Στον φίλο Α.Φ., για την καθαρή σκέψη.
(Πραγματικά, κάντε την ερώτηση του τίτλου σε κάποιον κρατιστή και ακούστε απαντήσεις!)
Έγραφα 7,5 χρόνια πριν (βρε πώς γεράσατε κι ασπρίσατε κλπ κλπ):
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (άρ. 21 παρ. 1 Ν. 3028/2002), όλα τα αρχαία κινητά που ανευρίσκονται εντός της ελληνικής επικράτειας ανήκουν στο ελληνικό κράτος. Ως εδώ ας πούμε καλώς. Θα μπορούσε να αμφισβητηθῄ θεωρητικώς ο αποκλεισμός της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα αρχαία αντικείμενα, αλλά δεν θα ακολουθήσω εδώ αυτήν την γραμμή επιχειρηματολογίας.
Καιρός να το κάνω σήμερα όμως. Ειδικώτερα, με ενδιαφέρει το ζήτημα αν de lege ferenda είναι επιτρεπτή συνταγματικώς η ύπαρξη ιδιωτικών εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί αρχαιοτήτων, ιδίως δε του κατεξοχήν ιδιοκτησιακού δικαιώματος, της κυριότητας.
Η σχετικώτερη συνταγματική διάταξη είναι το άρ. 24 παρ. 6 Σ, που διαλαμβάνει τα εξής:
Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών.
Η διάταξη αυτή προβλέπει την κρατική προστασία του ανθρωπογενούς πολιτισμικού περιβάλλοντος, εισάγοντας θετικό δικαίωμα προς κρατική δράση στον τομέα αυτό. Δεν προνοεί όμως σχετικά με το σε ποιον θα ανήκουν τα “μνημεία”, περιοριζόμενη να επιτρέπη την επιβολή περιορισμών στην επ’ αυτών ιδιωτική ιδιοκτησία, και μάλιστα μετ’ αποζημίωσιν. Πράγμα που λογικά σημαίνει ότι περιορίζεται, χωρίς να εξαφανίζεται, μόνο κάτι που υπάρχει: η επί των μνημείων ιδιωτική κυριότητα.
Στο σημείο αυτό αντιγράφω την άποψη με την οποία συμφωνώ:
Με τις διατάξεις αυτές θεμελιώνεται μεν η υποχρέωση του κράτους για διηνεκή και αποτελεσματική προστασία των αρχαιοτήτων, τούτο, όμως, δεν σημαίνει αναγκαστικώς ότι η προστασία αυτή πρέπει να ασκείται αποκλειστικώς από κρατικούς φορείς, αλλ’ αντιθέτως ότι αρκεί να τελεί υπό την αποτελεσματική εποπτεία τους και να ασκείται χάριν του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο, εν προκειμένω, συνίσταται στην αποκάλυψη, καταγραφή, διαφύλαξη και ανάδειξη των σημαντικών πολιτιστικών αγαθών. Κατά μείζονα λόγο, οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν επιβάλλουν η κυριότητα των αρχαίων να ανήκει αποκλειστικώς στο Δημόσιο.
Το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται από το άρ. 18 παρ. 1 Σ:
Ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με την ιδιοκτησία και τη διάθεση των μεταλλείων, ορυχείων, σπηλαίων, αρχαιολογικών χώρων και θησαυρών, ιαματικών, ρεόντων και υπόγειων υδάτων και γενικά του υπόγειου πλούτου.
Παρ’ ημίν ο εν λόγω “ειδικός νόμος” είναι ακριβώς ο μνημονευθείς Ν. 3028/2002, που προβλέπει την κρατική ιδιοκτησία. Λέει λοιπόν το άρ. 21:
1. Τα αρχαία κινητά μνημεία που χρονολογούνται έως και το 1453 ανήκουν στο Δημόσιο κατά κυριότητα και νομή είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας και είναι εκτός συναλλαγής κατά την έννοια του άρθρου 966 του Αστικού Κώδικα.
2. Δικαίωμα κυριότητας σε εισαγόμενα αρχαία που χρονολογούνται έως και το 1453 αναγνωρίζεται υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 33 και των παραγράφων 5 και 7 του άρθρου 28.
3. Τα αρχαία κινητά μνημεία που αποτελούν ευρήματα ανασκαφής ή άλλης αρχαιολογικής έρευνας ανεξάρτητα από τη χρονολόγησή τους, ανήκουν κατά κυριότητα και νομή στο Δημόσιο, είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας και εκτός συναλλαγής.
4. Το δικαίωμα κυριότητας σε άλλα κινητά μνημεία μεταγενέστερα του 1453 ασκείται υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις του παρόντος νόμου.
5. Η εξαίρεση του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 1039 Α.Κ. δεν ισχύει για κινητά μνημεία.
Προκύπτει συνεπώς ότι αναγνωρίζονται περιπτώσεις ιδιωτικής κυριότητας επί αρχαιοτήτων και υπό το παρόν καθεστώς, αλλά μόνο σε εισαγόμενα αρχαία, προφανώς για να ενθαρρυνθή η επένδυση Ελλήνων σε αυτά στο εξωτερικό και η εν συνεχεία εισαγωγή τους στην Ελλάδα. Οι αρχαιότητες αυτές μάλιστα κληρονομούνται κανονικά, όπως προκύπτει και από το άρ. 28 παρ. 7:
Όποιος αποκτά την κυριότητα μνημείου αιτία θανάτου οφείλει να ειδοποιεί σχετικά την Υπηρεσία χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.
Φυσικά η αναγνώριση ιδιωτικής κυριότητας και στις ημεδαπές αρχαιότητες δεν θα γινόταν χωρίς περιορισμούς, όπως άλλωστε ισχύουν τώρα και για τις αλλοδαπές. Τέτοιοι περιορισμοί είναι π.χ. η αρχή της προτίμησης του Δημοσίου ως αγοραστή, που εισάγει το άρ. 28 παρ. 5, ή η τυπικότητα της μεταβίβασης της κυριότητας, που εισάγει το άρ. 28 παρ. 1 του νόμου, καθώς και υποχρεώσεις του κυρίου για έκθεση, δημοσίευση, έρευνα, που εισάγουν το άρ. 29.
Να ισχύση δηλαδή για τις ημεδαπές αρχαιότητες ό,τι ισχύει για τις αλλοδαπές.
Τίποτε δεν αποκλείει συνεπώς συνταγματικά την επέκταση της ιδιωτικής σφαίρας εις βάρος της κρατικής, με την αναγνώριση δικαιώματος κυριότητας και σε αρχαιότητες που προέρχονται από ανασκαφές στην ημεδαπή. Αν εκτός από νόμιμο, κάτι τέτοιο θα ήταν και σκόπιμο, ας μην το απορρίψουμε χωρίς κάποια στοιχειώδη εμβάθυνση.