Για το θέμα του γάμου ομοφύλων είχα πει μια γνώμη εδώ, θα επανέλθω εν καιρώ, αλλά τώρα θυμήθηκα μια άλλη λεπτομέρεια.
Ένα από τα επιχειρήματα που προσάγεται προς υπεράσπιση της de lege lata νομιμότητας των γάμων μεταξύ ομοφύλων είναι ότι η διαφορά φύλου πουθενά δεν αναφέρεται στον Αστικό Κώδικα ως προϋπόθεση εγκυρότητας του γάμου. Συναφώς, δεν περιλαμβάνεται ούτε στους λόγους ακυρότητας, ακυρωσίας ή ακόμη ανυποστασίας του γάμου. Και για λόγους ασφάλειας του δικαίου, αλλά και προστασίας του ατομικού δικαιώματος του γάμου, και εδώ ισχύει ότι επιτρέπεται ό,τι δεν απαγορεύεται: εφόσον η διαφορά φύλου δεν είναι λόγος ούτε ακυρότητας ούτε ακυρωσίας ούτε ανυποστάτου, έπεται ότι δεν βλάπτει.
Δεν είναι κι άσχημο το επιχείρημα, αλλά ξέρω ένα ομορφότερο.
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστή ότι ούτε η διαφορά ικανότητας δικαίου ορίζεται ρητά στον νόμο ως προαπαιτούμενο. Άρα, τι θα εμπόδιζε τον γάμο ενός ανθρώπου και ενός ζώου;
Το αντεπιχείρημα αυτό, εκτός από προσβλητικό, είναι και περιττό. Υπάρχουν και άλλα υποκείμενα δικαίου, που μάλλον δεν υποστηρίζει κανείς ότι μπορούν να συνάψουν γάμο.
Πρόκειται φυσικά για τα νομικά πρόσωπα.
Γενικά, υποκείμενο δικαίου είναι ένα πρόσωπο. Το πρόσωπο μπορεί να είναι δύο λογιών, φυσικό ή νομικό. Εξυπακούεται ότι κάποιες διατάξεις του Αστικού Κώδικα έχουν κατά νου μόνο τα φυσικά πρόσωπα, όπως καληώρα το δίκαιο του γάμου.
Τι θα συνέβαινε όμως αν ο καλός Δήμαρχος Τήλου την επόμενη φορά αποφάσιζε να τελέση γάμο ενός φυσικού προσώπου με ένα νομικό (διά του οργάνου του τελευταίου, ασφαλώς). Στο κάτω κάτω, τα νομικά πρόσωπα συμμετέχουν πλήρως στην οικονομική ζωή, συμβάλλονται, αδικοπρακτούν, κληρονομούν, κατά το δίκαιο δε πολλών χωρών μπορούν ακόμη και να εγκληματήσουν.
Γιατί να μην παντρευτούν λοιπόν κιόλας;
Ο νόμος βέβαια περιέχει εκφράσεις που παραπέμπουν ρητά σε φυσικό πρόσωπο. Ας πούμε, το άρ. 1350 ΑΚ ορίζει ότι οι μελλόνυμφοι πρέπει να έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους (τα νομικά πρόσωπα δεν έχουν ηλικία), το άρ. 1369 ΑΚ κάνει λόγο για όνομα και επώνυμο των μελλονύμφων, το επάγγελμά τους, το όνομα των γονέων τους, τον τόπο όπου γεννήθηκαν κ.λπ.
Άρα, ένας τέτοιος παράδοξος γάμος, παράδοξος για τις εποχές μας βέβαια, για το μέλλον ποιος τολμά να μιλήση, θα έπασχε οπωσδήποτε κάποιο ελάττωμα. Ποιο είναι αυτό όμως και πώς διαγιγνώσκεται;
Σύμφωνα τώρα με το άρ. 1372 ΑΚ
Άκυρος είναι μόνο ο γάμος που έγινε κατά παράβαση των άρθρων 1350 έως 1352, 1354, 1356, 1357 και 1360. […] Γάμος που έγινε χωρίς να τηρηθεί καθόλου ένας από τους τύπους που προβλέπονται στο άρθρο 1367 [σύγχρονη δήλωση των μελλονύμφων ή ιερολογία] είναι ανυπόστατος.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο γάμος που μας απασχολεί είναι το λιγώτερο άκυρος [Ο άκυρος γάμος όμως παράγει όλα του τα αποτελέσματα μέχρι να ακυρωθή με δικαστική απόφαση!]. Είναι όμως τάχα και ανυπόστατος;
Οι περιπτώσεις της ανυποστασίας είναι στενά ερμηνευτέες. Ο νομοθέτης θέλησε να επέρχεται αυτή η βαρύτατη συνέπεια μόνο όταν παρελείφθη τελείως το τυπικό του πολιτικού ή του θρησκευτικού γάμου, το διαδικαστικό μέρος δηλαδή του θεσμού. Singularia non sunt extendenda! Ακόμη και όταν συντρέχη η βασική σκέψη της εξαιρετικής διάταξης, κάθε αναλογική εφαρμογή πρέπει να γίνεται με εξαιρετική φειδώ. Εδώ όμως το πράγμα δεν φαίνεται να έχη έτσι: η διαφορά φυσικού προσώπου από νομικό πρόσωπο, όπως και η διαφορά των φύλων, προσομοιάζουν πολύ περισσότερο στα κωλύματα γάμου των άρ. 1356-1357 ΑΚ, παρά στην συνδρομή ή μη του τυπικού του γάμου ως θρησκευτικού μυστηρίου ή ως κοσμικής τελετής. Άρα;
Άρα αυτό που θέλω να πω είναι το εξής: και η νομική μεθοδολογία έχει τα όριά της. Η ζωή την υπερβαίνει. Η ζωή μάς υπερβαίνει όλους μας.
Τα νομικά πρόσωπα πάντως δεν παντρεύονται.
Ι. Θανάση εδώ λησμόνησες το άρ. 62 ΑΚ που ορίζει ότι η ικανότητα δικαίου του νομικού προσώπου δεν εκτείνεται σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου, πράγμα που αποδυναμώνει το επιχείρημά σου.
ΙΙ. Το νομικό πρόσωπο έχει περιουσιακά δικαιώματα αλλά δεν κληρονομείται ούτε καθίσταται κατά κυριολεξία εξ αδιαθέτου κληρονόμος.
ΙΙΙ. Στην ιστορία του δικού μας δικαίου τα ζώα υπήρξαν ως τρίτο υποκείμενο δικαίου. Λες να μας επιφυλάσσει κάτι το μέλλον;
Ι. Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνη ότι αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο, δηλαδή ποιες έννομες σχέσεις προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου, πράγμα που προϋποθέτει ερμηνεία. Αλλά δεν είναι αυτή η κόψη της επιχειρηματολογίας, αλλά με ποια διαδικασία και με ποια νομική βάση θα επέλθη η έννομη συνέπεια και, κυρίως, ποια θα ειναι αυτή, ακυρότητα ή ανυπόστατο.
Υποκείμενο; Πότε; Εκτός αν εννοείς κάτι δίκες εις βάρος ζώων.
Πάντως, η απάντηση είναι σαφώς ναι, όχι στο πεδίο του γάμου βέβαια, αλλά προς την κατεύθυνση αναγνώρισης ενός ειδικού μειωμένου στάτους ικανότητας δικαίου. Αντιγράφω κάτι που είχα γράψει πριν λίγα χρόνια εδώ:
Ιδού πεδίον νομικής δόξης.
Υπάρχει βέβαια το (σχετικό) προηγούμενο των Βενετών Δόγηδων που παντρεύονταν τη θάλασσα, με πλήρες τελετουργικό, και των Χριστιανών καλογριών που “παντρεύονται” τον Ιησού (αλλά άτυπα, νομίζω). Αν καταλαβαίνω καλά τα νομικά σου, θάλασσα και ουρα… και Ιησούς είναι κι αυτές οντότητες χωρίς ικανότητα δικαίου;
Ι. Θανάση, εάν σε καταλαβαίνω σωστά, κάτι δεν μου πάει καλά με το επιχείρημά σου. Στον γάμο των ομοφυλοφίλων, δεν μας ενδιαφέρει το ερώτημα ποιές είναι οι έννομες σχέσεις που προσιδιάζουν σε φυσικό πρόσωπο. Όλοι δεχόμαστε ότι οι ομοφυλόφιλοι μπορούν ως φυσικά πρόσωπα να συνάπτουν γάμο. Το θέμα είναι εάν μπορούμε να ορίσουμε τον γάμο ως ένωση φυσικών προσώπων και όχι ως ένωση ανδρός και γυναικός, όπως το ήθελε ο Μοδεστίνος.
ΙΙ. Ναι, τα ζώα είχαν ικανότητα προς αδικοπραξία και προς καταλογισμό εγκλημάτων. Γι’ αυτό και δέχονταν ποινές. Αλλά αυτά τα λένε καλά ο Τρωιάνος και ο Πιτσάκης. Κι εσύ βεβαίως!
ΙΙΙ. Για το ποια μορφή ανισχύρου έχομε εν προκειμένω, το συζητούμε.
Μύρωνα, δεν αμφισβητώ ότι ο γάμος δεν προσιδιάζει σε νομικά προσώπα, βασικά δεν με ενδιαφέρει κιόλας. Διερωτήθηκα απλώς τι θα συνέβαινε αν ένας δήμαρχος προέβαινε στην σύναψη ενός τέτοιου γάμου: η σύναψη γάμου με νομικό πρόσωπο δεν περιλαμβάνεται στους λόγους ανυποστάτου. Άρα ο γάμος θα ήταν απλως άκυρος (και θα παρήγε δηλαδή έννομα αποτελέσματα μέχρι να ακυρωθή;) Ή μήπως κάτι δεν πάει καλά με την μεθοδολογία εδώ;