Το θέμα του σημερινού μου άρθρου με το ιχθυωτικό λατινοφανές γλωσσικό του ένδυμα δεν ξέρω αν καλύτερα χαρακτηρίζεται νομικό ή φιλοσοφικό. Θα ήθελα μάλλον να είναι νομικό, με την έννοια του να δοθή κάποια ενδονομική λύση σε αυτό, αλλά μάλλον υπάγεται στην δικαιοδοσία της πολιτικής φιλοσοφίας. Αναφέρομαι σε εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες κάποια, δημοκρατικώς θεσπισμένη, συνταγματική ρύθμιση είναι αντίθετη με αυτό που οι περισσότεροι από εμάς θα θεωρούσαν ως όντως Δίκαιο, είτε το ονομάσουμε αυτό φυσικό δίκαιο είτε θεϊκή εντολή είτε φιλελεύθερο παράδεισο είτε σοσιαλιστική νομιμότητα είτε ισλαμικό νόμο είτε αστακομακαρονάδα είτε όπως αλλιώς. Με άλλα λόγια, ποια είναι η νομική τύχη μιας συνταγματικής ρύθμισης η οποία, αν βρισκόταν στο κοινό νομοθετικό επίπεδο, θα κρινόταν αδίστακτα αντισυνταγματική και μάλιστα αντίθετη στις θεμελιώδεις διατάξεις του συγκεκριμένου συντάγματος, εκείνες ακριβώς που ανήκουν στον κοινό συνταγματικό πολιτισμό μας;
Το πρόβλημα προφανώς τίθεται επειδή το Σύνταγμα αποτελεί την κορυφή της νομικής πυραμίδας εξ επόψεως τυπικής ισχύος. Αρχικώς η ανωτερότητα αυτή είχε συλληφθή και ως ουσιαστική, υπό την έννοια ότι τα Συντάγματα ώφειλαν να περιέχουν όχι μόνο τους ανώτερους κανόνες, αλλά και τους ουσιωδέστερους. Από τότε όμως που τα Συντάγματα γεμίσανε με σαχλαμάρες για την Αγία Αναστασία την Φαρμακολύτρια και άρχισαν να φουσκώνουνε σαν γκαστρωμένα, τα λίγα και αυτονόητα που έπρεπε να περιέχουν έγιναν πολλά και ανόητα.
Πολλοί θα με κατηγορήσουν πάλι ότι μικρολογώ και ότι ασχολούμαι με απιθανότητες που δεν πρόκειται ποτέ να απασχολήσουν τις δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες. Μπορεί και μακάρι. Εκτός όμως του ότι έργο του νομικού δεν είναι μόνο να κολλά μεγαρόσημα, αλλά και να στοχάζεται για εκείνες τις περιπτώσεις οι οποίες δοκιμάζουν την κρίση του και οξύνουν την φαντασία του, καθόλου δεν νομίζω ότι παρόμοιες περιπτώσεις βρίσκονται στον χώρο της επιστημονικής νομικής φαντασίας: η θανατική ποινή στις ΗΠΑ και η προστασία της ζωής, η κληρονομική βασιλεία κάποιων χωρών της Εσπερίας και η αρχή της ισότητας.
Ας κάνουμε τώρα ένα από αυτά τα νοητικά πειράματα στα οποία αρέσκονται οι φιλόσοφοι.
Στην Δημοκρατία της Κνωσσού η Συντακτική Συνέλευση εργάζεται πυρετωδώς για το νέο Σύνταγμα της χώρας. Σε αυτό περιλαμβάνεται ομοθύμως και το εξής άρθρο:
Κάθε χρόνο επτά νέοι και επτά νέες που επιλέγονται με κλήρωση θυσιάζονται στον Μινώταυρο.
Πρέπει να σημειώσω ότι υπήρξε κάποια συζήτηση ως προς τον τρόπο επιλογής των δεκατεσσάρων θυμάτων του Μινώταυρου. Προτάθηκαν σχετικώς διάφορες ρυθμίσεις, όπως π.χ. η μέθοδος της εκλογής με καθολική, μυστική και ίση ψηφοφορία ή η μέθοδος της αλφαβητικής εναλλαγής. Συζητήθηκε επίσης εκτενώς αν η προβλεπόμενη αναφορά σε «νέους» και «νέες», έστω και σε ίσο αριθμό, εισήγε κάποια έμφυλη διάκριση απάδουσα με το γράμμα και το πνεύμα άλλων συνταγματικών ρυθμίσεων, καθώς και το ενδεχόμενο αυξομείωσης των ποσοτικών εισφορών κάθε φύλου χάριν θετικής διακρίσεως. Συνελόντι ειπείν και αφού τηρήθηκαν σχολαστικά όλοι οι κανόνες της έλλογης διαβούλευσης σε μια πολυφωνική-πολυπολιτισμική-μετανεωτερική δημοκρατία, τελικά προτιμήθηκε η οδός της κλήρωσης ως η πλέον συμβατή με την συνταγματική αρχή της ισότητας, που κατοχυρώνεται εμφατικά και στο κνωσσικό Σύνταγμα, όπως άλλωστε και στο ελληνικό.
Ερωτάται αν αποτελεί όντως δίκαιο η εν λόγῳ ρύθμιση. Όχι αν εφαρμόζεται βέβαια, αυτό δεν με ενδιαφέρει. Ούτε όμως αν είναι δίκαιη: προφανώς δεν είναι, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Ερωτώ κατά πρώτον αν ισχύει και σε δεύτερο βαθμό θα τολμούσα να ρωτήσω αν στοιχειοθετεί κἀν δίκαιο.
Υπάρχουν ενδιαφέρουσες απαντήσεις και στα δύο ερωτήματα. Η απάντηση που ευνοώ στο πρώτο ερώτημα επιχειρεί να ανασύρη από την ναφθαλίνη της νομικής θεωριοθήκης την θεωρία περί αντισυνταγματικών συνταγματικών διατάξεων, η οποία, με το οξύμωρο και παράδοξο όνομά της, προσπάθησε μεταπολεμικά να προστατεύση την αρτιγέννητη Δημοκρατία της Βόννης από μελλοντικούς συνταγματικούς κινδύνους. Για την διάκριση και ιεράρχηση συνταγματικών διατάξεων, κατά τρόπον ώστε να αναγνωρίζωνται διαφορετικά επίπεδα τυπικής ισχύος και ωρισμένες συνταγματικές διατάξεις να οφείλουν συμμόρφωση ή έστω μη αντίθεση σε άλλες, διακρίνω πρόχειρα δύο τρόπους: ο πρώτος, πιο τυπικός, αξιοποιεί την διάκριση αναθεωρήσιμων και μη αναθεωρήσιμων διατάξεων του Συντάγματος. Αν η διαφοροποίηση ως προς την αναθεωρησιμότητα έχει κάποιο νόημα, αυτό δεν μπορεί παρά να είναι ότι οι μη αναθεωρήσιμες διατάξεις είναι ανώτερες. Ίσως να μην είναι ανώτερες με τον τρόπο που ένας τυπικός νόμος είναι ανώτερος ενός προεδρικού διατάγματος, αλλά είναι ανώτερες με κάποιον τρόπο.
Ο δεύτερος τρόπος που έχω κατά νου είναι ουσιαστικώτερος και, εύλογα, πιο αφηρημένος και δυσχερής στην πρακτική του εφαρμογή. Ερείδεται στην διάκριση συνταγματικών αρχών και συνταγματικών κανόνων που απορρέουν από αυτές. Εάν ο κανόνας, η συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη, συγκρούεται με την αρχή, είναι ανίσχυρος.
Η διπλή απάντηση που έδωσα στο πρώτο ερώτημα, αυτό της ισχύος του επίμαχου συνταγματικού κανόνα, είναι μια απάντηση λίγο πολύ νομική και ως τέτοια έχει και νομικά όρια. Τι θα συμβή δηλαδή αν το κνωσσικό Σύνταγμα συμβαίνει να μην προστατεύη την ανθρώπινη ζωή σε κάποια διάταξή του; Τι θα συμβή αν, αντιθέτως, διακηρύσσει ότι π.χ. «η διατήρηση της ζωής του πολίτη εξαρτάται από την ικανοποίηση του δημοσίου συμφέροντος/την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής αλληλεγγύης/τον σεβασμό της βούλησης της δημοκρατικώς εκπεφρασμένης πλειοψηφίας»; Μήπως εν προκειμένω το τεθέν συνταγματικό δίκαιο δεν είναι άξιο του ονόματος δίκαιο, αλλά είναι ένας κανόνας άλλους είδους, παρόμοιος με τους κανόνες διαρπαγής της λείας στους Ούννους ή εκτέλεσης των εντολών στους μαφιόζους;
Κάπου εδώ το ζήτημα εκφεύγει πλέον οριστικώς της επιχειρηματολογικής μου ικανότητας. Ίσως επανέλθω όταν μεγαλώσω και ωριμάσω.
Μεθιστολόγηση αυτού εδώ του άρθρου, που δημοσιεύθηκε σαν σήμερα τέσσερα χρόνια πριν, με κάποιες αλλαγές.