Μαύρη βία, κόκκινες δικαιολογίες, μέσα και σκοπός σε ένα quasi-failed κράτος.
Την ώρα που αναζητούσα ένα τρόπο να ξεκινήσω το κείμενο αυτό, φίλοι ανέβασαν στο facebook ένα (ακόμα) video με τη Χρυσή Αυγή, το οποίο, φαντάζομαι, κάνει ήδη το γύρο του διαδικτύου. Ο βουλευτής κατηγορεί τους αστυνομικούς που έχουν παραταχθεί ως ανάχωμα στην αντι-συγκέντρωση κρανοφόρων ότι την προστατεύουν και απειλεί ότι αν δεν προβούν σε συλλήψεις όσων βανδαλίζουν αυτοκίνητα και εμποδίζουν ψηφοφόρους του κόμματός του να παραβρεθούν στην εκδήλωση που διοργανώνει θα τους μηνύσει για παράβαση καθήκοντος. Πριν από αυτή του τη δήλωση, που γίνεται κατά κάποιο τρόπο «επίσημα», απευθυνόμενος στην κάμερα, ο φακός τον συλλαμβάνει να εκστομίζει μερικά «γαλλικά». Προσάπτει στον επικεφαλής της αστυνομίας ότι «αδρανεί» (ή μάλλον ότι δρα, αλλά προς ιδίαν, ούτως ειπείν, χειρωνακτική τέρψη, ήτοι, για να μην απομακρυνθώ από τη γαλλική, «qu’il se branle») και απειλεί με οργίλο ύφος ότι αν η αστυνομία θέλει νεκρούς, θα τους έχει.
Τα σχόλια κάτω από τα posts έχουν εξίσου, αν όχι μεγαλύτερο, ενδιαφέρον. Οι μεν εστιάζουν στη γλώσσα του βουλευτή και αναρωτιούνται αν σε μία δημοκρατία επιτρέπεται να είναι ανεκτή, δηλαδή, να μην τιμωρείται η φραστική επίθεση εναντίον της αστυνομίας ενός ακροδεξιού (έστω και εκλεγμένου) που απειλεί με αυτοδικία και νεκρούς. Για τους δε, αν κάτι είναι αντιδημοκρατικό και, συνάμα, ποινικά διωκτέο, αυτό είναι η αντι-συγκέντρωση, προφανώς, από αντι-εξουσιαστές με καλυμμένο το πρόσωπο, που παρεμποδίζουν (όπως καταγγέλλεται) με βίαιο τρόπο τη συμμετοχή πολιτών σε μία πολιτική εκδήλωση.
Η σκηνοθεσία είναι ενδιαφέρουσα· μου επιτρέπει να επιστήσω την προσοχή στον τρίτο «παίκτη», την παθητική «ειρηνοποιό» αστυνομία, ως το θεσμικό φορέα της συντεταγμένης πολιτείας, ο οποίος βρίσκεται (κυριολεκτικά, εν προκειμένω) ανάμεσα στα δύο άκρα –για να αναφερθώ σε μία φράση που έχει προκαλέσει ζωντανό διάλογο εσχάτως.
Η συζήτηση των αιτίων της ανόδου του εξτρεμισμού στην Ελλάδα είναι εντελώς δευτερεύουσας σημασίας στο κείμενο αυτό και γίνεται κατά τρόπο παρεμπίπτοντα. Δεν θα μπορούσα, άλλωστε, να επιχειρήσω με αξιώσεις να αναλύσω ένα τέτοιο ερώτημα, διότι δεν διαθέτω τα αναλυτικά εργαλεία του πολιτικού επιστήμονα, αλλά αυτά της (υποκειμενικής) ερμηνείας του νομικού. Η όποια αναφορά στα αίτια θα πρέπει λοιπόν να εκληφθεί ως απόπειρα ερμηνείας, απώτερος σκοπός της οποίας στην προκειμένη περίσταση είναι η ανάδειξη του ιδιαζόντως λεπτού, άκρως απαιτητικού και καθ’ όλα αποτυχημένου ρόλου της πολιτείας στην πρόληψη και καταπολέμηση του εξτρεμισμού. Με απλά λόγια, πέρα από το να συζητάμε τον εξτρεμισμό (όπως πολύ σωστά κάνουμε), πρέπει να στρέψουμε επίσης την προσοχή μας στο ρόλο και την ευθύνη των θεσμών. Η ΧΑ, ως ένα ιδιαίτερα απεχθές και άκρως ανησυχητικό και επικίνδυνο φαινόμενο, δίνει την ευκαιρία αυτή. Θέση μου είναι ότι η (διαχρονική) αποτυχία των θεσμών στη μεταπολιτευτική Ελλάδα φέρει μερίδιο ευθύνης στην εκτροφή και συντήρηση του εξτρεμισμού, ο οποίος σε συνθήκες κρίσης αναδύεται, αποθρασύνεται, αψηφά (ένθεν κακείθεν) κατάμουτρα το κράτος και ενίοτε το υποκαθιστά.
Ας αρχίσω, όμως, με το σέξι debate περί άκρων. Οι μεν και οι δε είναι και πάλι παρόντες. Οι μεν, λοιπόν, ενώ στιγματίζουν του σκοπούς και τις πρακτικές της ΧΑ, αντιπαραβάλλουν στην ακροδεξιά την αριστερή (γενικά και αόριστα) βία, τον ετσιθελισμό και την επιβολή του όποιου σκοπού διά αθέμιτων οδών, στο όνομα του εκάστοτε υπέρτερου (οιονεί (μετα)φυσικού) «δικαίου». Απολήγουν στο να ταυτίζουν τα άκρα, υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε κόκκινη και μαύρη βία και διακρίνουν μία σχέση αιτιότητας, αναγνωρίζοντας στη μαύρη βία το ρόλο της αντίδρασης, στην αριστερή, εξίσου βίαια, δράση. Για να το πω απλά, βρίσκουν μία ακόμα ευκαιρία να τα πουν στη νύφη, για να τα ακούσει η πεθερά. Οι δε κατηγορούν τους μεν ότι συμψηφίζουν, απολήγοντας στο να χαϊδεύουν τα αυτιά της ΧΑ, ότι ταυτίζουν ανόμοια μεγέθη και είδη βίας, ότι τσουβαλιάζουν όλους τους σκοπούς, θεμιτούς και μη, στο ίδιο σακί, ενώ αναδεικνύουν μορφές μη φυσικής «βίας», αδικίας, δηλαδή, η οποία ασκείται καθημερινά και συστηματικά από όλο το φάσμα του πολιτικού τόξου, ακόμη και από όσους κατατάσσουν εαυτούς στο πολιτικό κέντρο.
Βρίσκω καταπληκτικό το γεγονός πώς μία συζήτηση, η οποία υποτίθεται ότι αφορά την ακροδεξιά, αποδεικνύεται ότι είναι μία ακόμα αφορμή για να συζητήσουμε για την αριστερά και τη σχέση της με τη νομιμότητα. Βρίσκω, όμως, εξίσου καταπληκτικό τον αμυντικό τρόπο με τον οποίο αντιδρούν οι δε, υπογραμμίζοντας τους ιδιαίτερους στόχους τους. Το αποτέλεσμα είναι άκρως αποπροσανατολιστικό. Υποκρινόμαστε ότι συζητάμε για τη ΧΑ, αλλά περί άλλων τυρβάζουμε.
Υπάρχει, βέβαια, και η τρίτη άποψη, που βρίσκεται ανάμεσα στους μεν και στους δε, στην οποία και θα σταθώ, τόσο διότι τη θεωρώ την ορθότερη, όσο και διότι αναδεικνύει ένα πολύτιμο αναλυτικό εργαλείο, δομικής σημασίας για το επιχείρημα που προσπαθώ να χτίσω στο κείμενο αυτό. Η μέση, λοιπόν, θέση ακολουθεί μία διαφορετική οδό, διακρίνοντας μεταξύ μέσων και σκοπών. Επιχειρεί τη σύγκριση της αριστερής και της δεξιάς βίας και ετσιθελισμού στο επίπεδο των μέσων, διακρίνοντας ωστόσο με ενάργεια και χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις τους σκοπούς τους.
Ας ξεκινήσω, όμως, με μία παρένθεση, μία προκαταρκτική, μεθοδολογική επισήμανση που νομίζω απαιτείται να διευκρινιστεί εξ αρχής, προκειμένου να οριοθετηθεί το πεδίο του επιχειρήματος. Για όποιον δεν συμφωνεί με την οριοθέτηση αυτή, είναι προφανές ότι δεν έχουμε την αναγκαία κοινή βάση, μία κοινή συνισταμένη για να συμφωνήσουμε ή να διαφωνήσουμε με ό,τι ακολουθεί. Ως βία, λοιπόν, αναφέρομαι σε και αντιλαμβάνομαι μόνο τη φυσική βία. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε όλα να θεωρούνται βία, το μνημόνιο, το υβριστικό ή συκοφαντικό περιεχόμενο ενός εξώφυλλου μ’ ένα αρχαίο άγαλμα, μία ελληνική σημαία με υψωμένο το μεσαίο δάκτυλο, ο σκοταδιστικός λόγος ενός παπά, ο αντι-κομμουνιστικός ή ο ρατσιστικός λόγος ενός βουλευτή, η χρήση μίας μειονοτικής γλώσσας, η αντίθετη ερμηνεία της ιστορίας ή το λάθος σφύριγμα του διαιτητή, κάθε στόχος και σκοπός, ανεξαρτήτως των μέσων που χρησιμοποιούνται για την επίτευξή του. Ως ετσιθελισμό, εννοώ τις πράξεις ή παραλείψεις με τις οποίες κάποιος επιχειρεί να επιβάλλει αυτό που θεωρεί ως ηθικά «δίκαιο», κατά παράβαση συνήθως του θεσπισμένου δικαίου, δηλαδή της (δίκαιης ή και άδικης) νομιμότητας.
Κλείνω, όμως, εδώ την παρένθεση και επιστρέφω στη θέση που διακρίνει τα μέσα από τους σκοπούς. Πρώτα οι σκοποί. Η ιδεολογία, δηλαδή οι εκπεφρασμένοι πολιτικοί στόχοι και επιδιώξεις της ΧΑ κινούνται εκτός δημοκρατικού τόξου. Νέτα και σκέτα. Αν το ελληνικό νομικό σύστημα ήταν εξοπλισμένο με μία διαδικασία θέσεως κομμάτων εκτός νόμου, είναι ηλίου φαεινότερο ότι η ΧΑ θα ήταν απαγορευμένη, η δε απαγόρευση αυτή θα ήταν απολύτως σύννομη με τις διεθνείς συμβάσεις που έχει υπογράψει η Ελλάδα για την προστασία των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Το ίδιο δεν συμβαίνει με τις «μη αντι-συστημικές» εκδοχές της αριστεράς, οι οποίες έχουν σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο μίας πολυφωνικής πλουραλιστικής δημοκρατίας, έστω κι αν (φλερτάροντας με τα όρια της δημοκρατικής νομιμότητας, κατά τη γνώμη μου) καλούν σε «ανυπακοή». Οι ιστορικοί λόγοι για τους οποίους δεν προβλέπεται στην ελληνική έννομη τάξη ο έλεγχος σκοπιμότητας των κομμάτων είναι γνωστοί. Όσο για το αν η συγκεκριμένη συγκυρία είναι η κατάλληλη στιγμή για να νομοθετηθεί ένας τέτοιος έλεγχος, την απάντηση σε αυτό το ερώτημα καλείται να δώσει πρωτίστως ο πολιτικός επιστήμονας, σταθμίζοντας την αναγκαιότητά της, αλλά και τους κινδύνους που ελλοχεύει σε μία ανώριμη δημοκρατία, όπως η ελληνική, σε καιρούς τεταμένους. Η ουσία όμως είναι ότι η ΧΑ είναι ένα ρατσιστικό, αντι-δημοκρατικό κόμμα του οποίου οι σκοποί είναι παράνομοι. Τόσο απλά. Οποιοσδήποτε συμψηφισμός ή σύγκριση σε αυτό το επίπεδο είναι αδόκιμος, δεν εξυπηρετεί σε τίποτα και, άρα, περιττεύει, αν δεν γίνεται εκ του πονηρού.
Πάμε, όμως, και στα μέσα επιδίωξης των σκοπών, στα οποία, όλως αντιθέτως, η αντιπαραβολή και οι συγκρίσεις έχουν σημασία, όχι για να μειωθεί αναγκαστικά η αριστερά, αλλά για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, προκειμένου να φανεί η έκταση του προβλήματος, πόσο δηλαδή ευρύ και δομικό είναι. Δεύτερον, για να συσχετισθεί αυτό με την παντελή αποτυχία του κράτους και των θεσμών.
Ας ξεκινήσω λοιπόν με το «disclaimer», έστω κι αν αυτό μπορεί να εκληφθεί ως μία εκ προοιμίου «δήλωση μετάνοιας» (πράγμα που, θέλω να πιστεύω, κανείς αριστερός δεν επιθυμεί) για τα όσα (και) «αντι-αριστερά» ακολουθούν. Είναι όμως, μόνο αντι-αριστερά; Τι είναι αριστερό, τι είναι «προοδευτικό» και σε τι εξυπηρετεί αυτή η ορολογία στο συγκεκριμένο πλαίσιο; Εδώ είναι που διαφωνώ ανοιχτά με όσους αντιπαραβάλλουν στη χρήση παράνομων μέσων της ΧΑ (ειδεχθέστατων στην συγκεκριμένη περίπτωση), όχι τα θύματα του φασισμού της Marfin, αλλά τα γιαουρτώματα, τις καταλήψεις και το «δεν πληρώνω». Πέρα από το ότι δεν είναι η ίδια βαρύτητα των (ορισμένων εξ αυτών) εγκληματικών πράξεων (θέμα, ωστόσο, που είναι αρμοδιότητα των δικαστηρίων), το σημαντικό για εμένα ερώτημα είναι γιατί να συγκρίνω τη ΧΑ με το Σύριζα, για παράδειγμα, και να μην τη συγκρίνω με τον ετσιθελισμό της εκκλησίας και των φονταμενταλιστών πιστών της που κατεβάζουν θεατρικές παραστάσεις, του ποδοσφαίρου (παραγόντων και οπαδών, που επίσης κατεβάζουν θεατρικές παραστάσεις), των πράσινων και μπλε συνδικαλιστών, με αποκορύφωμα την αλήστου μνήμης εικόνα του γαλάζιου βουλευτή καβάλα στο τρακτέρ, αγκαλιά με τους αγρότες τους οποίους μετέπειτα παρανόμως επιδότησε με ευρωπαϊκά κονδύλια, για να μην πάμε στο πανεπιστήμιο (έστω κι αν, ομολογουμένως, εκεί ο φαιοκόκκινος τσαμπουκάς αποθρασύνεται τελείως), και να φτάσουμε στις ετσιθελικές καταλήψεις των δημοσίων ραδιοσυχνοτήτων από τους «καναλάρχες» ή στο περίφημο σήκωμα της μπάρας από το γνωστό δήμαρχο, τηλεαστέρα. Σίγουρα, τα παραδείγματα αυτά δεν είναι μόνο αριστερά, όπως και δεν είναι η φυσική βία κοινό γνώρισμα σε όλες αυτές τις περιπτώσεις. Κοινό στοιχείο, ωστόσο, είναι ο ετσιθελισμός, η επιβολή αυτού που ο κάθε ένας θεωρεί «δίκαιο» και θεμιτό με μέσα που στην καλύτερη των περιπτώσεων συνιστούν κατάχρηση συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, όπως η ελευθερία του συνέρχεσθαι και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, και στη χειρότερη ωμή επιβολή διά της βίας.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, θα φέρω το παράδειγμα της «κατάληψης» της πλατείας Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη από το Μίκη Θεοδωράκη, παρά την άρνηση, πριν ένα περίπου χρόνο, από το δήμαρχο της πόλης να δώσει τη σχετική άδεια. Χρησιμοποιώ το παράδειγμα ενός επώνυμου, με τη γνωστή ιστορία του, για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι για να υποστηρίξω ότι σε μία δημοκρατία το χρώμα του λαϊκισμού και των ετσιθελικών μέσων επιβολής του είναι δευτερεύον ζήτημα. Ο λόγος του κ. Θεοδωράκη επί κρίσης, όσο κι αν ο ίδιος ενδεχομένως να τον θεωρεί αριστερό, δεν διαφέρει στο ελάχιστο από αυτόν του Καμμένου, του Καρατζαφέρη προ μνημονίου ή του Αλαβάνου. Έτσι τουλάχιστον ακούγεται σε εμένα. Στην περίπτωση της ελληνικής κοινωνίας ο λαϊκισμός είναι συχνά πυκνά εθνοκεντρικός, απόρροια των φοβικών συνδρόμων του σύγχρονου Έλληνα. Εξίσου, ωστόσο, χρώμα δεν πρέπει να έχει ούτε ο ετσιθελισμός.
Ο δεύτερος λόγος επιλογής του συγκεκριμένου παραδείγματος είναι ότι με βοηθά να καταστήσω απτή τη διάκριση μέσων και σκοπού. Έχουμε μπερδέψει σε αυτή τη χώρα δύο πράγματα. Άλλο είναι το μέσο επιδίωξης ενός σκοπού κι άλλο ο σκοπός ο ίδιος. Όταν στο όνομα του σκοπού δικαιολογείται το μέσο, οδηγούμαστε σε μακιαβελικές καταστάσεις και λογικές. Οι σκοποί είναι υποκειμενικοί. Προσωπικά βρίσκω τον σκοπό (και το λόγο) του Θεοδωράκη βαθιά λαϊκίστικο. Άλλοι πάλι συμφωνούν μαζί του και τον θεωρούν αξιόλογο. Αυτό λέγεται δημοκρατικός πλουραλισμός. Στόχος είναι να συνυπάρξουν όλοι οι σκοποί, παρά τη διαφορετικότητά τους. Ο σκοπός όμως δεν αγιάζει τα μέσα. Στη δημοκρατία έχουμε θέσει κανόνες και θεσμούς ως βάση του πλουραλισμού. Δεν απαγόρεψε κανείς στον κ. Θεοδωράκη να μιλήσει, ούτε τον φίμωσε. Απλά, η αρμόδια αρχή έκρινε ότι, δεδομένης της φύσης της κίνησης, δηλαδή της συγκέντρωσης που ήθελε να οργανώσει, ο συγκεκριμένος σκοπός θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί εξίσου καλά σε μία άλλη πλατεία, δημιουργώντας μικρότερο κόστος, μικρότερο πρόβλημα στη ζωή της πόλης και των κατοίκων της.
Αυτό στα νομικά λέγεται στάθμιση αναλογικότητας. Ακόμα όμως κι αν υποθέσουμε ότι ο δήμαρχος έκανε λάθος στη στάθμιση αυτή, παραμένει το πολύ απλό γεγονός ότι στη δημοκρατία τη νομιμότητα των αποφάσεων την κρίνουν θεσμοί και όχι ιδιώτες. Αντ’ αυτού ο κύριος Θεοδωράκης -όπως και πολλοί κ. “Θεοδωράκηδες”, δεξιοί, αριστεροί, προοδευτικοί και μη, θρήσκοι και άθεοι, παοκτζήδες ή ηρακλειδείς, αγρότες, εργάτες, φοιτητές, πρυτάνεις, φαρμακοποιοί και ταξιτζήδες, δικαστές, δίκαιοι και άδικοι- θώρησε σωστό να επιβάλει τη βούλησή του, να υποκαταστήσει θεσμούς και, πάντα ετσιθελικά, να δώσει ο ίδιος στον υποκειμενικό σκοπό του όλο το χώρο (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που θεωρεί ότι του αξίζει. Η δημοφιλία ή η ιστορία κάποιου, η πίστη του στη (δική του) αλήθεια και η (στο δικό του μυαλό) ηθική βαρύτητα του σκοπού του δεν δικαιολογούν την αυτοδικία. Όχι τουλάχιστον σε δημοκρατικά θεσμισμένες κοινωνίες. Κι επειδή αυτός ο τόπος δεν πάσχει από πλεόνασμα δημοκρατίας, επειδή η οικονομική κρίση δοκιμάζει τα όρια της χωλής δημοκρατίας μας, καλό θα ήταν όλοι μας να επιδεικνύουμε μεγαλύτερη σύνεση στο δημόσιο λόγο και πράξη μας.
Ειλικρινά, θεωρώ ήσσονος σημασίας στην παρούσα συγκυρία να αναλωθώ στο (ενδιαφέρον κατά τα άλλα) ερώτημα αν αυτή η κατάσταση είναι κληρονομιά του πολυτεχνείου και της αριστερίστικης μεταπολιτευτικής κουλτούρας, ή του εθνολαϊκισμού της χούντας, ή τα απόνερα του εμφυλίου. Είναι ένα ωραίο ακαδημαϊκό ερώτημα, αλλά, προσωπικά, προκρίνω μία άλλη «διάγνωση» που είναι (πάντα κατά τη γνώμη μου) πολύ πιο επείγουσα να γίνει, αλλά και σημαντική για την αντιμετώπιση της κρίσης που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία, η οποία, πέρα από τις οικονομικές της διαστάσεις που δοκιμάζουν τη συνοχή της κοινωνίας, επιτείνει το (συν)-γενεσιουργό αίτιο της κρίσης, το έλλειμμα, δηλαδή, δημοκρατίας σε ένα ημι-αποτυχημένο κράτος.
Η ΧΑ είναι η κορυφή ενός παγόβουνου. Δεν θα μπορέσουμε ποτέ να την αντιμετωπίσουμε (όσους νόμους κι αν φτιάξουμε) αν δεν κατανοήσουμε τα αίτιά της, αλλά και το ρόλο του κράτους. Ως προς τα αίτια, επαναλαμβάνω, ότι ο λόγος μου δεν έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από αυτόν ενός πολιτικοποιημένου μέσου πολίτη. Η κρίση και οι συνέπειές της, η ανεργία, το μεταναστευτικό και η εγκληματικότητα, η ανάγκη υποκατάστασης του κράτους, νομίζω, δρουν ως καταλύτης και πολλαπλασιαστής ενός κοινωνικού φαινομένου, μίας τάσης, η οποία ήταν ανέκαθεν υπαρκτή, αν και για χρόνια σε κάποια μορφή «ύπνωσης». Οι συνθήκες αυτές πυροδότησαν και απενοχοποίησαν αυτό που χτίζει εδώ και δεκαετίες η κουλτούρα του εθνοκεντρισμού, της φοβικότητας απέναντι στο διαφορετικό, της «κλειστής» Ελλάδας, της μπουρδολογίας περί «έθνους ανάδελφου», αλλά και η λαϊκιστική εικόνα που εμείς οι ίδιοι φτιάξαμε για τον εαυτό μας, πάντα αδικημένοι από θεούς και δαίμονες, φτωχοί πλην τίμιοι, ιδιαίτεροι όμως και «ωραίοι σαν Έλληνες», με φυσικό απότοκο όλοι να μας ζηλεύουν για τον ήλιο, την ομορφιά, τη χάρη και την εξυπνάδα μας, όλοι να απεργάζονται σχέδια υπονόμευσης και υποταγής του περιούσιου, ευλογημένου λαού του Πλάτωνα και της ορθοδοξίας. Αν σε αυτό το αφήγημα που έχουμε κατασκευάσει για τον εαυτό μας προσθέσουμε, πέρα από τους πυροδοτητές της κρίσης, την αποπολιτικοποίηση του life style της γενιάς της ευμάρειας, αλλά και τον άκομψο πολιτικό λόγο με τον οποίο η Ευρώπη χειρίστηκε το ασθενικό παιδί που λέγεται Ελλάδα και το αίσθημα «ταπείνωσης» που γεννήθηκε σε ένα απολιτίκ λαό, θέσει κομπλεξικό, που θεωρεί ότι η εθνική υπερηφάνεια είναι φυσικό του ίδιο, έχουμε, νομίζω, μία επαρκή περιγραφή του επιφαινομένου ΧΑ, ως συμπτώματος ενός ευρύτερου παθογενούς φαινομένου που σε ένα πρώτο επίπεδο είναι λαϊκιστικός εθνικισμός, ετσιθελισμός και βία, αλλά στη βάση του, επίσης, ένα αποτυχημένο κράτος με χωλές δημοκρατικές δομές και έλλειμμα δημοκρατικής παιδείας.
Τα αποχαυνωμένα media έχουν ήδη χάσει τη μάχη. Έκαναν τη ΧΑ προϊόν προς τέρψη του φιλοθεάμονος κοινού, το οποίο κουρασμένο από τη ρηχότητα της πολιτικής ορθότητας και της δήθεν λειτουργίας της δημοκρατίας, διψά όχι μόνο για κουτσομπολιό μεσημεριανής ζώνης, αλλά και για κάποιον που, επιτέλους, «θα τα πει έξω από τα δόντια», που δεν θα υποκρίνεται ότι «δεν βλέπει τον ελέφαντα στο δωμάτιο». Τα αιτήματα της μετα-υλιστικής αριστεράς, ιδίως όταν πλασάρονται με τον τρόπο που πλασάρονται σε μία κοινωνία μετα-οθωμανική που εξακολουθεί να της είναι ξένο σώμα ο διαφωτισμός, δεν μπορούν να συσπειρώσουν τη βάση, ηχούν απωθητικά, απειλητικά, αν όχι ανάχωμα στη ρεαλιστική λύση προβλημάτων υπαρκτών, όπως το μεταναστευτικό. Αντίθετα, ο λαϊκιστικός εθνοσοσιαλιστικός λόγος είναι εύηχος, οικείος, θωπεύει την πληγή και συσπειρώνει τα πλήθη σε μία φάση που έχουν ανάγκη για άμεση υποστήριξη, παρηγοριά, απενοχοποίηση, αλλά και εγρήγορση των αμυντικών αντανακλαστικών. Το λόγο αυτό τον κουβαλούσαμε στο κυρίως πολιτικό σώμα, μέχρι που αυτονομήθηκε και απέκτησε δική του φωνή με το Λάος. Αυτοί που κάποτε θεωρούνταν φαιδρές, ανυπόληπτες, γραφικές τηλεπερσόνες ενός τριτοκλασάτου τηλεοπτικού σταθμού που φλέρταρε με ό,τι σήμερα ευαγγελίζεται η ΧΑ απορροφήθηκαν (ανέλπιστα για τους ίδιους) εύκολα από το σύστημα και, πλέον, εκφράζουν τη φωνή της συστημικής λογικής και νομιμότητας. Η ελληνική κοινωνία είχε ήδη διαβεί το Ρουβίκωνα με το Λάος, τον Ψωμιάδη της Θεσσαλονίκης και τον φιλόδημο προηγούμενο αρχιεπίσκοπό της. Η ανοχή στα φαινόμενα αυτά, σε συνδυασμό με τον καταλύτη της κρίσης και την κατάρρευση του κράτους που πλέον αδυνατεί να παρέξει στοιχειώδεις υπηρεσίες, όπως ασφάλεια, έφεραν στο επίκεντρο της πολιτικής σκηνής ένα κόμμα εκλεγμένο, που θεωρεί ότι η ψήφος που το έστειλε στο κοινοβούλιο το εξουσιοδοτεί να συμπεριφέρεται επίσης ως μαφία, ως Κου Κλουξ Κλαν, ως κοινή εγκληματική οργάνωση.
Υπό αυτή την άποψη (και μόνο) είμαι έτοιμος να προσυπογράψω την άλλη φράση που πολεμήθηκε προσφάτως έντονα, ότι δηλαδή η ΧΑ είναι, κατά κάποιο τρόπο, ένα είδος ευκαιρίας για τη δημοκρατία. Αναγνωρίζω το οξύμωρο του να λέει κάποιος ότι μία βαριά νόσος είναι ευκαιρία για την υγεία. Ούτε και υποστηρίζω φυσικά ότι η ΧΑ είναι κάποιο είδος «θεόσταλτης» αρρώστιας. Ως κοινωνικο-πολιτικό φαινόμενο έχει ρίζες και αίτια. Ως παθογένεια, καλεί την κοινωνία και την πολιτεία να αντιδράσουν, να παράξουν αντισώματα, να δώσουν τη μάχη και κυρίως, να αποδείξουν ότι δεν πάσχουν από μιθριδατισμό. Γι αυτό και θεωρώ τα περί αριστερής versus δεξιάς βίας και ετσιθελισμού παντελώς άκαιρα.
Επαναλαμβάνω, η ΧΑ είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Το πρόβλημα είναι δομικό και βαθύ, αφορά την κυρίαρχη νοοτροπία στην κοινωνία, έχει εμπεδωθεί ως κουλτούρα και σαφώς και αφορά σε τεράστιο βαθμό και την αριστερά η οποία κάθε άλλο παρά άμοιρη ευθυνών είναι για την ηθική νομιμοποίηση της λογικής ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ωστόσο, η αρχή πρέπει να γίνει με τη ΧΑ. Το απαιτούν οι περιστάσεις, το αντιδημοκρατικό των στόχων της, η κλιμάκωση και η γενίκευση της βίας, το απροκάλυπτο της δράσης, η ηθική απαξία των μέσων, αλλά και των σκοπών της.
Και φτάνουμε, λοιπόν, στο ζητούμενο, που κατά τη γνώμη μου είναι το κράτος, η απουσία αποτελεσματικότητας και κυρίως η παντελής αδυναμία των θεσμών του να σταθμίσουν στοιχειωδώς την αναλογικότητα μέσων και σκοπών και να προστατέψουν τη νομιμότητα και τα δικαιώματα των πολιτών από την αυθαιρεσία, την κατάχρηση και την ασυδοσία των άλλων πολιτών, αλλά και των οργάνων του των ίδιων. Ας επιστρέψω, όμως, στην εικόνα με την οποία ξεκίνησα. Από τα δεξιά τα παιδιά με τα μαύρα μπλουζάκια, από τα αριστερά τα παιδιά με τα κράνη και τα κοντάρια με τα κόκκινα πανιά. Στη μέση… το κράτος. Ποιός είναι ο ρόλος ενός δημοκρατικού, αποτελεσματικού κράτους σε μία τέτοια κατάσταση;
Εφόσον ως δημοκρατία αποφασίσαμε ότι το συνταγματικό μας τόξο θα είναι ευρύ και δεν θα υπάρχει έλεγχος σκοπιμότητας των κομμάτων, και μέχρι να συμβεί το αντίθετο και να τεθεί η ΧΑ εκτός νόμου, το κόμμα αυτό είναι μία νόμιμη πολιτική οντότητα, η οποία δικαιούται να κάνει πολιτικές εκδηλώσεις εντός των ορίων του νόμου και να αξιώνει από το κράτος να προστατεύσει με θετικές πράξεις τις εκδηλώσεις αυτές, όταν απειλούνται από τη δράση άλλων φορέων. Αυτό που δεν δικαιούται να κάνει είναι να καθυβρίζει, να απειλεί με αυτοδικία και, πολύ περισσότερο, να προβαίνει σε παράνομες τέτοιες πράξεις. Με απλά λόγια, ο νόμιμος σκοπός της πολιτικής συνάθροισης δεν δικαιολογεί τη χρήση παράνομων μέσων για την επίτευξή του. Αντί να επιβάλλει το νόμο, ωστόσο, η αστυνομία, παρακολουθεί παθητικά και ανέχεται.
Πάμε, όμως και από την άλλη πλευρά. Οι συγκεντρωμένοι έχουν κάθε δικαίωμα να διαφωνούν με την ιδεολογία της ΧΑ, όπως και να συνέρχονται ειρηνικά για να διαδηλώσουν την αντίθεσή τους. Ο σκοπός αυτός όμως δεν δικαιολογεί τη βία για την παρεμπόδιση της εκδήλωσης της ΧΑ, ούτε ασφαλώς και για την παρενόχληση όποιου επιθυμεί να συμμετάσχει στην εκδήλωση της ΧΑ να το πράξει. Η ενδεχόμενη χρήση βίας από την ομάδα αυτή συνεπάγεται την υποχρέωση σύλληψης των παρανομούντων από την αστυνομία, η οποία όμως και σε αυτήν την περίπτωση δρα παθητικά, δηλαδή, ανέχεται.
Στον Άγιο Παντελεήμονα, στα γήπεδα, στα πανεπιστήμια, το φαινόμενο είναι το ίδιο. Το κράτος αρνείται (εδώ και δεκαετίες) να παίξει ενεργητικά το ρόλο του, να σταθμίσει την αναλογικότητα μέσων και σκοπών, να οριοθετήσει το εύρος των δικαιωμάτων και ελευθεριών, λαμβάνοντας υπόψη τα αντίστοιχα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υπολοίπων μελών της κοινωνίας και να τιμωρήσει όποιον (ΌΠΟΙΟΝ) χρησιμοποιεί μέσα παράνομα για την επίτευξη των όποιων (ΌΠΟΙΩΝ) νόμιμων σκοπών του. Αν το κράτος και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η δικαιοσύνη έκανε σωστά τη δουλειά της, δεν θα χρειαζόταν καν νόμος για το άσυλο. Η συνταγματικά επιβεβλημένη στάθμιση μέσων και σκοπών, που κανένας δικαστής δεν τόλμησε να κάνει επί δεκαετίες τώρα, θα είχε λύσει το θέμα της νομιμότητας στα πανεπιστήμια, το ζήτημα των ορίων της δράσης των κομματικών νεολαίων και των εμπλεκομένων στο αλισβερίσι καθηγητών τους και, φυσικά, θα είχε λειτουργήσει αποτρεπτικά για τις κάθε είδους ετσιθελικές συμπεριφορές και εκτός πανεπιστημίου. Αντ’ αυτού, ο Έλληνας δικαστής μεταχειρίστηκε το πανεπιστημιακό άσυλο ως απόλυτο δικαίωμα, μη επιδεχόμενο περιορισμών, ακόμα και όταν αυτό ήταν αναγκαίο για να προστατευθούν άλλα συνταγματικά δικαιώματα.
Το έχω επαναλάβει σε αρκετές περιστάσεις, αλλά είναι ανάγκη να επιμείνω. Η Ελλάδα έχει δομικό πρόβλημα δικαιοσύνης. Δεν είναι μόνο η κουλτούρα μη σεβασμού του νόμου, ο κορεσμός των φυλακών με τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης, ούτε οι καθυστερήσεις που απολήγουν σε αρνησιδικία, ούτε, εντέλει, και αυτό το μείζον πρόβλημα της απουσίας κάθαρσης και του αισθήματος αδικίας που γεννά, λόγω των πολιτικών ασυλιών που εγγυώνται ατιμωρησία στα κομματικά σκάνδαλα. Ο μέσος Έλληνας δικαστής (ιδίως αν ανήκει στην παλαιότερη γενιά, που δεν έχει περάσει από τη σχολή των δικαστών) είναι συντηρητικός, για να μην πω οπισθοδρομικός, αποκομμένος από τις ζυμώσεις και τις εξελίξεις έξω από την Ελλάδα, φοβικός, εσωστρεφής, αν και δυσκολεύεται με τον υπολογιστή και τις ξένες γλώσσες, είναι μεν ενδεχομένως τεχνικά καταρτισμένος, αλλά ιδεολογικά «αναλφάβητος». Το χειρότερο, ουδέποτε αντιλήφθηκε το ρόλο του ως θεσμικό αντίβαρο στις άλλες εξουσίες σε μία φιλελεύθερη δημοκρατία. Η μόνη πράξη «ανεξαρτησίας» που ποτέ έκανε ήταν τα αναδρομικά που απλόχερα μοίρασε στον εαυτό του.
Αυτό είναι το θεσμικό οπλοστάσιο με το οποίο πορεύτηκε η μεταπολίτευση, αυτή η ανοχή, η απουσία ελέγχου και λογοδοσίας συντήρησε και εξέθρεψε το τέρας της βίας και του ετσιθελισμού, μέχρι που η κρίση το κορύφωσε, δίνοντάς του το ονοματεπώνυμο ΧΑ. Αντί να βαθαίνει τα τελευταία τριάντα χρόνια στη χώρα μας η αποτελεσματική λειτουργία του θεσμού της δικαιοσύνης, εμπεδώθηκε μία ενδημική κουλτούρα αυτοδικίας, ανυπακοής, εύκολης «επαναστάσεως», τζάμπα μαγκιάς, καλοθρεμμένη με μία στρεβλή, πολύ στρεβλή αντίληψη περί δικαιωμάτων, ελευθερίας και δημοκρατίας. Θέλετε να την πούμε κόκκινη; Ας την πούμε. Θέλετε μαύρη; Και πάλι σύμφωνος είμαι. Φταίει το γαλαζοπράσινο κράτος που την ανέχτηκε, αν όχι καλλιέργησε; Αφορά στο σύνολό της την κοινωνία, αν και σε διαφορετικούς βαθμούς; Ούτε με αυτά θα διαφωνήσω. Δευτερευούσης σημασίας, όμως, και κυρίως άκαιρη η συζήτηση πάνω από την καρδάρα με το χυμένο γάλα. Κάπως έγινε και φτάσαμε στην κατάντια της ΧΑ, του Corpus Christi, της Κερατέας και του σκουπιδότοπου που λέγεται ΑΠΘ. Και το χειρότερο, όλοι αυτοί, γνωστοί, με όνομα, επώνυμο και διεύθυνση σπιτιού, όχι μόνο δεν διώκονται, αλλά συνεχίζουν ακάθεκτοι το έργο τους στο όνομα του «ιερού δικαίου» που η δική τους «ορθοδοξία» επιβάλλει.
Η Δημοκρατία είναι διαδικασία. Με τη μεταπολίτευση κατακτήσαμε, για πρώτη φορά στην ιστορία μας, ένα υπερτριακονταετές σταθερό δημοκρατικό πολίτευμα. Κατακτήσαμε την εναλλαγή εξουσίας χωρίς βία, στη βάση δημοκρατικών εκλογών. Κατακτήσαμε την υπαγωγή της (διαχρονικά φαύλης) στρατιωτικής δύναμης στην πολιτική εξουσία. Κατακτήσαμε ελευθερία εκφράσεως και πολυφωνία. Αυτά όμως απέχουν πόρρω από μία ουσιαστική, βαθιά δημοκρατία. Το πλαίσιο, το κέλυφος είναι σημαντικό, αλλά από μόνο του δεν αρκεί. Το περιεχόμενο, δυστυχώς, παραμένει κούφιο. Θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι το «άδειασε» η ΧΑ. Το ακριβώς αντίθετο. Η απουσία του είναι αυτή που επέτρεψε στους παράγοντες που προαναφέρθηκαν να γιγαντώσουν τη ΧΑ. Το γεγονός ότι η ουσιαστική δημοκρατική διαδικασία δεν κατέστη ποτέ βίωμα και πράξη καθημερινή του καθενός από εμάς, το γεγονός ότι οι θεσμοί δεν λειτούργησαν ποτέ αποτελεσματικά και ποιοτικά, με μία φράση, το έλλειμμα αποτελεσματικών θεσμών και δημοκρατίας δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για να ευδοκιμήσει το φαινόμενο ΧΑ, αλλά και όλα τα άλλα φαινόμενα καθημερινής αντιδημοκρατικής συμπεριφοράς που βρίσκονται στη βάση.
Όπως λάθος θα ήταν να νομίσουμε ότι πάσχει μόνο η δικαιοσύνη και η απελπιστικά δημοκρατικά ολιγοβαρής ελληνική αστυνομία. Αρκεί να δώσω δύο απλά παραδείγματα που καταδεικνύουν πως η στάθμιση σκοπού και μέσου απουσιάζει πλήρως από τη δημόσια πράξη. Ας δει κανείς το περίφημο άρθρο του Συντάγματος για το βασικό μέτοχο. Τόσο ο συνταγματικός νομοθέτης (καθοδηγούμενος από τον πληθωρικό συνταγματολόγο και πρόεδρο του Πασόκ) όσο και ο Έλληνας δικαστής έθεσαν ένα ασυμβίβαστο, το οποίο, ενώ υπηρετούσε έναν καθόλα θεμιτό σκοπό (αντιμετώπιση διαπλοκής), επεδίωκε το σκοπό αυτό με τρόπο απόλυτο, με μέσα, δηλαδή, που απέτρεπαν τη στάθμιση αναλογικότητας. Το αποτέλεσμα ήταν να κριθεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, από τον Ευρωπαίο δηλαδή δικαστή που ήλεγξε τον Έλληνα νομοθέτη και δικαστή, ότι αντιβαίνει το ελληνικό Σύνταγμα στο κοινοτικό δίκαιο και, έκτοτε, η σχετική διάταξη του πρώτου να παραμένει, παρά τις ευγενείς προθέσεις της, ανενεργή. Το ίδιο κουσούρι, η απουσία στάθμισης αναλογικότητας, απολήγουσα σε παρανομία (κατά τη γνώμη μου) για την επιδίωξη του νόμιμου σκοπού της προστασίας της δημόσιας υγείας, χαρακτηρίζει και το φθηνό, θα έλεγα πρόστυχο τρόπο με τον οποίο ο τότε υπουργός δημοσίας τάξεως διαπόμπεψε προεκλογικά τις οροθετικές, ιερόδουλες, οι οποίες, ειλικρινώς, εύχομαι κάποια στιγμή να δικαιωθούν, αν όχι από τον απόντα Έλληνα δικαστή, τουλάχιστον από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Κοντολογίς, όσο κι αν θέλουμε να περηφανευόμαστε για τη γέννηση της δημοκρατίας, αλλά και τις μεταπολιτευτικές δομές, το έλλειμμα δημοκρατίας είναι δομικό, βαθύ και ουσιαστικό. Η ΧΑ είναι απλά η ψείρα που βγήκε, ξεδιάντροπα, ανερυθρίαστα πια, στο γιακά. Υπό αυτή την έννοια, ναι είναι ευκαιρία. Ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε το βαθύ πρόβλημα και να το αντιμετωπίσουμε.
Πώς; Η απάντηση που δίνω στο ερώτημα αυτό είναι απλή, banal, αλλά και επίπονη και χρονοβόρα. Είναι ωστόσο η μόνο ουσιαστική λύση. Χτίζοντας θεσμούς, βαθαίνοντας τη δημοκρατία, εμπεδώνοντας και βιώνοντάς τη στο μικροεπίπεδο, στην καθημερινότητα, στον εργασιακό χώρο, στο δημόσιο λόγο, καθιστώντας την κτήμα και εφαρμοσμένη πράξη στην τάξη και στο δρόμο.
Οι θεσπισμένοι νόμοι και ατελείς, δηλαδή, προβληματικοί, συχνά είναι, και άδικοι μπορεί να είναι. Στη δημοκρατία, ωστόσο, η αδικία δεν θεραπεύεται με αυτοδικία. Οι ατέλειες, το έλλειμμα δημοκρατίας δεν θεραπεύονται με λιγότερη δημοκρατία. Δεν θεραπεύονται με ασυδοσία, ετσιθελισμούς, τραμπουκισμούς, βία και αυτοδικία στο όνομα της δημοκρατίας. Όλοι στο όνομα κάποιων ιδανικών, κάποιων αξιών, κάποιας ιδεολογίας και των προτεραιοτήτων που αυτή θέτει «πολιτευόμαστε». Ήρθε, όμως, η ώρα να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν μετρά μόνο ο στόχος, αλλά και τα μέσα για την επίτευξή του. Να αντιληφθούμε το έλλειμμα δημοκρατίας μας και να το αντιμετωπίσουμε, ξεκινώντας από την άκρα δεξιά. Οι θεσμοί πρέπει να αντιδράσουν στο ηλεκτροσόκ που λέγεται παρουσία της ΧΑ στο κοινοβούλιο. Σήμερα, τώρα, χθες, στις λαϊκές αγορές που επιβάλλει το νόμο του «Έλληνα», στους τραμπουκισμούς στους εργοδότες που απασχολούν αλλοδαπούς, στην διά της παρανομίας υποκατάσταση του κράτους από εγκληματίες, την επόμενη φορά που κάποιος θα μπει στην κλούβα να απελευθερώσει τον παρανομούντα ομοϊδεάτη του ή που θα σηκώσει χέρι σε μετανάστη ή ημεδαπό. Η αντίδραση όμως αυτή πρέπει να είναι θεσμική, δημοκρατική και με νόμιμα μέσα. Ας αφήσουμε τον Batman και το Ζορό στον κόσμο της μυθοπλασίας. Στις οργανωμένες πολιτείες κράτους δικαίου δεν υπάρχει χώρος για ήρωες, ούτε για υποκατάσταση θεσμών. Η σύγχρονη, δημοκρατική, ευρωπαϊκή Ελλάδα έχει ανάγκη από θεσμούς, εμβάθυνση της δημοκρατίας, αποτελεσματική δικαιοσύνη και σταδιακή αλλαγή κοινωνικής νοοτροπίας. Από αυτό εξαρτάται το «αύριο», αυτό είναι το νέο διακύβευμα και αυτό δεν το εγγυάται από μόνη της ούτε η επόμενη δόση οικονομικής βοήθειας, ούτε ένα ενδεχόμενο νέο κούρεμα, ούτε και η παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη. Ούτε, βέβαια, ο κάθε αυτόκλητος προστάτης της δημοκρατίας, που απολήγει να φασίζει στο όνομα του αντι-φασισμού.
Βασιλη, ελαφρα τρομακτικο το κειμενο, σε μηκος αλλα κυριως σε πληθος ζητηματων που θιγει, αλλα καταφερα να καταλαβω 5 πραγματα και ιδου τα σχολια μου, εν μερει ως δικηγορος του διαβολου
δηλαδη? Αποτι εχω δει τους νοιαζει υποτιθεται να τηρηθουν καποιοι νομοι τους οποιους η πολιτεια αφηνει ανενεργους, δεν ειναι οτι αναγκαστικα θελουν αλλαγη πολιτευματος. Στην πραξη δηλαδη, γιατι στην θεωρια και το ΚΚΕ δεν τα παει πολυ καλα με το πολιτευμα μας.
για κατσε, δεν ειναι μονο η ανυπακοη, που απλα δεν μπορει ρε φιλε να θεωρειται οτι συμβαδιζει με τον απλο στοχο επιβιωσης του πολιτευματος μας. Ειναι το βασικο γεγονος οτι κομματα στυλ ΚΚΕ μιλανε ανοιχτα για διχτατοριες (προλεταριατου ή οτιδηποτε αλλου). Κανω λαθος?
με ολους αυτους καλε! Ολοι πραττουν με τυπικα ελληναρικο τροπο, που οδηγει σε αυτην την τοσο δυσαρεστη καθημερινοτητα.
το βασικο προβλημα ειναι οτι πολλοι απο αυτους τους σκοπους ειναι εγγενως αντιδημοκρατικοι, αντιθετοι στην ανοιχτη κοινωνια, φοβικοι και εχθρικοι στις βασικες αρχες μιας φιλελευθερης πολιτειας. Ο σκοπος των Θοδωρακηδων δεν ειναι απλα λαϊκιστικος, ειναι βαθια αντιφιλελευθερος και αντιδημοκρατικος. Θελουν μια ομαδα ανθρωπων να υπερισχυσει στην χωρα, και οταν λεμε να υπερισχυσει, εννοουμε οτι ολη η πολιτεια, απο την θεσπιση νομων της μεχρι την εφαρμογη τους, θα ευνοει αυτην την ομαδα. Τους Ελληναρες για την ΧΑ, τους ορθοδοξους για τους Ταλιμπαν της Εκκλησιας (φυσικα δεν εννοω ολη την Εκκλησια εδω), τον “λαο” για την αριστερα, τους νοικοκυραιους για την λαϊκη δεξια κτλ
ακριβως.
δεκαετιες? αυτος ειναι ο γενεσιουργος (καλα το πα?) μας μυθος καλε, ισως το μεγαλυτερο κατορθωμα του ελληνικου κρατους απο το 21 εως σημερα!
και γιατι να μην γινει με ολους ταυτοχρονα? να πει μια κυβερνηση οτι απο σημερα ισχυουν ολοι οι νομοι του ελληνικου κρατους και τερμα?
οπως ανεχεται συστηματικα δεν ξερω και γω ποσες οφθαλμοφανεις παρανομιες. Ο αριθμος των παρανομα παρκαρισμενων ΙΧ στην Αθηνα καθε μερα ας πουμε, πιθανως ξεπερνα τον αριθμο μελων της ΧΑ.
πολυ σωστο, τα λεει και ο θανασης.
μικρη παρατηρηση: ο Ζορο, Θορρο βασικα, εχει ονομαστει κατα την αλεπου. Δεν θα εκανε κακο η ελληνικη αστυνομευση να επαιρνε και λιγο απο την αλεπου, να γινει λιγο πιο εξυπνη και στρατηγικη, να σκοτωνει τα φαινομενα αυτα της ανομιας στην ριζα τους με μικρες και απλες κινησεις, αντι να περιμενει να γιγαντωθουν και να γινουν ΧΑ.
Καταρχάς, καλωσορίζω και γω τον Βασίλη στην ομάδα. Ωραίο κείμενο, λίγο δύσκολο να το χειριστή κανείς όμως. Οπότε σχολιάζω και εγώ κάπως σκόρπια:
Πολύ ωραίο. Εδώ βέβαια θα έβαζα σαν καταλύτη την οικονομική κρίση, γιατί όλα αυτά και πριν υπήρχαν, αλλά τα σκέπαζε η καλοπέραση.
Αδύνατον ως αντισυνταγματικό κατ’ εμέ (και άλλους πολλούς πλην εμού βέβαια).
Αυτό είναι πάρα πολύ σωστό και το παραβλέπουμε συνέχεια. Οι αντισυγκεντρώσεις, όταν αποσκοπούν στην διάλυση ή παρεμπόδιση της συγκέντρωσης, είναι παράνομες.
Εντάξει, διαφωνώ και έχω εκθέσει την επιχειρηματολογία μου εδώ και εδώ.
Επίκαιρη ερώτηση, γιατί έχει συμβή: μια
συντροφιάαυτοαποκαλούμενη “πολιτοφυλακή” πουκόβει βόλτεςπεριπολεί σεμια γειτονιάένα τομέα ευθύνης, για νατριταμυνθή υπέρ των κακομοίρηδων στους οποίους επιτίθενται οι χρυσαυγίτεςσπάση τα κεφάλια των χρυσαυγιτών, πού εντάσσεται και τί είναι;