«Έναν Εισαγγελέα ρε παιδιά! Έναν εισαγγελέα!» φώναζε δυνατά ο συμπαθέστατος ηλεκτρολόγος στην νέα οικοδομή που κατοικώ, μια μέρα, καθώς έκανε τα μερεμέτια του, ανεβοκατεβαίνοντας τις σκάλες και τρυπώνοντας από διαμέρισμα σε διαμέρισμα. Όταν τον ρώτησα, χαμογελώντας, τι ακριβώς εννοούσε με την επιφωνηματική του πρόταση, μου απάντησε: «Όλοι με στέλνουν από τον έναν στον άλλο, από τον Άννα στον Καιάφα! Κανείς δεν πληρώνει για τις συνεχείς αλλαγές και τα μερεμέτια που κάνω στα διαμερίσματα! Άνοιξε την πρίζα δεξιά, όχι δε μου κάνει, βγάλτη αριστερά, όχι, έκανα λάθος, ξαναβγάλτη πιο πάνω, και συνέχεια το ίδιο βιολί! Ο ιδιοκτήτης με στέλνει στον κατασκευαστή να πληρωθώ κι εκείνος λέει ότι μου τα χρωστάει ο ιδιοκτήτης! Στο μεταξύ έχω κι εγώ χρέη, κάποιος πρέπει να με πληρώσει! Γι’ αυτό θέλω κι εγώ έναν Εισαγγελέα να μου δώσει το δίκιο μου!»
Ο συμπαθέστατος κυρ Γιώργης δεν ήξερε φυσικά ότι ο Εισαγγελέας δεν θα μπορούσε να τον βοηθήσει και πολύ στο αίτημά του, και ότι ίσως πιο χρήσιμος για την περίπτωση του θα ήταν ένας δικηγόρος. Όμως η έκφρασή του υποδήλωνε, εκτός από την άγνοια του μέσου πολίτη για την ακριβή λειτουργία-αρμοδιότητα ορισμένων νομικών θεσμών και των φορέων τους, κάτι ακόμη, σημαντικότερο: Την πίστη του ότι «υπάρχει δίκαιο» και ότι «υπάρχει και κάποιος που βοηθάει τον απλό πολίτη να το βρεί», κι αυτός είναι ο «Εισαγγελέας». Η πίστη αυτή είναι ένα καλό σημάδι μέσα στη γενικότερη απαξίωση των θεσμών (και της Δικαιοσύνης) την οποία ζούμε, και την οποία ορισμένοι τείνουν να υποδαυλίζουν ή να υποβοηθούν με άστοχα άρθρα (έτσι ο Π. Μανδραβέλης, εδώ).
Άσχετα με τον κυρ Γιώργη τον ηλεκτρολόγο -αλλά την ίδια χρονική περίοδο- δύο έγκριτοι διανοούμενοι-αρθρογράφοι, οι Χρήστος Γιανναράς και Χαρίδημος Τσούκας διετύπωναν με πιο περίτεχνο τρόπο στις επιφυλλίδες και τα blog τους, το ίδιο ακριβώς αίτημα με εκείνο του συμπαθούς τεχνικού: «Να βοηθήσουν οι δικαστικοί να σωθεί η χώρα!». Τα ακριβή λόγια τους δεν διέφεραν και πολύ από εκείνα του κυρ Γιώργη. Έτσι, ο Χ. Τσούκας έγραφε με πάθος: «(..) θεσμική μας ελπίδα είναι – δυστυχώς – οι θαρραλέοι δικαστές και εισαγγελείς. Φανταστείτε έναν σύγχρονο Σαρτζετάκη, έναν Δελαπόρτα, ή έναν Ντι Πιέτρο που θα έπαιρνε τόσο σοβαρά την αποστολή του ώστε δεν θα λογάριαζε τίποτα: θα καταδίωκε αμείλικτα, με κάθε κόστος, την πολιτική κλεπτοκρατία. Μερικοί τέτοιοι, παθιασμένοι με το Νόμο, δικαστικοί λειτουργοί θα γίνονταν ο καταλύτης μιας ‘δημιουργικής καταστροφής’. Αμήν!» Ομοίως ο Γιανναράς κατέληγε σε άρθρο του για την ποινικοποίηση των πολιτικών εγκλημάτων ότι: «Δεν μας απομένει παρά η προσφυγή στην Τρίτη Εξουσία: Στην Δικαιοσύνη!». Τέλος, και ο επίτιμος Πρόεδρος του ΑΠ Β. Κόκκινος, σε άρθρο του στην εφημερίδα ‘Εστία’, έδινε –αν δεν κάνω λάθος- παραδείγματα δικαστικών παρεμβάσεων οι οποίες διαδραμάτισαν καίριο ρόλο σε άλλες ιστορικές εποχές.
Τον αντίλογο στα παραπάνω έδινε ο γεν. γραμματέας της ένωσης δικαστικών ΣΤΕ και πάρεδρος του δικαστηρίου αυτού, Π. Τσούκας (αδερφός του Χ.Τσούκα), με επιστολή του στην εφημερίδα Καθημερινή στις 27. 6. 2010. Ο Π. Τσούκας επεσήμαινε ότι «είναι ευκαιρία να πούμε την πικρή αλήθεια» και ότι «Οταν σε μια πολιτεία μόνη ελπίδα για ευνομία είναι οι δικαστές και οι εισαγγελείς, τότε στην πολιτεία αυτή πολλά έχουν φύγει εντελώς από τη θέση τους και άλλα τόσα είναι φαύλα και σαπρά.» Κατέληγε δε, με την ακόλουθη, απαισιόδοξη κατακλείδα: «Ελπίδες σωτηρίας της Ελλάδος, πολλαπλασιασμένες τόσες φορές όσοι οι Ελληνες και τα απειράριθμα βαθιά, χρόνια και σκληρυμένα προβλήματα της χώρας, δεν πρέπει να επενδύονται μόνο, και πάντως όχι πρωτίστως, στους δικαστές και τους εισαγγελείς. Και τούτο γιατί, στη φιλελεύθερη Δύση ούτε οι δικαστικοί θεσμοί μπορούν να γίνουν σωτήρες λαών, ούτε οι λειτουργοί τους θεραπευτές άρρωστων κρατικών και κοινωνικών θεσμών. Σε καιρούς γενικευμένης κρίσης είναι και αυτοί, εκόντες – άκοντες, κομμάτια της κρίσης: συμπαραγωγοί και θύματά της.»
Σε όλα τα παραπάνω, δεν έχω να προσθέσω πολλά – τα σχετικά άρθρα μιλούν από μόνα τους (διαβάστε τα!). Θέλω απλώς να κάνω ορισμένες παρατηρήσεις που αφορούν την «πραγματολογία» του σχετικού διαλόγου και της σχετικής αρθρογραφίας. Ας εξηγήσω τι ακριβώς εννοώ: Η πραγματολογία -σε πολύ γενικές γραμμές- ασχολείται με τους φορείς του λόγου – εξετάζει ποιος λέει κάτι και συνάγει κατόπιν συμπεράσματα για το νόημα των λεχθέντων. Θεωρώ ότι οι στάσεις που μπορούμε να υιοθετήσουμε στην συζήτηση περί της πρακτικής δυνατότητας και της δεοντολογικής ορθότητας της ανάθεσης της επίλυσης μιας οποιασδήποτε κρίσης (της κρίσης της χώρας, ή της κρίσης στα οικονομικά του κυρ Γιώργη!) στον «Εισαγγελέα» (η λέξη λειτουργεί γενικώς ως «σύμβολο» της ευρύτερης δικαστικής εξουσίας), εξαρτώνται -σε βαθμό μεγαλύτερο από όσο μπορεί να συνειδητοποιούμε εκ πρώτης όψεως- από την θέση μας στο κοινωνικό τοπίο. Έτσι, δεν είναι λ.χ. τυχαίο ότι οι διανοούμενοι (Χ. Τσούκας, Γιανναράς), που έχουν ασφαλώς καταλάβει πόσο αδύναμος είναι ο θεωρητικός τους λόγος να επιλύσει πρακτικά προβλήματα, πόσο «κωφεύουν» ή αδυνατούν οι πολιτικοί να πράξουν το ορθό, προ(σ)καλούν πλέον τους δικαστές να αναλάβουν στην πράξη δράση ώστε να προκαλέσουν την «δημιουργική καταστροφή» που η χώρα χρειάζεται πάραυτα. Ίσως όμως και οι διανοούμενοι να φέρουν μια κάποια ευθύνη, που ο λόγος τους δεν εισακούεται στην κοινωνία μας (και καλό είναι να την αναζητήσουν έντιμα). Ούτε είναι τυχαίο ότι ένας αναπολών την επαγγελματική του δράση δικαστής συμφωνεί σε αυτό το κάλεσμα. Ούτε τέλος είναι τυχαίο και ότι ένας εν ενεργεία δικαστικός προσπαθεί, με σύνεση και προβλεπτικότητα, να πείσει τον κόσμο να μην επενδύει ελπίδες εκεί όπου δεν θα έχει πολλά κέρδη: Ο δικαστικός ξέρει την επαγγελματική τάξη του, την συναναστρέφεται καθημερινώς, γνωρίζει την (όποια) παθογένειά της – αλλά και την (όποια) αποτελεσματικότητά της. Περισσότερο από όλα όμως, έχει συνειδητοποιήσει τα όρια και τις δυνατότητες της «δράσης» που μπορεί να αναλάβει, και τα έχει περιορίσει, δικαιολογημένα, στο «εφικτό”, το «ανθρώπινο», το “κοινωνικο-νομικώς εύλογο”: Πέρα και πίσω από τις γραμμές και τις λέξεις στην επιστολή του Π. Τσούκα, με την οποία απαντά στο κάλεσμα του Χ. Τσούκα για περισσότερο επαγγελματικό «πάθος» και «ζήλο», ο Π. Τσούκας φαίνεται να απαντάει το εξής: Είμαστε κι εμείς άνθρωποι, μην ζητάτε να γίνουμε ρομπότ, γιατί και αν ακόμη γινόμαστε, τίποτε δεν θα επιτυγχανόταν, σε τίποτε δεν θα εξυπηρετούσε η υπερ-προσπάθειά μας αυτή, όταν η χώρα είναι σήμερα απολύτως φαύλη και στο χείλος της καταστροφής…
Συντάσσομαι με την θέση του Π. Τσούκα κατ’ αποτέλεσμα: Θεωρώ δηλ. ότι δεν πρέπει να ρίξουμε το «βάρος» της επίλυσης των προβλημάτων στις πλάτες των δικαστικών. Συμφωνώ όμως και με τους Χ. Τσούκα και Χ. Γιανναρά, στην άποψη ότι ένας δικαστής-«Καθαρά Χέρια» θα μπορούσε να προκαλέσει μια κάποια (έντονη) εντύπωση και ίσως να κινητοποιήσει δυνάμεις που σήμερα λουφάζουν ή λιμνάζουν. Πράγματι, αν οποιοσδήποτε νέος αντεισαγγελεύς ή πάρεδρος, με κέφι και ζήλο για δουλειά, κατήγγειλε όλες (μα απολύτως όλες!!!) τις παρανομίες που βλέπει τριγύρω του, στην πολυκατοικία του, στη γειτονιά του, στις διακοπές του, στην βόλτα αναψυχής με τον σκύλο του, στο οδικό του ταξίδι, παντού, χωρίς καμία διακοπή και καμία ξεκούραση, είναι βέβαιο ότι κάποια πράγματα θα διορθώνονταν σε αυτή τη χώρα. Όσο περισσότεροι, τώρα, δικαστικοί αναλάμβαναν αυτό τον ρόλο, τόσο περισσότερα πράγματα θα διορθώνονταν σε αυτή τη χώρα. Κι έτσι, θα ανασαίναμε κάπως πιο άνετα στο κρεβάτι του πόνου στο οποίο βρισκόμαστε εδώ και χρόνια, εμείς και η κοινωνία μας, και δεν το είχαμε μέχρι πρότινος, καν, πάρει χαμπάρι. Θα ανασαίναμε χάρη στην δουλειά άλλων, που είναι έτσι κι αλλιώς επιφορτισμένοι με το σχετικό έργο (διαφύλαξη της νομιμότητας).
Σε μια τέτοια περίπτωση, νομίζω ότι ο αγαπητός μου κυρ Γιώργος θα ήταν ευτυχής και οι διανοούμενοι πιο αισιόδοξοι για τις τύχες μας. Οι δικαστικοί λειτουργοί και οι Εισαγγελείς όμως, θα είχαν μετατραπεί σε «ρομπότ», θα είχαν απανθρωποποιηθεί, προκειμένου να σώσουν τους άλλους, εργαζόμενοι χωρίς να σκέφτονται τίποτε άλλο, με «ζήλο» σαν αυτόν που ζητάει ο Χ. Τσούκας, χωρίς ελεύθερο χρόνο, χωρίς σκέψη απαλλαγμένη από τα επαγγελματικά, χωρίς τον αναγκαίο διαχωρισμό προσωπικής και επαγγελματικής ζωής, ιδιωτικής καθημερινότητας και “καριέρας” – Την ίδια στιγμή, εκείνοι οι «άλλοι», όλοι εμείς δηλ. για τους οποίους οι δικαστικοί θα θυσιάζονταν, μοχθώντας καθημερινά να κρατήσουν τις επάλξεις της νομιμότητας απολύτως αλώβητες, δεν θα τρέφαμε καμία εκτίμηση στο πρόσωπό τους, θα τους φοβόμασταν, θα τους μισούσαμε, θα τους αποξενώναμε ή απαξιώναμε κοινωνικώς, θα τους εκδικούμασταν, θα τους βλέπαμε και θα γυρίζαμε το κεφάλι αλλού. Κάτι, που φοβάμαι ότι ήδη σε μεγάλο βαθμό συμβαίνει με τους αστυνομικούς…
Τέτοιο κόστος εις βάρος μιας ορισμένης επαγγελματικής ομάδας, ακόμη και αν αυτή λέγεται «Τρίτη Εξουσία» θα ήταν άδικο. Άδικο, ακόμη και αν η χώρα επρόκειτο να σωθεί…
υγ. Οι παραπάνω σκέψεις αφιερώνονται σε φίλους μου, σπουδαστές της ΕΣΔΙ και φερέλπιδες νέους λειτουργούς της Θέμιδος.
Κάτι αντίστοιχο είναι και αυτό που λένε πολλοί: χρειαζόμαστε ένα πολιτικό “με αρχίδια” που θα κάνει το ένα και το άλλο κόντρα σε ΔΝΤ, Τουρκία, “κλέφτες” που ονειρεύται αυτός που εκφράζει την επιθυμία.
Οι πιο λαϊκοί τύποι λένε χρειαζόμαστε ένα καραμανλή γέρο ή παπανδρέου, οι πιο κουλτουριάρηδες -ένεκα κοσμοπολιτισμού- αναπωλούν πατριαρχικές μορφές της ευρωπαϊκής πολιιτκής – “αυτή η κρίση δεν θα συνέβαινε”, λένε, “με έναν μιτεράν, ένα ντ’εστέν, ένα μπραντ να ηγούνται της ευρώπης”.
Εν τω μεταξύ τίποτα από αυτά δεν θα συμβεί, η ζωή συνεχίζεται και αν τελικά βελτιωθούν τα πράγματα, αυτό θα γίνει από πολλές μικρές αλλαγές στους πιο διαφορετικούς τομείς και όχι από τις χολυγουντγιανές φαντασιώσεις περί αδέκαστων τιμωρών. Ας δείξουν λίγη παραπάνω ευσυνειδησία και θάρρος οι φίλοι σου σπουδαστές της ΕΣΔΙ (τιντουτο;) στην ρουτίνα τους και σιγά σιγά θα αλλάξουν τα πράγματα ακόμα και αν δεν γίνουν οι “ήρωες” που μάχονται “κατά των συμφερόντων και στυγνών εκμεταλλευτών”.
Και στην χώρα που έγινε δηλαδή αυτό που λες με τους εισαγγελείς, που οδήγησε;
Σε 10 χρόνια μπερλουσκονισμού και σε μια πολιτική καρριέρα για τον ντι πιέτρο που ελάχιστοι θα ζήλευαν.
Δεν ξέρω σε ποια ευθύνη αναφέρεσαι, αλλά έτσι όπως το γράφεις διαφωνώ.
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει κοινό (ίσως αλλάξει αυτό με την κρίση). Οι σοβαρές εφημερίδες έχουν χαμηλές πωλήσεις (τις κυριακές γύρω στις 100.000 αν δεν κάνω λάθος) και η χαμήλη (πολλές φορές) ποιότητα τους δεν είναι δικαιολογία.
Τι να κάνει ο διαννούμενος;
Έχει απέναντι του την τηλεόραση στην οποία δεν μπορεί να εμφανίζεται συστηματικά (για λόγους που όσοι βλέπουν τηλεόραση καταλαβαίνουν πολύ καλά) και η οποία βαράει τον ρυθμό.
Η απάντηση είναι συνήθως “αν δεν έχει ο διαννούμενος κοινό, να το δημιουργήσει”. Αυτό όμως είναι ανέφικτό πιστεύω, είναι εκτός των δυνατοτήτων των περισσότερων διαννούμενων και δεν μπορούμε να τους κατηγουρήσουμε γι΄ αυτό.
Η μόνη λύση είναι νομίζω η τέχνη. Αυτή μπορεί να δημιουργήσει ένα πιο προβληματισμένο ή σκεπτόμενο αν θες κοινό, το οποίο θα αναζητήσει τον πιο εκλεπτισμένο και ποιοτικό λόγο.
Αυτό οφείλεται στο μέσο: πόσοι άνθρωποι ακούνε μουσική και βλέπουν ταινίες και πόσοι διαβάζουν άρθρα γνώμης στην καθημερινή και το βήμα;
ΥΓ. Να δεχτώ (κάνει και ζέστη) ότι ο Γιανναράς είναι διαννοούμενος. Έγκριτος πάντως δεν είναι με τίποτα.
ΕΣΔΙ= Εθνική Σχολή Δικαστών.
Χα, χα, πλάκα έχει αυτό που λες με τον Γιανναρά. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, αρκετές φορές ο Γιανναράς γράφει σωστά πράγματα. Σίγουρα όχι όλες. Και σίγουρα, η κάποια υπερβολή στον λόγο του έχει γεννήσει υπόνοια εμπάθειας και απομακρύνει αντί να έλκει αναγνώστες: Αυτή λ.χ. είναι μια “ευθύνη” του διανοουμένου, που ο διανοούμενος πρέπει να κάτσει να την σκεφτεί.
υγ. Αυτό με την Τέχνη, μου θυμίζει αυτό που γράφαμε στο σχολείο για κάθε πρόβλημα που μας έβαζαν (“χρειάζεται παιδεία“). Κλισέ δηλ., το οποίο δεν οδηγεί πουθενά. Δηλ. να βγει να μας προβληματίσει η Μόνικα με την μουσική της, ρε Σναποράζ (γιατί την ακούνε πολλοί..);; Ή να περιμένουμε τραγουδοποιούς στυλ Ντύλαν (οι οποίοι σήμερα δεν υπάρχουν;) Πώς ακριβώς θα γίνει αυτό; Μήπως να ακούμε κλασική για να γίνουμε ανώτεροι άνθρωποι, ενώ δεν ξέρουμε να ακούμε κλασική μουσική γιατί δεν μάθαμε τίποτε γι’ αυτήν στο σχολείο, όταν έπρεπε, και την ανακαλύπτουμε μόνοι μας; Δεν είναι σοβαρά αυτά τα πράγματα…
Έχεις δίκιο, έτσι που το γραψα σαν έκθεση ακούγεται.
Αυτό που θέλω να πω (έιχα ξεκινήσει να γράψω και άρθρο σχετικά) είναι αυτό που υπονοείς εσύ με την Μόνικα:
ότι μπορεί να γράφονται ωραία τραγούδια (σαν της Μόνικας) ή να γίνονται (πιο σπάνια βέβαια) ενδιαφέρουσες ταινίες (σαν τον κυνόδοντα), αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν “μπαίνει στην καρδιά μας”, που λέει και ο ποιητής.
Όμως οι τέχνες που έχουν μαζική απήχηση (βασικά ο κιν/φος και το τραγούδι – όχι η μουσική) είναι οι μόνες που μπορούν να κινητοποιήσουν ένα κοινό που έχει μεν ανησυχίες και προβληματισμούς, δύσκολα όμως ανοίγει το βήμα, την καθημερινή συστηματικά.
Πιστεύω ότι πρώτα εκει πρέπει να αναζητηθεί το κοινό που σε δεύτερη φάση θα ψάξει τον υπεύθυνο, σοβαρό και ενημερωμένο λόγο στο δοκίμιο ή την επιφυλλίδα.
Απλά αυτό δεν γίνεται με τις αγγλικές αλφαβήτες της Μόνικας, τα σουραύλια, τα γίδια τον άγιο έρωτα και την ιερή μοναξιά των εντέχνων, ούτε φυσικά με τα ψαγμένα μοντάζ, τον θαυμασμό για τον φον τριερ και τις doc martens των σινεφιλ.
Να το πω απλά: πριν κάποια χρόνια είχε σκάσει το σκάνδαλο του ζαχόπουλου, δηλ. μια 33χρονη (έτσι την αποκαλούσαν τα ΜΜΕ γιατι δεν ήταν σωστό να πούνε το πραγματικό της όνομα, που ήταν Τσέκου ή κάπως έτσι όπως μας είχαν πει πιο πριν) έκατσε (και το βιντεοσκόπησε κιόλας! ) στον πλέον απαράδεκτο τύπο με μόνο σκοπό να γίνει μόνιμη υπάλληλος του ελληνικού δημοσίου.
Αυτό θα μπορούσε να είναι μια σπουδαία ταινία ή και κάποιοι σαρκαστικοί στίχοι. Όλοι ξέρουμε όμως ότι τέτοιες καταστάσεις βρίσκονται εκτός του πεδίου ενδιαφέροντος των ελλήνων δημιουργών, τουλάχιστον σε σοβαρό επίπεδο.
Κάπως έτσι εξηγώ και κάτι που μου έχει κάνει εντύπωση τον τελευταίο καιρό με όλα αυτά:
ενώ οι περισσότεροι έλληνες έχουν παρά πολλά βιώματα και προσωπικές ιστορίες κακοδιαχείρησης, διαφθοράς, μικροπρέπειας κτλ οι συζητήσεις για την κρίση καταλήγουν συνήθως σε golden boys, στην “μέρκελ”, στις τράπεζες, στους πολιτικούς κτλ.
Υπάρχει δηλαδή μεγάλη δυσκολία να εντάξουν το προσωπικό βίωμα στην συνολική εικόνα (δες για παράδειγμα τα σχόλια του teo στο πρόσφατα αναστημένο ποστ για τον ΟΤΕ και την μαρφιν παραδίπλα).
Εδώ νομίζω υπάρχει χώρος για έργα που ακριβώς θα φωτίζουν την συλλογική διάσταση του προσωπικού βιώματος (αυθόρμητα μου έρχεται στο νου η περίφημη σκηνή του κυνηγιού στο La Règle du jeu – σαν παράδειγμα το λέω) λειτουργώντας ας πούμε ενοποιητικά στην συντεχνιακά κατακερματισμένη κοινωνία μας.
Αυτή είναι κατά την γνώμη μου η καλύτερη μέθοδος ώστε το κοινό να αναζητήσει κάτι καλύτερο από τον απλουστευτικό, καφενειακό και εμπαθή λόγο ενος γιανναρά.
εχω μια ερωτηση: επιτρεπεται αυτο? ποση ελευθερια κινησεων εχουν οι εισαγγελεις?
για κατσε, οι αστυνομικοι που με εχουν απαγοητευσει δεν ειναι επειδη εκαναν την δουλεια τους με υπερβολικη αυστηροτητα αλλα επειδη δεν την εκαναν καθολου! Στραβα ματια σε καθε παρανομια, παρανομωντες οι ιδιοι συνεχως, ειτε μιλαμε για σεβασμο του ΚΟΚ ειτε για ασκηση βιας σε συλληφθεντες κτλ
Τελοσπαντων, αν οι εισαγγελεις ηθελαν να γινουν δημοφιλεις, ας ανοιγαν καφενειο. Εισαγγελεις ειναι, υποχρεωμενοι ειναι να κανουν την δουλεια τους, ΔΕΝ ειναι στο χερι τους η επιλογη.
Παρεπιμπτοντως, αμφιβαλλω ακομα και για το αν οι αυστηροι εισαγγελεις θα ειχαν προβληματα δημοτικοτητας. Στις ΗΠΑ που ειναι συνηθως αιρετοι, τεινουν να ειναι πολυ πιο αυστηροι αποτι στην Ευρωπη.
Θεωρητικώς, ένας εισαγγελέας ευρισκόμενος σε διακοπές, ο οποίος βλέπει να μην του δίνουν απόδειξη στην ταβέρνα, ατενίζει από την παραλία το αυθαίρετο κτίσμα του Χ στον λόφο, βλέπει επικίνδυνες ακάλυτες τρύπες από δημόσια έργα στο δρόμο που κάνει περίπατο και δεν πράττει τίποτε, μάλλον δεν κάνει το καθήκον του.
Ωστόσο, πρακτικώς τα παραπάνω συμβαίνουν (σε κάποιον βαθμό). Και είναι (πάλι σε κάποιον βαθμό και δεδομένης της σοβαρότητας της συγκεκριμένης περίπτωσης!) λογικό. Γιατί αλλιώς η έννοια “διακοπές” θα ήταν ασύμβατη με την έννοια “εισαγγελικός λειτουργός”!
Τώρα, ως προς την Αστυνομία, εσύ μπορεί να θέλεις να κάνει το καθήκον της SG, αλλά η πλειονότητα των συμπολιτών μας βαριέται ακόμη και να τους δείξει την ταυτότητά της, σε έλεγχο στο δρόμο. Δηλαδή δεν είναι καν “συνεργάσιμη”, πόσο μάλλον, να διάκειται και ευνοικώς απέναντί της…Αλλά για κάτσε, μισό λεπτό. Κι εσύ κάποτε νομίζω εκδήλωνες την βαρεμάρα σου να κουβαλάς μαζί σου ταυτότητα γιατί, έλεγες, “δεν χωράει στο πορτοφόλι” ή κάτι τέτοιο (αστείο). Μήπως άλλαξες γνώμη SG μου; -)
Κατα τα λοιπά διαφωνώ με αφορισμούς τύπου: “Αν οι εισαγγελείς ήθελαν να γίνουν δημοφιλείς ας άνοιγαν καφενείο”. Το να επιθυμεί μια επαγγελματική τάξη να μην είναι αντιπαθής, δεν σημαίνει ότι επιθυμεί να είναι δημοφιλής. Ξανακοίτα τα “λογικά” σου, ΣΓ και θα δεις ότι κάνεις λάθος. Και κοινωνιολογικώς όμως σφάλλεις: Γιατί η επιλογή του επαγγέλματος δεν είναι πάντοτε, απολύτως, στο χέρι μας. Πολλοί δικαστικοί ίσως και να γίνονταν δικηγόροι αν είχαν μπαμπά τον Λυκουρέζο.
Και ασφαλώς όσοι έχουν μπαμπά μεγαλοδικηγόρο, μπορεί και να μην γίνονταν καν νομικοί, αν δεν είχαν στρωμένη δουλειά να τους περιμένει…
Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα λοιπόν…
ΚΤ
δεν λεω να το κανει στις διακοπες του, φτανει να το κανει στο τοπο μονιμης διαμονης του ας πουμε, εστω μια φορα τον μηνα. Η Αθηνα εχει τοση εξοφθαλμη παρανομια παντου που αναρωτιεσαι αν υπαρχει λειτουργος της δικαστικης εξουσιας που ζει σε αυτην την πολη.
Περι ταυτοτητας, συγγνωμη αλλα το θεωρω ελαφρα ολοκληρωτικο μετρο. Τελοσπαντων οσες φορες μου εχουν ζητησει στον δρομο, οσο ειναι ευγενικοι και ακολουθουν τον νομο, δεν εχω παραπονεθει. Περιμενω να κανουν την δουλεια τους.
Εστω το συνεχες δημοφιλιας απο το μειον απειρο στο συν απειρο. Οποιος δεν θελει να ειναι στο αρνητικο κομματι, επιθυμει να ειναι στο μηδεν ή στο θετικο. Μια και μιλαμε για μια γραμμη με απειρα σημεια, το σημειο μηδεν εχει βαρος (πιθανοτητα) μηδεν. Αρα οποιος δεν θελει να ειναι στο αρνητικο, αυτοματα ελπιζει να ειναι στο θετικο.
ωχ, τρελο φαουλ. Οποιος λεει οτι απο αναγκη εγινε δικαστικος, απο την μια αξιζει βραβειο καταχρησης της λεξεως αναγκη (δεν μπορουσε να γινει καφετζης? paralegal? ) απο την αλλη στα ματια μου εχει περιπου την ιδια ακεραιοτητα με καποιον που εγινε παπας επειδη εχει σταθερο μισθο και τα τυχερα του που και που (εχω γνωρισει τετοιον και ειχα φρικαρει).
αλλα τι εγινε ρε ΚΤ και το παιρνεις τοσο πατριωτικα το ζητημα? σκεφτεσαι να πας προς δικαστικος? :) (θα το ευχομουν πλακα πλακα, χρειαζονται καλοι δικαστικοι)
Το παίρνω “πατριωτικά”; Καθόλου. Το δικαστικό ποτέ δεν το απέκλεια ως επαγγελματική δυνατότητα, σε ό,τι με αφορά. Ίδωμεν.
Όμως.
Do your math again ΣΓ! :-) (που λένε και οι φίλοι μου, οι Αγγλοσάξονες)! Οι έννοιες “δημοφιλής” και “αντιπαθής” δεν είναι αντιφατικές αλλά εναντίες. Μεταξύ τους χωράει κάλλιστα και μια μέση/τρίτη κατάσταση. Από που κι ως που τώρα, η μέση κατάσταση “έχει πιθανότητα μηδέν”, παραμένει από τα “νέα παράδοξα”, που εισάγεις εσύ στην Αναμόρφωση, Ζήνωνος δόξαν ζηλώσας. ;-) Φοβάμαι όμως, ότι κάπου κάνεις λάθος.
Από την άλλη, εξακολουθώ να πιστεύω ότι ουδέν φάουλ διέπραξα. Ασφαλώς και όποιος σπούδασε κάτι (νομικά, εν προκειμένω) δεν θα πάει να γίνει καφετζής, αλλά κάτι σχετικό με αυτό που σπούδασε (λ.χ. δικαστής), ακόμη και αν δεν λατρεύει αυτό το επάγγελμα. Αρκεί το τελευταίο, να ανήκει στον κύκλο εκείνων, στα οποία του ανοίγουν την πόρτα οι σπουδές του (σε αντίθεση με εκείνο του καφετζή, το οποίο είναι άσχετο).
Δεν μπορεί, ΣΓ, κάποιος οικονομολογικός όρος θα υπάρχει για να μας περιγράψει αυτή την τάση των ανθρώπων, να αξιοποιήσουν δεδομένα προσόντα (σπουδές) ακόμη και αν το πεδίο (εδώ, επάγγελμα) αξιοποίησής τους, δεν τους έλκει απολύτως! Συχνά, στην καθομιλουμένη, μιλάμε λ.χ. για “απόσβεση”.
υγ. Πάντως ΣΓ, εντόπισες πράγματι μια λανθάνουσα “συμπάθειά” μου για τους δικαστικούς, η οποία έχει την εξήγησή της: Έχω βαρεθεί την συνεχή επίκρισή τους από κύκλους θεωρητικών νομικών στους οποίους κινούμαι, οι οποίοι μοιάζουν να αγνοούν τόσο τις δυσκολίες – ιδιαιτερότητες αυτού του επαγγέλματος, όσο και την -ενδεχομένως μη απολύτως συνειδητή, αλλά πάντως θεμιτή, επιλογή του από κάποιους που το ασκούν για λόγους οικονομικούς- και το “απαξιώνουν” εμμέσως ή αμέσως, κατα τρόπο απαράδεκτο και, τολμώ να πω, ενίοτε προκλητικό…
“Από που κι ως που τώρα, η μέση κατάσταση “έχει πιθανότητα μηδέν”, παραμένει από τα “νέα παράδοξα””
βασικο χαρακτηριστικο του συνεχους στο πεδιο των πραγματικων αριθμων, ενα σημειο εχει βαρος μηδεν/ Και επειδη δεν ειαμι σιγουρος για την ορολογια
Any single point in an interval in R has measure 0.
σιγουρα επελεξε τις σπουδες του και ευθυνεται για την επιλογη του? Και τελοσπαντων, ειμαι κατα της μανιωδους κριτικης της ετεροαπασχολησης, πολλοι μεγαλοι οικονομολογοι ετεροαπασχολουνται (εχουν σπουδες σε φυσικη ή μαθηματικα).
sunk cost fallacy? και ειναι πλανη συνηθως, οχι ορθολογικη συμπεριφορα.
πως χαρακτηριζεις τον παπά που χειροτονηθηκε για να εχει σταθερο μισθο? Ο δικαστης που διαφερει, που εντελει δεν επηρεαζει την δικαιοσυνη και την ευημερια μας στον ουρανο αλλα στην γη?
Βρήκα ένα ενδιαφέρον κείμενο σε ιστολόγιο http://antrikos.wordpress.com/2010/07/24/anexartiti_dikaiosyni/
Δηλαδή SG μου, για να καταλάβω: Θεωρείς ότι το επάγγελμα που ασκεί κάποιος πρέπει σώνει και καλά να “εκφράζει” τις δημιουργικές του ανάγκες, την ιδεολογική του στάση στη ζωή, τις πεποιθήσεις και τα ενδιαφέροντά του κ.λπ., κ.λπ.;
Βρίσκεται πολύ μακριά από την πραγματικότητα αυτή η θεώρηση: Ακόμη και αν συμφωνήσει μαζί της κανείς (ότι είναι γενικώς καλό να ασχολείται κανείς σε καθημερινή βάση με εκείνο που του αρέσει!) από πουθενά δεν συνάγεται ότι οι άνθρωποι βρίσκουν ή βλέπουν στο “επάγγελμά” τους, το “νόημα της ζωής τους”. Οι περισσότεροι κάνουν κάτι απλώς για να βγάζουν χρήματα και από ανάγκη και αναζητούν το όποιο “νόημα” έξω από τον επαγγελματικό τους χώρο σε άλλες δραστηριότητες και θεσμούς (ιδίως στην οικογένεια).
Αν, τώρα, οι άνθρωποι δεν παύουν να είναι δημιουργικοί σε αυτόν τον εξωεπαγγελματικό χώρο και συνεπείς στον επαγγελματικό, δεν θα διαμαρτυρόμουν για την παραπάνω διαπίστωση: Ο Κάφκα λ.χ. δούλευε ως δικηγόρος σε ασφαλιστική αλλά ήταν συγγραφέας και ως τέτοιον τον θυμόμαστε. Έπρεπε βλέπεις και κάπως να ζη ο άνθρωπος. Και οι βιογράφοι του λένε, άλλωστε, ότι ήταν πολύ συνεπής και καλός στην δουλειά του.
Άρα, νομίζω, ότι εν προκειμένω η “sunk cost fallacy” είναι πλάνη μόνο στη βάση μιας ορισμένης αξιωματικής πεποίθησης: Ότι το επάγγελμα νοηματοδοτεί τη ζωή μας. Αν η πεποίθηση αυτή δεν συντρέχει, τότε ενδέχεται να είναι απολύτως ορθολογική συμπεριφορά η απόσβεση: Μέσω αυτής, και η παραγωγική ενασχόληση με πράγματα άλλα από αυτά που σπούδασα μπορεί να συμβαίνει σε εξωεπαγγελματικό επίπεδο – και τα λεφτά που διατέθηκαν δεν χάνονται ασκόπως αλλά τρέπονται σε ένα (όποιο) συμβατικώς -αλλά συνεπώς!- ασκούμενο επάγγελμα, σχετιζόμενο με τις σπουδές. Αν τώρα η οικονομική παραγωγικότητα πέφτει με αυτό τον τρόπο, λόγω της πρωτεύουσας θέσης του «επαγγέλματος» στην σύγχρονη δυτική κοινωνία, αυτό είναι μια άλλη συζήτηση (δεν είμαι ο ίδιος οικονομολόγος για να την κάνουμε). Σε καμία όμως περίπτωση δεν μου φαίνεται να είναι κάποιου είδους «αναγκαιότητα» – προϋποθέτει λ.χ. την εξής παραδοχή: Ότι το ασκούμενο με δυσφορία επάγγελμα «αποδίδει και παράγει λιγότερο» από το ασκούμενο με ευφορία. Είναι πάντα βέβαιο αυτό;
Για να πάρουμε ως αντιπαράδειγμα, το παράδειγμα του «παπά» που τόσο σου αρέσει: Είναι άραγε βέβαιο, ότι ένας Παπάς που δυσφορεί και βιάζεται να τελειώσει τη λειτουργία, προκειμένου να δει τον Θρύλο στο καφενείο του χωριού με τους συντοπίτες του, «ασκεί μη αποδοτικώς ή αντιπαραγωγικώς» το επάγγελμά του; Κατά την γνώμη μου όχι: Γιατί λ.χ. δίνει την ευκαιρία σε κάποιους πιστούς να αναθεωρήσουν απόψεις γύρω από την θρησκεία, την ειλικρίνεια των προθέσεών της και την γενικότερη σημασία της σε αυτό τον κόσμο και να γίνουν οι ίδιοι πιο παραγωγικοί, αφήνοντας κατα μέρος τις πολλές προσευχές…
Υγ1. Δεν κάνει η «δουλειά» τον άνθρωπο SG. Μην ταυτίζουμε επαγγέλματα και προσωπικότητες, γιατί τότε ενδέχεται να υποπέσουμε σε μια άλλη πλάνη, την οποία θα ονομάζω εφεξής, και προς τιμήν της γερμανομαθείας σου,(;-)) “Beruf-persoenlichkeit Fehlschluss”.
αυτο ακριβως ειναι η πλανη. Τα λεφτα χαθηκαν, απο τωρα και περα οι αποφασεις λαμβανονται με κριτηριο το κερδος/απωλεια σου στο μελλον.
Κατα τα αλλα φυσικα θεωρω οτι το επαγγελμα θα επρεπε να σε εκφραζει (αλλιως λεγεται δουλεια και πεφτει και ευκολα παρατονισμος). Προφανως ειναι και αληθεια οτι δεν συμβαινει στην περιπτωση ολων των ανθρωπων. Αλλα δεν βρισκεις οτι σε καποια επαγγελματα ειναι ζητημα ακεραιοτητας να τα ασκεις σωστα και με κεφι ή καθολου? Ο παπας που το κανει για τα λεφτα, δεν ειναι απαραδεκτος? Γιατι δεν ισχυει για τον εισαγγελεα αυτο?
ΣΓ
Νομίζω ότι σε γενικές γραμμές δεν διαφωνούμε.
Αυτό που εγώ βρίσκω σωστό και αναγκαίο –και πρόκειται απλώς για τη γνώμη μου!- είναι να συντρέχουν στην περίπτωση της άσκησης οποιουδήποτε επαγγέλματος στοιχεία όπως η τυπικότητα, η συνέπεια κατά την άσκησή του, η σύμφωνη με τους κανόνες της σχετικής τέχνης ή επιστήμης λειτουργία-εργασία του απασχολουμένου κ.λπ. Τα στοιχεία αυτά δεν βρίσκω να έχουν κάποια αναγκαία σχέση με την βαθύτερη έλξη του εργαζομένου προς την εργασία του. Μπορούν δηλ. να υφίστανται ακόμη και αν κάποιος κάνει τη δουλειά που κάνει απλώς και μόνο γιατί πρέπει να ζήσει και γιατί τη σπούδασε.
Η «ιδεολογικοποίηση» των επαγγελμάτων μου φαίνεται γενικότερα προβληματική. Ας πούμε, δεν προτιμώ σε καμία περίπτωση να έχω έναν αστυνομικό που εμπνέεται σε βαθμό καλλιέργειας «επαγγελματικής ιδεολογίας» από την ιδέα ότι είναι ταγμένος στο «κυνήγι του εγκλήματος»: Ο αστυνομικός αυτός κινδυνεύει εύκολα, να εκπέσει στην κατηγορία του «Τιμωρού» και τον φοβάμαι. Από την άλλη, ο αστυνομικός που κάνει τον «προστάτη» σε νυχτερινά κέντρα ή έχει άλλες παράνομες συναλλαγές, δεν ασκεί απλώς το επάγγελμά του «απο-ιδεολογικοποιημένα» αλλά το ασκεί αντικανονικά, δηλ. όχι με συνέπεια, όχι σύμφωνα με τον τρόπο που θα έπρεπε να το ασκεί, όχι σύμφωνα με τους «κανόνες του» και είναι επομένως, απαράδεκτος.
Τα ίδια, mutatis mutandis, ισχύουν για τους δικαστικούς: Θα προτιμούσαμε άραγε τον «άτεγκτο» και εξ ιδεολογίας «αδιάφθορο» Εισαγγελέα ή τον Εισαγγελέα της «διπλανής πόρτας» (ας τον πούμε έτσι, χάριν συντομίας), που δεν θα έχει τρέψει σε ιδεολογία της ζωής του την ποινική δίωξη, αλλά θα έχει κάνει την ποινική δίωξη τμήμα της ζωής του στον βαθμό που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει (αυτά τα ορίζει ο νόμος φυσικά – αλλά και η σχετική διδασκαλία στις αρμόδιες σχολές): Προσωπικώς, προκρίνω τον δικαστικό εκείνον που είναι τυπικός και συνεπής στην δουλειά του, υπακούοντας με σεβασμό στις διάφορες ρουτίνες και υπο-ρουτίνες του εργασιακού του χώρου, ασκώντας με επιμέλεια τα καθήκοντά του και τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις από εκείνον που έχει κάνει σκοπό της ζωής του την απόλυτη (και ως εκ τούτου, αδύνατη στην πράξη) πραγμάτωση της ιδέας της νομιμότητας.
Ωστόσο: Δέχομαι ότι υπάρχουν επαγγέλματα, στα οποία ορισμένα χαρακτηρολογικά γνωρίσματα (λ.χ. η ακεραιότητα χαρακτήρα ή ή έλλειψη παθών) είναι αναγκαία για την ίδια την «συνεπή-ορθή-αποτελεσματική» άσκηση του επαγγέλματος Ο δικαστικός, ο αστυνομικός ή ο ιερέας ειναι ενδεικτικοί τύποι τέτοιων επαγγελμάτων, και έχεις ασφαλώς δίκιο που θίγεις το όλο ζήτημα. Το ερώτημα είναι όμως αν μπορούμε στην πράξη να περιορίσουμε την είσοδο σε αυτά τα επαγγέλματα, ώστε αυτή να επιτρέπεται μόνο σε όσους έχουν τα σχετικά χαρακτηρολογικά γνωρίσματα ή αν κάτι τέτοιο είναι εξ ορισμού ανέφικτο. Γιατί, πώς ελέγχονται άραγε τα «χαρακτηρολογικά γνωρίσματα» ΣΓ; Με συνεντεύξεις, με έλεγχο του πρότερου βίου, με ψυχολογικά τεστ ή με κάποιον άλλο αποτελεσματικότερο τρόπο; Τί προτείνεις εδώ;
Επειδή λοιπόν βρίσκω ότι η αναζήτηση ενός τρόπου να «συνταιριάζουμε» απολύτως χαρακτήρες και επαγγέλματα είναι πρακτικώς μάταιος κόπος, καταλήγω στην παραδοχή ότι είναι πλάνη το ίδιο το «συνταίριασμα» (Beruf persoenlichkeit Fehlschluss). Και νομίζω, ότι αρκούμενοι στο αίτημα της τυπικότητας και της συνέπειας κατά την άσκηση επαγγέλματος, μπορούμε να έχουμε αποτελεσματική (και παραγωγική ανάλογα με τον εργαζόμενο) άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος. Δεν θα ήθελα δηλ. να πάρω το ρίσκο του να απαιτήσω με απόλυτο τρόπο συνδρομή χαρακτηρολογικών γνωρισμάτων για την άσκηση ορισμένων επαγγελμάτων (μια τέτοια φαίνεται ότι ζητάνε εμμέσως οι Χ. Τσούκας και Χ. Γιανναράς) γιατί ακριβώς, φοβάμαι τους κινδύνους που θα συνεφελκόταν μια τέτοια «ιδεολογικοποίηση» (μαζί με τα τυχόν θετικά), τόσο για τους επαγγελματίες όσο και, γενικώς, για όλους μας…
Υγ. Ως προς τον παπά μας, και πάλι: Ναι, πολλοί ιερείς –ειδικά σε απομακρυσμένα χωριά της επαρχίας και ιδίως μετεμφυλιακώς- γίνανε ιερείς για να έχουν έναν σταθερό μισθό και μια αξιοπρεπή “δουλείτσα”. Τί να σου πω; Ακόμη και αν δεν τους καταλαβαίνω, δεν θα τολμούσα εύκολα και να τους επικρίνω, γιατί θα κινδύνευα να υποπέσω σε μιαν άλλη, νέα πλάνη: Την πλάνη ότι όλοι είχαν στα νιάτα τους τις ευκαιρίες που είχαν μερικοί εξ ημών και υμών να γίνουν αστοί, με πτυχία, μεταπτυχιακά, διδακτορικά, έρευνες, εξωτερικά και τα τοιαύτα…
κτ πριν απαντησω, μια ερωτηση: οι αστυνομικοι στην γραμμη του πυρος δεν πρεπει να περνανε τεστ προσωπικοτητας? θα ειχαμε γλυτωσει την εν ψυχρω δολοφονια που διεπραξε (αποσο ξερουμε) ο Κορκονεας?
αυτο σημαινει αραγε οτι δεν μπορω να επικρινω κανεναν αν δεν ξερω ποση ακριβως ελευθερια επιλογων ειχαν? Και δηλαδη οι συμμαθητες τους και συγχωριανοι τους που επελεξαν αλλο δρομο πως τα καταφεραν?
SG,
Από όσα εγώ ξέρω (και φαντάζομαι) τα τεστ προσωπικότητας είναι συμπηρωματικά ψυχολογικά τεστ για να δουν οι αρμόδιοι αν κάποιος πάσχει από ψυχικές ασθένειες ή κραυγαλέα ελλείμματα που θα τον εμπόδιζαν στην άσκηση ενός επαγγέλματος. Δεν είναι τεστ για να δει κανείς αν ένα επάγγελμα “ταιριάζει” αυστηρά στον χαρακτήρα του εξεταζομένου. Για την υπόθεση Κορκονέα πάλι, δεν έχω να πω τίποτε, γιατί δεν έχω κανένα απολύτως στοιχείο στην διάθεσή μου.
Μπορείς ασφαλώς να επικρίνεις όποιον θέλεις. Απλώς θα πρέπει να αποδεχθείς ότι ενδέχεται να τον επικρίνεις πλανώμενος.