Υπάρχει τρόπος η Ελλάδα να βελτιώσει την αποτρεπτική της ικανότητα, μειώνοντας δραστικά τα έξοδα και την διαφθορά στην προμήθεια εξοπλισμών
Αθανάσιος Αναγνωστόπουλος, Δρ. Ποινικού Δικαίου
Σωτήρης Γεωργανάς, Αν. Καθηγητής Οικονομικών στο City University Λονδίνου – επισκέπτης στο New York University
Δημοσιευτηκε σε λιγο διαφορετικη εκδοση στα Νεα
Η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση που ταλανίζει την χώρα μας δεν αφήνει καμιά φορά χρόνο ή διάθεση να σηκώσουμε λίγο το βλέμμα και να δούμε τι γίνεται στην γειτονιά μας. Όπου συμβαίνουν πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα.
Η γειτονική Τουρκία δεν είναι η Τουρκία που γνωρίζαμε. Ο πληθυσμός της πλέον αγγίζει τα 76 εκ. άτομα, ενώ το ΑΕΠ του 2012 έφτασε τα 612 δισ. ευρώ (έναντι ελληνικού 194 δισ.). Δεν ήταν πάντα έτσι όμως! Το 1973, ελληνικό και τουρκικό ΑΕΠ ήταν σχεδόν ίσα. Ακόμα και κατά την κρίση στα Ίμια, η Τουρκία είχε μια οικονομία που δεν ήταν ακόμη υπερδιπλάσια της ελληνικής. Σήμερα, το τουρκικό ΑΕΠ ισούται με το συνολικό ΑΕΠ Πολωνίας, Ουκρανίας και Ουγγαρίας ή, αλλιώς, προς το ΑΕΠ Ελλάδας, Βελγίου και Σλοβενίας μαζί. Η Τουρκία είναι υπερτριπλάσια οικονομικά και επταπλάσια πληθυσμιακά. Και παρά τους κλυδωνισμούς που συχνά βιώνει στην κοινωνικοοικονομική της πρόοδο (βλ. και την πρόσφατη πολιτική κρίση που έφερε 30% πτώση της λίρας μέσα σε ένα χρόνο), η ψαλίδα θα τείνει μεσομακροπρόθεσμα να ανοίγει εις βάρος μας. Ασφαλώς πρόκειται για μια μείζονα γεωπολιτική αλλαγή στην γειτονιά μας, που δεν πρέπει να μας αφήσει αδιάφορους.
Το υπαρκτό γεωπολιτικό πρόβλημα της ανάσχεσης μιας δυναμικής οικονομικά και αναθεωρητικής πολιτικά Τουρκίας δεν μπορεί να λυθεί (πλέον!) με ευθύ ανταγωνισμό στους αριθμούς. Στο παρελθόν φιλοδοξούσαμε να βασιζόμαστε στην καλύτερη ποιότητα των στρατιωτικών μας εξοπλισμών, που προερχόταν από το ανώτερο βιοτικό μας επίπεδο. Η επίτευξη ποιοτικής ανωτερότητας γίνεται ολοένα πιο δύσκολη όμως, από την στιγμή που το τουρκικό βιοτικό επίπεδο (σήμερα 47% του ελληνικού, ενώ ιστορικά ήταν ανάμεσα στο 1/4 με 1/3) θα τείνει να συγκλίνει σταδιακά με το δικό μας. Δεν ζούμε ασφαλώς στην εποχή στην οποία οι εθνικοί ανταγωνισμοί λύνονται με την έφοδο δεκάδων μεραρχιών με εφ’ όπλου λόγχη. Αλλά πρέπει να αναπροσαρμόσουμε τον σχεδιασμό μας στα νέα κοινωνικο-οικονομικά δεδομένα, αν δεν θέλουμε να βρεθούμε με ολοένα στενότερες δυνατότητες χάραξης ανεξάρτητης εθνικής πολιτικής.
Υπάρχει τρόπος να διατηρηθεί κάποια ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο; Ναι, αν ξεπεράσουμε παραδόσεις και εμμονές του παρελθόντος.
Καταρχάς, πρέπει προφανώς να εξασφαλίσουμε κάθε ευρώ δαπάνης να πιάνει τόπο. Οι αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας το 2013 ήταν περίπου 3,4 δισ. ευρώ. Οι αντίστοιχες δαπάνες της Τουρκίας το 2012 ήταν σχεδόν τετραπλάσιες, περί τα 13,4 δισ. ευρώ. Αφού δεν μπορούμε να ξοδεύουμε τα ίδια, πρέπει να ξοδεύουμε εξυπνότερα. Τέρμα στην πολυτυπία, προηγμένοι μηχανισμοί δημοπρασιών (αδιάβλητοι στην διαφθορά, αλλά και σχεδιασμένοι να πετυχαίνουν καλές τιμές), περιορισμός των στρατοπέδων στα απολύτως απαραίτητα για την εθνική άμυνα – όχι για την επιδότηση των τοπικών ταχυφαγείων.
Ακόμα και αν επιτευθούν αυτοί οι στόχοι, παραμένει ένα πρόβλημα: η ανάγκη προμήθειας δαπανηρών εξοπλισμών, ειδικά την στιγμή που τα σύγχρονα αμυντικά συστήματα, π.χ. φρεγάτες, έχουν πολλαπλάσιο κόστος από αντίστοιχα της προηγούμενης γενιάς. Λόγω κρίσης οι εξοπλισμοί έχουν πέσει στο 0,65 δισ. (19% των αμυντικών δαπανών), σχεδόν όλα εκ των οποίων αφορούν παλαιά προγράμματα και όχι νέες παραγγελίες, με το ανάλογο πλήγμα στο αξιόμαχο των δυνάμεων μας. Ακόμα και προ κρίσης, ήμασταν από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς όπλων παγκοσμίως, όσο οι εγχώριες αμυντικές βιομηχανίες κατέρρεαν. Αντίθετα οι τουρκικές αμυντικές βιομηχανίες έχουν σημαντικό μερίδιο στην εσωτερική τους αγορά και εξαγωγές 1,3 δισ. δολάρια. Πρέπει λοιπόν να σκεφτούμε ριζοσπαστικές λύσεις μείωσης του κόστους των απαραίτητων εξοπλισμών.
Η Τουρκία έχει βέβαια σχετικά μεγάλη οικονομία και αμυντική βιομηχανία, αλλά δεν έχει ιδιαίτερη πολιτισμική συγγένεια με άλλες μεγάλες οικονομίες. Η Ελλάδα αντιθέτως, έχει φίλους με (α) ογκώδεις οικονομίες και (β) παρόμοια ανάγκη δημοσιονομικών περικοπών. Συγκεκριμένα, η Ιταλία και η Ισπανία είναι κορυφαίες οικονομίες (συνδυασμένο ΑΕΠ 2012 περί τα 2,6 τρισ. ευρώ, υπερτετραπλάσιο του τουρκικού), είναι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, έχουν άριστες διπλωματικές σχέσεις με την Ελλάδα και ολοένα στενότερες οικονομικές σχέσεις, αφού μοιράζονται ένα κοινό νόμισμα. Γιατί να μην μοιράζονται και αμυντικές υποδομές/εξοπλισμούς;
Ας ξεκινήσουμε οργανώνοντας κοινούς διαγωνισμούς, μειώνοντας αναγκαστικά την διαφθορά, αλλά και εκμεταλλευόμενοι τον παλιό κανόνα: όσο περισσότερο αγοράζεις, τόσο καλύτερες τιμές. Ακόμα πιο αποτελεσματικό όμως θα ήταν το επόμενο βήμα: κοινή χρήση αεροσκαφών, ίσως και πλοίων. Η Ελλάδα διατηρεί μεγάλους στόλους μαχητικών με αστρονομικό κόστος απόκτησης αλλά και συντήρησης, για δύο σκοπούς κυρίως: εκπαίδευση των χειριστών και αποτροπή επιθετικότητας από ξένες δυνάμεις. Μια ισπανική ή ιταλική επίθεση είναι όμως αδιανόητη. Σχεδόν εξίσου αδιανόητη είναι μια μετωπική σύγκρουση τρίτης χώρας με δύο νοτιοευρωπαϊκές χώρες ταυτόχρονα. Άρα, είναι εξαιρετικά απίθανο να χρειαστούμε την ίδια στιγμή τα αεροσκάφη που (θα) μοιραζόμαστε. Συμφωνούμε λοιπόν ένα προκαθορισμένο πρόγραμμα χρήσης για εκπαίδευση και έναν βασικό κανόνα: όποια χώρα αντιμετωπίζει επίθεση, έχει άμεση προτεραιότητα στην χρήση των συστημάτων.
Υπάρχει διεθνές προηγούμενο: κοινή γαλλογερμανική ταξιαρχία υφίσταται από το 1987, Αγγλία και Γαλλία συζητούν την κοινή χρήση αεροπλανοφόρου, το ΝΑΤΟ αστυνομεύει τον εναέριο χώρο των Βαλτικών δημοκρατιών. Όπως γνωρίζουμε μάλιστα από την θεωρία παιγνίου, ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν θα χρειαστεί ποτέ να κάνει χρήση της συμφωνίας, όσο η απειλή χρήσης της ειναι πιστευτή. Μια δύναμη δεν χρειάζεται να είναι πάντα παρούσα για να λειτουργεί αποτρεπτικά, φτάνει να γνωρίζουν όλοι ότι μπορεί να παρουσιαστεί ανά πάσα στιγμή. Έτσι, η Τουρκία θα δίσταζε πολύ να ξεκινήσει ένα θερμό επεισόδιο, αν ήξερε ότι εντός δύο ωρών, 50 επιπλέον Eurofighter από το Μορόν της Ανδαλουσίας και την Τζόια ντελ Κόλλε της Απουλίας θα μετασταθμεύσουν στον Άραξο, έτοιμα προς χρήση από Έλληνες πιλότους.
Ίσως η κρίση προσφέρει πραγματικά ένα δωρεάν γεύμα: θα μειώσουμε τις αμυντικές δαπάνες ταυτόχρονα πολλαπλασιάζοντας την ισχύ μας και θα έρθουμε ακόμα εγγύτερα στους νοτιοευρωπαίους εταίρους μας. Γιατί όχι;