Συντομώτερη εκδοχή του άρθρου δημοσιεύθηκε στα Νέα της 04ης Οκτωβρίου 2019.
Την επικαιρότητα απασχολεί το ζήτημα της ψήφου των Ελλήνων κατοίκων εξωτερικού, και μάλιστα υπό δύο έννοιες: τόσο ως διευκόλυνση της ασκήσεως του δικαιώματος του εκλέγειν, ήτοι με επιστολική ψήφο, όσο και ως επέκταση του δικαιώματος αυτού σε ομογενείς.
Και καθόσον αφορά την διευκόλυνση, δεν φαίνεται να υπάρχη καμιά μεγάλη διαφωνία. Το Σύνταγμα διαλαμβάνει στο άρ. 51 παρ. 4 τα εξής:
Νόμος που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών μπορεί να ορίζει τα σχετικά με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια. Ως προς τους εκλογείς αυτούς η αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών δεν κωλύει την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος με επιστολική ψήφο ή άλλο πρόσφορο μέσο, εφόσον η καταμέτρηση και η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων διενεργείται όποτε αυτό γίνεται και σε ολόκληρη την Επικράτεια.
Θα ήθελα να σχολιάσω περισσότερο το δεύτερο ζήτημα, για το οποίο έχουν προκληθή ικανές αντιδράσεις. Η επιχειρηματολογία όσων διάκεινται αρνητικά στην ψήφο των ομογενών συνοψίζεται στην απουσία ουσιαστικών δεσμών τους με την ελληνική πραγματικότητα, αλλά και στην συχνά εθνικιστική ή συντηρητική τους πολιτική τοποθέτηση. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν αυτά τα ζητήματα μάλιστα, κατατίθενται στον δημόσιο διάλογο ιδέες όπως ο χρονικός περιορισμός της ψήφου των ομογενών, π.χ. μόνο σε όσους έχουν αποδημήσει δέκα έτη πριν από τις εκλογές, ή άλλοι παρόμοιοι, ισχύοντες και σε χώρες του εξωτερικού.
Καθ’ όσον αφορά την δεύτερη επιμέρους αντίρρηση, εκείνη της πολιτικής τοποθέτησης των ομογενών, δεν νομίζω ότι αντέχει σε αντικειμενική εξέταση. Πρόκειται για μια κομματική προσέγγιση, που λησμονεί ότι οι ψήφοι μετρούνται, αλλά δεν ζυγίζονται στις δημοκρατίες.
Πολύ ενδιαφέρον όμως είναι το πρώτο σκέλος των αντιρρήσεων, αυτό που αφορά την απουσία δεσμού με την μητέρα πατρίδα. Εδώ παραδειγματικώς αναφέρεται ο εστιάτορας της Αστόριας, ο οποίος μετά από πενήντα έτη αποδημίας στην αλλοδαπή, αίφνης θα κληθή να συναποφασίση την μοίρα της χώρας με εμάς, τους κανονικούς Έλληνες, που φορολογούμαστε, εργαζόμαστε και μεγαλώνουμε οικογένειες εδώ και οι οποίοι, το κυριώτερο, καλούμαστε να επωμιστούμε τις όποιες συνέπειες της ψήφου μας. Ο επωμισμός λοιπόν καθίσταται έτσι βασικό προαπαιτούμενο της ψήφου.
Δεν αντιλέγω ότι το επιχείρημα έχει κάποιο ηθικό και πολιτικό έρμα. Ωστόσο, νομικά αποδίδει ουδέν. Διότι, κατά πρώτον, το Σύνταγμα απαγορεύει τον περιορισμό της ψήφου για λόγους άλλους πλην του ορίου ηλικίας, της ανικανότητας προς δικαιοπραξία και της αμετάκλητης ποινικής καταδίκης στο άρ. 51 παρ. 3 (περίπτωση που ήδη καταργήθηκε σημειωτέον: άρα όχι στον εστιάτορα της Αστόριας, αλλά ναι στον Κουφοντίνα). Κάθε περιορισμός λοιπόν της ομογενειακής ψήφου, χρονικός ή άλλου είδους, θέτει πολύ σοβαρή υποψηφιότητα να κριθή αντισυνταγματικός: Κάθε διάταξη περιέχουσα χρονικούς ή παρόμοιους περιορισμούς του δικαιώματος εκλέγειν των ομογενών θα κριθή αντισυνταγματική. Τό ‘πα πρώτος, το πληροφορηθήκατε, δεν υπάρχει καμία δικαιολογία.
Περαιτέρω, θα πρέπει να κάνουμε την διάκριση μεταξύ ενεργού και ανενεργού ιθαγενείας, διάκριση που συχνά παραβλέπεται. Κάθε άνθρωπος με έστω έναν πρόγονο με ελληνική ιθαγένεια έχει και ο ίδιος την ελληνική ιθαγένεια, ακόμη και αν την είχε μόνο ένας προπροπάππος του, ακόμη και αν δεν έχη διαβατήριο, ακόμη και αν δεν το γνωρίζη ο ίδιος. Δεν μπορεί βέβαια να ασκήση τα δικαιώματα που συνδέονται με την ιθαγένειά του, μπορεί όμως ανά πάσα στιγμή να την καταστήση ενεργό, με την αναπόφευκτη γραφειοκρατική διαδικασία. Αυτό είναι απλή συνέπεια του ισχύοντος δικαίου της ιθαγενείας, που, όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες του κόσμου, αναγνωρίζει την κτήση της ιθαγενείας λόγω γεννήσεως από ημεδαπό γονέα (το διάσημο ius sanguinis). Αν η απώτερη ιθαγένεια λοιπόν δεν απολεσθή για κάποιον (σπάνιο) λόγο, όπως είναι η παραίτηση και η αφαίρεση, υπάρχει εις το διηνεκές, έστω και ανενεργός. Απόδειξη αυτού είναι ότι ένας ομογενής Ελληνοαμερικανός δεύτερης γενεάς δεν χρειάζεται να πολιτογραφηθή εξαρχής Έλληνας κατόπιν αιτήσεως, αλλ’ αρκεί να αποδείξη την ελληνική ιθαγένεια ενός εκ των προγόνων του, για να του αναγνωριστή η ελληνική ιθαγένεια (αυτή που ποτέ δεν απώλεσε και την κατείχε εκ γεννήσεως!) και να εγγραφή στα οικεία δημοτολόγια.
Και εδώ ακριβώς προκύπτει το ενδιαφέρον πολιτικά ζήτημα: τώρα που η ψήφος των ομογενών, ενεργών και ανενεργών, θα είναι ευχερής, ασφαλώς παρέχεται κίνητρο σε πολλούς ομογενείς να εκδώσουν ελληνικό διαβατήριο (και στους αντίστοιχους κομματάρχες να τους παροτρύνουν!). Ωστόσο, η απόδειξη της ανενεργού ελληνικής τους ιθαγένειας μπορεί να είναι μια διαδικασία αρκετά στρυφνή, δεδομένου ότι αρχεία έχουν καταστραφή, υποχρεώσεις δήλωσης έχουν παραμεληθή και γενικώς η παρέλευση μακρού χρόνου επιφέρει τις γνωστές συνέπειες. Θα μπορούσε άραγε μια ειδική νομοθετική πρόβλεψη να παράσχη στους ανθρώπους αυτούς μια παράκαμψη προς την ελληνική ιθαγένεια μέσω μια απλοποιημένης διαδικασίας;
Η απάντηση είναι πως ναι και ότι κάτι τέτοιο έχει συμβή στο παρελθόν, και όχι μια φορά μόνο. Ο Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας προβλέπει στο άρ. 10 ειδική απλοποιημένη διαδικασία πολιτογράφησης για τους ομογενείς της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, ανθρώπους δηλαδή που οι ίδιοι ή οι πρόγονοί τους δεν είχαν ποτέ την ελληνική ιθαγένεια (σε αντίθεση, υπενθυμίζω, με την συντριπτική πλειονότητα των ομογενών της διασποράς μας, που προήλθαν από το ελληνικό κράτος). Παρόμοια διαδικασία εισήχθη λίγα χρόνια πριν για τους Εβραίους το θρήσκευμα απογόνους Ελληνοεβραίων που μετώκισαν από την Ελλάδα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (άρ. 13 Ν. 4018/2011, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει). Εξ όσων θυμάμαι, σε αυτές τις περιπτώσεις κανείς δεν αντέτεινε ότι απουσιάζουν ουσιαστικοί δεσμοί των ανθρώπων αυτών με την Ελλάδα ή ότι δεν φορολογούνται εδώ. Και πολύ σωστά.
Θεωρώ μάλιστα ότι η εισαγωγή μιας τέτοιας διαδικασίας αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του κράτους, και μάλιστα διττώς: πρώτον ενόψει της αρχής της ισότητας και δεύτερον ενόψει του παραμελημένου άρ. 52 Σ. Ειδικώτερα, η αρχή της ισότητας επιβάλλει την όμοια αντιμετώπιση των ομοίων περιπτώσεων και, μάλιστα, να μην τίθενται σε χείρονα θέση όσες περιπτώσεις εμφανίζουν μεγαλύτερες ομοιότητες με κάποια ρυθμισμένη περίπτωση εν σχέσει προς άλλες. Όταν λοιπόν το ελληνικό κράτος θέσπισε διαδικασίες προνομιακής χορήγησης της ελληνικής ιθαγένειας σε άτομα που είτε ποτέ δεν την είχαν στην οικογένειά τους (περίπτωση ομογενών πρώην Σοβιετικής Ένωσης) είτε την είχαν απολέσει (περίπτωση Ελληνοεβραίων), πολλώ δε μάλλον πρέπει να θεσμοθετήση παρόμοια διαδικασία για τους ομογενείς ανενεργού ιθαγενείας. Διότι, όπως διδάσκει το άρ. 52 Σ, το κράτος δεν έχει παιδιά και αποπαίδια, αλλά “η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας, που έχουν υποχρέωση να τη διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση“. Από την στιγμή που το ελληνικό κράτος δεν αφαιρεί την ιθαγένεια λόγω παρέλευσης μακρού χρόνου, έχει θετική συνταγματική υποχρέωση διασφαλίσεως ανόθευτης της λαϊκής θέλησης, ήτοι της θέλησης ολόκληρου του εκλογικού του σώματος, ενεργών και ανενεργών ιθαγενών, και όχι μόνο ενίων εξ αυτών.
Όπως ακριβώς λοιπόν το κράτος υποχρεούται να διευκολύνη την ψήφο των κατοίκων εξωτερικού ως προς την διαδικασία (επιστολική ψήφος αντί αεροπορικής μετάβασης), έτσι υποχρεούται να διευκολύνη και την λογικώς πρότερη εγγραφή τους στους εκλογικούς καταλόγους μέσω μια ειδικής, απλοποιημένης διαδικασίας αντί της επίδοσης στο άθλημα της έκδοσης, μετάφρασης και κατάθεσης πάσης φύσεως πιστοποιητικών.
Διότι το κράτος υπάρχει χάριν των εκλογέων και όχι αντιστρόφως.
“απλή συνέπεια του ισχύοντος δικαίου της ιθαγενείας, που, όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες του κόσμου, […] αν η απώτερη ιθαγένεια δεν απολεσθή για κάποιον (σπάνιο) λόγο, όπως είναι η παραίτηση και η αφαίρεση, υπάρχει εις το διηνεκές, έστω και ανενεργός”: Ναι, είναι “απλή συνέπεια του ισχύοντος δικαίου της ιθαγενείας”, όμως μόνο του ελληνικού καθώς στις περισσότερες άλλες “χώρες του κόσμου”, προεχόντως δε στην ίδια τη μήτρα του ius sanguinis (δες γερμανική μεταρρύθμιση 1999, νομίζω την έχουμε ξανασυζητήσει εδώ), έχουν τεθεί όρια στην αέναη κληρονομικότητα της ιθαγένειας. Δεν παρεμβαίνω (τώρα) στο πρακτέον, το αναφέρω μόνο για την πραγματολογική τάξη.
Πεεεεερίπου:
https://www.gesetze-im-internet.de/stag/__4.html
Το άρ. 4 παρ. 4 του νόμου περί ιθαγενείας προβλέπει τα εξής:
(4) Die deutsche Staatsangehörigkeit wird nicht nach Absatz 1 erworben bei Geburt im Ausland, wenn der deutsche Elternteil nach dem 31. Dezember 1999 im Ausland geboren wurde und dort seinen gewöhnlichen Aufenthalt hat, es sei denn, das Kind würde sonst staatenlos. Die Rechtsfolge nach Satz 1 tritt nicht ein, wenn innerhalb eines Jahres nach der Geburt des Kindes ein Antrag nach § 36 des Personenstandsgesetzes auf Beurkundung der Geburt im Geburtenregister gestellt wird; zur Fristwahrung genügt es auch, wenn der Antrag in dieser Frist bei der zuständigen Auslandsvertretung eingeht. Sind beide Elternteile deutsche Staatsangehörige, so tritt die Rechtsfolge des Satzes 1 nur ein, wenn beide die dort genannten Voraussetzungen erfüllen.
Συνεπώς, για να μην κληροδοτηθή η ιθαγένεια, όταν ο ένας γονέας είναι Γερμανός, πρέπει να είναι γεννημένος και ο ίδιος στο εξωτερικό και να έχη εκεί την μόνιμη διαμονή του. Αν είναι και οι δύο Γερμανοί, τότε πρέπει και οι δύο να πληρούν τις ως άνω προϋποθέσεις, αν δηλαδή ο ένας είναι γεννημένος στην Γερμανία, η ιθαγένεια κληρονομείται.
Αλλά το κυριώτερο είναι ότι αρκεί οι γονείς να δηλώσουν το τέκνο στο ληξιαρχείο μέσα σε ένα έτος από την γέννηση για να μην απολεσθή η ιθαγένεια. Με άλλα λόγια, η ιθαγένεια κληρονομείται, εάν το θέλουν οι γονείς και όχι αυτόματα. Εάν το θέλουν όμως, κληρονομείται μέχρι νιοστής γενεάς.
Ακριβώς. Με άλλα λόγια, στους “(σπάνιους) λόγους [διακοπής της κληρονομικότητος], όπως είναι η παραίτηση και η αφαίρεση”, προστίθεται ακόμη ένας, όχι εξ ίσου σπάνιος: η παράλειψη του γονέως. Εδώ τέτοιο πράγμα δεν έχουμε, εξ ου και ο απώτατος απόγονος μπορεί να θυμηθεί την ιθαγένεια του προπάτορος ανεξαρτήτως ενδιαμέσων γενεών αδρανείας. Υποθέτω ότι δεν θα είχες αντίρρηση για μια διατύπωση όπως η προταθείσα https://www.hlhr.gr/wp-content/uploads/2009/12/protasi.sxedio-nomou.ithageneia.Dek_.2009.pdf (άρθρο 1) “§2. Τέκνο έλληνα ή ελληνίδας που γεννιέται στο εξωτερικό, αποκτά από τη γέννησή
του την ελληνική ιθαγένεια, εφόσον ο έλληνας ή η ελληνίδα γονέας του: α. έχει γεννηθεί στην Ελλάδα, είτε β. κατοικεί µόνιµα στην Ελλάδα κατά το χρόνο της γέννησης του τέκνου, είτε γ. διαθέτει ελληνική δηµοτολογική εγγραφή ή υποβάλει σχετική αίτηση εντός τριών ετών από τη γέννηση του τέκνου”.
Φυσικά και θα είχα.
Πρώτα πρώτα, αντιστρατεύεται ευθέως το άρ. 108 Σ, που ορίζει ότι το κράτος μεριμνά για την διατήρηση των δεσμών του απόδημου Ελληνισμού με την μητέρα πατρίδα. Εδώ η ΕΕΔΑ μεριμνά για την αποκοπή τους, προσθέτοντας εμπόδια και γραφειοκρατία.
Δεύτερον, νομικοπολιτικό σχόλιο τώρα, το φαινόμενο μια οργάνωσης που υποτίθεται ότι υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα να μάχεται για τον περιορισμό του δικαιώματος ιθαγενείας είναι κωμικοτραγικό. Αλλά το ζήσαμε και το βιώσαμε εις βάθος με τον αντιρατσιστικό. Η ΕΕΔΑ υποστηρίζει το δικαίωμα ιθαγενείας για τους αλλοδαπούς, αλλά όχι για τους Έλληνες. Νταξ τώρα.
Βάζω εδώ την σχετική σελίδα της προτεινόμενης αιτιολογικής έκθεσης:
Σύµφωνα µε την παράγρ. 2, το τέκνο έλληνα ή ελληνίδας που γεννιέται στο εξωτερικό αποκτά από τη γέννησή του την ελληνική ιθαγένεια, εφόσον ισχύει οποιαδήποτε από τις εξής προϋποθέσεις ως προς τον έλληνα ή την ελληνίδα γονέα του: είτε να έχει γεννηθεί στην Ελλάδα, είτε να κατοικεί µόνιµα στην
Ελλάδα κατά το χρόνο της γέννησης του τέκνου, είτε να διαθέτει ελληνική δηµοτολογική εγγραφή ή να υποβάλει σχετική αίτηση εντός τριών ετών από τη γέννηση του τέκνου. Αποκλείονται οι λεγόµενοι οµογενείς εξωτερικού εφόσον οι γονείς τους δεν είχαν ελληνική ιθαγένεια δυνάµει του παλαιού ΚΕΙ και δεν είχαν εγκαίρως εκδηλώσει, τακτοποιούµενοι δηµοτολογικά, την πρόθεση να ιδρύσουν πραγµατική σύνδεση µε την ελληνική πολιτεία. Η ρύθµιση για κτήση ιθαγένειας όχι µόνον από τα τέκνα γονέων που ήσαν ήδη εγγεγραµµένοι σε ελληνικό δηµοτολόγιο, αλλ’ ακόµη και από τα τέκνα γονέων οι οποίοι αποφασίζουν να εγγραφούν οι ίδιοι στο δηµοτολόγιο µέχρι και τρία χρόνια µετά τη γέννηση του τέκνου τους, εξασφαλίζει ότι δεν πρόκειται ν’ αποκλεισθεί ούτε ένας απ’ όσους επιθυµούν τη διατήρηση της ιθαγένειάς τους. Επί πλέον, µε τη µεταβατική διάταξη του άρθρου 30 παράγρ. 1, το όλο σύστηµα καθίσταται ακόµη επιεικέστερο, καθώς προστίθεται ως διαζευκτική δυνατότητα κτήσης ιθαγένειας το να είχε αποκτήσει ο γονέας ελληνική ιθαγένεια πριν τεθεί σε ισχύ ο παρών Κώδικας. Στην πράξη, ο αποκλεισµός αυτός δεν θα εφαρµοσθεί αµέσως, αλλά σταδιακά και µάλιστα σε βάθος
δύο γενεών: όσοι έχουν γεννηθεί µέχρι την ισχύ του νέου ΚΕΙ, κατέχουν δυνάµει των προϊσχυσάντων ΚΕΙ την ελληνική ιθαγένεια, η οποία θα ήταν αντισυνταγµατικό να αφαιρεθεί από τους ίδιους και δεν κρίνεται πολιτικά σκόπιµο να αφαιρεθεί από τα τέκνα τους. Έτσι, οι πρώτοι που θα θιγούν από τη νέα ρύθµιση, είναι τα τέκνα όσων γεννηθούν στο εξωτερικό από την εποµένη της ισχύος του νέου ΚΕΙ. Ανάλογη µεταβατική διευθέτηση περιέχει το άρθρο 4 παράγρ. 4 του ισχύοντος γερµανικού κώδικα. Σε κάθε περίπτωση, ο διαζευκτικός χαρακτήρας των προϋποθέσεων εξασφαλίζει στην πράξη το δικαίωµα ιθαγένειας όλων των ελλήνων της διασποράς που πιστοποιούν ενεργό σύνδεση µε την ελληνική πολιτεία, αποκλείοντας εν τέλει µόνο τις περιπτώσεις πλασµατικής ή καταχρηστικής αναβίωσης της σύνδεσης αυτής µετά από ηθεληµένη διακοπή πολλών γενεών.
∆εν τίθεται, άλλωστε, ζήτηµα παραβίασης της συνταγµατικής υποχρέωσης µέριµνας υπέρ των αποδήµων, καθόσον οι οσοδήποτε απώτεροι απόγονοι ελλήνων πολιτών, εφόσον οι ίδιοι πράγµατι ενδιαφέρονται, διατηρούν εσαεί, ως αντιστάθµισµα στην περιοριζόµενη αέναη κληρονοµικότητα της ιθαγένειας, τη δυνατότητα πολιτογράφησης, κανονικής µεν – και µάλιστα επί οχταετή µεταβατική περίοδο µε ειδικούς ευµενείς όρους σε σχέση µε την αναγκαία διάρκεια εγκατάστασης κατά το νέο άρθρο 30 παράγρ. 5 – αν στο µεταξύ εγκατασταθούν στην Ελλάδα, εξαιρετικής δε σε κάθε περίπτωση κατά το νέο άρθρο 12 παράγρ. 2.
Τέλος, ο περιορισµός της αέναης κληρονοµικότητας της ιθαγένειας καθίσταται ακόµη περισσότερο αναγκαίος εν όψει των νέων ρυθµίσεων για τη δεύτερη γενεά µεταναστών (άρθρο 4 παρ. 1-4): αν η ιθαγένεια εξακολουθούσε να µεταβιβάζεται διά του αίµατος χωρίς προϋποθέσεις διατήρησης δεσµών µε τη χώρα, η πρόσκαιρη παραµονή κάποιου στην Ελλάδα ως µετανάστη θα αρκούσε για να έχουν οι απόγονοί του εσαεί την ελληνική ιθαγένεια ακόµη και αν έχουν επιστρέψει στην πατρίδα τους.