Σύμφωνα με το άρ. 78 Ν. 4146/18 Απριλίου 2013 “Διαμόρφωση φιλικού αναπτυξιακού περιβάλλοντος για τις στρατηγικές και ιδιωτικές επενδύσεις και άλλες διατάξεις”
Δεν συνιστά απιστία κατά την έννοια των άρ. 256 και 390 ΠΚ για τον Πρόεδρο, τα μέλη του ΔΣ και τα στελέχη των τραπεζών η σύναψη δανείων πάσης φύσεως με νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, του ευρύτερου δημοσίου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται κατά νόμο, καθώς και η εν γένει παροχή πιστώσεων σε αυτά, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) υφίστανται αποφάσεις των θεσμοθετημένων εγκριτικών επιτροπών ή οργάνων κάθε τράπεζας, και β) τηρήθηκαν κατά την χορήγησή τους οι σχετικές κανονιστικές πράξεις της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔΤΕ).
Σύμφωνα όμως και το άρ. 47 παρ. 3 και 4 Σ
3. Αμνηστία παρέχεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα, με νόμο που ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών.
4. Αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο.
Αμνηστία λοιπόν δεν χωρεί στα κοινά εγκλήματα ούτε και με τυπικό νόμο. Η Βουλή δεν είναι παντοδύναμη εν προκειμένω. Kαι ορθώς, για να μην γίνεται ακριβώς αυτό που πάει να γίνη: για να μην μπορή η κάθε κοινοβουλευτική πλειοψηφία να αμνηστεύη αντ χοκ τα εγκλήματα των δικών της παιδιών.
Βεβαια, ας μην είμαστε χαζούλια. Αν μια Βουλή και δι’ αυτής η Κυβέρνηση που την ελέγχει ήθελε να αμνηστεύση κάποιο κοινό έγκλημα, ασφαλώς δεν θα ωνόμαζε τον σχετικό νόμο “αμνηστία”. Η Υπερτρισχιλιετής μας έχει τόσο πολλούς και μεστούς τρόπους για να εκφράση το ίδιο νόημα: θα το έλεγε “παραγραφή του αξιοποίνου”, “εξάλειψη του αξιοποίνου” ή “υφ’ όρον παύση της ποινικής δίωξης”.
Όπως ακριβώς έκανε ο πρώτος διδάξας νόμος, ο πασόκειος Ν. 1240/1982 στο άρ. 1 παρ. 1 και 2:
1. Παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι 21 Δεκεμβρίου 1981, με εξαίρεση τις πράξεις που αναφέρονται στην παρ. 6: α) των πταισμάτων και β) υφ’όρον των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλακίσεως μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και στις δύο ποινές. Στην περίπτωση αυτή αν ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του νόμου τούτου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των δύο μηνών ή σε χρηματική ποινή ανώτερη των σαράντα χιλιάδων δραχμών, συνεχίζεται κατ’αυτού η παυθείσα ποινική δίωξη.
2. Παραγράφεται επίσης το αξιόποινο και παύει υφ’ όρον η δίωξη των αξιόποινων πράξεων που έχουν τελεσθεί δια του τύπου μέχρι 21 Δεκεμβρίου 1981 ανεξαρτήτως του ύψους της απειλουμένης ποινής. Στις περιπτώσεις αυτές εάν ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε δεκαοκτώ μήνες από τη δημοσίευση του νόμου τούτου σε νέα από δόλο δια του τύπου αξιόποινη πράξη και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε για την πράξη αυτή σε στερητική της ελευθερίας ποινή πάνω από τρείς μήνες συνεχίζεται κατ’αυτού και η παυθείσα ποινική δίωξη.
Η ρύθμιση κρίθηκε συνταγματική με την ΟλΑΠ 672/1982.
Αφού η φάμπρικα είχε αρχίσει, η οδός ήταν πλέον ολισθηρά και κατωφερής. Ο γιαννοπούλειος Ν. 2721/1999 προέβλεψε στο άρ. 25 τα εξής:
1. Εξαλείφεται το αξιόποινο των πράξεων των άρθρων 290, 291 και 292 του Ποινικού Κώδικα που αφορούν την παρακώλυση συγκοινωνιών, καθώς και των παραβάσεων του άρθρου 34 παρ. 12 του ν. 2696/1999 (ΦΕΚ 57 Α’) και έχουν τελεστεί προ του Μαρτίου του έτους 1997, εκ μέρους αγροτών κατά τη διάρκεια αγροτικών κινητοποιήσεων, με τη μορφή βίαιης διακοπής συγκοινωνιών και σε βάρος της αγροτικής και εθνικής οικονομίας.
2. Την παύση της ποινικής δίωξης κηρύσσει το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμούν υποθέσεις της ανωτέρω μορφής, με πρόταση του εισαγγελέα της έδρας ή με αίτηση του κατηγορουμένου, είτε και αυτεπαγγέλτως, οι τυχόν δε αμετακλήτως επιβληθείσες ποινές διαγράφονται επίσης από το Ποινικό Μητρώο με απόφαση του δικαστηρίου που τις επέβαλε, ύστερα από αίτηση του καταδικασθέντος ή πρόταση του εισαγγελέα της έδρας του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου.
Και αυτή η ρύθμιση κρίθηκε συνταγματική με την ΟλΑΠ 11/2001.
Μετά είχαμε, δόξα τω Θεώ, το άρ. 31 παρ. 1 Ν. 3346/2005:
Παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, με εξαίρεση τις πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5:
α) των πταισμάτων και
β) υφ’ όρον των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. Στην περίπτωση αυτή αν ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του νόμου τούτου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των δύο μηνών ή σε χρηματική ποινή τουλάχιστον εκατόν πενήντα (150) ευρώ συνεχίζεται κατ’ αυτού η παυθείσα ποινική δίωξη.
Και μετά είχαμε, αχ τι τυχεροί που είμαστε, το άρ. 4 παρ. 1 Ν. 4043/2012:
Παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι 31.12.2011: α) των πταισμάτων και β) των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. Στην περίπτωση των πλημμελημάτων, εάν ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, συνεχίζεται η κατ’ αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη.
[αντιλαμβάνεστε ότι με αυτόν τον ρυθμό η νέα κρυπταμνηστία αναμένεται μαθηματικώς περί το 2014]
Και όμως, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο νομοθέτης προσπάθησε να διατηρήση ένα νομοτεχνικό φύλλο συκής: η βάναυση παρεμβασή του στο έργο της δικαστικής λειτουργίας έγινε με την επίκληση της αντεγκληματικής πολιτικής. Με άλλα λόγια, το έγκλημα παρέμενε πάντοτε έγκλημα, απλώς άλλαζε η ποινολογική του αξιολόγηση: είτε με εξάλειψη του αξιοποίνου είτε με υφ’ όρους ειδική παραγραφή, η καταδίκη παρέμενε καταδίκη και το τελεσθέν έγκλημα δεν απεγίγνετο. Ο νομοθέτης ερχόταν απλώς (απλώς; τέλος πάντων τώρα) να μεταβάλη τις συνέπειες ενός πάντοτε δεδομένου εγκλήματος.
Για πρώτη φορά όμως τώρα τα πράγματα αλλάζουν. Η νεοπαγής διάταξη συνιστά κατ’ ουσίαν ένα νεώτερο ερμηνευτικό νόμο, που καταργεί εν μέρει τα άρ. 256 και 390 ΠΚ. Θα μπορούσε δηλαδή η νέα διάταξη περί μελών δ.σ. των ΝΠΔΔ κ.λπ. να είχε εισχωρήσει στην αντικειμενική υπόσταση των οικείων εγκλημάτων ως αρνητικός όρος. Το ίδιο θα ήτανε.
Και βέβαια η κατάργηση παλαιότερου νόμου από νεώτερο δεν απαγορεύεται, ίσα ίσα. Ερευνητέον όμως αν αυτή η εν μέρει κατάργηση υποκρύπτει κρυπταμνηστία.
Η ομοιότητα εν προκειμένω είναι εμφανής: κατ’ αποτέλεσμα τόσο η αμνηστία όσο και η συζητούμενη διάταξη αναιρούν αυτήν ταύτην την ύπαρξη εγκλήματος. Έχουν και οι δύο επίσης απρόσωπο χαρακτήρα, καίτοι αφορούν και οι δύο λίγο πολύ συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων. Και το κυριώτερο: έχουν πολιτικό χαρακτήρα. Και αν η αμνηστία συνδέεται συνήθως με ανώμαλες περιόδους και με ειρήνευση των παθών, τίποτε δεν αποκλείει την αμνήστευση των πολιτικών μας φίλων (ειδικά ενόψει μιας πιθανής εκλογικής μεταπολίτευσης). Στην τελική, κάπως πρέπει να νοηματοδοτηθή το άρ. 47 παρ. 4 Σ, ώστε να μην μείνη γράμμα κενό.
[Πρέπει να δηλώσω βέβαια ότι κατά την γνώμη μου πολλές από τις υπόψιν περιπτώσεις χορήγησης δανείων δεν συνιστούν απιστία ούτως ή άλλως, για τον απλό λόγο ότι στην απιστία απαιτείται εν γνώσει ζημία της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος. Εκείνος όμως που χορηγεί ένα θαλασσοδάνειο ενδεχομένως διαπράττει παράβαση καθήκοντος, ενδεχομένως ευθύνεται έναντι του εργοδότη του ενδοσυμβατικά ή και αδικοπρακτικά, δύσκολα όμως “γνωρίζει” ότι το δάνειο δεν θα αποπληρωθή ποτέ στο μέλλον. Το πιθανολογεί ίσως, το προβλέπει, το φοβάται, το ξορκίζει ή το ελπίζει, αλλά δεν το γνωρίζει.]
Είναι σαφές ότι υπάρχει ένα συνεχές ανάμεσα στην (απαγορευμένη) στρίκτο σένσου αμνηστία και στην (επιτρεπόμενη) μερική κατάργηση νόμου. Εδώ το κριτήριο της διάκρισης πρέπει να είναι η πολιτική στόχευση: αν μπορεί πειστικά να δειχθή ότι η παρούσα νομοθετική μεταρρύθμιση έγινε προς ωφέλεια συγκεκριμένων ανθρώπων, φίλα προσκείμενων στην παρούσα κυβερνητική πλειοψηφία, τότε είναι υποστηρίξιμο (υποστηρίξιμο, όχι κραυγαλέο) ότι βρισκόμαστε ενώπιον αντισυνταγματικής κρυπταμνηστίας.
Ακόμη χειρότερα δεν είναι τα νομοθετήματα που εξαλείφουν το αξιόποινο από συγκεκριμένες, ειδικώς προσδιοριζόμενες πράξεις (λ.χ. αγροτικές κινητοποιήσεις, κινητοποιήσεις της τέως ΕΑΣΑ – Σταμουλοκολλάδες! – και, πλέον πρόσφατα, κινητοποιήσεις αυτοκινητιστών κατά Ραγκούση); Νομίζω ότι κάποια γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου που έκρινε τέτοιες διατάξειςε αντισυνταγματικές είχε εκδοθεί, αλλά δεν είμαι σίγουρος,
Και μένα μου ξινίζουν, κυρίως ως παρέμβαση της εκτελεστικονομοθετικής λειτουργίας στα έργα της νομοθετικής, αλλά υπάρχουν σοβαρά επιχειρήματα υπέρ της συνταγματικότητας. Τυπικά θίγουν την ποινική μεταχείριση, δεν αμνηστεύουν το έγκλημα.
Αν έχης χρόνο, διάβασε διαγωνίως τις μελέτες Μπέη και Σεβαστίδη που παραπέμπω.
Και μεγειά το ιστολόγιο, Νάσιο!
Επειδή πήρα πολλά πράγματα από αυτούς, παραθέτω πάλι εδώ τις μελέτες των Μπέη και Χαρ. Σεβαστίδη (ο οποίος Σεβαστίδης ανήκει στα αριστερά εξτρέμ των παράνομων απεργών δικαστών. Αλλά η μελέτη είναι καλή).
Προσθέτω και μια σκέψη ακόμα για το πώς το σκέφτομαι το όλο πράγμα:
Έστω ότι τον αμαρτωλό Ν. 4146 διαδεχόταν δυο μέρες μετά ο 4147, στον οποίο θα υπήρχε ρύθμιση που θα καταργούσε την σχολιαζόμενη διάταξη και, άρα, θα επανέφερε το αρχικό καθεστώς των διατάξεων περί απιστίας. Ο ενδιάμεσος κρυπταμνηστευτικός νόμος των δύο ημερών όμως θα εξακολουθούσε ισχύων και καταλαμβάνων όλες τις υποθέσεις που δεν είχαν εκδικαστή αμετακλήτως κατ’ άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ. Άρα όλες όσες μας ενδιαφέρουν!
Ας υποθέσουμε ακόμη ότι η αιτιολογική έκθεση του νεώτερου Ν. 4147 διεκήρυττε ακριβώς αυτό, ότι δηλαδή ο 4146 ψηφίστηκε για να μην προχωρήσουν οι διώξεις σε συγκεκριμένες υποθέσεις της περιόδου π.χ. 2009-2012, ότι όμως, κατά τα λοιπά, οπωσδήποτε η περί απιστίας διάταξη πρέπει να καταλαμβάνη στο μέλλον και τις πράξεις του δσ ΝΠΔΔ κ.λπ.
Ε, δεν θα ήταν αυτό κρυπταμνηστία;
Πολιτικά και ηθικά, συμφωνώ απολύτως:
πρόκειται για αίσχος.
Νομικά όμως, έχω μιάν ένσταση.
Στα παλαιότερα παραδείγματα,
ο νομοθέτης δεν έθιξε αυτό καθ’ εαυτό το αξιόποινο της μιάς ή της άλλης πράξης,
παρά μόνο το “παρέγραψε” για τις μέχρι τότε τελεσθείσες,
δηλαδή κατ’ ουσίαν το αμνήστευσε,
προφανώς κατά παράβαση του Συντάγματος.
Τώρα όμως δεν βλέπω να κάνει το ίδιο:
δεν λέει
“όσα θαλασσοδάνεια δώσατε σε κόμματα, χαλάλι σας που τα δώσατε, αλλ’ εφεξής μην τυχόν δώσετε άλλα”,
παρά μόνο λέει
“η θαλασσοδανειοδότηση κομμάτων αποποινικοποιείται, εφεξής αλλά και αναδρομικώς”.
Είτε μας αρέσει είτε όχι,
που δεν μας αρέσει,
δεν μου φαίνεται για κρυπταμνηστία
παρά μόνο για απλή αποποινικοποίηση σαν όλες τις άλλες,
όπως της μοιχείας πριν από καμμιά τριανταριά χρόνια.
1. Συμφωνώ με το προηγούμενο σχόλιο ότι, από τη στιγμή που μία διάταξη καταργεί το αξιόποινο μιας κατηγορίας συμπεριφορών και για το μέλλον, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρυπτο-αμνηστία, καθώς ο νομοθέτης αναλαμβάνει τον κίνδυνο μελλοντικής τέλεσης των αποποινικοποιούμενων συμπεριφορών, κίνδυνο που δεν αναλαμβάνει ο αμνηστεύων νομοθέτης.
2. Στην περίπτωση που ο 4147 καταργούσε μετά από δύο μέρες τον 4146, ο χαρακτηρισμός του 4146 ως αντισυνταγματικής κρυπτο-αμνηστίας θα είχε σαν συνέπεια την αναδρομική τιμώρηση εκείνων που επωφελήθηκαν του 4146 και μέσα στις δύο μέρες ισχύος του τέλεσαν τις αποποινικοποιούμενες συμπεριφορές. Για τις πράξεις πριν την ισχύ του 4146 θα μπορούσε ενδεχομένως να υποστηριχθεί ότι, όχι ο ίδιος ο 4146, αλλά η εφαρμογή του ευμενέστερου ενδιάμεσου νόμου στην προκειμένη περίπτωση καταστρατηγεί το άρθρο 47 του Συντάγματος. Έτσι η τιμώρηση των συμπεριφορών που μας ενδιαφέρουν θα μπορούσε να θεμελιωθεί σε μη εφαρμογή του ενδιάμεσου 4146 λόγω in concreto μη εφαρμογής του άρθρου 2 Π.Κ.
3. Ερώτηση προς προβληματισμό: συνιστά βλάβη της περιουσίας της τράπεζας η χορήγηση θαλασσοδανείου, όταν, ναι μεν δεν προσδοκάται αποπληρωμή του, αλλά το δανειζόμενο κόμμα υποσχέθηκε αθέμιτη διακυβέρνηση, επωφελή για την τράπεζα; Επιτρέπει η νομική-οικονομική έννοια της περιουσίας τον συνυπολογισμό τέτοιων ωφελημάτων για την παραδοχή ή μη περιουσιακής βλάβης; Συνιστά ο μη συνυπολογισμός τους επιτρεπτή ερμηνεία εντός του γλωσσικού νοήματος ή απαγορευμένη αναλογία;
Ωραία σχόλια.
Μήπως όμως,
Διαφωνώ, καθόλου “προφανώς”, ακριβώς επειδή η πράξη παρέμεινε παράνομη, η δικαιοδοσία των ποινικών δικαστηρίων δεν εθίγη κ.λπ. Ο νόμος που ήταν πιο κοντά σε αμνηστία ήταν πάντως ο 2721 για τους αγρότες, εκεί φαίνεται και η σημασία του κριτηρίου της πολιτικής στόχευσης.
[δεν ήταν να ψηφιστή ένας τέτοιος νόμος και για τις κινητοποιήσεις των ταξιτζήδων; Βαρέθηκα να το ψάξω]
Η μοιχεία δεν είναι κατάλληλο παράδειγμα, γιατί εκεί είχαμε πλήρη απεγκληματοποίηση, ενώ εδώ μερική, αλλά καταλαβαίνω τι εννοείς.
Γιώργο Αρμπή,
Χμ, σωστό.
Ε, μια νομική πλάνη θα στοιχειοθετείτο σχετικά εύκολα.
Ενδιαφέρουσα σκέψη και αυτή.
Τείνω να αποδεχθώ ότι δεν έχουμε απιστία αν το ν.π. ωφελήθηκε, π.χ. με παράλληλη προτίμησή του σε κάποιο διαγωνισμό ή κάτι παρόμοιο. Ωφέλεια θα μπορούσε να είναι ακόμη και μια υπόσχεση, μια ελπίδα, μια προσδοκία, αφού και αυτά αποτιμώνται περιουσιακά.
@αμφότερους: Το ερώτημα παραμένει: αμνηστία θα έχουμε μόνο όταν ο νομοθέτης το ομολογεί και ονομάζει ρητώς το νομοθέτημά του αμνηστευτικό; Προφανώς όχι. Αλλά τότε ποιες άλλες περιπτώσεις πρέπει να συμπεριληφθούν; Κάπου πρέπει να μπη και ένα όριο στον νομοθέτη!
Ομολογώ την αποτυχία μου στις προβλέψεις. Έγραψα:
Ο Έλλην νομοθέτης όμως με διέψευσε. Η νέα κρυπταμνηστία ήλθε ήδη με τον Ν. 4198/2013 του Οκτ2013, ταυτόσημο με τους προηγούμενους.
Και ξανά προς την δόξα τραβά.