμία του και να αφεθή στις παρορμήσεις του θυμικού. ΕΕ και Ηνωμένο Βασίλειο έχουν πολύ περισσότερη κοινή ζωή από όσο κάποιες συναισθηματικές αντιδράσεις αφήνουν να διαφανή. Ό,τι τους ενώνει είναι σαφέστατα πιο σημαντικό από τα 35 χιλιόμετρα θάλασσας που τους χωρίζουν.
Κάθε διαζύγιο είναι δύσκολο, με τον δικό του μοναδικό τρόπο το καθένα. Σημασία έχει όμως η συνειδητοποίηση ότι κάθε διαζύγιο δεν είναι μόνο το τέλος μιας σχέσης, αλλά και η αρχή μιας άλλης. Οι παίκτες θα παραμείνουν εκεί και μόνο το είδος της σχέσης θα αλλάξη. Η βρετανική έξοδος δεν συνεπάγεται την αποκοπή του Ηνωμένου Βασιλείου από το ευρωπαϊκό πολιτικό, εμπορικό και πνευματικό γίγνεσθαι ούτε, αντιστρόφως, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συμφέρον σε μια αδύναμη ή ταπεινωμένη Βρετανία. Το μόνο βέβαιο είναι ότι στο κατάλληλο βάθος χρόνου το εκκρεμές πρέπει να ισορροπήση στο σημείο εκείνο που θα είναι αμφικερδές και όχι ετεροβαρές. Προς αυτήν την κατεύθυνση οφείλουμε να συνεισφέρουμε από την μεριά μας σαν Ευρωπαίοι πολίτες, ώστε να φτάσουμε εκεί με ασφάλεια και γρήγορα.
Και πάλι εδώ θα είμαστε.