Έξοδος

1.

93 χρόνια πριν, το τελευταίο πλοίο της Εξόδου έπιανε στον Πειραιά. Και έκλεινε όχι μόνο την Ανταλλαγή, αλλά μια ιστορία που κρατούσε από τους αλεξανδρινούς χρόνους.

Διάβασα πρόσφατα τον δεύτερο τόμο των μαρτυριών που συνέλεξε το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, που περιέχει ανθρώπινες διηγήσεις από τις επαρχίες της κεντρικής και της νότιας Μικρασίας. Θέλω να σας μεταφέρω εδώ κάποια από τα ερωτήματα και κάποιες από τις απαντήσεις αυτού του πολύτιμου τόμου, έχοντας αποδελτιώσει ένα μικρό μέρος του, που αφορά τα μέρη της Καππαδοκίας (όλες οι παραπομπές γίνονται στις σελίδες του τόμου).

2.

Οι τελευταίοι Μικρασιάτες που ήρθαν στην Ελλάδα είχαν τις πατρογονικές τους ρίζες στα βάθη της Ανατολής, στις χώρες εκείνες που κάποτε τις λέγαμε Καππαδοκία, Παμφυλία, Γαλατία, Κιλικία, Πισιδία, Λυκία. Απομονωμένοι στα χωριά τους, καλλιεργώντας τα εύφορα οροπέδια, ζώντας ανάμεσα στους Τούρκους σαν καλοί Χριστιανοί, άλλοι με διαλεκτικά ελληνικά και άλλοι τουρκοφωνήσαντες.

Σε γενικές γραμμές πρόκειται για ανθρώπους παλαιικούς, που θρησκεύουν βαθιά και αυτοπροσδιορίζονται κατά κύριο λόγο βάσει της θρησκευτικής τους διαφοράς από τους Τούρκους συντοπίτες τους.

Οικονομικά βρίσκονται σε σχετικά καλή κατάσταση, συχνά καλύτερη από των Τούρκων:

Οι Τούρκοι… δεν ήθελαν να φύγει ο ελληνισμός του Ακ-σεράι… Είχαν την ανάγκη μας. Εμείς κρατούσαμε το εμπόριο, την οικονομική ζωή του τόπου. Αυτοί δεν είχαν ιδέα από εμπορικές επιχειρήσεις, ήταν τσιφλικάδες… Τους εξυπηρετούσαμε. Τους κάναμε ένα σωρό ευκολίες. Τους πουλούσαμε εμπορεύματα επί πιστώσει, που εξοφλούσαν με τη συγκομιδή. Τους δίναμε δάνεια.

(Αλέξανδρος Λεοντόπουλος, πρώην Αρσλάνογλου, από το Ακ-Σεράι, σελ. 6)

[Πώς να μην παρατηρήση κανείς ότι κοινωνικοοικονομική θέση αυτών των Χριστιανών ήταν ακριβώς η ίδια με των Εβραίων στον δυτικό Μεσαίωνα;]

3.

Η διαδρομή κάθε χωριού είναι περίπου η ίδια. Κάθε διήγηση ακολουθεί πάνω κάτω τους ίδιους κοινούς τόπους. Κάποια στιγμή το 1922 ή το 1923 καταφθάνει η εντολή για το μουμπάντελε, την Ανταλλαγή. Είχαν προηγηθή φήμες βέβαια, οι πιο γραμματιζούμενοι που διάβαζαν τις εφημερίδες της Πόλης κάτι ήξεραν, αλλά κανείς δεν το πίστευε. Σε μερικά χωριά, στα λιγώτερα, η είδηση ήρθε σαν λύτρωση, επειδή τα χωριά αυτά είχανε υποστή σφαγές και ήσαν θύματα των επίφοβων Τούρκων ατάκτων, των τσετών. Στα περισσότερα χωριά η γενική διάθεση ήταν βέβαια αρνητική: πώς να αφήση κανείς τις εκκλησιές, τα αμπέλια, τα σπίτια, τους τάφους των προγόνων;

Αφηγείται ο Κωστής Ρίζος από την Σινασό της Καππαδοκίας (σελ. 287):

Θρήνο, κλαυθμός και οδυρμός απ’ άκρη σ’ άκρη, μόλις ήλθε στη δημογεροντία η διαταγή της τουρκικής κυβερνήσεως, που μιλούσε για τον ξεριζωμό μας. Χωρίς καν να ερωτηθούμε, σαν να ήμαστε αγέλες προβάτων. Ήταν ανήθικο, ήταν τραγικό να αφήσουμε έτσι να σκορπιστούν αιώνων κόποι, μόχθοι και αγώνες. Να εγκαταλείψουμε τα σχολειά μας, τις εκκλησίες μας, τον πολιτισμό μας, τα κόκαλα των προγόνων μας, τα όσια και ιερά μας εθνικά κειμήλια… κι όμως, δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Μόνο αν ομαδικά αλλάζαμε τη θρησκεία των πατέρων μας, τότε θα μπορούσαμε να μείνουμε. Αυτό όμως ήταν αδύνατο, ήταν αισχρό. Έτσι υποκύψαμε στην ειμαρμένη.

Σε κάθε χωριό διωρίστηκε επιτροπή για την ανταλλαγή, η οποία κατέγραψε σχολαστικά την ακίνητη περιουσία κάθε ανταλλασσόμενου, εκδίδοντας σχετική απόδειξη. Περιττό να πούμε ότι αυτές οι αποδείξεις δεν χρησίμευσαν σε τίποτα στην Ελλάδα. Σε γενικές γραμμές, η διασπορά κάθε χωριού, κυρίως στην Πόλη, η Εκκλησία, αλλά και ντόπιοι πλούσιοι συνεισέφεραν για να αντιμετωπιστούν τα έξοδα του ταξιδιού.

Αφηγείται ο Κωστής Ρίζος από την Σινασό (σελ. 288):

Η Επιτροπή της Ανταλλαγής έκανε και κάτι άλλο: φορολόγησε τους πιο πλούσιους Σινασίτες που βρισκονταν τότε στο χωριό. Με τα χρήματα αυτά ενίσχυσε τους απορότερους που δεν είχαν τα μέσα να πληρώσουν τα οδοιπορικά τους.

Ακολούθως, την ωρισμένη ημερομηνία, μετά την δραματική τελευταία λειτουργία στην εκκλησία του χωριού, οι Χριστιανοί αποχαιρετούσαν με κλάματα τους τάφους των γονέων τους, φόρτωναν τα πράγματά τους στους αραμπάδες και έφευγαν.

Μιλά ο Σεραφείμ Ρίζος από την Σινασό (σελ. 298):

Πρώτη Αυγούστου του 1924 σήμαναν οι καμπάνες πρωί πρωί. Αφού λειτούργησε και μοίρασε το αντίδωρο ο Παπαχρύσαντος, είπε με τρεμάμενη φωνή: “Ευλογημένοι χριστιανοί, από σήμερα δεν έχουμε πια εκκλησιά!…”

"Εκεί που ήταν να πάρουμε το Μεγάλο Εκκλησά, χάσαμε και τα μικρά" (σελ. 299)
“Εκεί που ήταν να πάρουμε το Μεγάλο Εκκλησά, χάσαμε και τα μικρά” (σελ. 299)

Πρώτοι έφευγαν με έξοδα της Εκκλησίας οι πιο φτωχοί, τελευταίοι οι πρώτοι του χωριού και τα μέλη της επιτροπής. Πρώτη στάση στην Νίγδη, όπου έμεναν σε σπίτια χριστιανικά, δεύτερη συνήθως στο Ουλούκισλα, που ήταν σιδηροδρομικός σταθμός. Εκεί έμεναν σε σκηνές (τσαντίρια) για μέρες ή εβδομάδες, μέχρι να έλθη το ωρισμένο τραίνο (οι πιο πολλοί δεν είχαν δει ποτέ τους τραίνο). Στοιβάζονταν ο ένας πάνω στον άλλο σε βαγόνια προωρισμένα για την μεταφορά ζώων και κατέφθαναν τελικά στην Μερσίνα. Η Μερσίνα, μεγάλο λιμάνι της Κιλικίας, προκαλούσε σε όλους εντύπωση για τον πλούτο και την αγορά της. Την πιο μεγάλη εντύπωση βέβαια την προκαλούσε το άλλο πρωτόγνωρο θάμα, η θάλασσα:

Καθώς κατηφόριζε το τραίνο προς τη Μερσίνα, βλέπουμε από μακριά να πρασινίζει κάτι, σαν λίμνη. Ρωτάμε: -Τι είναι αυτό;, -Η θάλασσα, λένε. Πρώτη φορά βλέπαμε θάλασσα και μας φαινόταν περίεργο

(Αλέξανδρος Λεοντόπουλος από το Ακ-σεράι, σελ. 7)

Από την Μερσίνα επιβιβάζονταν στα πλοία της ανταλλαγής δωρεάν ή, οι πιο εύποροι, αναχωρούσαν με δικό τους εισιτήριο με το πλοίο της γραμμής για τον Πειραιά.

Στον Πειραιά υποβάλλονταν όλοι οι ανταλλασσόμενοι της πρώτης κατηγορίας στην βάσανο της καραντίνας, ζώντας σε αντίσκηνα, με λίγο και ζεστό νερό, σε κακές συνθήκες υγιεινής. Και όχι μόνο αυτό, αλλά, πράγμα που οι γυναίκες βίωσαν ως πολύ εξευτελιστικό, κουρεύονταν όλοι εν χρω (βλ. εξιστορήσεις στις σελ. 311). Μετά από 15 αγωνιώδεις ημέρες εκεί, που συνωδεύονταν όχι σπάνια από θανάτους των πιο ηλικιωμένων προσφύγων, οι ανταλλασσόμενοι ωδηγούντο όπου έδει, άλλος στην Καβάλα, άλλος στα Γιαννιτσά, άλλος στον Έβρο, άλλος στην Χαλκιδική, άλλος στην Κέρκυρα. Βασικά όπου υπήρχαν τουρκικές περιουσίες, όπου θα μπορούσαν να εγκατασταθούν, και όπου το κράτος ήθελε να τους εγκαταστήση για “εθνικούς λόγους”.

Η μεγάλη ζημιά έγινε ακριβώς σε αυτούς τους τόπους της τελικής εγκατάστασης, επί ελληνικού εδάφους. Η επιμελητειακή οργάνωση ήταν αμελητέα, τα εδάφη ακατάλληλα, η υγειονομική περίθαλψη ανύπαρκτη. Τα όποια σχέδια εγκατάστασης διαλύθηκαν στις εκατόμβες της ελονοσίας.

Και πάει κι αυτό.

4.

Μπορούμε όμως να διακρίνουμε διαφορετικές στάσεις ανάμεσα στους χριστιανούς της περιοχής. Οι νέοι γενικά ήταν πιο ενθουσιώδεις, καθώς ήθελαν να πάνε στην Ελλάδα, αποστρέφονταν την Τουρκιά, ήλπιζαν σε μια καλύτερη ζωή. Το ίδιο παρατηρείται και σε πολλές από τις κεφαλές κάθε χωριού, που ήταν κατά τεκμήριο καλύτερα πληροφορημένοι. Το δικό τους συμπέρασμα είναι ότι το πράγμα δεν πήγαινε άλλο και κάθε πιθανότητα ομαλής διακοινοτικής συμβίωσης επί Κεμάλη είχε εκλείψει.

Διηγείται για παράδειγμα ο Ευστάθιος Χατζηευθυμιάδης από το Προκόπι, μέλος και ο ίδιος της τοπικής επιτροπής (σελ. 281, 284):

Ο απλός λαός δεν πίστευε ότι θα γίνει Ανταλλαγή. Έλεγε ότι η Ρωσία δε θ’ αφήσει να χαθεί ο χριστιανισμός της Ανατολής. Οι μορφωμένοι ήταν αμφίρροποι. Ορισμένοι πίστευαν ότι θα γίνει η Ανταλλαγή, γιατί άλλος τρόπος δεν υπήρχε. Ο ελληνισμός της Ανατολής κινδύνευε… Να σου πω την αλήθεια, δεν αισθανθήκαμε και τόσον πόνο που φύγαμε. Οι σφαγές των Αρμενίων μάς είχαν τρομάξει. Προτιμούσαμε να φάμε ξερό ψωμί κι ελιές στην Ελλάδα παρά να μείνουμε στα χέρια των Τούρκων… Καλώς έγινε η Ανταλλαγή. Στην Τουρκία δεν υπήρχε πια προκοπή.

Παρομοίως ο Σεραφείμ Ρίζος από την Σινασό (σελ. 292):

Η νεολαία μας στις χαρές της… Θα πάμε στην Ελλάδα, στην πολυύμνητην Ελλάδα, θα μας δώσουν έτοιμα σπίτια, έτοιμα αμπέλια και χωράφια. Θά ‘χουμε να κάνουμε με πολιτισμένους, με γραμματισμένους ανθρώπους, με χριστιανούς το κάτω κάτω της γραφής και δε θα βλέπουμε πια Τούρκους, νάθεμά τους τους Αγαρηνούς… Οι γεροντότεροι και προ πάντων η Σινασίτισσα νοικοκυρά δεν την δέχτηκαν την Ανταλλαγή μ’ ευχαρίστηση και χαρά.

Την περίσκεψη των πρεσβυτέρων εκφράζει και ο Ιωάννης Παλαχτσής από τα Φάρασα (σελ. 309):

Οι νοικοκυραίοι νομάτοι βλέπαμε την Ανταλλαγή με φόβο. Τι θα βρίσκαμε στην Ελλάδα! Τι μας περίμενε στον ξένο τόπο!

Κάποιοι άλλοι χριστιανοί, πιο πολιτικοποιημένοι, καλοδέχτηκαν επίσης την Ανταλλαγή:

Όταν μάθαμε πως θα γίνει η Ανταλλαγή, η οικογένειά μου αισθάνθηκε χαρά και ανακούφιση, γιατί είχαμε διώξεις από την τουρκική αστυνομία, ύστερα από συκοφαντίες εχθρών μας ότι ενισχύομε τον ελληνικό στρατό

(Αλέξανδρος Λεοντόπουλος από το Ακ-σεράι, σελ. 5).

Το θέμα αυτό επαναλαμβάνεται συχνά στις αφηγήσεις. Λέγοντας ο πληροφορητής ότι περνούσαν καλά με τους Τούρκους, αναφέρεται, έστω και αν δεν το δηλώνει σαφώς, στην προ του 1908 περίοδο. Το κίνημα του Νεοτουρκισμού απορρίπτεται ως άθεο και ως εθνικιστικό. Είναι μάλλον εύδηλο ότι ο ελληνικός πληθυσμός, εκμεταλλευόμενος την πολιτική παραλυσία του οθωμανικού ντοβλετιού, είχε επιτύχει ζηλευτό συγκριτικά επίπεδο αυτονομίας και ευπραγίας.

5.

Είναι χαρακτηριστικό ότι διαφέρουν αρκετά οι μαρτυρίες ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες οι ανταλλασσόμενοι Χριστιανοί πώλησαν την κινητή περιουσία τους. Πολλές μαρτυρίες συντείνουν στο ότι οι ντόπιοι Τούρκοι εκμεταλλεύθηκαν τους συμπατριώτες τους που θα έφευγαν. Παραδείγματα:

Ευστάθιος Χατζηευθυμιάδης, Προκόπι (σελ. 282-3):

Ο κόσμος τότε φοβήθηκε και άρχισε να πουλάει σε εξευτελιστικές τιμές την κινητή περιουσία του… Βρήκαν ευκαιρία οι καμηλιέρηδες και διπλασίασαν τον ναύλο

Κωστής Ρίζος, Σινασός (σελ. 288):

Τα άλλα, τα ζώα τους, τα έπιπλά τους, τα χωράφια τους, τα πουλούσαν στους Τούρκους, που τά ‘παιρναν για τίποτα.

6.

Παράλληλα και λίγους μήνες πιο νωρίς, στα μέρη της Ανταλλαγής κατέφθασαν Μουσουλμάνοι από την Μακεδονία, την Έδεσσα, την Κοζάνη και αλλού, προκειμένου να εγκατασταθούν στις περιουσίες των Χριστιανών που θα έφευγαν. Αυτοί περιγράφονται σχεδόν δίχως εξαίρεση ως κακοί, δύστροποι, επιθετικοί, ανεπρόκοποι.

Αφηγείται ο Ευστάθιος Χατζηευθυμιάδης από το Προκόπι (σελ. 283):

Στο δρόμο άρπαζαν τα φέσια απ’ τα κεφάλια των Χριστιανών και έλεγαν: “Γκιαβούρογλου, Γκιαβουρλάρ, θα πάτε στην Ελλάδα, τι τα θέλετε τα φέσια;”

Ο λόγος στον Ιωάννη Παλαχτσή από τα Φάρασα (σελ. 311):

[Στην Μερσίνα] Οι Τούρκοι μας κυνηγούσαν με τα ρόπαλα. Προ πάντων οι Τουρκοκρητικοί δε μας άφηναν να σταθούμε πουθενά.

Ο οικείος εχθρός είναι πάντα προτιμώτερος, ο ξένος τρομακτικώτερος.

7.

Οι ντόπιοι Τούρκοι, οι συμπατριώτες, που στην εξωτερική εμφάνιση δεν τους χώριζε τίποτα από τους ανταλλασσόμενους και συχνά ούτε και στην γλώσσα, αντιμετώπισαν σε γενικές γραμμές με πόνο τον χωρισμό.

Και πώς άλλωστε να εκλείψουνε αυτοστιγμεί τα νομικά και πολιτιστικά δεσμά αιώνων;

Ωστόσο, τα αισθήματά τους προς τους Χριστιανούς συχνά δεν ήταν αισθήματα ομοταγών πολιτών, αλλά είχαν κάτι από τον πόνο εκείνου που πεθαίνει ο σκύλος του.

Αφηγείται ο Ευστάθιος Χατζηευθυμιάδης από το Προκόπι (σελ. 284):

Με το ούζο ήρθε στο μεράκι ο καϊμακάμης. Ήρθε η κουβέντα για τους Χριστιανούς. Κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας: (μτφρ.) “Αχ βαχ, αυτό το μιλέτι πάντα καλό μιλέτι ήτανε. Σας της Οντέσσας τις αγελάδες, πάντα αρμεγότανε…”

Αφηγείται η Αναστασία Σπυροπούλου από τα Ποτάμια (σελ. 285):

Δε μας πείραξαν οι Τουρκοι. Με τ’ αλόγατά τους, καβάλα, ήρθαν μαζί μας πέντε ώρες μακριά, για να μας αποχαιρετήσουν… Δεν τραβήξαμε τίποτα εμείς, ήρθαμε καλά, ήσυχα.

Διά τον φόβο των τσετών βέβαια, πολλά χωριά αγόρασαν προστασία, πληρώνοντας κάποιους ντόπιους Τούρκους ως συνοδούς τους.

Παρατηρείται συχνά, και αυτό είναι εύλογο σε κάποιο βαθμό, ο διαχωρισμός ανάμεσα στους καλούς, ντόπιους Τούρκους και στους κακούς, ξένους:

Κωστής Ρίζος, Σινασός (σελ. 289):

Μόνο Τούρκοι αγωγιάτες χωριανοί μας τα συνόδεψαν [τα φορτία με τα κειμήλια του χωριού] και δεν καταδέχτηκαν να μας πάρουν ούτε ένα προσόψι. Όλα άθικτα τα έφεραν ως τη Μερσίνα και μας τα παρέδωσαν… Οι Τούρκοι του χωριού μας… πολύ λυπημένοι, μας αγκάλιαζαν, μας φιλούσαν και μας παρακαλούσαν να μη φύγουμε. Μας φέρνανε δώρα και μας ξαποστέλνανε κλαίγοντας μισή ώρα με μουσική, με λαγούτα και βιολιά και με πένθιμα τραγούδια… [Αργότερα όμως, καθ’ οδόν] Οι Τούρκοι είχαν πια εξαγριωθεί και κυνηγούσαν τις γυναίκες μας.

Σεραφείμ Ρίζος, Σινασός (σελ. 299):

Εκτός από λίγους φανατικούς και άλλους άρπαγες και καταφερτζήδες, ο τούρκικος συμπατριώτης μας λαός δεν επεδοκίμασε την Ανταλλαγή μας

Γενικά, επικρατεί στις διηγήσεις μεγάλη συγκίνηση και συναισθηματισμός. Αφηγείται π.χ. ο Αλέξανδρος Λεοντόπουλος από το Ακ-Σεράι, σελ. 6:

Κάθε μέρα είχαμε στο σπίτι συγκινήσεις. Μας επισκέπτονταν φιλικές και γνωστές μας τουρκικές οικογένειες και μας παρακαλούσαν κλαίγοντας να μη φύγουμε…

Ιωάννης Παλαχτσής, Φάρασα (σελ. 310):

… Άρχισαν τα κλάματα και μας φιλούσαν. -Ποτέ δεν ελπίζαμε ότι θα γινότανε τέτοιο πράγμα, μας έλεγαν. Αλλά, αφού ήθελε ο Θεός, στο καλό να πάτε.

Ανάμεσα στα συγκινητικά παραδείγματα που αναφέρει ο Σεραφείμ Ρίζος (που, να σημειωθή αυτό, όπως και παντού στην εξιστόρηση προέρχονται σχεδόν χωρίς εξαίρεση από γυναίκες και γενικά ανθρώπους χωρίς πολιτική επιρροή. Παράδειγμα από την Μακρίνα Ραφτοπούλου, Τζαλέλα Καππαδοκίας, σελ. 302: “Οι Τούρκοι δε μας πειράξανε. Μας αποχαιρέτησαν με καλό τρόπο. Οι Τουρκάλες κλαίγανε.”), μου έκαναν εντύπωση όμως και τα εξής (σελ. 300):

… οι Τούρκοι συμπατριώτες μας συνήθισαν τόσο πολύ μαζί μας, ώστε δεν μας θεωρούσαν πια ξένους, παρείσακτους, μ’ όλο το “κιαβούρ” που, τυπικά, εκ συνηθείας, το έλεγεν… Ο Χατσεφέντης, ο φίλος μου, μου έλεγε: […] “Κάματε λάθος μεγάλο που δεν ακολουθήσατε τον παπα-Ευτύμ. Ίσως δεν θα σας πείραζαν…” […] Ο φίλος και πατριώτης μου γιατρός Ιμπραχίμ μπέης […] “Το μόνο που κερδίζουμε είναι ότι απαλλασσόμαστε από τον αδιάκοπο μπελά του ικί καφαλή καρτάλ

Και πάλι για τον παπα-Ευθύμ, αναφέρει ο Ευστάθιος Χατζηευθυμιάδης από το Προκόπι (σελ. 283):

Βγήκε και το ζήτημα παπα-Ευθύμ στη μέση. Ήθελε να κάνουμε κογκρέσο, να συστήσουμε επιτροπή, να κάνουμε Πατριαρχείο στην Καισάρεια. Για ν’ αποφύγουμε την Ανταλλαγή, έλεγε, ν’ αρνηθούμε ότι είμαστε Έλληνες ορθόδοξοι. Να λέμε, ναι μεν είμαστε ορθόδοξοι, αλλά τουρκικής καταγωγής! Μπορούσε να γίνει τέτοιο πράγμα; Και όμως, υπήρχε στο Προκόπι μικρό ρεύμα για την άποψη αυτή. Δεν καρποφόρησε όμως. Ήρθε στο Προκόπι ο ίδιος. Έβγαλε λόγο. Κατέκρινε την πολιτική του Πατριαρχείου. Έβριζε τον Πατριάρχη. Μάλιστα με το ζόρι μάς απόσπασε 300 λίρες για τα οδοιπορικά του έξοδα!

Ενώ ο Ιωάννης Παλαχτσής από τα Φάρασα της Καππαδοκίας αναφέρεται στον Τούρκο στρατηγό Οσμάν εφέντη “που τον θεωρούσαμε προστάτη μας. Πολλές φορές μας γλίτωσε από το σπαθί των τσέτηδων” (σελ. 308).

Νομίζω ότι μαρτυρίες σαν κι αυτές είναι απολύτως εύγλωττες. Οι ντόπιοι Τούρκοι ενσαρκώνουν από την μια το στερεότυπο του αγαθού Ανατολίτη, του καλόκαρδου και θυμόσοφου, του αρεσκόμενου στο huzur, του λιγάκι tembel. Εδώ αποφασιστική σημασία διαδραμάτισε προφανώς η (μη) προέλαση του ελληνικού στρατού μέχρι εκείνα τα μέρη: οι καθεστημένες πολιτικές σχέσεις δεν διακινδύνευσαν, δεν χύθηκε αίμα (τουλάχιστο των επικυριάρχων) και την γαλήνη της ενδοχώρας μόνο κάποιοι περιστασιακοί ξενοχωρίτες τσέτες απειλούσαν.

Αλλά από το επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων πρέπει, όπως πάντα, να διαχωρίσουμε το ανώτερο πολιτικό επίπεδο: οι Ρωμιοί θα έμεναν πάντα γκιαούρηδες και η καλύτερη λύση θα ήταν να εκκεμαλιστούνε μόνοι τους.

Σινασός της Καππαδοκίας.  "Σήμερα, 2 Οκτωβρίου 1924, φεύγουμε από την πατρίδα οριστικά." (σελ. 301)
Σινασός της Καππαδοκίας.
“Σήμερα, 2 Οκτωβρίου 1924, φεύγουμε από την πατρίδα οριστικά.” (σελ. 301)

8.

Σε γενικές γραμμές η Ανταλλαγή κύλησε ομαλά. Εμφανώς συνετέλεσαν σε αυτό ο ξένος παράγων που επέβλεπε, τα χρήματα που δόθηκαν για να καλυφθούν τα έξοδα της ανταλλαγής, ο άφθονος χρόνος που διατέθηκε, αλλά, κακά τα ψέματα, κυρίως η ευμενής διάθεση του Κεμάλη. Που με την σειρά της συναρτάτο ασφαλώς με την ασφάλεια των συμπατριωτών του που ανταλλάσσονταν ταυτόχρονα από τους κάμπους της Μακεδονίας.

Και έχουν τις δικές τους ιστορίες να πουν.

4 thoughts on “Έξοδος”

  1. Την πιο μεγάλη εντύπωση βέβαια την προκαλούσε το άλλο πρωτόγνωρο θάμα, η θάλασσα:

    τι λες ρε συ, δεν ειμαστε γενετικα θαλασσινος λαος;

    τωρα, ενα καλο ερωτημα ειναι τι θα ειχε γινει χωρις την εξοδο. Το πιθανοτερο ειναι να αφομοιωνοντουσαν απλα, οπως αφομοιωθηκαν τοσοι αλλοι σε τοσες αλλες περιπτωσεις, ειδικα την συγχρονη εποχη με την τηλεοραση να ισοπεδωνει τις πολιτιστικες και γλωσσικες διαφορες εντος χωρας, ειδικα αν δεν υπαρχει ενας πολυ δυνατος πυρηνας εκτος χωρας να κραταει μια επαφη.

    Reply
    • Όχι, διαφωνώ. Κανείς δεν αφωμοιώθηκε! Ούτε οι Τούρκοι της Βουλγαρίας ούτε της Ελλάδας ούτε οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Μην υποτιμάς την πολιτιστική σημασία της θρησκείας.

      Είναι συγκλονιστικό ότι οι Τούρκοι τοπικοί άρχοντες ανακοίνωναν την Ανταλλαγή στους Ρωμιούς λέγοντάς τους “θα πάτε πίσω στον παππού σας τον Έλληνα”.

      Reply
      • εχεις μιλησει με σημερινο Ελληνα Κωνσταντινουπολης?

        Οι κοινοτητες με καποιον σοπβαρο πληθυσμο θα ειχαν ισως μια ελπιδα, οι υπολοιπες ειτε θα αφομοιωνοντουσαν ειτε θα εμεναν τρομακτικα πισω.

        Reply

Leave a Comment