Ιεραρχούνται άραγε μεταξύ τους τα συνταγματικά δικαιώματα;
Η γρήγορη και σωστή απάντηση είναι καταρχήν όχι. Μπορούμε βέβαια αφηρημένα να αναφερθούμε στο συνήθως συμβαίνον, που είναι ότι πράγματι στις περισσότερες περιπτώσεις συγκρούσεων κάποια δικαιώματα συνήθως υποσκελίζουν τα άλλα. Για παράδειγμα, η θρησκευτική ελευθερία συνήθως επικρατεί της οικονομικής, αλλά αυτό απέχει μακράν του να είναι απόλυτο. Έτσι, η ηλεκτρική εταιρεία μπορεί να εγκαταστήση τις ανεμογεννήτριές της στην αντικρινή κορφή, κι ας ισχυρίζωνται οι μοναχές ότι παρενοχλείται η προσευχή τους (όντως συνέβη!).
Ωστόσο, όλοι ξέρουμε ότι, υπό αυτήν την έννοια έστω του συνήθως συμβαίνοντος, υπάρχουν κάποια συνταγματικά δικαιώματα που είναι πιο σκληρά από άλλα. Για παράδειγμα, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, με τους τόσους και τόσους περιορισμούς τους οποίους υφίσταται, ανήκει μάλλον στα πιο μαλακά (έως τρυφερά) δικαιώματα. Από την άλλη, το δικαίωμα της ζωής αφενός μεν διακηρύσσεται ρητορικά ως (δήθεν) “απόλυτο”, αλλά και στην πράξη περιορίζεται σε κάποιες ελάχιστες περιπτώσεις, π.χ. άμυνα. Διαισθητικά ήδη φαίνεται σαν να υπάρχουν (τουλάχιστον) δύο κατηγορίες ατομικών δικαιωμάτων, αυτά που πρόχειρα ονόμασα σκληρά και μαλακά.
Αλλά επειδή εδώ δεν είναι ο λόγος για ναρκωτικά, αντί για σκληρά και μαλακά ας τους βρούμε μια πιο βαρύγδουπη ονομασία. Θα ονομάζω λοιπόν τα συνταγματικά δικαιώματα που συνήθως επικρατούν επικρατή και υπολειπόμενα, δανειζόμενος την σχετική βιολογική ορολογία.
Τι κάνει τώρα ένα δικαίωμα να ανήκη στην μία ή στην άλλη κατηγορία; Μια προφανής απάντηση είναι ότι πρόκειται για κάποιο γενικό ιδίωμα του δικαιώματος, που το καθιστά σημαντικό για όλους. Έτσι, το άσυλο της κατοικίας αναφέρεται σε μια στοιχειώδη προϋπόθεση του πεπολιτισμένου βίου, την στέγη, αλλά και στην εκδίπλωση της ιδιωτικής ζωής στον πυρήνα της. Από την άλλη μεριά, δεν ενδιαφέρονται όλοι οι άνθρωποι να κάνουν οικογένεια ή να σπουδάσουν στο Πανεπιστήμιο.
Ωστόσο, και εδώ νομίζω ότι κομίζω ίσως μια καινή γλαύκα, ο ίδιος ο δικαιωματούχος δεν εκτιμά εξίσου το φάσμα των ατομικών του δικαιωμάτων. Κάθε φορέας της συνταγματικής προστασίας αποτιμά, ιεραρχεί, προκρίνει και κατανέμει διαφορετικά τα συνταγματικά του δικαιώματα. Υπάρχουν για παράδειγμα θρήσκοι άνθρωποι, για τους οποίους η θρησκευτική ελευθερία προηγείται σε κάθε περίπτωση, παντού και πάντοτε, της επιχειρηματικής τους ελευθερίας: ποτέ δεν θα θυσίαζαν την πρώτη στην δεύτερη. Αντίστοιχα, για ένα συγγραφέα, ποιητή, δημοσιογράφο ή ιστολόγο η ελευθερία της έκφρασης ασκεί πολύ μεγαλύτερη επίδραση τον βίο τους σε σχέση με άλλους συμπολίτες μας, που δεν νοιώθουν κουβέντες στοιβαγμένες μέσα τους. Για ένα συνδικαλιστή, το δικαίωμα της απεργίας είναι πολύ σπουδαιότερο σε σχέση με ένα ελεύθερο επαγγελματία. Και τα λοιπά και τα λοιπά.
Αυτό που θέλω τώρα να τονίσω είναι το εξής: εξαιτίας αυτής της κυμαινόμενης αξιολόγησης των συνταγματικών δικαιωμάτων από τους ίδιους τους φορείς τους, κάποια εξ αυτών αποκτούν υποκειμενικά υπαρκτικό χαρακτήρα. Με άλλα λόγια, ο πολίτης που παρεμποδίζεται από την άσκησή τους βιώνει κάποιου είδους υπαρκτικό αδιέξοδο. Δεν είναι πια ο ίδιος άνθρωπος ούτε μπορεί να αναγνωρίση τον εαυτό του στον καθρέφτη: είναι πλέον κάποιος άλλος. Η κανονιστική ένταση του υπαρκτικού δικαιώματος το καθιστά σχεδόν παραπλήσιο προς το κατεξοχήν υπαρκτικό δικαίωμα: το δικαίωμα στην ίδια του την ζωή.
Η πρακτική συνέπεια των σκέψεων αυτών εντοπίζεται στην αξιολόγηση συγκεκριμένων περιπτώσεων προσβολών ατομικών δικαιωμάτων. Επειδή ακριβώς ό,τι συνιστά υπαρκτικό δικαίωμα για τον Α μπορεί να μην το συνιστά για τον Β, ενδέχεται η ίδια ακριβώς κρατική παρέμβαση να κριθή in concreto διαφορετικά: επιτρεπτή συνταγματικώς για τον Β, αλλά όχι για τον Α. Ίσως μάλιστα, ακριβώς επειδή ο θιγόμενος δεν είναι ο ίδιος κάθε φορά, αλλά αποτελεί φορέα διαφορετικών αντιλήψεων, η κρατική παρέμβαση να μην είναι η ίδια, όσο και αν φαίνεται ίδια. Διότι η αξιωσιμότητά της διαφέρει.
Αν κρίνουμε με βάση την παραπάνω σκέψη, που νομίζω ότι είναι ορθή σε γενικές γραμμές, μπορούμε να προσεγγίσουμε επιτυχέστερα ζητήματα που αναφύονται από καιρού εις καιρόν, όπως είναι η τουρμπανοφορία των Σιχ, η μπουρκοφορία κάποιων μουσουλμανίδων, η ιατρική υποχρέωση προς έκτρωση, ή η θητεία των αλλογενών ημεδαπών.
[Το άρ. 13 παρ. 4 Σ λέει βέβαια:
4. Κανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους
Έχει τα δίκια του κι αυτό].