Πόσο χρόνο θα γλυτώναμε στις συζητήσεις μας, πόσο κόπο, πόσες αντεγκλήσεις και πόση πικρία, αν εφαρμόζαμε στην καθημερινότητά μας τα απλά πραγματάκια που μας διδάσκει η Δικονομία! Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα το έλεγα αυτό, αλλά τελικά πράγματι η αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, όπως καταστρώνεται στις δικονομίες μας (πολιτική και ποινική, με εν μέρει διαφορετικές στοχεύσεις η καθεμία), είναι σοφή. Συνδυαζόμενη με την πείρα που δίνει η πρακτική, μπορεί να ωφελήση πολλά.
Βασική αρχή της απόδειξης είναι η αρχή της ηθικής απόδειξης (άρ. 177 ΚΠοινΔ), που μας λέει ότι οι αποδείξεις εκτιμώνται ελεύθερα. Αυτό ειδικώτερα σημαίνει ότι δεν υπάρχουν δεσμευτικοί κανόνες αποδείξεων, που να ορίζουν ποια αποδεικτικά μέσα είναι ανώτερα από άλλα παντού και πάντα. Αντιθέτως, ακόμη και μια ομολογία μπορεί να είναι ψευδής (π.χ. ομολογώ ένα έλασσον αδίκημα για να αποκτήσω άλλοθι για το μείζον). Όλα αξιολογούνται και σταθμίζονται στην συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση.
Πρώτο και καλύτερο αποδεικτικό μέσο είναι οι μάρτυρες. Επίσης, είναι το ασθενέστερο. Δεν με ενδιαφέρει πόσοι ήταν μπροστά στο επίμαχο συμβάν και τι λένε πως είδαν και σε πόσους θεούς ορκίζονται. Ο μάρτυρας συχνότατα καταθέτει ανακρίβειες, όχι ψέματα, αλλά ανακρίβειες που πιστεύει καλόπιστα ότι ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί δεν μπορεί να κάνη αλλιώς. Γιατί οι άνθρωποι είναι βλάκες είναι ατελή όντα, με περιωρισμένη αντίληψη του χωροχρόνου, με αδύναμη μνήμη, συμπλέκοντες φαντασία, προσδοκία και πραγματικότητα. Γιατί καταθέτουν ότι νομίζουν ότι είδαν, ότι τους είπαν άλλοι ότι είδαν, ότι θα ήθελαν να έχουν δει και ούτω καθεξής.
Και όλα αυτά συμβαίνουν στις καλές περιπτώσεις. Γιατί εξίσου συνήθης είναι ο ψευδομάρτυρας, εκείνος που λέει πολύ απλά ψέματα, για να εξυπηρετήση κάποια σκοπιμότητα. Η ψευδομαρτυρία μάλιστα έχει συνηθέστατα την μορφή της μισής αλήθειας: ο μάρτυρας δεν αποκαλύπτει όλα όσα γνωρίζει, παρά μόνο όσα τον συμφέρουν. Γιαυτό και πιο πολλά μαθαίνουμε συχνά από όσα δεν λένε οι μάρτυρες, παρά από όσα λένε. Ακόμη, εδώ αξιολογείται πλήρως η μερική σιωπή του μάρτυρα: σιωπά κανείς μόνο για όσα δεν τον συμφέρουν.
Επιπλέον, όλοι είναι ικανοί προς μαρτυρίαν. Κι από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια. Καμία μαρτυρία δεν απορρίπτεται για λόγους που ανάγονται στο πρόσωπο του μάρτυρα. Μπορεί να μην είναι του κόμματός μας και παρά ταύτα να λέη την αλήθεια. Απίστευτο ε; Γενικώτερα, το ad hominem επιχείρημα, που συνηθίζεται πολύ, δεν βοηθεί καθόλου στην ορθή εκτίμηση των αποδείξεων. Βοηθεί μόνο στο ποιους να μην κάνουμε παρέα στο φβ.
Εδώ πρέπει να προσέξουμε ιδίως το κίνητρο του μάρτυρα: οι περισσότεροι μάρτυρες έχουν κάποιο κίνητρο μαρτυρίας, ενώ ούτως ή άλλως όλοι φέρουν τις ιδεολογικές τους αποσκευές επί τον τράχηλόν τους. Όσο πιο έντονο το κίνητρο του μάρτυρα, τόσο αναξιοπιστότερη η μαρτυρία του.
Εκ των ανωτέρω προκύπτουν τρία κεφαλαιώδη σφάλματα στην εκτίμηση των αποδείξεων, στα οποία υποπίπτουν πολλοί: πρώτον, στηρίζονται μόνο σε μάρτυρες, υπαρχουσών και άλλων αποδείξεων, δεύτερον, στηρίζονται μόνο σε μάρτυρες της μιας πλευράς, υπαρχόντων και μαρτύρων της άλλης, και τρίτον, αντιστρόφως, απορρίπτουν πλήρως τους μάρτυρες, μη υπαρχουσών άλλων αποδείξεων.
Άλλη κεφαλαιώδης αρχή της αξιολόγησης των αποδείξεων αφορά τα έγγραφα (αλλά έχει και γενικώτερη σημασία) και είναι αυτή που προκύπτει από το άρ. 447 ΚΠολΔ, που ορίζει τα εξής:
Το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί απόδειξη υπέρ του εκδότη μόνο αν το προσκόμισε ο αντίδικος.
Τα έγγραφα δεν αποδεικνύουν υπέρ του εκδότη τους, παρά μόνο εναντίον. Αυτός είναι ο λόγος που δεν εκδίδουμε εμείς την απόδειξη εξοφλήσεως, όταν αγοράζουμε κάτι.
Η ίδια αρχή υπόκειται στην αξιολόγηση των μαρτύρων: ο μάρτυρας υπεράσπισης και γενικώτερα ο μάρτυρας που εκκινεί από μια ωρισμένη οπτική γωνία μαρτυρεί αξιόπιστα κατεξοχήν εις βάρος του κατηγορουμένου ή γενικώτερα εκείνου που θέλει να βοηθήση. Ένας μάρτυρας που καταθέτει το αναπάντεχο, κάτι εις βάρος των φίλων του, της ιδεολογίας του, των ομοίων του, καταθέτει αξιόπιστα.
Περαιτέρω, άλλη θεμελιώδης αρχή είναι η εξής: audiatur et altera pars. Ακουσθήτω και η άλλη πλευρά. Κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις και κάθε κατηγορούμενος έχει άποψη για την κατηγορία. Μπορεί και να ομολογήση βρε αδερφέ! Δεν είναι καθόλου σπάνιες οι περιπτώσεις εκείνες στις οποίες βαζιόμαστε να εκφέρουμε κρίση και τελικά αποδεικνύεται ότι κάναμε λάθος ή ότι, εν πάση περιπτώσει, τα πράγματα ήταν πολύ λιγώτερο ξεκάθαρα. Δηλώνω και εγώ ένοχος.
Πάμε παρακάτω: probatio incumbit ei qui dicit. Et non qui negat. Η αρχή αυτή (άρ. 338 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατανέμει το βάρος αποδείξεως μεταξύ δύο αντιδίκων και έχει προφανή πρακτική σημασία. Εκείνος που πρέπει να αποδείξη τα λεγόμενά του είναι ακριβώς αυτός που λέγει, αυτός που διατυπώνει ένα θετικό πραγματικό ισχυρισμό, και όχι αυτός που τον αρνείται. Η άρνηση απλώς συνιστά την προϋπόθεση της υποχρέωσης αποδείξεως, διότι, αν δεν αρνούμαστε τον ισχυρισμό του αντιδίκου μας, τον συνομολογούμε και χώρος αποδείξεως δεν υφίσταται.
Δεν αποδεικνύονται όμως τα διδάγματα της κοινής πείρας. Όλοι ξέρουμε ότι στους γάμους νυφικό φοράει η νύφη και όχι ο γαμπρός και ότι, όταν έχει κίνηση, οι οδηγοί είναι εκνευρισμένοι. Αυτά προκύπτουν από την κοινή πείρα του καθ’ ημέραν ζην και δεν απαιτούν απόδειξη. Οπότε, μην την ζητάτε.
Ένα άλλο σημείο που είναι απλό, αλλά καμιά φορά μπερδεύει είναι η διαφορά άρνησης και ένστασης. Έστω ότι υποστηρίζω ότι Χ. Χάος χωρίζει την απάντηση “-Χ” από την απάντηση “Ναι μεν Χ, αλλά”. Η πρώτη είναι άρνηση, η οποία απορρίπτει τον πραγματικό ισχυρισμό και ενεργοποιεί το καθήκον του ισχυριζομένου να τον αποδείξη. Αντιθέτως, η δεύτερη είναι ένσταση, η οποία συνομολογεί, αντί να αρνήται, τον πραγματικό ισχυρισμό και απλώς προσθέτει κάτι που (θεωρεί ότι) τον ανατρέπει. Βλέπω συχνά πολλούς ενισταμένους να θεωρούν ότι αρνήθηκαν και άντε μετά να τους το εξηγής.
Πρακτικές εφαρμογές:
1. Διαπράττεται ένας φόνος και υπάρχουν δύο αντικρουόμενοι μάρτυρες: ένας γκέι πρόσφυγας και ένας πολύτεκνος θεούσος. Ποιον πρέπει να πιστέψουμε;
2. Κατά την διάρκεια μιας διαδήλωσης φέρεται ο Α ένοχος για ρίψη μολότοφ. Εφτά άλλοι διαδηλωτές είναι απαλλακτικοί, ενώ ένας αστυνομικός καταδικαστικός.
3. Ο Β δηλώνει ότι η γυναίκα του είναι γκομενάρα, αλλά ο Γ τού αντιτείνει ότι δεν ξέρει να μαγειρεύει όμως. Ποια είναι η άποψη του Γ επί της γκομενικότητας της γυναίκας του Α;
4. Ο Δ προκαλεί τον Ε να αποδείξη την ανυπαρξία του θεού. Ο Ε ξύνει την κεφάλα του. Τι πρέπει να απαντήση;
5. Για να αποδείξη την εντιμότητά του ο πολιτικός Ζ παρουσιάζει την κίνηση όλων των τραπεζικών του λογαριασμών. Τι απέδειξε;
6. Ο Η κατηγορείται ότι απατά την γυναίκα του με την γειτόνισσα και ότι γιαυτό της έκλεψε και ένα κόσμημα. Ο Η αποδεικνύει ότι το κόσμημα βρίσκεται στην τουαλέτα της γυναίκας του. Διεπράχθη μοιχεία;