Περί αυτεπάγγελτου διορισμού επί κακουργημάτων ΙΙ

Λέγαμε λοιπόν ότι ο αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου είναι για αυτόν υποχρεωτικός και δεν χωρούν “αποποιήσεις”, “αποδοχές” ούτε τα διάφορα παπατζολογικά “δεν ξέρω την δικογραφία”, “έχω Πολυμελές Πρωτοδικείο”, “με πονάνε οι ωοθήκες μου” και λοιπά.

Κατ’ αυτής της θέσης προβάλλονται δύο απόψεις, η μια αρκετά σοβαρή, η άλλη λιγώτερο.

Κατά την πρώτη άποψη, ο αυτεπαγγέλτως διοριζόμενος δικηγόρος δεν δικαιούται να αποδεχθή τον διορισμό του, διότι, λένε, η εντολή προς τον τέως συνήγορο εξακολουθεί υπάρχουσα και ουδέποτε ανακλήθηκε. Και μάλιστα, τυχόν αποδοχή του αυτεπαγγέλτου διορισμού θα συνιστούσε, λένε, πειθαρχικό παράπτωμα, ελεγκτέο από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο.

Για να δούμε.

Η άποψη αυτή απαντά στο εσφαλμένο ερώτημα. Το ερώτημα δεν είναι αν γενικώς και αορίστως ο κατηγορούμενος έχει δικηγόρο, αν έχει διορίσει ίσως δικηγόρο για τα κληρονομικά του ή για τα εταιρικά του, αν εκπροσωπείται εξωδίκως ή σε άλλες δίκες. Το ορθό ερώτημα είναι αν ο κατηγορούμενος έχει παρόντα συνήγορο με εντολή παραστάσεως κατά την συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα στον ωρισμένο τόπο. Και εφόσον δεν έχει, έπεται ότι δεν έχει δοθή σχετικώς εντολή. Χωρίς εντολή όμως δεν υφίσταται και συνήγορος. Όπερ έδει δείξαι.

Ας υποθέσουμε όμως ότι όντως υφίσταται εντολή. Τότε θα ευρισκόμεθα ενώπιον μιας συγκρούσεως καθηκόντων, αφενός μεν του δεοντολογικού καθήκοντος προς τον συνάδελφο να μην αποδεχθώ ως αυτεπαγγέλτως διοριζόμενος τον διορισμό, αφετέρου δε προς τον νόμο, που καθιστά τον διορισμό υποχρεωτικό. Δεοντολογική υποχρέωση εναντίον νόμιμης (που περιέχεται μάλιστα σε νεώτερο και ειδικώτερο νόμο): μαντέψτε ποιος κερδίζει.

Τώρα το πώς η εκπλήρωση νομίμου υποχρεώσεως, δηλαδή η εκπλήρωση των δικηγορικών καθηκόντων που εκπηγάζουν από τον αυτεπάγγελτο διορισμό, μπορεί να συνιστά εν ταυτώ και πειθαρχική παράβαση, ομολογώ ότι δεν μπορώ να το κατανοήσω. Όποιος μπορεί, παρακαλείται να με βοηθήση.

Υπάρχει όμως και μια δεύτερη αντίρρηση, πιο νομική και πιο σοβαρή, την οποία άκουσα αναπτυσσόμενη επιτροχάδην από τον καλό φίλο και εγκρατή νέο επιστήμονα Γιώργο Αρμπή. Είναι περίπου η εξής, αν δεν την αδικώ: η ΕΣΔΑ αναγνωρίζει στον κατηγορούμενο το δικαίωμα επιλογής συνηγόρου, το οποίο είναι πράγματι ένα κεφαλαιώδες δικαίωμα της υπεράσπισης. Αφής στιγμής ο αυτεπαγγέλτως διοριζόμενος συνήγορος δεν απολαύει της εμπιστοσύνης του κατηγορουμένου, ο διορισμός του αντίκειται στην ΕΣΔΑ και οφείλει αβλαβώς να τον αρνηθή. Κατ’ ουσίαν η άποψη αυτή δηλαδή κρίνει εν μέρει αντίθετη προς την ΕΣΔΑ την διάταξη του άρ. 340 παρ. 1 ΚΠΔ, στον βαθμό που επιτρέπει τον αυτεπάγγελτο διορισμό παρά την θέληση του κατηγορουμένου.

Καταρχάς, υπενθυμίζω την διατύπωση του άρ. 6 παρ. 3 ΕΣΔΑ:

Ειδικώτερov, πας κατηγoρoύμεvoς έχει δικαίωμα:[…] γ) όπως υπερασπίση o ίδιoς εαυτόv ή αvαθέση τηv υπεράσπισίv τoυ εις συvήγoρov της εκλoγής τoυ, εv ή δε περιπτώσει δεv διαθέτει τα μέσα vα πληρώση συvήγoρov, vα τoυ παρασχεθή τoιoύτoς δωρεάv, όταv τoύτo εvδείκvυται υπό τoυ συμφέρovτoς της δικαιoσύvης.

Η ΕΣΔΑ αντιπροσωπεύει, όπως συνάγεται και από το άρ. 53 αυτής, το ελάχιστο επίπεδο προστασίας και όχι το μέγιστο: τα κράτη δεν εμποδίζονται στην εθνική τους νομοθεσία να προβλέπουν ανώτερο επίπεδο προστασίας. Εν προκειμένω, η εκ της ΕΣΔΑ υποχρέωση αφορά μόνο την περίπτωση κατά την οποία ο κατηγορούμενος δεν διαθέτει τα οικονομικά μέσα να καταβάλη την αμοιβή του συνηγόρου του. Ο ημεδαπός νομοθέτης όμως υπερθεμάτισε, προσφέροντας το δικαίωμα του αυτεπαγγέλτου διορισμού σε κάθε κατηγορούμενο επί κακουργήματι που δεν έχει συνήγορο, είτε για λόγους οικονομικούς (το σύνηθες) είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο.

Αυτός ο αυτεπάγγελτος διορισμός δεν περιορίζει την ελευθερία του κατηγορουμένου να επιλέξη συνήγορο, διότι ακριβώς η άσκησή της ωδήγησε στον αυτεπάγγελτο διορισμό: αν δεν ανακαλούσε κατ’ ουσίαν την προηγούμενη εντολή στον συνήγορό του ο κατηγορούμενος, καμία ανάγκη αυτεπαγγέλτου διορισμού δεν θα παρίστατο! Εξάλλου, ανά πάσα στιγμή ο κατηγορούμενος δικαιούται να ακυρώση τον αυτεπάγγελτο διορισμό, δίνοντας εκ νέου εντολή παραστάσεως στον αρχικό του συνήγορο.

Εξάλλου, ας μην λησμονούμε ότι η υπεράσπιση από συνήγορο δεν εξυπηρετεί μόνο το συμφέρον του κατηγορουμένου, εξυπηρετεί και το συμφέρον της δικαιοσύνης. Η υπεράσπιση από συνήγορο συν τον κατηγορούμενο είναι ασφαλώς κρείττων τελική θέση από την υπεράσπιση από τον κατηγορούμενο μόνο του. Ο διορισμός συνηγόρου δεν μπορεί να συνιστά δικονομική βλάβη ή προσβολή δικονομικών δικαιωμάτων, αντιθέτως χρησιμεύει στην αποτροπή της προσβολής τους, επ’ ωφελεία της Δικαιοσύνης.

Τέλος, υπάρχει και ένα θέμα μετρίου κηδεμονισμού εδώ: ο κατηγορούμενος, τουλάχιστον στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων και οπωσδήποτε σε αυτήν που έδωσε αφορμή στην συγγραφή του παρόντος, δεν διαθέτει τις δικονομικές και ουσιαστικές γνώσεις και την εν γένει πνευματική συγκρότηση, για να μην πω το καθαρό μυαλό, ώστε να κρίνη ο ίδιος αν χρειάζεται ή όχι συνήγορο. Απλώς δεν ξέρει, όχι περισσότερο από ό,τι αν ήθελε να αφαιρέση μόνος την σκωληκοειδίτιδά του.

Περιττεύει, τέλος, να επαναλάβω ότι, αφής στιγμής ο διορισμός προέρχεται από το Δικαστήριο και όχι τον κατηγορούμενο, είναι παντελώς αδιάφορο τι επιθυμεί και δεν επιθυμεί ο ίδιος, οι γονείς του ή οι δημοσιογράφοι. Ασφαλώς είναι πολύ δυσάρεστο να ασκήται η υπεράσπιση από συνήγορο που δεν είναι ούτε της εκλογής ούτε της εμπιστοσύνης του κατηγορουμένου, και μάλιστα πρώτα και κύρια είναι δυσάρεστο για τον αυτεπαγγέλτως διορισθέντα, αλλά αυτό είναι απλώς η παρενέργεια της επιλογής του κατηγορουμένου να απαγορεύση στον εντολέα του την επί δικαστηρίου παράσταση. Δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα δικά μας σε αυτήν την ρημάδα την ζωή.

Και κλείνοντας, μια παρατήρηση για το Δικαστήριο, το οποίο σήμερα αν μη τι άλλο επέδειξε ικανή δικονομική ευφυία, διορίζοντας αυτεπαγγέλτως τους ίδιους τους συνηγόρους που έχουν επιλέξει και πληρώσει οι κατηγορούμενοι: αν η εκ μέρους των αυτεπαγγέλτως διοριζομένων συνηγόρων “αποποίηση” του διορισμού συνιστά πειθαρχικό και ποινικό αδίκημα και για αυτόν τον λόγο το Δικαστήριο διέταξε την εξαγωγή αντιγράφων από τα πρακτικά της δίκης και την διαβίβασή τους στην Εισαγγελία για τα νόμιμα, για ποιον λόγο τότε δεν κράτησε το ίδιο την υπόθεση, για να δικάση αμέσως στην ουσία του το αδίκημα της απειθείας κατά την αυτόφωρη διαδικασία και κατ’ άρ. 116 ΚΠΔ, ως αδίκημα τελεσθέν επί του ακροατηρίου;

Δεν υπεχρεούτο βέβαια, πάντως θα ήταν διασκεδαστικό!

34 thoughts on “Περί αυτεπάγγελτου διορισμού επί κακουργημάτων ΙΙ”

  1. Γεια σου, Θανάση!
    Είμαι ο ασκούμενος δικηγόρος που μιλήσαμε αρχικά έξω από την αίθουσα του Κορυδαλλού και πιάσαμε κουβέντα για το θέμα και σου ανέφερα πως τυχαίως είχα διαβάσει τους νομικούς σου προβληματισμούς για το ζήτημα του αυτεπάγελτου διορισμού στο παρόν blog.
    Η άποψη και η εικόνα μου για τα χτεσινά είναι η εξής:
    Πέρα από το αναμενόμενο της στάσης του δικαστηρίου (να συνεχίσει τον φαύλο κύκλο των συνεχών αυτεπάγγελτων διορισμών δικηγόρων) μου έκανε ιδιαίτερα άσχημη εντύπωση η ευθυνόφοβη στάση της πλειοψηφίας των συναδέλφων να επικαλεστούν άρνηση του διορισμού μπροστά στον φόβο να θεωρηθούν εκκεντρικοί, διαφοροποιούμενοι από την στάση της πλειοψηφίας στο θέμα (άρνηση διορισμού).
    Στο πλαίσιο αυτό μου άρεσε ιδιαίτερα που άκουσα έστω έναν με συγκεκριμένα νομικά επιχειρήματα να υποστηρίζει την άποψή του στο θέμα μη φοβούμενος να διαφοροποιηθεί από τη στάση των υπολοίπων.
    Κατά την άποψη μου ίσως ήρθε η ώρα να μιλήσουν κάποιοι και για πειθαρχικές ευθυνες της σύνθεσης του δικαστηρίου που αμετανόητοι στα δικονομικώς προβλέψιμα και δυνατά αιτήματα των κατηγορουμένων οδηγεί την διαδικασία σε ένα αδιέξοδο!
    Επίσης όπως λέει το άρθρο 340 ΚΠοινΔ. ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί μόνο έναν από τους μέχρι δύο δυνατούς αυτεπαγγέλτως διορισμένους από το δικαστήριο συνηγόρους του. Με τη στάση του αυτού το δικαστήριο δεν νομιμοποιεί δικαίωμα των κατηγορουμένων να μην αποδέχονται κανέναν?
    Τέλος, διάβασα μια ενδιαφέρουσα διαφορετική άποψη του καθηγητή Μανωλεδάκη στο ζήτημα, ο οποίος λέει αναφερόμενας στο ζήτημα των ορίων δικαίωματος αντίστασης στο πλαίσιο του ισχύοντος ποινικού δικαίου :
    Κατα την ορθότερη ερμηνευτική εκδοχή – που υποστήριξα στη διδακτορική μου διατριβή ήδη απο το 1967[15] – και όταν ακόμα δέν αναφέρεται ρητά στον ποινικό νόμο, η προϋπόθεση της νομιμότηας των ενεργειών της αρχής για την ποινική προστασία της συνάγεται ερμηνευτικά – συστηματικά, αφού το ποινικό δίκαιο δέν μπορεί, σ’ ενα κράτος δικαίου, να αγνοεί την υπεροχή της αρχής της νομιμότητας απέναντι σε οποιαδήποτε προστατευτική σκοπιμότητα. Ο κανόνας συνεπώς είναι πως σε κάθε περίπτωση παράνομης επιβολής της κρατικής βούλησης (κατα τις παραπάνω στο στοιχείο IV διακρίσεις) η προσβολή της απο τον πολίτη δέν είναι άδικη και συνεπώς θεμελιώνεται γι’ αυτόν δικαίωμα αντίστασης. Το δικαίωμα αυτό είναι ευρύτερο απο την άμυνα (ως λόγο άρσης του αδίκου κατ’ άρθρ. 22 ΠΚ) αφού δέν προϋποθέτει η παράνομη ενέργεια του κρατικού οργάνου να έχει τη μορφή της άδικης επίθεσης κατά του πολίτη.

    Αναλυτικά όλο το άρθρο βρίσκεται εδώ:
    http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=3&mid=1096&mnu=1&id=24182
     
    Περιμένω με ενδιαφέρον τα σχόλια και τους προβληματισμούς σου στην άποψη αυτή.
    Καλή συνέχεια!

    Reply
    • Γεια χαρά Αντώνη, ευχαριστώ για το σχόλιο!

      μου έκανε ιδιαίτερα άσχημη εντύπωση η ευθυνόφοβη στάση της πλειοψηφίας των συναδέλφων να επικαλεστούν άρνηση του διορισμού μπροστά στον φόβο να θεωρηθούν εκκεντρικοί, διαφοροποιούμενοι από την στάση της πλειοψηφίας στο θέμα (άρνηση διορισμού).

      Κοίτα, ασφαλώς ίσως υπήρξε και ένα τέτοιο θέμα, και πράγματι ένας συνάδελφος μου το έθεσε κατ’ ιδίαν κατ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά πέρα από αυτό κανείς δεν θα ήθελε να δεσμευτή για ένα δίμηνο ή τρίμηνο για συγκριτικά ελάχιστα χρήματα και με μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα από την πλευρά των κατηγορουμένων και των συγγενών τους κάπως, εμ, αρνητική.

      Ας πούμε απλώς ότι η νομική τους άποψη συναρμόστηκε με τον καλύτερο τρόπο με το συμφέρον τους.

      Δεν ξέρω βέβαια ποια θα ήταν η νομική τους άποψη αν η αμοιβή των αυτεπαγγέλτως διοριζομένων ήταν 10.000 ή 20.000 ευρώ.

      Κατά την άποψη μου ίσως ήρθε η ώρα να μιλήσουν κάποιοι και για πειθαρχικές ευθυνες της σύνθεσης του δικαστηρίου που αμετανόητοι στα δικονομικώς προβλέψιμα και δυνατά αιτήματα των κατηγορουμένων οδηγεί την διαδικασία σε ένα αδιέξοδο!

      Δεν το βλέπω αυτό, τι να έκανε δηλαδή το Δικαστήριο;

      Ο Μανωλεδάκης αναφέρεται στο νόμιμο της ενέργειας της Αρχής ως προϋπόθεση της αντίστασης (αλλά και της απείθειας). Σωστά τα λέει, αλλά δεν ασχολήθηκα με το αν συνιστά απείθεια η άρνηση των συναδέλφων ούτε και θέλω να ασχοληθώ.

      Reply
  2. Μια παρατήρηση που έλαβα από νομικό όταν διάβασε το άρθρο που προώθησα, με το οποίο σε γενικές γραμμές συμφωνούσε, σχετική με τα όσα αναφέρεις περί της ΕΣΔΑ:

    [ο Αναγνωστόπουλος] ισχυρίζεται ότι δεν περιορίζεται η ελευθερία των κατηγορουμένων να διορίσουν συνήγορο της εμπιστοσύνης τους από τον αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου, αφού αυτή η ελευθερία τους ασκήθηκε και οδήγησε στον αυτεπάγγελτο διορισμό. Ξεχνάει, όμως, παντελώς το δικαίωμα του κατηγορουμένου να υπερασπιστεί ο ίδιος τον εαυτό του, το οποίο επίσης κατοχυρώνεται στην παρ. 3 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Ακόμη και εαν αυτό το δικαίωμα σε έναν νομικό και δη δικηγόρο φαντάζει ως δικαίωμα στην αυτοκτονία (όπως το περιγράφει γλαφυρώς πιο κάτω) δεν παύει να συνιστά δικαίωμα.

    Reply
    • Με την διαφορά ότι οι κατηγορούμενοι δεν δήλωσαν ότι θέλουν να υπερασπιστούν μόνοι τους τον εαυτό τους (δεν ξέρω αν ερωτήθηκαν από το Δικαστήριο βέβαια). Ούτε δήλωσαν ποτέ ότι δεν έχουν δικηγόρους, ίσα ίσα αυτοί διαδήλωναν ότι έχουν και παραέχουν συνήγορο (που είναι αλήθεια!).

      Ακόμη όμως και αν οι κατηγορούμενοι δήλωναν ότι επιθυμούν να κάνουν χρήση του δικαιώματος αυτού και να αυτοχειριαστούν δικονομικώς, εδώ κολλάει αυτό που αναφέρω σχετικά με το ανώτερο εθνικό επίπεδο προστασίας: λέγοντας η ΕΣΔΑ ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να υπερασπιστή μόνος του τον εαυτό του, αποκλείει την περίπτωση ο μεν κατηγορούμενος να μην έχη συνήγορο για μη οικονομικούς λόγους (οπότε η επόμενη περίπτωση προβλέπει αυτεπάγγελτο διορισμό), το δε δικαστήριο να του αρνήται να υπερασπιστή μόνος του τον εαυτό του, άρα θα έμενε χωρίς υπεράσπιση. Όχι, σε αυτήν την περίπτωση, λέει η ΕΣΔΑ, το λιγώτερο που μπορεί να παράσχη η εθνική έννομη τάξη είναι το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να υπερασπιστή μόνος του τον εαυτό του.

      Εδώ όμως το ημεδαπό δίκαιο υπερακοντίζει την ΕΣΔΑ και προβλέπει ανώτερο επίπεδο προστασίας: αυτεπάγγελτο διορισμό σε όλα τα κακουργήματα, ακόμη δηλαδή και αν ο λόγος που ο κατηγορούμενος δεν έχει συνήγορο δεν είναι οικονομικός, αλλά π.χ. ιδεολογικός. Και είναι ανώτερο το επίπεδο αυτό, διότι, λέω εγώ, ο συνδυασμός συνήγορος συν κατηγορούμενος νικά τον κατηγορούμενο μόνο του ως υπερασπιστή. Ούτε βλέπω πώς μπορεί να αμφισβητηθή αυτό.

      Εφόσον λοιπόν το εθνικό δίκαιο προβλέπει ανώτερο επίπεδο προστασίας, πάντα προς το συμφέρον της Δικαιοσύνης, η ΕΣΔΑ υποχωρεί: το Δικαστήριο νομίμως διορίζει σε κάθε περίπτωση συνήγορο.

      Reply
      • Ίσως δεν καταλαβαίνω την γλώσσα της ΕΣΔΑ αλλά από που προκύπτει ότι αποκλείεται η περίπτωση ο μεν κατηγορούμενος να μην έχει συνήγορο για μη οικονομικούς λόγους; Στην περίπτωση που για παράδειγμα είμαι μέλος θρησκείας της οποίας το δόγμα μου απαγορεύει να επιτρέπω σε άλλα πρόσωπα να με υπερασπίζονται στα δικαστήρια γιατί δεν μπορώ να κάνω χρήση του δικαιώματος στην υπεράσπιση από τον εαυτό μου;

        Reply
        • Ίσως δεν εκφράστηκα καλά, δεν λέμε κάτι διαφορετικό. Γράφοντας αυτό:

          λέγοντας η ΕΣΔΑ ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να υπερασπιστή μόνος του τον εαυτό του, αποκλείει την περίπτωση κ.λπ.

          εννοούσα ότι η ΕΣΔΑ δεν επιτρέπει να λάβη χώρα κάτι τέτοιο, να μείνη δηλαδή ο κατηγορούμενος ανυπεράσπιστος με την αιτιολογία ότι δικηγόρο δεν έχει, αλλά και ούτε ο ίδιος μπορεί να υπερασπιστή τον εαυτό του, αφού, ως μη δικηγόρος, δεν εχει ικανότητα προς το δικολογείν, δικαίωμα δηλαδή να παραστή ενώπιον δικαστηρίου.

          Reply
  3. Να συμπληρώσω απλά για την ευθύνη των δικαστών που αναφέρω.
    Tα αιτήματα των κατηγορουμένων εν προκειμένω είναι τα εξής δύο (προσπερνάω το θέμα αν τίθενται και προς παρέλκυση της διαδικασίας καθώς συμπληρώνεται το 18μηνο της προφυλάκισης τον Μάρτιο για τους 6 προσωρινά κρατούμενους της υπόθεσης):
    1. απομαγνητοφώνηση των πρακτικών (δικονομικά προβλέπεται ειδικά σε δίκες κακουργημάτων ως δυνατότητα —>άθρο 142Α ΚΠοινΔ)
    Το δικαστήριο λέει πως έστειλε αναφορά στο Υπουργείο το οποίο απέρριψε το αίτημα λόγω οικονομικής αδυναμίας να συνεισφέρει στην αγορά των κατάλληλων συσκευών)…
    2. μη καταγραφή των στοιχείων όσων θέλουν να παρακολουθήσουν τη δίκη
    Στην πρώτη συνεδρίαση λένε πως πέρα από επίδειξη ταυτότητας γινόταν μάλιστα και φωτοτύπηση αυτών.
    Έτσι πλήττεται ο δημόσιος χαρακτήρας των συνεδριάσεων καθώς το ακροατήριο περιορίζεται μπροστά στον φόβο του φακελώματος

    Ίσως είναι υπερβολικό αυτό που ανέφερα για πειθαρχικές ευθύνες δικαστών, αλλά εν πάση περιπτώση, οι δικαστές είναι άμοιροι ευθυνών όταν συμβάλλουν και αυτοί με την στάση τους στην παρέλκυση της απονομής της δικαιοσύνης (ειδικά σε μια τόσο σημαντική υπόθεση) παραμένοντας συνεχώς αμετανότητοι σε αιτήματα δικονομικώς αποδεκτά;

    Reply
  4. Εντάξει, να πούμε και δύο λόγια για την ουσία των αιτημάτων των κατηγορουμένων, αν και δεν ήταν αρχικά στους σκοπούς μου.

    α. Για την φωνοληψία το πράγμα είναι απλό, είναι δυνητική, δεν είναι υποχρεωτική, μακάρι να ήταν και να μας τα δακτυλογραφούσαν κιόλας και να μας τα έστελνε η γραμματεία του δικαστηρίου με μήνυμα στο ηλεκτρονικό μας ταχυδρομείο. Ωραία θα ήταν.

    β. Το θέμα της δημοσιότητας είναι πιο σοβαρό και πιο θεμελιωμένο. Αν το ζήτημα είναι η ψυχολογική αποθάρρυνση κάποιων να παρακολουθήσουν την δίκη, το ίδιο αποτέλεσμα έχει και η συσκευή ανίχνευσης εκρηκτικών στην είσοδο (ή ό,τι ανιχνεύει τέλος πάντων), αλλά και η ίδια η διεξαγωγή της συνεδρίασης στον απομεμακρυσμένο Κορυδαλλό. Αν προσβάλλει το ένα την αρχή της δημοσιότητας, την προσβάλλουν και τα άλλα. Το υποστηρίζει κάποιος αυτό; Αν όχι, γιατί;

    Υποθέτω ότι δεν διαφωνεί κανείς ότι στην προκειμένη δίκη τίθενται κάποια ασυνήθιστα ζητήματα ασφαλείας. Άρα και κάποια μέτρα διαφορετικά από τα συνήθη, υπό την εποπτεία του Δικαστηρίου, δεν θα ήταν δυσανάλογα.

    Υπενθυμίζω επίσης ότι όλοι οι δικηγόροι επιδεικνύουν ταυτότητα, καταγραφομένου του ονοματεπωνύμου και της ώρας προσελεύσεως, στα βιβλία εισόδου των καταστημάτων κράτησης, όταν πάνε για επισκεπτήριο. Συνιστά και αυτό παράνομη συλλογή ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων άραγε;

    Αυτά σαν πρώτες σκέψεις και χωρίς να έχω ακόμη αποκρυσταλλωμένη άποψη. Σε κάθε περίπτωση, το αίτημα τέθηκε, το αίτημα απερρίφθη, το αίτημα θα επανακριθή και από ανώτερο δικαστήριο και, τέλος, στην ζωή πρέπει κανείς να ξέρη και να χάνη.

    Reply
  5. προσπερνάω το θέμα αν τίθενται και προς παρέλκυση της διαδικασίας καθώς συμπληρώνεται το 18μηνο της προφυλάκισης τον Μάρτιο για τους 6 προσωρινά κρατούμενους της υπόθεσης

    Ναι, να το προσπεράσουμε καλύτερα, για να μην κάνουμε δίκη προθέσεων αφενός, επειδή δεν συνελήφθησαν όλοι τον Σεπτ 09 αφετέρου.

    Reply
  6. Στις δικες της 17 Νοεμβρη παντως και μαγνητοφωνημενα πρακτικα τηρήθηκαν και  φωτοτύπηση των ταυτοτητων δεν έγινε (αφηνω που ούτε επιδειξη ταυτοτήτων θα εππρεπε να γίνεται, αν καποιος περάσει τον ανιχνετή εκρηκτικων φέροντας μια βομβα σε τι θα εξυπηρέτησει η φωτοτύπηση της ταυτότητας του?)ποσο εξαλλου στοιχίζουν οι μηχανές απομαγνητοφώνησης? απο τη στιγμή ειδικα που στην αιθουσα του Κορυδαλλού υπάρχει η υποδομή απο τις προηγούμενες δικες. Εν προκειμένω δηλαδη η αρση της εντολής προς τους αρχικούς συνηγόρους παρίσταται ως ύστατο όπλο απέναντι στις δικονομικες αυθαιρεσίες της εδρας.Τι θα επρεπε να κανουν οι αυταπαγγέλτως διορισθέντες? να αποδεχθούν?Η υπερακοντιση του εθνικου νομοθεττη σε σχεση με το αρθρο 6παρ 3 ΕΣΔΑ εν προκεικειμένω φαλκιδεύει το δικαίωμα της επιλογής συνηγόρου και ουσιαστικά εξυπηρετεί μονο το συμφέρον της δικαιοσύνης ( αν μπορεί να ονομαστεί συμφέρον της δικαιοσύνης η τυπικη παρουσία ενός συνηγόρου ο οποίος είναι παντελώς μη αποδεκτός από τον κατηγορούμενο) Συνεπώς ορθότατα οι αυτεπαγγέλτως διορισθέντες αρνήθηκαν. ευχής εργον θα ήταν να αρνούνταν οχι με τις δικαιολγίες που αναφέρεις αλλά επειδή η αποδοχή του διορισμού θα ήταν αντιθετη στην ΕΣΔΑ και στο δικαιώμα εκλογής συνηγόρου

    Reply
    • Γιάννη,

      για το θέμα με τις ταυτότητες μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε, υποθέτω ότι και κάποια περιστατικά οχλαγωγικής αλληλεγγύης που διάβασα ότι σημειώθηκαν στο ακροατήριο δεν βοήθησαν την κατάσταση. Πάντως και εγώ νομίζω ότι τα μέτρα ασφαλείας ήταν ούτως ή άλλως επαρκή. [λες να νόμιζαν ότι θα υπήρχε κανένας τόσο βλαξ που θα εμφανιζόταν στο ακροατήριο με εκκρεμές ένταλμα σύλληψης;]

      η αρση της εντολής

      Προσοχή, εάν ήρθη η εντολή, δεν υπάρχει συνήγορος, οι ίδιοι ισχυρίζονται το αντίθετο.

      Η υπερακοντιση του εθνικου νομοθεττη σε σχεση με το αρθρο 6παρ 3 ΕΣΔΑ εν προκεικειμένω φαλκιδεύει το δικαίωμα της επιλογής συνηγόρου

      Γιατί; Θυμίζω ότι, εξ όσων γνωρίζω, οι κατηγορούμενοι δεν δήλωσαν ούτε ότι επιθυμούν να υπερασπιστούν μόνοι τους τον εαυτό τους.

      αν μπορεί να ονομαστεί συμφέρον της δικαιοσύνης η τυπικη παρουσία ενός συνηγόρου ο οποίος είναι παντελώς μη αποδεκτός από τον κατηγορούμενο

      Αυτό προσβάλλει καμπόσο τους αυτεπαγγέλτως διοριζόμενους.

      Reply
    • Συνεπώς ορθότατα οι αυτεπαγγέλτως διορισθέντες αρνήθηκαν. ευχής εργον θα ήταν να αρνούνταν οχι με τις δικαιολγίες που αναφέρεις αλλά επειδή η αποδοχή του διορισμού θα ήταν αντιθετη στην ΕΣΔΑ και στο δικαιώμα εκλογής συνηγόρου

      Σημειωτέον όμως ότι αν τελικά ασπαζόταν την άποψη αυτή και το δικαστήριο, απλούστατα δεν θα εφήρμοζε το άρ. 340 ΚΠΔ ως αντιτιθέμενο στην ΕΣΔΑ και θα προέβαινε στην εκδίκαση απόντων των κατηγορουμένων και άνευ συνηγόρων υπερασπίσεως!

      Κάτι μου λέει βέβαια ότι στην περίπτωσή αυτή οι ίδιοι συνάδελφοι που τώρα επικαλούνται την ΕΣΔΑ για να μην διοριστούν αυτεπαγγέλτως συνήγοροι και, άρα, για να δικαστούν οι κατηγορούμενοι χωρίς συνήγορο, θα την επικαλούνταν για να στοιχειοθετήσουν παραβίαση της αρχής της ευδικίας ακριβώς επειδή διεξήχθη δίκη επί κακουργήματι χωρίς συνηγόρους…

      Reply
  7. Άρα για να καταλάβω, τελικά έχει ένας κατηγορούμενος όπως αυτοί της ΣΠΦ το δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αντικαθιστώντας τον δικηγόρο; Ή κρίνει ο νόμος ότι υπάρχουν κάποια πράγματα που είναι ταυτόχρονα απαραίτητα για την σωστή διεξαγωγή της δίκης και μπορούν να παρασχεθούν μόνο από ένα πρόσωπο διαφορετικό του κατηγορούμενου που θα είναι δικηγόρος;
    Επιπλέον, τι θα συνέβαινε εάν ο δικηγόρος που έχει αναλάβει τον κατηγορούμενο δεν παρουσιάζονταν στην δίκη ή αποχωρούσε από την δίκη ή έμενε σιωπηλός ή … ; Ρωτώ για να καταλάβω τι διαφορά μπορεί να κάνει εάν ο κατηγορούμενος υπερασπίζεται τον εαυτό του από το εάν τον υπερασπίζεται ένας δικηγόρος.

    Reply
    • τελικά έχει ένας κατηγορούμενος όπως αυτοί της ΣΠΦ το δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αντικαθιστώντας τον δικηγόρο; Ή κρίνει ο νόμος ότι υπάρχουν κάποια πράγματα που είναι ταυτόχρονα απαραίτητα για την σωστή διεξαγωγή της δίκης και μπορούν να παρασχεθούν μόνο από ένα πρόσωπο διαφορετικό του κατηγορούμενου που θα είναι δικηγόρος;

      Κατά νόμον ο διορισμός συνηγόρου είναι πάντα υποχρεωτικός στα κακουργήματα, ακόμη και αν ο κατηγορούμενος δηλώνη ότι επιθυμεί να υπερασπιστή μόνος του τον εαυτό του (πράγμα που δεν έγινε στην προκειμένη περίπτωση εξ όσων γνωρίζω). Κατά την γνώμη μου καλώς το λέει ο νόμος και δεν αντίκειται στην ΕΣΔΑ, αντιθέτως προσφέρει υψηλότερο επίπεδο προστασίας από αυτήν, εξόδοις των φορολογουμένων.

      τι θα συνέβαινε εάν ο δικηγόρος που έχει αναλάβει τον κατηγορούμενο δεν παρουσιάζονταν στην δίκη ή αποχωρούσε από την δίκη ή έμενε σιωπηλός ή … ;

      Καταρχάς, η παρουσία συνηγόρου δεν φιμώνει τον κατηγορούμενο, δεν του αφαιρεί την δυνατότητα δηλαδή να προσάγη ο ίδιος επιχειρήματα, έγγραφα, ισχυρισμούς ή ό,τι άλλο προς υπεράσπισή του. Η μία υπεράσπιση δεν αποκλείει την άλλη (αν και περιττεύει να πω ποια είναι πιο σοβαρή).

      Εξάλλου, εν προκειμένω δεν ισχύει τίποτε διαφορετικό από την περίπτωση που έχουμε μια συνήθη περίπτωση δικηγορικής εντολής:

      Ο συνήγορος υπέχει καθήκον υπεράσπισης, διαφορετικά διαπράττει είτε πειθαρχικό παράπτωμα, υπέχοντας παράλληλα και αστική ευθύνη για κάθε παραβίαση της εντολής από δόλο ή βαρειά αμέλεια (εδώ θα είναι και αδικοπραξία αντίθετη προς τα χρηστά ήθη του άρ. 919 ΑΚ), είτε διαπράττει απιστία δικηγόρου (άρ. 233 ΠΚ):

      Δικηγόρος ή άλλος νομικός παραστάτης που βλάπτει με πρόθεσή του εκείνον, των συμφερόντων του οποίου έχει αναλάβει τη νομική προστασία, ή που στην ίδια ένδικη υπόθεση βοηθεί με συμβουλές ή με παροχή υπηρεσίας και τους δύο διαδίκους, είτε ταυτόχρονα είτε διαδοχικά, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν όμως ενήργησε αφού συνεννοήθηκε με αυτούς που έχουν αντίθετα συμφέροντα ή επιδιώκοντας κέρδος, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

      Reply
  8. Ως “υπάλληλοι του δικαστηρίου” περιγράφονται οι αυτεπαγγέλτως διοριζομένοι δικηγόροι από τους αρχικούς συνήγορους των κατηγορουμένων, αν αληθεύει η είδηση της Ελευθεροτυπίας.

    Ευχαριστούμε πολύ.

    ενημέρωση 15:30 : Είναι λυπηρή αλλά αναπόφευκτη η απόφαση του δικαστηρίου να συνεχίση την διαδικασία χωρίς συνηγόρους και χωρίς κατηγορουμένους.

    Σκληρό, αλλά να ακουστή.

    Reply
    • Οι αρχικοί συνήγοροι έχουν κάποια νόμιμη δικαιολογία που αρνούνται τον διορισμό τους; Θα τους ασκηθεί κάποια δίωξη;

      Reply
  9. Από ειδήσεις, ό,τι ξέρεις, ξέρω: το Δικαστήριο διέταξε να ακολουθηθή και για αυτούς η ίδια διαδικασία, δηλαδή εξαγωγή αντιγράφων από την δικογραφία και διαβίβαση στον Εισαγγελέα, για να κρίνη προφανώς αν έχει τελεσθή απείθεια.

    Δύσκολη απόφαση, σκέψου να γυρίσουν τώρα οι συνήγοροι και να κληθούν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους ενώπιον ενός δικαστηρίου που ουσιαστικά έχει ζητήσει την ποινική τους δίωξη. Αλλά μονόδρομος: αφού αυτό έπραξε με όλους τους άλλους, δεν μπορούσε να πράξη τώρα διαφορετικά.

    Οι αρχικοί συνήγοροι έχουν κάποια νόμιμη δικαιολογία που αρνούνται τον διορισμό τους;

    Κατά την γνώμη μου όχι. Και αν ακόμη οι υπόλοιποι αυτεπαγγέλτως διορισθέντες μπορούσαν να λένε ότι δεν έχουν την εμπιστοσύνη των κατηγορουμένων, προφανώς δεν μπορούσαν να προβάλουν αυτό το επιχείρημα οι αρχικοί συνήγοροι. Διαβάζω ότι είπαν σήμερα ότι έχουν αντίθετη εντολή, δηλαδή να μην παραστούν. Μία υποχρέωση ιδιωτικού δικαίου να μην παραστούν λοιπόν με πηγή τους κατηγορουμένους και μια υποχρέωση εκ του νόμου να παραστούν. Για μένα είναι ξεκάθαρο ποια επικρατεί.

    Δυοίν θάτερον: είτε οι κατηγορούμενοι έχουν συνήγορο της επιλογής τους, οπότε οφείλει να τους υπερασπιστή, έστω και αυτεπαγγέλτως διοριζόμενος, είτε δεν έχουν, οπότε το Δικαστήριο καλώς τους διορίζει, δύο μάλιστα στον καθένα, αυτεπαγγέλτως.

    Τα υπόλοιπα, με το συμπάθιο, αρχίζουν να ανήκουν πλέον στην δικαιοδοσία του πρωταγωνιστή του θεάτρου σκιών.

    Reply
  10. Λέει λοιπόν ο Αρμπής:

    Το ζήτημα του αυτεπάγγελτου διορισμού συνηγόρου εγείρει ζητήματα από τρεις οπτικές γωνίες: α) του κατηγορουμένου, β) του δικαστηρίου που προβαίνει στο διορισμό και γ) του διοριζόμενου συνηγόρου.

    Από τη σκοπιά του κατηγορουμένου κρίσιμο θεωρώ το άρθρο 6 § 3 εδ. γ΄ της ΕΣΔΑ, το οποίο κατοχυρώνει τρία αυτοτελή δικαιώματα του κατηγορουμένου: α) να υπερασπιστεί τον εαυτό του μόνος του, χωρίς δικηγόρο, β) να αναθέσει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της εκλογής του, γ) να του παρασχεθεί υπό προϋποθέσεις δωρεάν δικηγόρος.

    Δεν υπάρχει καμία αντίρρηση ότι η εθνική νομοθεσία μπορεί να παράσχει μεγαλύτερο επίπεδο προστασίας σε κάθε δικαίωμα που κατοχυρώνεται από την ΕΣΔΑ. Με την επιφύλαξη όμως ότι η μεγαλύτερη προστασία κρίνεται χωριστά για κάθε δικαίωμα. Αν η μεγαλύτερη προστασία που παρέχεται στο δικαίωμα Χ έχει ως συνέπεια τη μη παροχή του κατοχυρούμενου προστασίας του δικαιώματος Ψ, τότε η παραβίαση του Ψ δικαιώματος ούτε αναιρείται ούτε δικαιολογείται από την υπερπροστασία του δικαιώματος Χ.

    Γιατί; Δεν είναι αδιανόητο δύο δικαιώματα να συγκρούωνται μεταξύ τους, οπότε είναι θεμιτό το ένα από τα δύο να υπερισχύση σε κάποιο βαθμό.

    Ναι μεν λοιπόν η εθνική νομοθεσία μπορεί να απαλλάξει τη δωρεάν παροχή συνηγόρου από τις προϋποθέσεις που ορίζει η ΕΣΔΑ, όμως δεν μπορεί να φτάσει στο σημείο να προσβάλει τα αυτοτελώς κατοχυρωμένα δικαιώματα α) της αυτοδύναμης υπεράσπισης και β) της ανάθεσης της υπεράσπισης σε επιλεγμένο δικηγόρο. Δεν νομίζω για παράδειγμα ότι μπορεί να αμφισβητηθεί το ανίσχυρο μιας νομοθετικής διάταξης που θα δίνει στο δικαστήριο το δικαίωμα να πει: «Ποιον έχεις δικηγόρο; Αυτόν το χασοδίκη τον Αρμπή; Όχι, αυτό δεν μπορεί να γίνει ανεκτό ενόψει της σοβαρότητας της κατηγορίας. Σου διορίζω αυτεπαγγέλτως τον καθηγητή τον Α. Αναγνωστόπουλο (κάποτε θα το δούμε και αυτό) σε αντικατάσταση του χασοδίκη που έφερες μαζί σου». Εδώ το δικαίωμα παροχής δωρεάν συνηγόρου εξασφαλίζεται σε μέγιστο βαθμό, αλλά το δικαίωμα επιλογής συνηγόρου πλήττεται στον πυρήνα του.

    “Στον πυρήνα του” είναι μάλλον η φράση κλειδί εδώ. Το θέμα είναι τι γίνεται αν η παρέμβαση δεν εγγίζει τον πυρήνα, όπως κατά την γνώμη μου στην επίμαχη περίπτωση.

    Το ίδιο πιστεύω ότι θα συνέβαινε και αν το δικαστήριο διόριζε δικηγόρο όχι σε αντικατάσταση αλλά σε συμπλήρωση του υπάρχοντος (και παρόντος) δικηγόρου, επιβάλλοντας στον κατηγορούμενο «παρείσακτο» δικηγόρο με τον κίνδυνο διάσπασης (και αποδυνάμωσης) της μέχρι τότε ακολουθούμενης υπερασπιστικής γραμμής.

    Αυτή είναι πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση από την προηγούμενη, γιατί πλέον η στάθμιση γίνεται πιο δύσκολη. Αλλά συμφωνώ ότι θα παραβίαζε το άρ. 6 ΕΣΔΑ.

    Στην περίπτωση τώρα που ο συνήγορος αποχωρεί και ο κατηγορούμενος δηλώνει ότι δεν επιθυμεί τον αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου, θα μπορούσα να δεχτώ ότι, επειδή ο κατηγορούμενος δικαιούται να πει: «διώξτε τον αυτόν, θα πληρώσω άλλο δικηγόρο», δεν θίγεται το δικαίωμα επιλογής συνηγόρου, εφόσον αυτό το δικαίωμα περιορίζεται στην επιλογή «ποιος θα είναι συνήγορος» και δεν περιλαμβάνει την επιλογή «αν θα υπάρχει συνήγορος». Όμως αυτή η επιλογή κατοχυρώνεται ως αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο θα πρέπει να γίνει σεβαστό. Το πολύ-πολύ που επιτρέπεται να κάνει το δικαστήριο είναι να διορίσει συνήγορο, προκειμένου ο κατηγορούμενος να κάνει την επιλογή του γνωρίζοντας όσο το δυνατόν περισσότερα δεδομένα (εν προκειμένω: ποιος καλείται αυτεπαγγέλτως να τον υπερασπιστεί). Αν ο κατηγορούμενος μετά την προσέλευση του αυτεπαγγέλτως διορισμένου συνηγόρου, επιμένει στην άρνηση υπεράσπισής του, τότε όχι μόνο ο δικηγόρος υποχρεούται να αποποιηθεί το διορισμό του, αλλά και το ίδιο το δικαστήριο υποχρεούται να ανακαλέσει το διορισμό, προκειμένου (σε περίπτωση αποδοχής του διορισμού από το δικηγόρο) να αποφευχθεί η παραβίαση του δικαιώματος άρνησης συνηγόρου. Στην ίδια ενέργεια θεωρώ ότι πρέπει να προβούν ο δικηγόρος και το δικαστήριο, όταν ο κατηγορούμενος αποχωρώντας δήλωσε την επιθυμία του να μη διοριστεί συνήγορος και κατά την προσέλευση του συνηγόρου ο κατηγορούμενος παραμένει απών (οπότε και πάλι δεν έχει τη δυνατότητα επιλογής εν γνώσει όλων των δεδομένων, η οποία αποτελεί και το μοναδικό επιτρεπτό σκοπό του αυτεπάγγελτου διορισμού παρά την εναντίωση του κατηγορουμένου).

    Εδώ αρχίζω να διαφωνώ. Ο παράγων “συμφέρον της δικαιοσύνης”, που μνημονεύεται ρητώς στο άρ. 6 ΕΣΔΑ, μοιάζει να απουσιάζη από την σκέψη σου.

    Μα είναι δυνατόν η ΕΣΔΑ να απαγορεύει στον εθνικό νομοθέτη την αποτροπή της αυτοκτονίας που επιχειρεί ο κατηγορούμενος αρνούμενος συνήγορο; Ας ξεφύγουμε λίγο από το πεδίο της δίκαιης δίκης και ας μεταβούμε στην προστασία της ζωής. Αν η ΕΣΔΑ περιείχε διάταξη που ρητά και ανεπιφύλακτα κατοχυρώνει δικαίωμα στο θάνατο, τότε κάθε εθνική διάταξη που αποσκοπεί στην αποτροπή της αυτοκτονίας θα ήταν αντίθετη στην ΕΣΔΑ. Το εθνικό δικαστήριο θα την εφάρμοζε μόνο, αν γινόταν δεκτό ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει την προστασία της ζωής ακόμα και παρά τη θέληση του κινδυνεύοντος. Και σε αυτήν την περίπτωση όμως το ΕΔΔΑ δεν θα δεσμευόταν από μία τέτοια συνταγματική διάταξη και επομένως θα δεχόταν παραβίαση της ΕΣΔΑ. Στην προκειμένη περίπτωση λοιπόν, αφού η ΕΣΔΑ κατοχυρώνει δικαίωμα άρνησης συνηγόρου, τότε η εθνική νομοθεσία θα μπορούσε να αγνοήσει τυχόν άρνηση του κατηγορουμένου μόνο αν δεχτούμε ότι ο αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου υπεράσπισης επί κακουργημάτων ακόμα και επί αρνήσεως του κατηγορουμένου επιβάλλεται από το ίδιο το Σύνταγμα, κάτι το οποίο δεν έχω υπόψη μου να έχει υποστηριχθεί.

    Όχι, δεν έχει υποστηριχθή (θα μπορούσε ίσως; δεν το έχω σκεφτή), αλλά δεν νομίζω και ότι χρειάζεται. Αρκεί να περιχωρήσουμε διαφορετικά τα δύο δικαιώματα: το δικαίωμα επιλογής ευλόγως αναφέρεται σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες η εξουσία του δικηγόρου να παραστή απορρέει από την εντολή του κατηγορουμένου, άρα όχι στις περιπτώσεις αυτεπάγγελτου διορισμού. Ασφαλώς, το δικαίωμα επιλογής του κατηγορουμένου δεν επιτρέπεται να νοθευθή ή να περιγραφή από τυχόν πληθωρισμό τέτοιων περιπτώσεων αυτεπάγγελτου διορισμού. Αλλά το ισχύον νομοθετικό καθεστώς είναι κάθε άλλο παρά πληθωριστικό με αυτήν την έννοια.

    Ωστόσο ακόμα και η ίδια η παρομοίωση της άρνησης συνηγόρου με την αυτοκτονία δεν είναι και τόσο αυτονόητη. Εν πρώτοις η ίδια η ερημοδικία συχνά αποτελεί συνειδητά επιλεγμένη υπερασπιστική γραμμή. Π.χ. η πράξη εκδικάζεται σε πρώτο βαθμό λίγο πριν συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής, το δε κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο. Αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί, τότε ή θα σιωπήσει ως προς την ακυρότητα, οπότε αυτή θα καλυφθεί, ή θα την προβάλει, οπότε όμως κινδυνεύει να του επιδοθεί νέο, έγκυρο κλητήριο θέσπισμα πριν τη συμπλήρωση της παραγραφής. Επιλέγει τότε να ερημοδικαστεί, προκειμένου να προβάλει την ακυρότητα το πρώτον κατ’ έφεση, ούτως ώστε το κλητήριο θέσπισμα να ακυρωθεί μετά τη συμπλήρωση της παραγραφής. Άλλο παράδειγμα: ο συνήγορος εκτιμά ότι, αν ερημοδικαστεί, τότε μέχρι να επιδοθεί η καταδικαστική απόφαση και να εκδικαστεί η έφεση, θα έχει συμπληρωθεί η παραγραφή (περιλαμβανομένης και της παραγραφής εν επιδικία). Αν όμως παραστεί, τότε η προθεσμία έφεσης θα αρχίσει από την έκδοση της απόφασης και έτσι η υπόθεση θα εκδικαστεί σε δεύτερο βαθμό πριν τη συμπλήρωση της παραγραφής. Επομένως μπορεί ο συνήγορος να κρίνει ότι συμφέρει τον εντολέα του η ερημοδικία. Αλλά και εκτός της «ζώνης» της παραγραφής μπορεί η υπεράσπιση να κρίνει ότι η πιο ενδεδειγμένη υπερασπιστική γραμμή είναι η ερημοδικία: π.χ. ο συνήγορος ξέρει ότι ο κατηγορούμενος έπεσε επάνω στη χειρότερη δυνατή σύνθεση (χωρίς πάντως να θεμελιώνεται δικαίωμα εξαιρέσεως), ότι περίπτωση αναβολής δεν υπάρχει και ότι η απόφαση είναι προειλημμένη. Επιλέγει λοιπόν την ερημοδικία, προκειμένου η πρωτόδικη απόφαση να χάσει την αξιοπιστία της ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (κακά τα ψέματα: έστω κι αν δεν πρέπει, συνήθως η πρωτόδικη απόφαση επηρεάζει σε μικρό ή μεγάλο βαθμό την κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ακόμα και αναφορικά με τα προσβαλλόμενα κεφάλαια).

    Πράγματι, η ερημοδικία μπορεί να αποτελέση υπερασπιστική γραμμή: όταν ας πούμε λήγει το 18μηνο της προσωπικής κράτησης…

    Αλλά και επί παρουσίας του κατηγορουμένου χωρίς συνήγορο δεν είναι και τόσο αυτονόητο ότι πρόκειται για αυτοκτονία. Εν πρώτοις μπορεί ο κατηγορούμενος, αν και δεν είναι δικηγόρος, να έχει νομική παιδεία πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι ο δικηγόρος που πάει το δικαστήριο να του επιβάλει (π.χ. καθηγητής ποινικού δικαίου που δεν έχει την ιδιότητα του δικηγόρου).

    Αυτή είναι πράγματι μια οριακή περίπτωση. Αλλά το ίδιο συμβαίνει όταν απαγορεύεται στον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου να καταθέση ο ίδιος μια αγωγή.

    Δεύτερον δεν πρέπει να παραβλέπεται η ανεξαρτησία του δικηγόρου κατά την άσκηση του λειτουργήματός του. Π.χ. κατηγορούμενος σε δίκη για τρομοκρατικές ενέργειες υποστηρίζει ότι τα εγκλήματα που του αποδίδονται είναι πολιτικά και επομένως το Τριμελές Εφετείο είναι καθ’ ύλην αναρμόδιο. Ο δικηγόρος του όμως, ο οποίος πιστεύει στην αντίθετη άποψη, δεν έχει καμία υποχρέωση να «πουλήσει» την επιστημονική του συνείδηση στις σκοπιμότητες του εντολέα του, πολλώ μάλλον αν την άποψή του την έχει εκφράσει είτε στα πλαίσια άλλης δίκης είτε στα πλαίσια συγγραφικής δραστηριότητας.

    Ας δηλώση συνειδησιακό κώλυμα και ας κριθή αναλόγως. Αν και οι δικηγόροι που βλέπω γύρω μου μια χαρά υποστηρίζουν απόψεις αντίθετες με τις πεποιθήσεις τους. Αυτή είναι η δουλειά τους και ασφαλώς είναι κομμάτι του να είναι οι ίδιοι συλλειτουργοί της Θέμιδος.

    Άλλο παράδειγμα: αν όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται, ο συνήγορος ναι μεν οφείλει να αναζητήσει νέα στοιχεία που ανατρέπουν τα υπάρχοντα, αν όμως αποτύχει, και ιδίως αν πιστεύει και ο ίδιος ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη, δεν υποχρεούται να «γαυγίζει» χωρίς έρεισμα και αντίθετα στα πιστεύω του περί της μη τέλεσης της πράξης, αλλά δικαιούται να αναζητήσει άλλη υπερασπιστική γραμμή (άρση του αδίκου, αποκλεισμός του καταλογισμού, ελαφρυντικές περιστάσεις κλπ.).

    Καλά ρε Αρμπή, εσένα όλοι πελάτες σου αθώοι είναι; :-Ρ Αυτά είναι κλασσικά προβλήματα, λυμένα θα έλεγα, που ανακύπτουν σε κάθε δικηγορική σχέση, δεν παρουσιάζει δηλαδή η προκειμένη υπόθεση κάποια ιδιαιτερότητα.

    Και σε αυτές τις περιπτώσεις όμως ο κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να ανεχθεί έναν δικηγόρο, ο οποίος με τη στάση του αποδυναμώνει την υπερασπιστική γραμμή που ο ίδιος ο κατηγορούμενος επέλεξε. Μπορεί η υπερασπιστική γραμμή του κατηγορουμένου να είναι καταστροφική για τον ίδιο, αλλά ποιος θα το κρίνει αυτό και δη εκ των προτέρων; Αν λοιπόν ο κατηγορούμενος δεν βρίσκει δικηγόρο διατεθειμένο να ακολουθήσει τη δική του γραμμή, πρέπει να αναγνωριστεί στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του μόνος του. Η επιβολή δικηγόρου συνεπάγεται μοιραία, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, και επιβολή υπερασπιστικής γραμμής. Αυτή δε η ελευθερία επιλογής υπερασπιστικής γραμμής (υπό τον όρο πάντοτε της μη κατάχρησης – άρθρο 17 ΕΣΔΑ) θεωρώ ότι αποτελεί έναν από τους βασικότερους σκοπούς του κατ’ άρθρο 6 § 3 εδ. γ΄ ΕΣΔΑ δικαιώματος επιλογής συνηγόρου ή άρνησης συνηγόρου.

    Αν ο δικηγόρος δεν συμφωνεί με την εκδοχή του κατηγορουμένου, θα ασκήση τα καθήκοντά του και πάλι. Αυτή είναι ακριβώς η έννοια του δημόσιου λειτουργού. Δεν το κάνει για την αμοιβή ή για το συμφέρον του, το κάνει για να συμβάλη στην απονομή της δικαιοσύνης.

    Καλή θέληση να υπάρχη και όλα γίνονται. Ο κατηγορούμενος μπορεί να δώση εντολή στον ήδη αυτεπαγγέλτως διορισθέντα συνήγορο του τύπου “εσύ κάτσε και πρόσεχε, μην μιλάς, μόνο άμα δης τίποτα χοντρό, τότε μου λες”.

    Τίνος τα δικαιώματα έχουν παραβιαστή τότε;

    Με βάση τα παραπάνω μπορεί να αξιολογηθεί και ο αυτεπάγγελτος διορισμός των αρχικών συνηγόρων. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι οι συνήγοροι αυτοί αποχώρησαν για να «κάψουν» τους πελάτες τους. Προφανώς θεώρησαν ότι η αποχώρησή τους ήταν μία αποτελεσματική υπερασπιστική γραμμή, θέση, την οποία φαίνεται να υιοθέτησαν και οι αποχωρήσαντες κατηγορούμενοι. Ενόψει μάλιστα και της νέας § 2 του άρθρου 432 ΚΠΔ η υπερασπιστική αυτή γραμμή δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί παράνομη. Το δικαστήριο λοιπόν, με το να διορίσει αυτεπαγγέλτως τους αρχικούς συνηγόρους υπεράσπισης, όχι απλά αποδοκίμασε την υπερασπιστική γραμμή των κατηγορουμένων, αλλά επιπλέον επιχείρησε να εξαναγκάσει την εγκατάλειψή της. Δεδομένου λοιπόν ότι προσβλήθηκε η ελευθερία επιλογής υπερασπιστικής γραμμής, η οποία αποτελεί βασικό σκοπό του κατ’ άρθρο 6 § 3 εδ. γ΄ ΕΣΔΑ δικαιώματος, θεωρώ ότι έχει παραβιαστεί η διάταξη αυτή και προκαλείται απόλυτη ακυρότητα όσο το δικαστήριο δεν ανακαλεί τους διορισμούς.

    Μια κινέζικη παροιμία λέει ότι στην Δικονομία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Το δικαστήριο εξαναγκάστηκε στον διορισμό των αρχικών συνηγόρων από την δικαιολογία ότι οι αυτεπαγγέλτως διορισθέντες δεν είχαν την εμπιστοσύνη των κατηγορουμένων, όπως και από την διαβεβαίωση των κατηγορουμένων ότι έχουν και παραέχουν συνηγόρους, τους νυν αυτεπαγγέλτως διορισθέντες! Όταν το δικαστήριο συμμορφώνεται λοιπόν με την συνεχή και επίμονη διαβεβαίωση των ίδιων των κατηγορουμένων, δεν βλέπω πώς προσβάλλει τα δικαιώματά τους.

    Όσο για την υπερασπιστική γραμμή: άλλο η γραμμή, άλλο οι επιμέρους διαδικαστικές πράξεις. Η γραμμή μπορεί να είναι οποιαδήποτε, συμπεριλαμβανομένης της παρέλκυσης της δίκης για την συμπλήρωση ανωτάτου ορίου προσωρινής κρατήσεως, οι συγκεκριμένες διαδικαστικές πράξεις όμως συνεφέλκονται συγκεκριμένες συνέπειες, είτε αυτές εξυπηρετούν την γραμμή είτε όχι. Αν η γραμμή ήταν να πετάνε οι κατηγορούμενοι τασάκια στην έδρα και εξ αυτού του λόγου το δικαστήριο διέταζε την απομάκρυνσή τους, σαφώς και θα αποδοκίμαζε την γραμμή, αλλά τι να κάνουμε τώρα.

    Κι ερωτώ και εγώ με την σειρά μου: η δίκη πλέον φαίνεται ότι θα συνεχιστή, μέχρι αλλαγής της γραμμής, απόντων και κατηγορουμένων και συνηγόρων. Ποιος κερδίζει από αυτό; Πάντως όχι ο κατηγορούμενος. Θα ήταν καλύτερα ή χειρότερα αν παρίσταντο αυτεπαγγέλτως διορισθένετες συνήγοροι; Εγώ λέω καλύτερα. Το κάτι είναι ή δεν είναι περισσότερο από το τίποτα; Η απάντηση αυτονόητη.

    Reply
  11. Και συνεχίζει ο Αρμπής:

    Αυτά από τη σκοπιά του κατηγορουμένου. Πάμε τώρα στη σκοπιά του δικαστηρίου.

    Το πρόβλημα που τίθεται είναι αν το δικαστήριο υποχρεούται να διορίσει αυτεπαγγέλτως συνήγορο, όταν υφίσταται εντολή σε απόντα συνήγορο υπεράσπισης. Το πρόβλημα φυσικά δεν τίθεται αν ο συνήγορος έχει εντολή χειρισμού των κληρονομικών ή των εταιρικών υποθέσεων του κατηγορουμένου, αλλά αν έχει εντολή χειρισμού της δικαζόμενης ποινικής υπόθεσης.

    Σύμφωνα με τα άρθρα 724-725 Α.Κ. η εντολή λύεται με απευθυντέα δήλωση βουλήσεως οποιουδήποτε συμβαλλομένου προς τον άλλον. Η αποχώρηση ή η απουσία του συνηγόρου μπορεί να συνιστά σιωπηρή καταγγελία της εντολής, αλλά μπορεί και να μη συνιστά, ιδίως όταν έγινε σε συμμόρφωση προς την εντολή του κατηγορουμένου.

    Πριν όμως ασχοληθούμε με το ζήτημα αν υπάρχει εντολή ή όχι, πρέπει να διευκρινίσουμε πώς εννοεί το άρθρο 340 § 1 εδ. β΄ ΚΠΔ την ανυπαρξία συνηγόρου. Αποβλέπει στην ύπαρξη ενεργού εντολής ή στην παρουσία του εντολοδόχου στο ακροατήριο; Προσωπικά συμφωνώ ότι κρίσιμο είναι το δεύτερο. Διότι έργο του δικηγόρου δεν είναι μόνο η παροχή συμβουλών ή η άσκηση ένδικων βοηθημάτων και μέσων (αυτά τα κάνει και ο απών συνήγορος), αλλά και η εξασφάλιση ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δεν θα θιγούν τα δικαιώματα του κατηγορουμένου (αυτό μόνο ο παρών συνήγορος μπορεί να το καταφέρει). Η θέση αυτή ενισχύεται και από το άρθρο 344 § 1 εδ. δ΄ ΚΠΔ που προβλέπει αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου επί κοινής αποχωρήσεως του κατηγορουμένου και του συνηγόρου του. Σε αυτήν την περίπτωση η διατήρηση της εντολής είναι αναμφίβολη.

    Άρα το δικαστήριο ορθώς κατά τον ΚΠΔ προχώρησε στον αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρων, χωρίς να έχει σημασία αν υπήρχε ενεργός εντολή προς τους αρχικούς συνηγόρους. Απλά η εφαρμογή του ΚΠΔ δεν έπρεπε να ξεπεράσει τα όρια που θέτει η ΕΣΔΑ.

    Συμφωνώ στα πάντα, εκτός από το τελευταίο. :-)

    Reply
  12. Συνέχεια του αρμπογραφήματος:

    Από τη σκοπιά τώρα του διοριζόμενου συνηγόρου το ζήτημα που τίθεται είναι πόσο υποχρεωτικός είναι ο διορισμός για το συνήγορο. Το άρθρο 3 § 4 ν. 3226/2004 ορίζει ότι «Ο διοριζόμενος δικηγόρος, συμβολαιογράφος ή δικαστικός επιμελητής έχει υποχρέωση να δεχθεί και εκτελέσει την εντολή δίχως αξίωση προκαταβολής αμοιβής ή δικαιωμάτων». Θα μπορούσε πράγματι να υποστηρίξει κανείς ότι σύμφωνα με τη διάταξη αυτή δεν χωρούν «αποδοχές» ή «αποποιήσεις». Εξίσου υποστηρίξιμη θα ήταν όμως και η εκδοχή που δίνει το βάρος στην άρνηση αξίωσης προκαταβολής αμοιβής ή δικαιωμάτων. Ενόψει του άρθρου 91 § 2 του Κώδικα Δικηγόρων («Ο Δικηγόρος δικαιούται να αξιώση, προ πάσης ενεργείας, ανάλογον προκαταβολήν διά τη την αμοιβήν αυτού, ως και διά τας δαπάνας τας απαιτουμένας διά την ανατεθείσαν αυτώ εργασίαν, κατά τε την έναρξιν και την πρόοδον αυτής»), θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι το άρθρο 3 § 4 ν. 3226/2004 δεν ήθελε να αποκλείσει κάθε δυνατότητα αποποίησης του διορισμού, αλλά την κατ’ άρθρο 91 § 2 Κώδικα Δικηγόρων ένσταση επίσχεσης των δικηγορικών υπηρεσιών μέχρι να του καταβληθεί προκαταβολή από την αμοιβή και τις δαπάνες.

    Και αυτό, αλλά όχι μόνο αυτό. Δηλαδή ο διορισμός είναι προαιρετικός; Ούτε συ το υποστηρίζεις αυτό.

    Αυτή η εκδοχή φαίνεται και ορθότερη ενόψει του άρθρου 3 § 1 εδ. δ΄ ν. 3226/2004, σύμφωνα με το οποίο «Διαγράφεται από τον πίνακα και δεν μπορεί να γραφεί στο μέλλον δικηγόρος που αρνήθηκε να αναλάβει ή εγκατέλειψε το έργο της υπεράσπισης χωρίς σπουδαίο λόγο, κατά την κρίση του δικαστή ή του προέδρου που διευθύνει το δικαστήριο». Εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι η ως άνω διοικητική κύρωση δεν επιβάλλεται αν ο δικηγόρος αποποιήθηκε το διορισμό του για σπουδαίο λόγο.

    Όπως το διαβάζω εγώ βέβαια, ο σπουδαίος λόγος αφορά ξεκάθαρα την εγκατάλειψη της υπεράσπισης, όχι την ανάληψή της.

    Βέβαια αυτό δεν σημαίνει από μόνο του ότι η αποποίηση του διορισμού για σπουδαίο λόγο δεν παραμένει άδικη. Απλά σημαίνει τη μη επιβολή διοικητικών κυρώσεων.Ωστόσο ούτε αστικές κυρώσεις μπορούν να επιβληθούν στο δικηγόρο που για σπουδαίο λόγο αποποιείται τον αυτεπάγγελτο διορισμό του, καθώς ο σπουδαίος λόγος αποτελεί γενικό λόγο καταγγελίας κάθε διαρκούς ενοχής. Αν επομένως δεχτούμε ότι η για σπουδαίο λόγο αποποίηση του διορισμού παραμένει άδικη, τότε οι μόνες συνέπειες που συνεπάγεται θα είναι ποινικές (απείθεια). Κάτι τέτοιο όμως θα παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας, αφού η επιδίωξη της σύννομης συμπεριφοράς θα γινόταν με το βαρύτερο μέσο (ποινή) κατόπιν παραιτήσεως από τα ηπιότερα (αστική ευθύνη, διοικητικές κυρώσεις).

    Και έτσι να ήταν, μάλλον ξεχνάς το αξιόποινο της απόπειρας. ;-)

    Γι’ αυτό φαίνεται ορθότερο να δεχτούμε ότι ο σπουδαίος λόγος δίνει δικαίωμα στο δικηγόρο να αποποιηθεί το διορισμό του. Αντίθετη άποψη θα συνεπαγόταν ότι ο δικηγόρος υποχρεούται να σηκωθεί και να πάει στο δικαστήριο, ακόμη κι αν έχει 40 πυρετό, ή ακόμη κι αν συντρέχει περίπτωση ηθικής αδυναμίας (π.χ. μία δικηγόρος καλείται να υπερασπιστεί το βιαστή της, ο οποίος κατηγορείται για το βιασμό άλλων γυναικών). Άρα και ο «πόνος των ωοθηκών» μπορεί να μην στερείται έννομης σημασίας. Και φυσικά σπουδαίος λόγος θα πρέπει να θεωρηθεί ο κίνδυνος πειθαρχικής δίωξης του δικηγόρου, που πάντως δεν θα πρέπει να θεωρηθεί δεδομένος σε κάθε περίπτωση ύπαρξης ενεργού εντολής: αν π.χ. ο κατηγορούμενος ζητήσει αναβολή για κώλυμα στο πρόσωπο του συνηγόρου του και το αίτημα απορριφθεί, δεν νομίζω ότι θα είχε σοβαρότητα οποιαδήποτε πειθαρχική δίωξη του αυτεπαγγέλτως διορισμένου συνηγόρου. Αν τώρα ο κατηγορούμενος αρνείται το διοριζόμενο συνήγορο, τότε δεν υπάρχει απλά σπουδαίος λόγος αποποίησης του διορισμού (τότε ο συνήγορος θα είχε δικαίωμα και όχι υποχρέωση να αποποιηθεί το διορισμό), αλλά ο αποδεχόμενος το διορισμό συνήγορος θα καθίστατο συνυπεύθυνος στην παραβίαση των ανωτέρω δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, τον οποίο μάλιστα καλείται να υπερασπιστεί.

    Η αλήθεια είναι ότι του διορισμού στην πράξη προηγείται ένα διερευνητικό στάδιο, άλλωστε το δικαστήριο δεν έχει κάψα για κάποιον συγκεκριμένο δικηγόρο, αλλά θέλει γενικώς κάποιο δικηγόρο. Συνήθως λοιπόν, όταν η αναζήτηση γίνεται τηλεφωνικώς από τον γραμματέα ή όταν στο ακροατήριο ο Πρόεδρος αναφωνεί “τις συνηγορείν βούλεται;”, ο θεσμός είναι προαιρετικός στην πράξη.

    Όταν όμως ο διορισμός γίνεται με χαρτί και καλαμάρι, όπως εν προκειμένω, ο συνήγορος οφείλει κατ’ ελάχιστον να παρουσιαστή και όχι να απαιτήση να απαλλαγή, αλλά να εκθέση την άποψή του και να εκφράση την ευχή το δικαστήριο να ανακαλέση την διάταξη με την οποία τον διώρισε. Ένα δικαστήριο που θα επέμενε στον διορισμό ενός συνηγόρου π.χ. άρρωστου προφανώς θα φαλκίδευε την ευδικία της διαδικασίας.

    Reply
  13. Και καταλήγει ο φίλος Γιώργος Αρμπής:

    Επ’ ευκαιρία δύο λόγια για τα αιτήματα των κατηγορουμένων: Πράγματι η τήρηση των πρακτικών με φωνοληψία είναι δυνητική για το δικαστήριο. Ωστόσο το δικαστήριο οφείλει να αιτιολογήσει την απόρριψη του σχετικού αιτήματος. Εδώ φαίνεται ένα σοβαρό ελάττωμα του άρθρου 142Α ΚΠΔ: δεν καθορίζει τα κριτήρια, με βάση τα οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο αν θα εφαρμόσει τη διάταξη ή όχι. Αν η ερμηνεία της διάταξης αναδείξει τα κριτήρια αυτά, τότε το δικαστήριο θα πρέπει να απορρίψει το σχετικό αίτημα μόνο αν αιτιολογημένα κρίνει ότι δεν συντρέχουν τα σχετικά κριτήρια. Αν τα κριτήρια επιλογής της φωνοληψίας δεν μπορούν να συναχθούν ούτε ερμηνευτικά, τότε η καθιέρωση απόλυτης διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου είναι αντίθετη στο άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος, αφού η διάταξη αναγκάζει το δικαστήριο να εκδώσει αναιτιολόγητη απόφαση (εκτός βέβαια και αν δεχτεί κανείς ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει την αιτιολόγηση μόνο των οριστικών αποφάσεων). Το αμέσως επόμενο πρόβλημα που τίθεται είναι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας: με δεδομένο ότι αντισυνταγματική δεν είναι η ίδια η φωνοληψία αλλά η άφεσή της στην απόλυτη κρίση του δικαστηρίου, τι θα ισχύσει; Είναι η διάταξη στο σύνολό της ανίσχυρη και επομένως η φωνοληψία σε κάθε περίπτωση παράνομη ή καθίσταται η φωνοληψία υποχρεωτική για το δικαστήριο αν υποβληθεί σχετικό αίτημα;

    Νομίζω το πας πολύ μακριά. Κανείς, ακόμη και τα δικαστήρια, δεν υποχρεούται εις τα αδύνατα. Αν δεν υπάρχει η υλικοτεχνική υποδομή, δεν υπάρχει η υλικοτεχνική υποδομή. Τελεία.

    Όσον αφορά τώρα το ζήτημα της δημοσιότητας νομίζω ότι θα πρέπει να διακρίνουμε. Νόμιμα μέτρα είναι κατ’ αρχήν επιτρεπτά, έστω κι αν θα μπορούσαν να αποθαρρύνουν κάποιον από το να παρακολουθήσει τη διαδικασία, αν όμως η εφαρμογή τους δεν έχει καμία δικαιολογία, τότε είναι προφανές ότι η επιλογή της εφαρμογής τους έγινε αποκλειστικά για να καταστρατηγηθούν οι περί δημοσιότητας διατάξεις. Αντίθετα παράνομα μέτρα θεωρώ ότι προσβάλλουν τη δημοσιότητα και μόνο στη βάση της θεωρητικής δυνατότητάς τους να αποθαρρύνουν υποψήφιους θεατές. Στην προκειμένη περίπτωση αναμφίβολα οι εισερχόμενοι στη δίκη υπέστησαν επεξεργασία προσωπικών δεδομένων τους, ενώ και ο συσχετισμός του δεδομένου της παρακολούθησης της δίκης με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις (και επομένως ο χαρακτηρισμός του ως ευαίσθητου) δεν φαίνεται εντελώς αβάσιμος. Επομένως για τη νομιμότητα της επεξεργασίας απαιτείται όχι μόνο η τήρηση της αρχής της αναγκαιότητας, αλλά ενδεχομένως και η τήρηση κάποιας διαδικασίας (π.χ. γνωστοποίηση στην ΑΠΔΠΧ ή άδειά της).

    Δεν θα το έλεγα. Το άρ. 3 παρ. 2 Ν. 2472/1997 λέει:

    «2. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων η οποία πραγματοποιείται: […] β) από τις δικαστικές, εισαγγελικές αρχές και τις υπηρεσίες που ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία τους στο πλαίσιο της απονομής της δικαιοσύνης κ.λπ. κ.λπ.

    Αυτό έλειπε κιόλας δα.

    Reply
  14. Την 01Φεβ11 η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου δημοσίευσε αυτήν την ανακοίνωση σχετικά με το θέμα μας.

     

    Σήμερα απέστειλα στην Ένωση την εξής διαδικτυακή επιστολή:

     

    Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε,

    με δυσφορία ανέγνωσα την από 01 Φεβρουαρίου 2011 ανακοίνωση της Ένωσής σας σχετικά με τον αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρων στην δίκη των Πυρήνων της Φωτιάς.

    Δεδομένου ότι η ανακοίνωση δεν φέρει κάποια ειδικώτερη υπογραφή, δικαιούμαι να την χρεώσω συλλήβδην στο διοικητικό συμβούλιο του οποίου προεδρεύετε. Επιτρέψτε μου ωστόσο, κύριε Πρόεδρε, να απευθυνθώ ιδιαιτέρως στον αγαπητό μου Καθηγητή κ. Αλιβιζάτο.

    Η δυσφορία μου έγκειται στο ότι ομιλείτε εξ ονόματος και των 54, ή όσοι ήταν, δικηγόρων που διωρίσθηκαν αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Ως εις εξ αυτών, σας ενημερώνω για τα κάτωθι:

    α. Δεν αρνήθηκα να διοριστώ λόγω κάποιας “σύγκρουσης καθηκόντων”.
    β. Δεν μου ασκήθηκε κανένας “έμμεσος εξαναγκασμός” από κάποια “απειλή ποινικών και πειθαρχικών διώξεων”.
    γ. Δεν αισθάνθηκα να πλήττεται ευθέως ο “ρόλος μου ως δικηγόρου” ούτε ότι “υποβιβάστηκα από υπερασπιστής σε απλό νομιμοποιητικό όργανο μίας δίκης”. 

    Σας γνωρίζω επίσης ότι, πέραν της δικής σας, στο πλαίσιο μιας σύντομης ανακοίνωσης αναγκαστικά όχι ιδιαίτερα τεκμηριωμένης άποψης, υπάρχουν και άλλες επιστημονικές απόψεις σχετικά με τον θεσμό του αυτεπάγγελτου διορισμού σε δίκες κακουργημάτων, τις οποίες ίσως αγνοείτε. Δήτε την δική μου ας πούμε εδώ:

    http://anamorfosis.net/blog/?p=4658
    http://anamorfosis.net/blog/?p=4687

    Θα ήταν απολύτως θεμιτό να εκφράσετε την άποψή σας ενόψει των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων. Αλλά ο προστατευτισμός που επιδεικνύει η ανακοίνωσή σας έναντι των δικηγόρων ισοδυναμεί, το επ’ εμοί, με απρόσκλητο και ανεπιθύμητο κηδεμονισμό.

    Σας καλώ λοιπόν να διορθώσετε την επίμαχη ανακοίνωσή σας κατά τον αριθμό των δικηγόρων που κατά την γνώμη σας εξαναγκάστηκαν εμμέσως κ.λπ. κ.λπ.

    Ήταν 53, όχι 54.

    Με εκτίμηση για το υπόλοιπο έργο σας και περιμένοντας με ενδιαφέρον την ήδη καθυστερημένη παρέμβασή σας ως προς το νομοσχέδιο Καστανίδη με τίτλο “για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου”.

    Αθανάσιος Αναγνωστόπουλος
    Δικηγόρος – Διδάκτωρ Ποινικού Δικαίου

    ΥΓ: Η παρούσα αναδημοσιεύεται στο ιστολόγιό μου.

    Reply
  15. Υπέρ της άποψης που υποστηρίζω συνηγορεί όσο βλέπω και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου. Πράγματι, σε κάποιες αποφάσεις, πρώτη εκ των οποίων είναι η Croissant κατά Γερμανίας (Σεπτ 1992), έκρινε ότι (παρ. 29)

    It is true that Article 6 para. 3 (c) (art. 6-3-c) entitles “everyone charged with a criminal offence” to be defended by counsel of his own choosing (see the Pakelli v. Germany judgment of 25 April 1983, Series A no. 64, p. 15, para. 31). Nevertheless, and notwithstanding the importance of a relationship of confidence between lawyer and client, this right cannot be considered to be absolute. It is necessarily subject to certain limitations where free legal aid is concerned and also where, as in the present case, it is for the courts to decide whether the interests of justice require that the accused be defended by counsel appointed by them.

    [Ομοίως και η Lagerblom κατά Σουηδίας (Ιαν 2003, παρ. 54)].

    Στην συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα, που συμπτωματικά αφορούσε πάλι τρομοκρατία, ο κατηγορούμενος είχε ήδη δύο συνηγόρους της επιλογής του και της εμπιστοσύνης του, αρχικά ως εντολέας τους και κατόπιν, μετά από αίτησή του, ως αυτεπαγγέλτως διωρισμένους από το δικαστήριο. Το οποίο δικαστήριο όμως, εκτιμώντας την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, έκρινε ότι απαιτείτο και τρίτος συνήγορος, τον οποίο και διώρισε αυτεπαγγέλτως (και ο οποίος, όταν διαπίστωσε την αντίδραση του κατηγορουμένου, δεν “αποποιήθηκε”, αλλά υπέβαλε αίτηση στο δικαστήριο να τον απαλλάξη).

    Σηκώνει αρκετή συζήτηση αν αυτού του είδους ο κηδεμονισμός ήταν σύμφωνος με την ΕΣΔΑ, καίτοι το δικαστήριο απάντησε καταφατικά. Προσωπικά δεν είμαι τόσο βέβαιος. Το μόνο βέβαιο είναι ότι, αν δεν αντίκειται στην ΕΣΔΑ ο διορισμός συνηγόρου, παρά την θέληση του κατηγορουμένου και υπαρχόντων ήδη άλλων δύο συνηγόρων, πολύ περισσότερο δεν αντίκειται ο αυτεπάγγελτος διορισμός παρά την θέληση του κατηγορουμένου, όταν τέτοιοι δεν υπάρχουν στην δικαστική αίθουσα.

    Reply
  16. Μετά από επικοινωνία που είχα με την Κλειώ Παπαπαντολέοντος, ταμία της ΕΕΔΑ, αξιόλογη συνάδελφο και παντοτινό εφιάλτη κάθε ραδιοφωνικού εκφωνητή, το παράπονό μου έγινε δεκτό, ότι δηλαδή εκτός από μένα όλοι οι λοιποί αρνήθηκαν, και ενημερώθηκα ότι θα το διορθώσουνε. Μέχρι τώρα δεν έχει διορθωθή κάτι βέβαια, αλλά δε βαριέσαι, λήξαν το επεισόδιο.

    Reply
  17. Κάπου εδώ μπαίνει ένα τέλος και σε αυτήν την ιστορία. Χάπι έντ φυσικά.

    Κατά την προκαταρκτική εξέταση που επακολούθησε τα γεγονότα που περιέγραψα στις δύο αναρτήσεις μου, έγιναν δεκτές οι εξηγήσεις όλων των υπόπτων επί απειθεία δικηγόρων εκτός από επτά. Ακολούθως, ασκήθηκε ποινική δίωξη εις βάρος αυτών των ολίγων για απείθεια.

    Αλλά φευ, δεν θα μάθουμε ποτέ την εξέλιξη.

    Ήδη με το άρ. 4 παρ. 1 Ν. 4043/2012 παρεγράφη το αξιόποινο και έπαυσε η ποινική δίωξη όλων των πράξεων που τελέσθηκαν μέχρι 31.12.2011 και τιμωρούνται με φυλάκιση έως ενός έτους. Εν αις και η απείθεια του άρ. 169 ΠΚ.

    Αυτή είναι η Ελλάδα, που έλεγε και μια ψυχή.

    Reply

Leave a Comment