Συχνά γράφω πράγματα που συναντούν αντίδραση, καίτοι είναι αυτονόητα για ένα νομικό (ή θα έπρεπε να είναι…) και εν πάση περιπτώσει δεν απαιτούν και καμιά μεγάλη ευφυΐα για την κατανόησή τους. Θα μαζέψω σε αυτήν την ανάρτηση μερικά πραγματάκια που κάναμε στην σχολή σχετικά με τα συνταγματικά δικαιώματα, απλά πράγματα και διαισθητικά κιόλας προσεγγίσιμα, για να τα έχω εδώ πρόχειρα για παραπομπή.
Μια θεμελιώδης διάκριση των δικαιωμάτων είναι μεταξύ αρνητικών και θετικών δικαιωμάτων. Τα αρνητικά δικαιώματα, νοείται πάντα έναντι του κράτους, είναι αμυντικά δικαιώματα, ορίζοντα στο κράτος τι δεν επιτρέπεται να πράξη. Όσα δικαιώματα λοιπόν ανήκουν στο στάτους νεγκατίβους του πολίτη διαγράφουν την πρωταρχική του σφαίρα ελευθερίας: είναι τα κατεξοχήν φιλελεύθερα δικαιώματα. Εδώ ανήκουν το δικαίωμα ζωής, υγείας και σωματικής ακεραιότητας, το άσυλο της κατοικίας, η θρησκευτική ελευθερία, το δικαίωμα εργασίας, το δικαίωμα γάμου, η ελευθερία της έκφρασης κλπ.
Τα θετικά δικαιώματα προϋποθέτουν, έστω και εν σπέρματι, το οικείο αρνητικό δικαίωμα. Πρόκειται για επιθετικά δικαιώματα, δικαιώματα που περιλαμβάνουν δηλαδή αξιώσεις του πολίτη όχι πλέον προς αποχή, αλλά προς παροχή. Ασκώντας το θετικό του δικαίωμα ο πολίτης απαιτεί από το κράτος να προβή σε ωρισμένη συμπεριφορά, συνήθως στο πλαίσιο της παροχικής διοίκησης. Τέτοια δικαιώματα είναι το δικαίωμα υγείας και εργασίας, το δικαίωμα στο φυσικό περιβάλλον, το δικαίωμα κοινωνικής ασφάλισης, το δικαίωμα κατοικίας, η προστασία πολυτέκνων και ανηλίκων κλπ. Είναι προφανές ότι σε πολιτικά συμφραζόμενα τα θετικά δικαιώματα του στάτους ποσιτίβους είναι το προνομιακό πεδίο δράσης των σοσιαλιστών.
Η ουσιώδης πρακτική διαφορά συνεπώς μεταξύ αρνητικών και θετικών δικαιωμάτων αφορά τον τρόπο καθ’ ον η κρατική εξουσία τα σέβεται: δι’ αποχής ή διά παροχής αντίστοιχα. Από την φύση τους προκύπτει ότι είναι πάντα δυνατός ο σεβασμός των αρνητικών δικαιωμάτων, αφού αυτός επιτελείται διά της απραξίας. Αντιθέτως, η τήρηση των θετικών δικαιωμάτων, δεδομένου ότι συνάπτεται προς κάποια θετική κρατική ενέργεια, εξαρτάται πάντοτε από τους κρατικούς πόρους. Υπό αυτήν την έννοια, τα θετικά δικαιώματα θέτουν πάντοτε το οικονομικό πρόβλημα. Η ικανοποίησή τους εξαρτάται συνήθως (όχι πάντα όμως, υπάρχουν και πράγματα που δεν στοιχίζουν!) από το γενικό οικονομικό επίπεδο και, άρα, η πτώση του οδηγεί και σε μείωση της παρεχόμενης προστασίας.
Ακριβώς για τον λόγο αυτό, τα θετικά δικαιώματα δεν είναι αγώγιμα. Επειδή δηλαδή οι κρατικοί πόροι είναι περιωρισμένοι (και επειδή επιπροσθέτως ενδημεί πολλή αοριστολογία και παπατζολογία ως προς τα θετικά δικαιώματα), δεν υπάρχει εξατομικευμένη αξίωση κάθε πολίτη π.χ. προς εξασφάλιση θέσεως εργασίας. Από την άλλη, το θετικό δικαίωμα δεν επιτρέπεται εξ αυτού του λόγου να μείνη γράμμα κενό, αλλά λειτουργεί το λιγώτερο σαν γενικός καθοδηγητικός μίτος της κρατικής δράσης: επιτρέπονται μόνο πολιτικές αποφάσεις που καταπολεμούν και όχι ευνοούν την ανεργία (επί ίσοις όροις, εξυπακούεται).
Πάρα πολύ ωραία όλα αυτά και καλώς καμωμένα. Αλλά η αλήθεια είναι πάντα πιο θολή, πιο βρόμικη, πιο στο περίπου. Καθαρά δικαιώματα δεν υπάρχουν, αλλά στην πραγματικότητα κάθε συνταγματικό δικαίωμα είναι μικτό. Μετέχει και των δύο φύσεων, αλλά συνήθως όχι εξίσου. Και έτσι, μονοφυσιτίζοντας στην πραγματικότητα, το αποκαλούμε συντομογραφικό με την επικρατούσα φύση του.
Πάρτε για παράδειγμα το αρχετυπικό αμυντικό δικαίωμα, το δικαίωμα της ζωής. Ωστόσο, με λίγη σκέψη διαπιστώνουμε ότι βεβαίως και έχει και θετική όψη: την αξίωση έναντι του κράτους να τιμωρή την ανθρωποκτονία, τόσο εκ προθέσεως, όσο και εξ αμελείας. Αν δεν υπήρχε αυτή η θετική όψη, τότε τα άρ. 299 και 302 ΠΚ θα μπορούσαν ακωλύτως και συνταγματικώς να καταργηθούν.
Παρομοίως, το δικαίωμα γάμου περιλαμβάνει ένα αμυντικό πυρήνα, το δικαίωμα σύναψης γάμου, επιλογής του συζύγου κλπ, αλλά και μια θετική άλω, που έχει πια σχεδόν επισκιάσει τον πυρήνα (επειδή έχει φτάσει να θεωρήται αυτονόητος, αν κανείς δεν είναι ομοφυλόφιλος βέβαια…): φοροαπαλλαγές, επιδόματα, κληρονομικά δικαιώματα κλπ. Το ίδιο και το δικαίωμα εργασίας: πάνω στο δικαίωμα επιλογής επαγγέλματος, εργοδότη, όρων εργασίας κλπ έχει επικαθήσει ένα σύμπλεγμα θετικών αξιώσεων έναντι του κράτους για επιδόματα ανεργίας, επανακατάρτιση, καθορισμό των γενικών όρων εργασίας διά νόμου κλπ.
Να κάνουμε και μια πρακτική εφαρμογή ακόμα. Για να δούμε πώς από το αυτονόητο προκύπτει με λίγες σκέψεις και το μη αυτονόητο. Ώστε να μαθαίνουμε και κάτι.
Η θρησκευτική ελευθερία είναι και αυτή μικτό δικαίωμα, όπου ιστορικά την κατά πολύ μεγαλύτερη σπουδαιότητα είχε η αμυντική του φύση, ήτοι η αξίωση από το κράτος να μας αφήνη στην ησυχία μας να θρησκεύουμε (ή να μην θρησκεύουμε), και μάλιστα με όποιον θεό θέλουμε, όπου θέλουμε, με όποιον τρόπο θέλουμε. Ελευθερία λοιπόν θρησκευτικής συνείδησης, λατρείας, θρησκευτικής έκφρασης (και προσηλυτισμού) κλπ.
Κοντά σε αυτά βέβαια έχει αναπτυχθή και ένα αξιόλογο επίστρωμα θετικών αξιώσεων, που περιλαμβάνει πράγματα τόσο διαφορετικά όσο οι φοροαπαλλαγές για τα θρησκευτικά καθιδρύματα, η ειδική ρύθμιση των θρησκευτικών νομικών προσώπων, πολεοδομικές διευκολύνσεις, αναγνώριση θρησκευτικών αργιών από το πολιτειακό ημερολόγιο και διάφορα άλλα πράγματα.
Όπως η διδασκαλία των θρησκευτικών ως ομολογιακού μαθήματος στην δημόσια εκπαίδευση.
Πριν μιλήσεις για μικτά δικαιώματα, αναφέρεις την υγεία και στα δύο. Να υποθέσω ότι στην πρώτη είναι η μη βλάβη της υγείας ενώ στη δεύτερη η βελτίωσή της;
Χονδρικά ναι. Το κράτος υποχρεούται και να απέχη από κάθε βλάβη ή διακινδύνευση της υγείας μας αρνητικά, αλλά και θετικά να λαμβάνη κάθε αναγκαίο μέτρο για την βελτίωσή της. Είναι προφανές ότι το δεύτερο συναρτάται με τους πόρους που έχει στην διάθεσή του.