Σύμφωνα με το άρ. 189 παρ. 1 ΠΚ “Όποιος συμμετέχει σε δημόσια συνάθροιση πλήθους που με ενωμένες δυνάμεις διαπράττει βιαιοπραγίες εναντίον προσώπων ή πραγμάτων ή εισβάλλει παράνομα σε ξένα σπίτια, κατοικίες ή άλλα ακίνητα κτήματα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών”.
Ως «συμμετοχή» στο άρ. 189 παρ. 1 ΠΚ δεν νοείται η συμμετοχή με την τεχνική έννοια των άρ. 45 επ. ΠΚ (ηθική αυτουργία, συνέργεια κ.λπ.). «Συμμετοχή» εδώ, όπως και στο άρ. 170 ΠΚ περί στάσεως, είναι «συνδρομή στη συγκρότηση φορέα συλλογικής επιθετικότητας, σωματική και ψυχική (υπο)στήριξη του πλήθους στην έκνομη ενέργειά του» (Μανωλεδάκης, Επιβουλή, β΄ έκδοση, σελ. 166). Δεν αρκεί η απλή παρουσία εντός του πλήθους ούτε φυσικά η μακρόθεν συμπαράσταση, επικοινωνία ή καθοδήγηση, αλλά απαιτείται η συμμετοχή στον σκληρό πυρήνα του (Κωστάρας, Ειδικό Μέρος, γ΄ έκδοση, άρ. 189, πλαγιάρ. 15), χωρίς όμως να απαιτούνται και πράξεις συνδρομής που συνιστούν ταυτόχρονα απλή συνέργεια, έστω ψυχική, στις συλλογικά διαπραττόμενες βιαιοπραγίες (έτσι όμως ο Μανωλεδάκης, Επιβουλή, β΄ έκδοση, σελ. 166). Συνεπώς, απαιτείται άμεση τοπική επαφή (Μανωλεδάκης, Επιβουλή, β΄ έκδοση, σελ. 167, Κωστάρας, Ειδικό Μέρος, γ΄ έκδοση, άρ. 189, πλαγιάρ. 15). Η συμμετοχή αναιρείται από συγκεκριμένες πράξεις αποστασιοποίησης (π.χ. κλήση της Αστυνομίας σε βοήθεια, κίνηση προς χώρο έξω από το πλήθος, ενεργή αντίθεση στις βιαιοπραγίες, υπακοή στις αστυνομικές εντολές, παραμονή στον ίδιο χώρο ενώ ο όγκος της συνάθροισης προχωρεί). Τέλος, η συμμετοχή πρέπει να είναι ταυτόχρονη με τις βιαιοπραγίες (Μανωλεδάκης, Επιβουλή, β΄ έκδοση, σελ. 167, Μ. Μαργαρίτης, β΄ έκδοση, άρ. 189, πλαγιάρ. 3, Κωστάρας, Ειδικό Μέρος, γ΄ έκδοση, άρ. 189, πλαγιάρ. 15), χωρίς να απαιτήται από τον συμμέτοχο και η τέλεσή τους.
Από την άλλη μεριά, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος δεν απαιτούνται συγκεκριμένες πράξεις στρεφόμενες κατά ατομικών ή συλλογικών εννόμων αγαθών, αλλά αρκεί η διά της συμμετοχής του αυτουργού επίταση της επιβουλής κατά της δημόσιας τάξης. Αυτή μπορεί να εκδηλωθή με διάφορους τρόπους (π.χ. φωνασκία, χειρονομίες, συμβολικοί χαιρετισμοί), με τους οποίους ο αυτουργός εγκολπώνεται τις ενέργειες της συνάθροισης και ταυτίζεται με αυτές, χωρίς να αρκή όμως μόνη η ενδιάθετη επιδοκιμασία του. Για τον λόγο αυτό κρίνεται ασύμβατη με την αρχή cogitationis poenam nemo patitur η άποψη σύμφωνα με την οποία αρκεί και «η απλή φυσική παρουσία του προσώπου μέσα στο πλήθος, εφόσον συμμερίζεται την εχθρική διάθεση αυτού» (Μ. Μαργαρίτης, β΄ έκδοση, άρ. 189, πλαγιάρ. 3, contra Κωστάρας, Ειδικό Μέρος, γ΄ έκδοση, άρ. 189, πλαγιάρ. 15) ή «διά της παρουσίας αυτού και μόνης συμβάλλων εμμέσως εις επιτυχίαν των σκοπών αυτής» (ΑιτΕκθΣχΠΚ 1933, σελ. 311) ή η άποψη ότι «είναι νοητή συμμετοχή και διά τον εκ περιεργείας συμμετέχοντα της ως ανωτέρω δημοσίας συναθροίσεως» (Τούσης/Γεωργίου, γ΄ έκδοση, άρ. 189, πλαγιάρ. 4), στον βαθμό που φαίνεται να μην απαιτή ρητά εξωτερικευμένη εκδήλωση του φρονήματος αυτού.
Σύμφωνα με την νομολογία «η προ της ενάρξεως των βιαιοπραγιών απομάκρυνσις εκ της συγκεντρώσεως αίρει την αντικειμενικήν υπόστασιν, εν ω η εκουσία παραμονή εις την συνάθροισιν μετά την έναρξιν των βιαιοπραγιών του εισελθόντος εις ταύτην εν ω χρόνω αύτη ήτο εν ηρεμία και δεν διετάραττεν την τάξιν συνιστά κατ’ αρχήν αξιόποινον συμμετοχήν (πρβλ. ΑΠ 262/1966, ΠοινΧρ ΙΣΤ/486)» (ΣυμβΠλημΑθ 3210/1979 ΠοινΧρ Λ/361, με εισαγγελική πρόταση Ι. Γαβρίλη).
Ιδιαίτερα αυστηρή είναι η κρίση του Κωστάρα, Χρήση και κατάχρηση, σελ. 119-120, για την τιμώρηση της συμμετοχής: «Η αδυναμία ανακάλυψης των πραγματικών δραστών μέσα στη μαζικότητα μιας συγκέντρωσης δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να οδηγήσει στο φοβερό για το Ποινικό Δίκαιο ολίσθημα της κατασκευής ενόχων –όπως δυστυχώς κάνει η τωρινή διάταξη του άρ. 189 παρ. 1 ΠΚ–, που προσβάλλει βάναυσα την αρχή της υπαιτιότητας και στραγγαλίζει το συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας των συναθροίσεων». Σημειώνεται ότι στην Γερμανία έχουν καταργηθεί ήδη τα άρ. 115 (Aufruhr) και 116 (Auflauf) StGB και πλέον το ζήτημα ρυθμίζεται από τα άρ. 113 OWiG και άρ. 29 παρ. 1 αριθμ. 2 VersG.
Πράγματι, η διάταξη του άρ. 189 ΠΚ έχει καταστεί σημείον αντιλεγόμενον στην καθημερινή αστυνομική και δικαστηριακή πρακτική, δεδομένου ότι είναι πολύ δυσχερής αποδεικτικώς η διάκριση μεταξύ φιλήσυχου διαδηλωτή και διαταράκτη της κοινής ειρήνης. Πιθανώς και εδώ είναι επιθυμητή η κατάργηση της διάταξης ως προς την τιμώρηση και του απλού συμμετόχου, έστω και αν διάκειται φιλικά προς όσους βιαιοπραγούν ή εκφράζει την συμπαράστασή τους προς αυτούς.
1 thought on “Σημείωση περί διατάραξης της κοινής ειρήνης”