Ανώτατοι δικαστικοί είναι, για τις ανάγκες αυτής της ανάρτησης, οι Πρόεδροι και Αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και οι Εισαγγελείς του Αρείου Πάγου, όλοι δηλαδή οι δικαστικοί λειτουργοί που διορίζονται στην θέση τους με την πολιτικώς κεχρωσμένη διαδικασία του άρ. 90 παρ. 5 Σ. Το ερώτημα που με απασχολεί εδώ είναι αν είναι συνταγματικώς εν τάξει η ενασχόληση των προσώπων αυτών με την τρέχουσα πολιτική, μετά την απώλεια της επίμαχης ιδιότητας εξυπακούεται, δεδομένου ότι εις βάρος των προσώπων αυτών υπάρχει αντικειμενικώς μια υποψία: διωρίστηκαν στην θέση τους από πολιτικούς και τώρα γίνονται και οι ίδιοι πολιτικοί. Μήπως άραγε πολιτεύονταν και ενόσω εδίκαζαν; Κατά πάγια θέση μου, δεν με ενθουσιάζουν οι ανώτατοι δικαστικοί που κομματίζονται, ακόμη και μετά σύνταξιν.
Ασφαλώς και κάθε ανώτατος δικαστικός έχει τα ίδια πολιτικά δικαιώματα με κάθε άλλον Έλληνα πολίτη, ειδικά μάλιστα μετά την συνταξιοδότησή του. Ενώ μέχρι τότε υπόκειται στην αυστηρή απαγόρευση του άρ. 29 παρ. 3 Σ, που διαλαμβάνει ότι «Απαγορεύονται απολύτως οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος στους δικαστικούς λειτουργούς», μετά την συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του (άρ. 88 παρ. 5 Σ), ο επίτιμος δικαστικός μπορεί να πολιτευθή, να ιδρύση κόμμα, να εκλεγή βουλευτής και να υπηρετήση ως Υπουργός. Όλα αυτά είναι νόμιμα και συνταγματικά και καλώς καμωμένα. Πολλώ δε μάλλον ισχύουν τα ως άνω για τον ανώτατο δικαστικό που έχει διατελέσει υπηρεσιακός Πρωθυπουργός της χώρας (άρ. 37 παρ. 3 Σ). Τίποτε στο Σύνταγμα ή στις συνταγματικές μας παραδόσεις δεν τον εμποδίζει ομοίως να κατέλθη στην πολιτική κονίστρα και να εκτεθή ως υποψήφιος (η τελευταία περίπτωση Προέδρου του ΣτΕ και υπηρεσιακού Πρωθυπουργού που εξελέγη βουλευτής ήταν ο Παναγιώτης Πουλίτσας το 1951. Τα συνταγματικά φαινόμενα που συμβαίνουν μια φορά κάθε εξηνταοκτώ χρόνια εγώ θα τα αντιμετώπιζα με πιο πολλή περίσκεψη. Και λιγώτερους αλαλαγμούς).
Ωστόσο, η πρακτική συνταγματική εμπειρία διδάσκει ότι μετά την μεταπολίτευση δεν βρέθηκε ούτε ένας ανώτατος δικαστικός ο οποίος να πολιτεύθηκε. Σημειώνω εδώ ως εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα την τριακονθήμερη βουλευτική θητεία του Μιχαήλ Στασινόπουλου, πρώην Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας τον Δεκέμβριο 1974. Με την εξαίρεση αυτή, που εξηγείται ενόψει της τότε μεταβατικής περιόδου (και του γεγονότος ότι είχε παυθή από την θέση του αντισυνταγματικά το 1969), όλοι ανεξαιρέτως οι ανώτατοι δικαστικοί μας προτίμησαν να μην αναμειχθούν στα της τρέχουσας πολιτικής. Αυτό σημαίνει ποσοστά 0/19 για τους Προέδρους ΑΠ, 0/14 για τους Εισαγγελείς ΑΠ και 0/12 (πλην Πικραμμένου) για τους Προέδρους ΣτΕ. Αν οι 45 στους 46 δεν πολιτεύονται, αυτό κάτι σημαίνει για τον 46ο.
Δεν τους έλειπε, αλίμονο, σε μερικούς περίσσευε, η πολιτική στράτευση. Δεν τους έλειπε, αντιθέτως, στους περισσότερους περίσσευε, η εμπειρία, το ήθος, η ικανότητα. Ωστόσο, προτίμησαν όλοι, συνταξιοδοτούμενοι από το υψηλό τους λειτούργημα, να συνεχίσουν να είναι δικαστές και να μην μεταβληθούν σε πολιτικούς.
Το θέμα ασφαλώς δεν είναι προσωπικό, είναι θεσμικό. Δεν αφορά τον κ. Πικραμμένο, επικεφαλής πλέον του ψηφοδελτίου Επικρατείας της ΝΔ, ως δικαστή, ως άνθρωπο ή ως μελλοντικό βουλευτή. Ο κ. Πικραμμένος είναι καθ’ όλα συμπαθής και υπηρέτησε άψογα το δημόσιο συμφέρον ως υπηρεσιακός Πρωθυπουργός. Αφορά τα όρια της διασταύρωσης των λειτουργιών στο πολίτευμά μας και ιδίως την επιρροή της εκτελεστικής λειτουργίας στην δικαστική. Αφορά τις φιλοδοξίες των μελλοντικών ανωτάτων δικαστικών, τον τρόπο εκτέλεσης του καθήκοντός τους, το υπόδειγμα που τους προσφέρεται.
Για παράδειγμα, μπορούμε εύκολα να φανταστούμε το αντίπαλο μεγάλο κόμμα να ανταποδίδη τα ίσα, τοποθετώντας στο δικό του ψηφοδέλτιο έναν ανάλογο ανώτατο δικαστικό, ας πούμε την κ. Ξένη Δημητρίου (κατεβάζει ο Κυριάκος Πικραμμένο. Τα βλέπει ο Τσίπρας και ανεβάζει με Ξένη. Ινστιτούσιοναλ ντεθ ματς). Μετά τον συνδικαλιστή και απεργοδικαστή Αρεοπαγίτη που έγινε Υπουργός Δικαιοσύνης και μετά την έτερη συνδικαλίστρια, απεργοδικάστρια, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, υπηρεσιακή Πρωθυπουργό και Πρωθυπουργική Μετακλητή Υπάλληλο, δεν είμαι βέβαιος ότι ένας Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και υπηρεσιακός Πρωθυπουργός που θα κληθή ως Βουλευτής να ψηφίση σε ονομαστικές ψηφοφορίες και για εξεταστικές επιτροπές εναντίον όσων ψήφισαν στην προηγούμενη περίοδο υπέρ της δικής του δίωξης εξυπηρετεί το καλώς νοούμενο συμφέρον της Δικαιοσύνης.
Αλλά μπορεί να κάνω και λάθος, ποιος ξέρει.