Περί καταγραφής των αστυνομικών υπαλλήλων

Επιτρέπεται ο πολίτης να καταγράφη την δραστηριότητα των αστυνομικών υπαλλήλων;

Στο ερώτημα υπ’ αριθμ. 15 του Οδηγού που εκδώσαμε με το ΚΕΦΙΜ σχετικά με τα δικαιώματα των πολιτών και τις εξουσίες της αστυνομίας, απαντούσα ως εξής:

15. Επιτρέπεται να φωτογραφίζω ή να βιντεοσκοπώ αστυνομικούς;

Μάλλον όχι. Το νομικό καθεστώς δεν είναι απολύτως σαφές. Η απάντηση είναι με βεβαιότητα ναι, αν πρόκειται για το μοναδικό αποδεικτικό μέσο με το οποίο αποδεικνύεται η αθωότητα ενός κατηγορουμένου.

Δεν είναι ενοχλητικό ένας δικηγόρος, που υποτίθεται κιόλας ότι είναι ειδικευμένος στον οικείο κλάδο, να μην μπορή να δώση μια σαφή απάντηση περί του ισχύοντος δικαίου σε ένα πολύ συγκεκριμένο ζήτημα σοβαρής πρακτικής σήμασίας; Είναι, και πολύ μάλιστα. Αλλά μην πυροβολήτε τον δικηγόρο.

Ας πάρουμε το πράγμα από την αρχή.

Η εικόνα ενός ανθρώπου αποτελεί προστατευόμενο στοιχείο της προσωπικότητάς του κατ’ άρ. 57 ΑΚ: την διαθέτει όπως επιθυμεί ο ίδιος, μπορεί π.χ. να συναινέση στην φωτογράφισή του, αλλά μπορεί και να την αρνηθή. Τυχόν καταγραφή χωρίς την συναίνεσή του συνιστά καταρχήν παράνομη αδικοπραξία, που μπορεί να στοιχειοθετήση αποζημίωση κατ’ άρ. 914 ΑΚ.

Από τον κανόνα αυτό υπάρχουν πολλές νομολογιακές και κάπως αόριστες εξαιρέσεις, που ερμηνεύουν τις ως άνω διατάξεις ενόψει της ελευθερίας του τύπου, της ελευθερίας πληροφόρησης και της ελευθερίας του λόγου γενικά. Το συμπέρασμα είναι ότι δεν παρέχεται τέτοιου είδους προστασία, είτε εξ ολοκλήρου είτε εν μέρει, σε πρόσωπα της επικαιρότητας, σε πολιτικά πρόσωπα κ.τ.τ. Ο κανόνας όμως παραμένει, είναι δε προφανές ότι οι αστυνομικοί πλην σπανίων εξαιρέσεων δεν υπάγονται στις εξαιρέσεις αυτές.

Εκτός από το δικαίωμα επί τις ιδίας εικόνας, η καταγραφή του αστυνομικού συνιστά και παράνομη επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, πράξη που επίσης απαγορεύεται. Και εδώ συντρέχουν αρκετά ευρείες εξαιρέσεις, το μεγάλο μειονέκτημα των οποίων όμως είναι πάλι ότι είναι πολύ αόριστες, με αποτέλεσμα την ασαφή νομική θέση την οποία ανέφερα στην αρχή. Εξαιτίας της δεν μπορώ προσωπικά να συμβουλεύσω κανέναν να καταγράψη αστυνομικό, για λόγους πρακτικούς και νομικούς: αφενός μεν ο αστυνομικός, που από την μεριά του θεωρεί την καταγραφή παράνομη, θα αντιδράση, αφετέρου δεν μπορώ να εγγυηθώ πώς θα κριθή το ζήτημα σε ένα δικαστήριο.

Για τους λόγους αυτούς κρίνω επιτακτική την ανάγκη να επιλυθή το ζήτημα με ειδική διάταξη, η οποία θα τέμνη κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την σύγκρουση της προσωπικότητας του αστυνομικού αφενός και της ανάγκης δημοσίου ελέγχου της δράσης του αφετέρου. Βασικοί άξονες της λύσης πρέπει να αποτελέσουν οι εξής:

  1. Κανόνας παραμένει η απαγόρευση της καταγραφής. Οι αστυνομικοί δεν είναι πολίτες μειωμένου στάτους και απολαύουν των ίδιων δικαιωμάτων με τον γενικό πληθυσμό.
  2. Η απαγόρευση κάμπτεται σε περιπτώσεις όπου υπερτερεί κάποιο ουσιώδες αντίρροπο δημόσιο συμφέρον.
  3. Εδώ διανοίγονται κάποιες εναλλακτικές: καταγραφή κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή και εκτός αυτής; και αν επιτρέπεται μόνο κατά την άσκηση, καταγραφή κατά την αστυνομική επέμβαση ή και εκτός αυτής; και αν επιτρέπεται μόνο κατά την αστυνομική επέμβαση, σε όλες τις περιπτώσεις ή μόνο σε ωρισμένες;

Ας τις εξετάσουμε.

Όταν ο αστυνομικός είναι εκτός υπηρεσίας, θεωρείται μεν ότι τελεί πάντοτε σε διατεταγμένη υπηρεσία, αν παραστή ανάγκη επέμβασής του, αλλά ο άνθρωπος δεν δουλεύει ούτε ασκεί δημόσια εξουσία που χρήζει ελέγχου: μαγειρεύει τα ρεβίθια του, διαβάζει εκλαϊκευμένη επιστήμη, πηγαίνει για τρέξιμο, παίζει με τα παιδιά του. Άρα, θα ήταν απρόσφορο, περιττό και δυσανάλογο να επιτραπή εν προκειμένω η καταγραφή.

Όταν ο αστυνομικός εκτελεί το καθήκον του, κάνει πολλά πράγματα τα οποία δεν ενδιαφέρουν εξ επόψεως δημοσίου ελέγχου, π.χ. παραλαμβάνει αιτήσεις ή εκδίδει ταυτότητες. Γενικά, όλα όσα συμβαίνουν εντός του ΑΤ καταρχήν θα έπρεπε να καταγράφωνται με μέσα της υπηρεσίας, ιδίως τα κρατητήρια και οι καταθέσεις μαρτύρων και κατηγορουμένων. Από εκεί και πέρα, δεν δικαιολογείται κάτι άλλο (την αντίθετη άποψη εξέφρασε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2019 σε αυτήν εδώ την απόφαση, όπου ένας Λεττονός μαγνητοσκόπησε την κατάθεσή του μέσα στο ΑΤ και μετά την ανέβασε στο youtube).

Αλλά ούτε για όλα ανεξαιρέτως όσα συμβαίνουν στον δημόσιο χώρο δεν δικαιολογείται δικαίωμα καταγραφής. Ο αστυνομικός εκτελεί υπηρεσία επίσης π.χ. όταν καταθέτει στο ακροατήριο, όταν περιπολεί, όταν είναι σκοπός ή όταν ενεδρεύει. Θα συνιστούσε τεράστιο κίνδυνο για τον αστυνομικό προσωπικά, αλλά και για την επιτυχή αστυνόμευση, αν επιτρεπόταν η καταγραφή με αυτούς τους όρους: ο κάθε νονός της νύχτας σύντομα θα διέθετε ένα πλούσιο λεύκωμα με τις φωτογραφίες όλων των αστυνομικών της Ασφάλειας. Ή σκεφθήτε κάποιον που παίρνει φωτογραφίες από τους σκοπούς των ξένων πρεσβειών ή των ΑΤ.

Συνεπώς, μόνο ο αστυνομικός κατά την επέμβασή του πρέπει να καταγράφεται, και μάλιστα ούτε καν τότε πάντοτε. Ας σκεφτούμε π.χ. έναν αστυνομικό που κόβει κλήσεις, που ρυθμίζει την τροχαία ή που προβαίνει σε μια καθωσπρέπει σύλληψη. Τι εξυπηρετεί εδώ η προσβολή της προσωπικότητάς του, ο κίνδυνος να γίνη το πρόσωπό του βούκινο στα κοινωνικά μέσα; Απολύτως τίποτα.

Συνεπώς, το ορθό δικαιοπολιτικώς θα ήταν να επιτρέπεται η καταγραφή στις περιπτώσεις εκείνες όπου η αστυνομική επέμβαση παρέχει αντικειμενικά υπόνοιες παράβασης κάποιας αστυνομικής, δικονομικής ή ουσιαστικής ποινικής διάταξης: εάν π.χ. 5 αστυνομικοί χτυπούν 1 για να τον συλλάβουν ή αν πετάνε πέτρες ή αν σπάνε τζάμια αυτοκινήτων, τότε ναι, ασφαλώς, η καταγραφή πρέπει να είναι νόμιμη (και άρα, να συνιστά και νόμιμο αποδεικτικό μέσο). Όταν ο αστυνομικός παρανομεί ή έστω συντρέχουν αντικειμενικά σοβαρές υπόνοιες ότι παρανομεί, η προστασία της εικόνας του και των προσωπικών του δεδομένων πρέπει να υποχωρήση.

Διαφορετικά, όχι.

Leave a Comment