Τελευταία, μέσα στη συλλογική κατάθλιψη των ημερών (πανελλαδική και εορταστική), ένα πρόσωπο που μου έρχεται συχνά στο μυαλό, ενίοτε πηδώντας από την οθόνη της ΤV, είναι ο Μίκης Θεοδωράκης. Θέλω σ’ αυτή την ανάρτηση να κάνω ευρύτερα γνωστές κάποιες σκέψεις μου για τον Μίκη.
Με τον Μίκη Θεοδωράκη-καλλιτέχνη δεν έχω τίποτε το ιδιαίτερα «προσωπικό». Τρέφω ειλικρινή εκτίμηση στο μουσικό του έργο, όπως, άλλωστε, και τόσοι άλλοι συμπατριώτες μου. Και θεωρώ ότι τμήμα αυτού του έργου, θα μείνει, μάλλον, στην Ιστορία του νεοελληνικού πολιτισμού. Αυτό, όμως, θα συμβεί και με το έργο κάποιων άλλων σπουδαίων καλλιτεχνών του 20ου αιώνα. Ο Μίκης ανήκει, κατά τη γνώμη μου, στη χορεία αυτών των ξεχωριστών μορφών του πολιτισμού μας. Είναι ένας εξ αυτών: Ίσος μεταξύ ίσων. Ίσως (γιατί ασφαλώς μόνο ο χρόνος είναι αρμόδιος να κρίνει τέτοια πράγματα)…
Με τον Μίκη-πολιτικό, πάλι, έχω ένα «προσωπικό» πρόβλημα: Δεν κατάφερα ποτέ να διαμορφώσω μια πλήρη και σφαιρική γνώμη γι’ αυτόν, τόσο έγκυρη, ώστε να θέλω και να τη μοιραστώ με άλλους. Δεν ξέρω γιατί συνέβη αυτό και δεν υπαινίσσομαι ότι φταίει ο Μίκης γι’ αυτό. Μάλλον εγώ φταίω: Μην έχοντας ζήσει την εποχή της δίωξης των αριστερών, όταν αναπτυσσόταν η σημαντικότατη πολιτική δράση του καλλιτέχνη, μη βιώνοντας το «Καραμανλής ή τανκς!» της Μεταπολίτευσης και όντας σχετικά μικρός κατά την υπουργική του θητεία δεν είχα και πολλές δυνατότητες να τον καταλάβω ως πολιτικό άνδρα… Υπήρχε εξάλλου και ένα άλλο, σταθερό εμπόδιο: Η ίδια η φυσιογνωμία του Μίκη μου ενέπνεε, και ακόμη μου εμπνέει, αίσθημα βαθύτατου σεβασμού. Ο Μίκης έχει την ιστορία γραμμένη πάνω του. Το πρόσωπο και η κοψιά του φέρουν κάτι το ανδρικά ηρωικό, το παιδικά ενθουσιώδες, το βαθιά ανθρώπινο αλλά και υπεράνθρωπο μαζί, έχει δηλ. πράγματι, όλα τα στοιχεία ενός ζωντανού θρύλου.. Καθώς τον βλέπει κανείς να στέκει μ’ αυτό το άσπρο αιώνια εφηβικό μαλλί του να ανεμίζει, μ’αυτές τις μαεστρικές κινήσεις και τους φοβερούς συλλαβισμούς του όταν διευθύνει την ορχήστρα του στο Ρίτσο (Να-τη, πε-τιε-ται), μ’ αυτή την ένταση και το πάθος του γνήσιου καλλιτέχνη, η εικόνα του Μίκη είναι εικόνα ενός ανθρώπου που συναρπάζει. Και, νομίζω, αυτό το αφοπλιστικό, αυθόρμητο συναίσθημά μου, το μοιράζομαι με κάθε Νεοέλληνα που πληροί δύο απλές, βασικές προϋποθέσεις για το σχετικό βίωμα: στοιχειώδες δέος απέναντι στους σπουδαίους των παλαιότερων γενεών και ικανότητα να συγκινείται από τη δύναμη της Τέχνης.
Ωστόσο, τον τελευταίο καιρό, καθώς αναρωτιέμαι κάπως βαθύτερα για όλα τα πράγματα σε μια χώρα που καταρρέει, κάτω από το αφόρητο βάρος των χρεών και των ανίκανων πολιτικών της, τη βαθιά ανηθικότητα τεράστιας μερίδας των πολιτών της, και την ανεπάρκεια των πνευματικών ταγών της, έρχονται στιγμές που αναρωτιέμαι και για τον Μίκη, έναν από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες-ταγούς αυτού του τόπου: Τι κάνει άραγε στις μέρες μας και πώς αντιδρά άραγε μπροστά στην κατάσταση αυτή ο Μίκης;
Απάντηση στο ερώτημα αυτό έχουν δώσει άλλοι (με αναλύσεις που κάποτε φαίνονται ενδιαφέρουσες και κάποτε ρηχές ή πρόχειρες). Εγώ, όπως είπα, δεν μπορώ να κρίνω τον Μίκη ως πολιτικό. Από την άλλη, το ότι ο Μίκης είναι σήμερα σε προχωρημένη ηλικία και καλλιτεχνική αδράνεια καθιστά το αρχικό μου ερώτημα καταδικασμένο να μείνει αναπάντητο, λόγω ενός είδους απολύτου ανωτέρας βίας! Αν δεν μπορώ να τον κρίνω ούτε ως πολιτικό ούτε ως καλλιτέχνη, τότε τι μπορώ να κάνω;
Σκέπτομαι, βασικά, να αντιστρέψω το αρχικό μου ερώτημα (αφού αρχικά, το «διαστρέψω» λιγάκι!) κάνοντάς το πιο βολικό για μένα –και ίσως πιο γόνιμο για όλους μας: Τι έκανε άραγε παλιότερα ο Μίκης ως καλλιτέχνης-ταγός στην νεοελληνική κοινωνία; Τι έκανε ως πνευματικός ηγέτης σ΄εκείνες τις «καλύτερες μέρες» των τελών της δεκαετίας του ’70 και των αρχών της δεκαετίας του ’80, όταν πολλοί κρέμονταν από τα χείλη του για να δουν πώς θα πεταχτεί και θα αντριέψει ξανά, η πληγωμένη από την επταετή δικατορία και τον διχασμό αριστερών-δεξιών Ρωμιοσύνη;
Και πάλι, μου είναι δύσκολο να απαντήσω: Δεν ξέρω τι ακριβώς έκανε και πώς σκεπτόταν, δεν ξέρω πώς ακριβώς αντιμετώπιζε (ψυχικά-πνευματικά) ο Μίκης μια κατάσταση, την οποία και σήμερα ακόμη κάποιοι απίθανοι τύποι νοσταλγούν, παραβλέποντας ότι είναι ακριβώς αυτή που μας έφερε στο χείλος της απόλυτης, ηθικής και οικονομικής, καταστροφής ως χώρα και ως κοινωνία. Είμαι ασφαλώς, απολύτως βέβαιος ότι ο Μίκης δεν ήθελε να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε, αποκλείεται φυσικά να αποδεχόταν τέτοιο ενδεχόμενο.. Το προέβλεπε όμως; Το φανταζόταν; Και αν ναι, τότε, τι ακριβώς έκανε για να μην φτάσουμε εδώ που φτάσαμε και τι παρέλειψε να κάνει; Δεν έχω δυστυχώς ευθεία απάντηση ούτε εδώ, για να σας δώσω…
Είμαι λοιπόν αναγκασμένος, να αλλάξω οριστικά το ερώτημά μου, ώστε να μπορέσω πια να του δώσω μια κάποια απάντηση: Τι έκαναν άραγε τότε, σ’ εκείνη τη μεταπολιτευτική εποχή της παχιάς αγελάδας, κάποιοι άλλοι καλλιτέχνες, ίσως ισάξιοι του Μίκη (ίσως όμως και καλύτεροι, άλλωστε τα πάντα κρίνονται στο διάβα του χρόνου…), τους οποίους σήμερα κάποιοι δεν θυμούνται, κάποιοι δεν γνωρίζουν, κάποιοι δεν θα ακούσουν ποτέ (γιατί τους βρίσκουν «ντεμοντέ» σε αντίθεση με τον πάντα «διαχρονικό» Μίκη») και κάποιοι μπορεί να βρουν ακόμη και «γραφικούς»; Μήπως αυτό που έκαναν δεν είχε καμία σχέση με το «πολιτικό τραγούδι» που αποτέλεσε την σημαία της θεοδωρακικής μουσικής, υπήρξε όμως μια «τραγουδισμένη πολιτική», σε αυτιά μη ακουόντων της εποχής εκείνης; Μήπως, λοιπόν, σήμερα, θα έπρεπε κανείς, μαζί με τον γενικότερο απολογισμό (σε ιδέες, θεωρίες, οικονομικές πολιτικές, ηθικές ευθύνες κ.λπ. να κάνει και έναν απολογισμό των πραγματικών καλλιτεχνών στην νεοελληνική κοινωνία;) Έτσι, για να δούμε τόσο την δική μας ευθύνη ως θλιβερά απαίδευτων ακροατών, όσο και την ευθύνη εκείνων που μας βομβάρδιζαν τα αυτιά με συγκεκριμένα πράγματα και σε πρώτο πλάνο, βέβαια, για χρόνια μέχρι σήμερα. Με αποτέλεσμα, να μην μπορούμε πια να καταλάβουμε ποιό είναι το πραγματικά διαχρονικό τραγούδι και ποιό όχι…Και το κυριότερο: Να είμαστε και σίγουροι από πάνω, πως μπορούμε!
Υγ1. Θα ‘θελα για να μην κουράζω άλλο, να αφήσω στο σημείο αυτό να σας μιλήσει ένα τραγούδι που αγαπώ, οι “Ρήτορες” (1979), από τον Νίκο Γκάτσο σε μουσική του Δήμου Μούτση, τραγουδισμένο από τον Μ. Μητσιά για τον δίσκο «Δρομολόγιο». Δεν είναι το μόνο τραγούδι αυτού του δίσκου που αποδείχθηκε δραματικά προφητικό για τη βαθιά απελπισμένη και παρηκμασμένη Ελλάδα του 2010, τριάντα χρόνια αργότερα, είναι όμως το πιο χαρακτηριστικό…Ακούστε το προσεκτικά όσοι θέλετε. Κάτι θα σας θυμίσει δεν μπορεί.
Υγ2. Κάντε το εξής πείραμα παρακαλώ, ίσως το βρείτε ενδιαφέρον: Πιάστε έναν οποιονδήποτε σύγχρονο Νεοέλληνα, από αυτούς που «δεν έσκουξαν» τότε –καθώς λέει το τραγούδι- για τη σαπίλα, από αυτούς που πλούτισαν με τα λεφτά του Κράτους ή της Ευρώπης, χτίσανε βιλίτσες περί το Σούνιο και βόλεψαν γιους, κόρες, εγγονές κι εγγονούς στο δημόσιο και, σήμερα, έχουν ήδη αρχίσει να στέλνουν τα ευρωπουλάκια τους στο εξωτερικό. Και ρωτήστε τους αν γνωρίζουν το παραπάνω τραγούδι, θέτοντας υπόψη τους και αντιπαραθέτοντας γενικώς ονόματα όπως Θεοδωράκης, Ρίτσος, Νταλάρας σε ονόματα όπως Μούτσης, Γκάτσος, Μητσιάς κ.λπ. Θα βγάλετε από τις απαντήσεις τους, φοβάμαι, πολύ χρήσιμα συμπεράσματα, σχετικά με το «Τις πταίει» στον χώρο των καλλιτεχνών για την κατάντια αυτού του τόπου σήμερα…
Φαντάζομαι κάτι Αδιέξοδο, Γενιά του Χάους, Αντίδραση κλπ, δεν θα τα θεωρείς τέχνη, ή μουσική καν;
Στάσσα,
Άκουσα Γενιά του Χάους (Μπασταρδοκρατία) και Αδιέξοδο (38 χιλ).
Ενδέχεται να τους αδικήσω πιο κάτω, γιατί δεν έχω συνολική εικόνα της παραγωγής τους αλλά δεν μπορώ, δυστυχώς, να κάνω αλλιώς: Περισσότερο δεν μπορώ ν’ ακούσω, και είμαι κάπως μεγάλος πια για να πιέζω τον εαυτό μου, όταν κάτι το βρίσκω μουσικά αδιάφορο ή και κακό…
Γιατί, βέβαια, τα συγκροτήματα αυτά –κατά τη γνώμη μου- απλώς ακολούθησαν μια τότε μέηνστρημ εκδοχή των μουσικών αναζητήσεων, πρωτοπόρα για την εποχή της, αλλά καταδικασμένη να σβήσει σύντομα, χωρίς ρίζες στην νεοελληνική παράδοση, ξενόφερτη, σπασμωδική και γενικώς αδιάφορη. Έκαναν λάθος, τι να κάνουμε… Αυτοί κι αν υπήρξαν «μέηνστρημ» λοιπόν, Στάσσα! Ωστόσο, εκτίμησα το γεγονός ότι επένδυσαν με ελληνικό στίχο αυτές τις ατελέσφορες μουσικές τους αναζητήσεις. Ως προς αυτό τους παραδέχομαι.
Προτείνω να σκεφτείς ως εξής:
1. Αφενός οι δημιουργίες των ανωτέρω συγκροτημάτων υλοποιούν με απόλυτο τρόπο τον στίχο του Γκάτσου «Πότε θα βγεί να σκούξει κάποιος; Αυτός ο κόσμος είναι σάπιος». Πράγματι, δηλαδή η Γενιά του Χάους έσκουξε. Όμως, έκανε ένα σοβαρότατο σφάλμα: Πήρε τον στίχο στην κυριολεξία του…Και σε έναν στίχο δεν κοιτάμε συνήθως την κυριολεξία, αλλά το βαθύτερο νόημα. Αν μπορούμε.
2. Από την άλλη πλευρά, περιμένω, ειλικρινά, με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον τα σχόλιά σου, σχετικά με την επίδραση που άσκησαν τέτοια πανκ συγκροτήματα στην διαμόρφωση ιδεολογιών και «κοινωνικών συνηθειών» στην σύγχρονη Ελλάδα, καθώς και στην διαμόρφωση «πρακτικών αντίδρασης» σε άτομα του αναρχικού χώρου. Γιατί ενδέχεται να έχεις σοβαρότατο δίκιο σχετικά με την επίδραση αυτή, οπότε συνιστώ να γράψεις διδακτορική διατριβή επί του θέματος, που αξίζει ενδελεχή έρενα: Τα μηνύματα που περνάνε αυτά τα συγκροτήματα στους στίχους τους (όχι μόνο με τα λόγια αλλά και με το ύφος, την ένταση της φωνής, το γενικότερο «σκούξιμο») είναι μηνύματα κατεξοχήν επιθετικά. Θα ήταν φοβερά ενδιαφέρον να δούμε κατα πόσο επηρεάστηκαν από τέτοια ακούσματα οι πατεράδες και οι θείοι των σημερινών δεκαπεντάρηδων, ώστε να τους επιτρέπουν λ.χ. να σπάνε μαγαζιά άλλων, να τους συνιστούν να ρίχνουν αλεύρι, αβγά κ.λπ. στους «μπάτσους» και να τους (προ)ωθούν στην κατάληψη των σχολείων τους κάθε τρεις και λίγο.
Σ’ ευχαριστώ λοιπόν που μου γνώρισες αυτά τα συγκροτήματα Στάσσα. Ευχαριστώ επίσης τον Θεό που εγώ την παιδική μου ηλικία, την πέρασα ακούγοντας Δήμο Μούτση…
Ντάξει, έχεις δίκιο, τί κάθομαι και σου λέω τώρα…
Όχι, Στάσσα, ειλικρινά σε παρακαλώ να μας (όχι μου) πεις, εδώ πέρα, αν έχεις διάθεση βεβαίως, ποιά η γνώμη σου για την ποιότητα αυτής της μουσικής και την επίδραση στην ελληνική κοινωνία;
Δηλαδή Μηδενισμός και Αναρχία ρε Στάσσα, είναι το μήνυμα που κρίνεις εσύ σωστό να εκπέμπει ένας καλλιτέχνης; Κραυγές και απαξίωση των πάντων ή κάτι πιο δημιουργικό και λιγότερο επιθετικό;
Ζητώ ειλικρινά και όχι ειρωνικά τη γνώμη σου.
Τη δική μου στην είπα: Σκούξιμο και ουσία μηδέν.
Μηδενισμός κι αναρχία, αλλά βάλε πέντε τέτοιους μαζί και κατά 80% θα φτιάξουνε γκρουπάκι να παίζουν τη μουσική τους και να κάνουν το χαβαλέ τους. Βάλε πέντε τυχαίους και κατά 80% θα διασπαστούν σε κλίκες του ενός και θ’ αρχίσουν να μαλλιοτραβιούνται ποιός έχει το καλύτερο κινητό και ποιός πηδάει τις πιο πολλές γκόμενες.
Ώπα κάτσε. Σοβαρά με ρώτησες τώρα “τί πιστεύω οτι είναι σωστό να εκπέμπει ένας καλλιτέχνης”; Τί είναι το μουσικό μας γούστο δηλαδή, οι καπνοί απ’ τα έγκατα της γης; Εγώ θα του πω του καλλιτέχνη τί θα εκπέμψει; Ότι γουστάρει ο κάθε καλλιτέχνης εκπέμπει και ό,τι γουστάρω εγώ λαμβάνω, και εκεί τελειώνει το πράγμα.
Και το ίδιο ισχύει για ιδεολογίες δηλαδή- από ποιά άποψη είναι καλύτερη η εκπομπή σοσιαλισμου και πατριδολατρείας από το μηδενισμό και την αναρχία;
… ε;
Αφήστε τον μαχητή του λαού Μίκη σε ησυχία! Είναι ο αρχηγός μας!!
Δεν κατάλαβα το σχόλιό σου Στάσσα. Είναι λίγο “χαοτικό”, νομίζω.
Μιλάω για πιο συγκεκριμένα πράγματα στο post μου, δεν εκφράζω τις γενικές απόψεις μου περί μουσικής…
Θέλω να πω οτι εκεί γύρω στο 80 – 90 ξεφύτρωσε μια σκηνή, στην Ελλάδα, από συγκροτήματα με πολιτικό στίχο και πολιτικοποιημένο ήχο, που δεν τα συζητάει κανείς σε “σοβαρές” συζητήσεις… και καλά κάνει, αλλά εκείνη η σκηνή είναι τα παιδιά του Μίκη σας και οι πατεράδες (ε, θείοι) των σημερινών 15άρηδων του Δεκέμβρη και των αυτόνομων πάρκων κλπ. Και βέβαια τρώει την καρασνομπαρία από το μέηνστρημ… που μετά γυρνάει και κλαίγεται για τα σκατά που το “βομβαρδίζουνε” (κι αν δεν είναι η βόμβα υδρογόνου ο Μίκης, αυτού του βομβαρδίσματος).
Στάσσα,
Έχει πολύ ενδιαφέρον για μένα αυτό που λες. Θέλεις να μας το αναλύσεις λίγο;
Δηλαδή, οι πατέρες (θείοι) των σημερινών δεκαπεντάρηδων άκουγαν κάποια συγκεκριμένη μουσική τότε, η οποία πιστεύεις ότι τους επηρέασε (αυτούς και τα παιδιά τους;)
Επιτρέψτε μου να διευκρινίσω δυο τρία-πράγματα στο κείμενο, για να συνεχίσουμε την κουβέντα με όποιον θέλει:
Ο διαχωρισμός που προτείνω στο υστερόγραφο 2 του κειμένου είναι απολύτως σχηματικός. Το λέω αυτό για λόγους αποφυγής περιττών παρεξηγήσεων από κακόβουλους, όπως π.χ. οι εξής:
1. Ο Μίκης ασφαλώς και έχει σχέση με Γκάτσο, δεν το αρνούμαι αυτό, προς Θεού (π.χ. Ελλαδογραφία)! Απλώς, νομίζω ότι ο Γκάτσος πάντα τα “έβρισκε” καλύτερα με συνθέτες τύπου Χατζιδάκι ή Μούτση….Αυτό όμως, κάτι πρέπει να μας λέει, όπως κάτι μας λέει και ο στίχος των “Ρητόρων” για τον Μίκη και τους ποιητές (διάβαζε: καλλιτέχνες) γενικώς,
2. ο Μητσιάς είναι σίγουρα σεμνότερος και σοβαρότερος καλλιτέχνης του Νταλάρα (ε, δεν είναι και δύσκολο αυτό, θα μου πείτε). Διάκειται όμως φιλικά λ.χ. απέναντι στον σημερινό λαϊκιστή Αντ. Σαμαρά της ΝΔ, όπως έχει τύχει να δω σε κάποιες δηλώσεις του. Αυτό όμως δεν έχει και πολλή σημασία, κατα τη γνώμη μου: Ενδέχεται απλώς να δείχνει ότι όταν ερμηνεύω ένα τραγούδι μπορεί και να μην το καταλαβαίνω βαθιά. Αλλά ουδείς τραγουδοποιός ή συνθέτης αξιώνει από τους ερμηνευτές των τραγουδιών του πράγματα που δεν οφείλουν κατ’ ανάγκην να κάνουν…
Και, σε κάθε περίπτωση, η όλη παρουσία Μητσιά στο ελληνικό καλλιτεχνικό τοπίο υπήρξε πολύ πιο σοβαρή από την παρουσία λ.χ. Νταλάρα..,
Ώστε, υπάρχουν ταγοί σήμερα; Γίνεται να υπάρξουν καν ή έχουν απομυθοποιηθεί εντελώς; “Τότε” έβγαιναν μπροστά. Τους έβλεπες (φαντάζομαι, δηλαδή, διότι δεν το έζησε αλλά κάπως έτσι μου έχει μεταφερθεί). Οδηγούσαν. Προκαλούσαν – καλώς ή κακώς – τις εξελίξεις.
O Mίκης είναι παρών. Δείτε εδώ: http://www.indiktos.gr/product_info.php?manufacturers_id=243&products_id=521
Μύρωνα,
Βεβαίως και είναι παρών ο Μίκης, σήμερα. Το θέμα είναι ότι κάποτε, σε κρίσιμους καιρούς, υπήρξε -κατά τη γνώμη μου και μόνο!- αδικαιολογήτως απών…
Ο Μούτσης πάλι είναι απών σήμερα. Ίσως όμως όταν έπρεπε, να ήταν παρών ο άνθρωπος. Αλλά ποιός τον άκουγε τότε; Μάλλον κανείς…
Ακούγανε, βλέπεις, όλοι (και τιμούσανε) τον Μίκη…
Αγαπητέ Τάκη,
Νομίζω ότι το θέμα με τους ταγούς δεν έπαψε να υπάρχει, ακόμη κι αν οι ταγοί οι ίδιοι έγιναν “λαγοί”, δηλ. εξαφανίστηκαν. Όταν μιλάμε σήμερα για έλλειψη ηγετών, τί ακριβώς εννοούμε, πέρα από την έλλειψη ανθρώπων ικανών και κατάλληλων να μας καθοδηγήσουν, δηλαδή ταγών; Ασφαλώς και χρειαζόμαστε ταγούς σήμερα, περισσότερο από ποτέ. Και, μάλιστα, όχι μόνο πολιτικούς αλλά, κυρίως, πνευματικούς ταγούς λ.χ. πρωτοπόρους καλλιτέχνες.
Δεν υπονοώ εδώ κάποιου είδους ξεπερασμένο ή ανέφικτο μεσσιανισμό. Εννοώ απλώς ότι οι πολλοί δεν μας πάνε μπροστά. Οι λίγοι και εκλεκτοί μας πήγαιναν, μας πάνε και θα μας πάνε μπροστά. Αυτούς τους λίγους άξιους πρέπει να τους βρούμε, να τους ξεχωρίσουμε από τη γενική αναξιοκρατία, να τους παραδεχτούμε γενναία ως ηγέτες μας και να τους βγάλουμε μπροστά. Για να μας βγάλουν, έπειτα, κι αυτοί μπροστά…
Αλλά βλέπεις φίλε Τάκη, όταν ας πούμε ο Μούτσης μελοποιούσε τον Γκάτσο των “Ρητόρων” το ’79 προειδοποιώντας, η Φαραντούρη εξακολουθούσε να τραγουδάει τον χρωματισμένο Ρίτσο, ευλογώντας τους επαναστάτες του Πολυτεχνείου, τους ήδη επαναπαυμένους στις υπερτιμημένες δάφνες τους και έτοιμους να εμπλακούν -άλλοι συνειδητά άλλοι ασυνείδητα- στο μεγάλο μεταπολιτευτικό “κόλπο” . Και ο σύζυγος της τελευταίας, ο “ποιητής” Τηλέμαχος, απολάμβανε υπουργικούς θώκους, στους οποίους δεν νομίζω πως υπήρξε ιδιαιτέρως αποδοτικός… Το ίδιο κάνει σήμερα, νομίζω, και η κυρία Νταλάρα.
υγ. Εκτός βεβαίως, αν ο ποιητής Τηλέμαχος έγραψε εκεί τα περισσότερα ποιήματά του…
Έχεις δίκιο. Οι λίγοι και εκλεκτοί μας πάνε μπροστά. Όμως, φοβούμαι ότι οι μεγάλες προσωπικότητες του παρελθόντος μας έχουν δημιουργήσει την εσφαλμένη εντύπωση ότι μας είναι πάντοτε απαραίτητες. Τις έχουμε μυθοποιήσει (και το λέω αυτό ενώ έχω σχεδόν την ίδια άποψη πχ για το Θεοδωράκη με αυτήν που περιγράφεις στο άρθρο σου). Πιστεύω ότι δεν είναι τόσο απαραίτητες παρά σε περιόδους όπου σημαντικές ανθρώπινες αξίες πλήττονται (ελευθερία, δημοκρατία κλπ).
(Φυσικά και είναι πάντοτε απαραίτητες οι μεγάλες προσωπικότητες. Εδώ εννοώ το αν η ύπαρξή, η παρουσία και η δράση τους είναι κρίσιμες για την κοινωνία. Κι άλλωστε και οι μεγάλες προσωπικότητες άνθρωποι είναι κι αυτοί και κάνουν λάθη και παντρεύονται και όποιον παντρεύονται και δε συμφωνούν πάντοτε μεταξύ τους.)
Αυτές οι μεγάλες προσωπικότητες είναι που μας λείπουν σήμερα; Είτε επειδή δειλιάζουν είτε επειδή δεν τις αναδεικνύουμε εμείς. Ή μήπως μας λείπουν ικανοί άνθρωποι που μπορούν να κυβερνήσουν με αποτελεσματικότητα;
Κάτω τα χέρια απ’τον Μίκη λεεεεμεεεεε.
kt οι κινήσεις σου καταγράφονται απ’την επαναστατική διαδικτυακή ορδή
Διακρίνω πως χρησιμοποιείται μια ταξική απόκρυψη των σχολίων εδώ πέρα. Δεν υπάρχει πρόβλημα, αρκεί να παραδεχθείτε πως ο Μίκης επιτελεί έργο.
Ο Μίκης είναι παρών στους αγώνες του λαού. Ντροπή σας εσάς που τον χλευάζετε.
Στάσσα,
Απαντώ εδώ στα τελευταία σχόλιά σου.
Λες: “Μηδενισμός κι αναρχία, αλλά βάλε πέντε τέτοιους μαζί και κατά 80% θα φτιάξουνε γκρουπάκι να παίζουν τη μουσική τους και να κάνουν το χαβαλέ τους.”
Κι αν βάλεις δεκάδες μαζί, μπορεί να σπάσουνε και το μαγαζάκι του μικρομεσαίου επιχειρηματία στη Στουρνάρη, να ρίξουνε και μια μολότωφ στην Πατησίων, να πιάσουνε και κανένα μαδέρι να ανοίξουν το κεφάλι ενός Ματατζή.. Ωραία πράγματα δηλαδή. “Χαβαλές” που λες κι εσύ. Αντίδραση χωρίς υπόβαθρο αντίδρασης λέω εγώ. Στείρος αρνητισμός. Τώρα, από που προκύπτουν τα ποσοστά σου (80%) είναι άλλο θέμα, πάλι…
Ασφαλώς έχεις δίκιο. Δεν θα του πω εγώ, ούτε κανείς, του καλλιτέχνη τί να πει: Πρέπει όμως να πρόκειται για καλλιτέχνη όχι για οργισμένο έφηβο. Στον οργισμένο έφηβο (που μπορεί και ποτέ να μην μεγάλωσε, και να κρατάει ακόμη το πανκ συγκρότημά του πιστεύοντας ότι παράγει “Τέχνη”) και όφειλα και οφείλω να πω δυο-τρια πράγματα. Για να ωριμάσει, για να μην παρασύρει άλλους, για να μην βαυκαλίζεται ότι είναι επαναστάτης-με-αιτία (ενώ κάνει απλώς χαβαλέ, όπως είπες), για να μην μπλέκει έννοιες, για να μην κλείνεται στο αναρχικό καβουκι του και δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του, για να σέβεται τα δικαιώματα άλλων και μπλα μπλα μπλα…
Κυρίως -για να επανέλθω στο αρχικό σου ερώτημα- πρέπει να του τα πω, για να καταλάβει ότι δεν είναι όλα τα πράγματα Τέχνη σ’ αυτόν τον κόσμο. Και αν τον ενδιαφέρει η Τέχνη κι έχει ταλέντο, οφείλει πρώτα να μάθει τί είναι αυτό το πράγμα.
Καλά τώρα, γίνεσαι αντιδραστικός. Πότε είπα εγώ οτι είναι χαβαλές να βαράς τον κόσμο; Μπορείς να καταλάβεις από την μουσική που ακούει ο άλλος πόσες μολότωφ έχει ρίξει και πόσους ματατζήδες έχει στείλει στην εντατική; Εγώ δεν μπορώ. Κι ας τραγουδάει -ή ας λέει- ό,τι θέλει.
Βρε kt, σοβαρά τώρα γράφεις την Τέχνη με Τ κεφαλαίο; Ε, γι’ αυτό δεν ακούγονται αυτά τα ποιοτικά που λες, επειδή κάνουνε Τέχνη και σου κουνάνε και το δάχτυλο. Εγώ πάντως από τις Τέχνες σου και τα ιερά τους λείψανα, προτιμάω τους οργισμένους έφηβους. Να μη χρειάζεται να κάνω πέντε μετάνοιες πριν ακούσω κάνα τραγουδάκι. Συγγνώμη, Τραγούδι.
Το δε πολιτικό μήνυμα, αν έχει φτάσει ένας άνθρωπος να πρέπει να του φιλάς το χέρι πριν κουρδίσεις επειδή κάποτε έβγαζε επαναστατικά τραγούδια, είναι να τον κλαις και να τον λιτανεύεις.
Στάσσα
Τα συγκροτήματα και η σκηνή που αναφέρεις δεν αποτελούν αντίδραση/ ανταπάντηση/εναλλακτική στην μαιηνστρημ ελληνική κοινωνία.
Η σκηνή αυτή όπως εξελίχθηκε έχει απολύτως τυπικά νεο-γραικικά χαρακτηριστικά: θόρυβο, κακοφωνία, πιθηκισμό τάσεων/ιδεών από την δύση που είναι κουλ και βέβαια την ανάγκη του έλληνα να πάρει ένα όφωνο και να πει πόσο τον αδίκησε η ζωή.
Αν θέλουμε να δούμε το θέμα με αισθητικούς όρους, η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούμε.
οι γενιά του χάους, οι αντίδραση κτλ δεν ενδιαφέρονται για την μουσική ή τον ήχο: έχουν άλλο σκοπό και απλώς χρησιμοποιούν την μουσική. Δεν εκφράζονται μέσω αυτής, εκτονώνονται απλά.
Από αισθητικής άποψης λοιπόν το μόνο χαρακτηριστικό της μουσικής αυτής – που επίσης και όχι τυχαία είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ελλάδας της μεταπολίτευσης – είναι η προχειρότητα, το άρπα κόλλα.
Διότι και ο νέγρος μπλουζίστας ή ο ρεμπέτης τον πόνο τους λένε, αλλά φαίνεται και στον πιο άσχετο ακροατή ότι το έχουν βασανίσει το τραγούδι τους, το έχουν πονέσει, είχαν εκτός από πόνο και μεράκι.
Kαι μια παρατήρηση ακόαμ που νομίζω συνοψίζει καλύτερα τ θέλω να πω:
Στο εξωτερικό αρχικά το πανκ δεν ήταν τίποτα άλλο από βλάκες που έκαναν βλακείες με πρώτους και καλύτερους τους σεξ πίστολς. Ωστόσο, από την σκηνή αυτή ξεπήδησαν και σημαντικά έργα και καλλιτέχνες, το λεγόμενο new wave.
Στην ελλάδα όμως, ενώ έχουμε 100άδες σεξ πίστολς, δεν είχαμε καμμία Πάττι Σμιθ, δεν ακούσαμε κανένα marquee moon. Αυτό τα λέει όλα: πιθηκίζουμε από το εξωτερικό πράγματα που δεν καταλαβαίνουμε. Το εύκολο και το φτηνό το αντιγράφουμε αμέσως, όταν είναι να πάμε στο βάθος και στην ουσία, χανόμαστε.
ελληνικό πανκ-νίκος χατζηνικολάου: οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
ΥΓ. ΚΤ ετοιμάζω ποστ μαμούθ σχολιασμό εγ όλης της ύλης στα πολύ ωραία κείμενα σου για την ελληνική μουσική, ελπίζω να το προλάβω στο σ/κ.
Snaporaz, αυτό που λες είναι οτι “δεν μ’ αρέσει αυτή η μουσική… ” -μέχρι εδώ καλά- “…επειδή δεν είναι κοινωνικά αποδεκτή.” -που είναι κουταμάρα, να με συμπαθάς.
Η συζήτηση αν δεν κάνω λάθος είναι για τις αυθεντίες στη μουσική; Την Πάτι Σμιθ την ξέρεις επειδή έγινε γνωστή, κι έγινε γνωστή επειδή διάλεξε να γίνει προϊόν της μουσικής βιομηχανίας. Αν είχε κάτσει σπίτι της να γράφει την ποίησή της και να παίζει τη μουσική της για την πάρτη της, δεν θα την ήξερες, ή μάλλον δεν θα την ήξερες αν δεν ήταν οι κοπελίτσες που τσιρίζαν υστερικά όταν βλέπαν τους Μπητλς καμμιά δεκαριά χρόνια πριν από την Πάττι Σμιθ… Η αλήθεια είναι οτι όλα αυτά, όσο κι αν μ’ αρέσουνε, είναι απλώς το φαγητό που μας σερβίρουνε στο πιάτο, μες’ τα πλαίσια του Ροκ, μ’ όλο το μύθο της επανάστασης που κουβαλάει (και τον βλέπεις παντού γύρω σου σήμερα, γιατί έχει γαλουχήσει τις τρεις τελευταίες γενιές).
Απαξιώνεις τον καημό του Έλληνα να πιάσει ένα ‘όφωνο. Εγώ τον επικροτώ, γιατί κατανοεί οτι μουσική είναι κι αυτή που φτιάχνεις μόνος σου, όπως ας πουμε τα ντολμαδάκια δεν μεγαλώνουνε πάνω στο κονσερβόδεντρο. Με συγχωρίς πολύ αλλά καμμία συμπάθεια δεν έχω στην επίκληση της αναγνωρισμένης αξίας και της ανώτερης αρχής. Όχι στη μουσική, ούτε σε κανένα απ’ τα γούστα μου. Στο βαθμό που μπορώ να μιλάω για γούστα “μου”, όταν είμαι προϊόν της εποχής μου, όπως όλοι.
Να ξεκαθαρίσω οτι το πανκ/ χάρντκορ δεν είναι η δική μου μουσική και η ιδεολογία του δεν είναι δική μου ιδεολογία (ποτέ δεν υπήρξα αναρχική). Αλλά την προτιμώ σαφώς από τις αφ’ υψηλού ποιοτικότητες του Μίκη και των καλλιΤεχνών της γενιάς του με τα κεφαλαία Τ. Όπως γενικά προτιμάω τα εφηβικά πονήματα από τις γερασμένες παραδόσεις.
Τέλος πάντων, τώρα απλά προσθέτω παράσιτα στη σοβαρή σας συζήτηση, δεν έπρεπε να το έχω ξεκινήσει, σόρυ.
Λάθος Στάσσα,
Η συμμετοχή σου, δηλ. όσα έγραψες, είναι -κατα τη γνώμη μου- πολύ ενδιαφέρουσα.
Βρίσκω όσα έγραψες μεν για τους “Γενιά του Χάους” κ.λπ. απολύτως άστοχα – τη γενική σου τοποθέτηση όμως ότι
“….μουσική είναι κι αυτή που φτιάχνεις μόνος σου, όπως ας πουμε τα ντολμαδάκια δεν μεγαλώνουνε πάνω στο κονσερβόδεντρο. Με συγχωρίς πολύ αλλά καμμία συμπάθεια δεν έχω στην επίκληση της αναγνωρισμένης αξίας και της ανώτερης αρχής. Όχι στη μουσική, ούτε σε κανένα απ’ τα γούστα μου”
απολύτως εύστοχη. Αυτή είναι και μένα η γνώμη μου. Γιατί συχνά βλέπω τριγύρω μου ή στην πολυκατοικία μου καλλιτέχνες πολύ σημαντικότερους από τους “αναγνωρισμένους”, τους οποίους δεν ξέρει ούτε η μάνα τους.
Σναποράζ,
Περιμένω με μεγάλο ενδιαφέρον το άρθρο σου. Συμφωνώ απολύτως με την θέση ότι
“…και ο νέγρος μπλουζίστας ή ο ρεμπέτης τον πόνο τους λένε, αλλά φαίνεται και στον πιο άσχετο ακροατή ότι το έχουν βασανίσει το τραγούδι τους, το έχουν πονέσει, είχαν εκτός από πόνο και μεράκι.”
Αγαπητό μου δέντρο,
Ουδείς είπε ότι ο Μίκης είναι κρυφοφασιστας: Εσείς πρέπει να ντρέπεστε που το σκεφτήκατε!
Προσέξτε αγαπητό δέντρο τί γράφουμε, για να το καταλαβαίνετε.
Αν και είστε δέντρο, οπότε, καλύτερα, μην προσπαθείτε να διαβάσετε.
Τα δέντρα εκ παραδόσεως, δεν διαβάζουν.
υγ. Και κάποιοι, πάλι, τα χριστουγεννιάτικα δέντρα τα καίνε. Οπότε, προσέξτε τους φίλους σας, αγαπητό δέντρο!
Στάσσα
δεν είπα πουθενά αυτό που μου αποδίδεις:
είπα, με λίγα λόγια, ότι η μουσική αυτή δεν μου αρέσει επειδή αυτοί που την γράφουν/παίζουν δεν την σέβονται οι ίδιοι πρώτοι από όλα. Δεν τους ενδιαφέρει η μουσική βασικά, οι άνθρωποι θέλουν απλά να ξεκαυλώσουν – πράγμα που καταλαβαίνω άλλωστε, η απορία μου είναι γιατί πρέπει να δίνουμε αισθητικές ή ακόμα και πολιτικές διαστάσεις σε αυτό. Το βρίσκω προσβλητικό πρώτα από όλα εις βάρος ανθρώπων κοινωνικά μη αποδεκτών – αναφέρω στο προηγούμενο ποστ τους ρεμπέτες και τους νέγρους μπλουζίστες – που όμως σεβάστηκαν την μουσική, την αγάπησαν και την τίμησαν.
Αυτό λοιπόν που με ενοχλεί στο ελληνικό πανκ/χαρντκορ είναι αυτό που με ενοχλεί γενικότερα στην ελλάδα της μεταπολίτευσης:
η αντίληψη ότι τα πάντα είναι εύκολα, ότι δεν χρειάζετια να έχεις ψυχή ( = αγάπη για αυτό που κάνεις), δεν χρειάζετια αφοσίωση ή κόπος. Μπορείς να πάρεις πτυχίο και να γίνεις επιστήμονας αντιγράφοντας και παρακαλώντας την έδρα, μπορείς να γίνεις αστός με υψηλό γούστο αν κολλήσεις το σήμα λουί βουιτόν ή γκούτσι στα ρούχα σου, μπορείς να γράψεις ένα τραγούδι χωρίς να ξέρεις μουσική, χωρίς να το βασανίσεις.
Την Patti Smith δεν μου την σέρβιρε κανένας στο πιάτο, δεν έχω καν πιάτο, την ανακάλυψα στο πλαίσιο του ενδιεφέροντος μου για την μουσική. Δεν υπάρχει “κάποιος” που να επιβάλει το ένα ή το άλλο, απόδειξη ότι στον ίδιο κόσμο ζούνε και δισκογραφούνε ο henze,ο Notis Σφακιανάκης και ο Sonny Rollins και έχουν ο καθένας το κοινό του.
Πάντως ούτε και εγώ καταλαβαίνω την ευθιξία σου, μπορεί να διαφωνήσαμε με αυτά που έγραψες αλλά δεν είπε κανένας ότι δεν είναι ευπρόσδεκτα! Άσε που αν δεν μασς ενδιέφεραν, δεν θα μπαίναμε στον κόπο να απαντήσουμε.
Δε θίχτηκα με τίποτα, προς θεού. Συζητάμε. Απλά αισθάνομαι οτι δεν έχουμε κοινό υπόβαθρο και θα δυσκολευτούμε να το βρούμε.
Τέλος πάντων, εγώ ξεκαθάρισα πως δεν είναι η δική μου μουσική το πανκ-χαρντκόρ (εκτός από κάποιες ευχάριστες αναμνήσεις) και δεν πρόκειται να κάθομαι να το υπερασπίζομαι μουσικά, σιγά τώρα. Απλά, ανέφερα στην αρχή τη σκηνή αυτή επειδή έχει σχεδόν αποκλειστικά πολιτικό στίχο.
Σε ένα πείραμα που οργάνωσε η Washington Post σε σταθμό του μετρό στη Washington DC ο διάσημος βιολιστής Joshua Bell που πληρώνεται περίπου $1,000 το λεπτό και ένα εισητήριο σε συναυλία του κοστίζει πάνω από $100 έπαιξε βιολί για κάμποσες ώρες δωρεάν. Και όμως, ελάχιστοι ξόδεψαν έστω και μερικά λεπτά να τον ακούσουν (δείτε το σχετικό βίντεο στον σύνδεσμο). Μάλλον άσχετο με την αντιπαράθεση για το τι κάνει τελικά μια μουσική “καλή”. Ή μήπως όχι?
Μήπως όμως θα ήταν διαφορετική η αντίδραση του κοινού αν η εμφάνιση είχε προαναγγελθεί; Επίσης, κάλλιστα μπορεί οι περισσότεροι περαστικοί – ακόμη και κάποιοι φιλόμουσοι – να μην τον αναγνώρισαν…
Η συγκεριμενη τοποθεσια παιζει το ρολο της.Στους σταθμους του μετρο ο κοσμος ειναι βιαστικος και σιγουρα ιδιαιτερα σκεπτικος και αγχωμενος.Οποτε ο τοπος,ο χρονος και η συναισθηματικη κατασταση τους ισως επαιξαν ενα ρολο στην περιπτωση αυτη.
Συμφωνώ. Αυτό εννοώ κατά βάση παραπάνω.
Εξαιρετικά ενδιαφέρον το link που δίνεις Κώστα (συνέβη όντως, όπως βλέπω, το 2007 το περιστατικό αυτό;)
Δίνει τροφή για πολύπλευρο προβληματισμό, άσχετο μεν με τη συζήτηση εδώ, πολύ χρήσιμο όμως γενικότερα. Ενδιαφέρουσα και η περί “ηθικών μαθηματικών” διερώτηση του αρθρογράφου, ως προς την αντιμετώπιση που επιφυλάσσουμε σε μουσικούς του δρόμου (όχι όμως αυτούς τους απαράδεκτους με τις έτοιμες μελωδίες και τις cd-έρες στο Χαλάνδρι, έτσι;)…
υγ. Η καντιανή προσέγγιση του αρθρογράφου πάλι, μου φαίνεται κάπως πρόχειρη, άλλά θέλει γενικώς σοβαρή μελέτη της τρίτης κριτικής το πράγμα για να έχουμε άποψη επί του θέματος.
kt, lectoratius, marios
πράγματι είναι αληθινό περιστατικό. Το ένα ενδεχόμενο είναι αυτό που λένε οι lectoratius και marios, ότι δηλαδή ο κόσμος είναι βιαστικός. Βέβαια με δεδομένο ότι για να δει κάποιος τον Bell σε συναυλία πρέπει να δώσει $160 και μάλιστα για θέσεις μακρινές από τον καλλιτέχνη, αναρρωτιέμαι αν κοστίζει ένα τέταρτο της ώρας $20 ώστε να μην είναι διατεθειμένος ο μέσος περαστικός να το θυσιάσει. Το άλλο ενδεχόμενο είναι ότι το τι συνιστά “καλή” μουσική είναι σε ένα τουλάχιστον βαθμό προκατασκευασμένο από τους “ειδικούς”. Έτσι κάποιος που θα έδινε $160 για να δει τον Bell σε συναυλία επειδή είναι “γενικά παραδεκτό” ότι είναι εξαιρετικός βιολιστής δεν θα ξόδευε ένα τέταρτο της ώρας να τον παρακολουθήσει στο σταθμό του μετρό επειδή δεν γνωρίζει ποιος είναι. Αυτό που του αρέσει είναι το ίματζ εκείνου που εκτιμάει το παίξιμο του Bell-ο ίδιος όμως δε μπορεί να το εκτιμήσει. Όταν πηγαίνει στην συναυλία ασυναίσθητα προσπαθεί να υποδυθεί έναν κοινωνικό ρόλο και για αυτό σκάει τα $160 ενώ στο σταθμό η άγνοια για την ταυτότητα του βιολιστή τον οδηγεί να μην διαθέτει ούτε μερικά λεπτά της ώρας. Νομίζω ότι αντίστοιχα πειράματα έχουν γίνει και με πίνακες οι οποίοι ενώ σε μουσεία προσελκύουν κόσμο όταν αναρτήθηκαν σε καφέ δεν τράβηξαν την προσοχή των ανυποψίαστων θαμώνων.
Ελαφρώς άσχετο αυτό με την ανάρτηση αλλά σχετικό με τον πρόσφατο διάλογο για το Ελληνικό πανκ ροκ. Προσωπικά ακολουθώ τον ίδιο κανόνα στη μουσική με αυτόν που ακολουθώ για το κρασί. Καλή μουσική για κάποιον (θα πρέπει να) είναι αυτή που του προκαλεί ευχαρίστηση όταν την ακούει.
“Καλή μουσική για κάποιον (θα πρέπει να) είναι αυτή που του προκαλεί ευχαρίστηση όταν την ακούει”
Βεβαίως λέω και εγώ, αλλά αυτό δε σημαίνει οτι το γιατί κάτι ευχαριστεί κάποιον δεν είναι θέμα συζήτησης και ενίοτε και προβληματισμού.