Περί ασφαλίσεως κτηρίων

Ασφαλίζουμε υποχρεωτικά για αστική ευθύνη έναντι τρίτων τα αυτοκίνητά μας και μας φαίνεται αυτονόητο. Αν τρακάρουμε, θα συγχυστούμε για λίγο, αλλά, δε βαριέσαι, η ασφαλιστική πληρώνει και όλα καλά. Λίγη χαρτούρα και γλυτώνουμε από δίκες και ταλαιπωρίες. Περιορίζεται ασφαλώς η συμβατική μας ελευθερία με αυτήν την άνωθεν επιβαλλόμενη υποχρέωση, αλλά αυτό επιτρέπει σε μια υγιά ασφαλιστική αγορά να λειτουργή. Χωρίς την γενική υποχρέωση, ελάχιστοι θα ασφαλίζονταν, γιατί πάσχουμε ούτως ή άλλως όλοι μας από μια στρέβλωση αισιοδοξίας: τα ατυχήματα συμβαίνουν στα αυτοκίνητα των άλλων, όχι στα δικά μας.

Ασφαλιζόμαστε επίσης υποχρεωτικά έναντι ασθενειών. Εδώ τα πράγματα είναι ασφαλώς χειρότερα, για τον απλό λόγο ότι το κράτος μάς υποχρεώνει να ασφαλιζώμαστε σε κρατικούς οργανισμούς, διάσημους για την κακοδιαχείριση των εισφορών μας. Αντιλαμβανόμαστε βέβαια σχετικά εύκολα ότι, απουσία μιας γενικής ασφαλιστικής υποχρέωσης, δυνάμει της οποίας οι υγιείς στην πραγματικότητα χρηματοδοτούν τους ασθενείς μέσω μιας κληρωτίδας, οι ασθενείς θα αδυνατούσαν να αντιμετωπίσουν την σχετική δαπάνη και θα κατέρρεαν οικονομικά.

Γιατί άραγε να μην εφαρμόσουμε την ίδια λογική και στα οικοδομήματά μας; Η Ελλάδα πλήττεται κυρίως από δύο φυσικές πληγές, τον σεισμό και την πυρκαγιά. Μέσα στο χρονικό διάστημα της ζωής του σπιτιού μας, ας πούμε 80 ή 100 χρόνια, είναι αρκετά πιθανό να πληγή η περιουσία μας (ή η περιουσία των παιδιών μας) από μια τέτοια καταστροφή. Η κακή τύχη που θα πλήξη τον ιδιοκτήτη είναι τόσο μεγάλη, που εύκολα καταστρέφει το βιοτικό του υπόβαθρο, αφήνοντάς τον άστεγο. Κανείς, ή έστω στατιστικά πολύ λίγοι, αναλαμβάνουν αυτόν τον μικρό, αλλά υπαρκτό κίνδυνο: η υποτίμηση του κινδύνου χαρακτηρίζει και εδώ την ανορθολογική συμπεριφορά μας.

Τι συμβαίνει, όταν έρθη τέλος πάντων η συμφορά, το γνωρίζουμε εξ ιδίας πείρας: το κράτος παρεμβαίνει μοιράζοντας αποζημιώσεις, ή μάλλον “αποζημιώσεις”, γιατί δεν ζημίωσε συνήθως το ίδιο το κράτος. Έτσι, όλοι πληρώνουμε την ατυχία των ολίγων διά μέσου του κράτους. Και όταν λέμε όλοι, εννοούμε όλοι: και όσοι είναι ιδιοκτήτες ακινήτων και όσοι δεν είναι.

Είναι όμως δίκαιο αυτό; Ασφαλώς, αν δεν υπάρχη άλλος τρόπος εκπλήρωσης του χρέους της αλληλεγγύης προς τον άτυχο συνάνθρωπο, αν η ελεύθερη αγορά αδυνατή να παράσχη λύση, να εξετάσουμε και την κρατική αποζημίωση. Νομίζω όμως ότι είναι μάλλον εμφανές ότι η λύση της γενικής ασφαλιστικής υποχρέωσης έναντι σεισμών και πυρκαγιών (και πλημμυρών κατά τόπους) είναι υπερεπαρκής.

Και νά πώς θα λειτουργούσε αυτή η λύση: το κράτος θεσπίζει υποχρέωση του ιδιοκτήτη κάθε οικοδομήματος να το ασφαλίζη. Από την υποχρέωση μπορούν να απαλλαγούν οικοδομήματα όπως π.χ. στάνες και τα παρόμοια, ή κτήρια με χαμηλή αξία. Η γενική υποχρέωση ασφάλισης δημιουργεί μια ικανή αγορά, ικανή να ενδιαφερθούν οι ασφαλιστικές εταιρείες, να παραχθή ένας μεγάλος όγκος ασφαλίστρων, να χρηματοδοτηθή το αναγκαίο επικουρικό κεφάλαιο κλπ. Αυτό θα προκαλέση μείωση των ασφαλίστρων λόγω ανταγωνισμού και οικονομικών κλίμακος. Σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, οι εταιρείες καταβάλλουν τις αποζημιώσεις, χωρίς καμία εμπλοκή του κράτους ή των υπηρεσιών του. Όλα καλά.

(Αφού το κράτος επιβάλλει αυτού του είδους την υποχρέωση, εξυπακούεται ότι οφείλει να μειώση ισόποσα τουλάχιστον την φορολογική επιβάρυνση του ακινήτου μέσω του φόρου ακινήτων, ώστε η συνολική επιβάρυνση του ιδιοκτήτη να μείνη τουλάχιστον η ίδια).

Μπορούμε να καταστήσουμε το ασφαλιστικό μας σύστημα ακόμα πιο προαιρετικό, χωρίς κανένα απολύτως καταναγκασμό και καμία υποχρέωση: το κράτος ορίζει ότι σε περίπτωση ασφάλισης το ποσό των ασφαλίστρων εκπίπτει από τον φόρο ακινήτων συν ένα ποσοστό, π.χ. 20%, ως κίνητρο. Εκείνος που ασφαλίζει δηλαδή όχι μόνο έχει το κεφάλι του ήσυχο, αλλά μειώνεται και η φορολογική του επιβάρυνση.

Μπορούμε να συνδυάσουμε την τακτική αυτή και με ένα κατάλληλα σχεδιασμένο νυγμό. Ας υποθέσουμε π.χ. ότι κατά τον διοικητικό υπολογισμό του φόρου ακινήτου τίθεται ως προεπιλογή η ασφάλιση σε εταιρεία της επιλογής του ιδιοκτήτη. Όποιος δεν επιθυμεί την ασφάλιση, μπορεί να το πράξη πανεύκολα με ένα απλό ποντίκισμα: ΔΕΝ ΘΕΛΩ. Αν δεν το πράξη όμως, τότε ισχύει η προεπιλογή της ασφάλισης και ο φόρος του μειώνεται, με την προϋπόθεση ότι εντός π.χ. 10 ημερών θα ασφαλιστή στην εταιρεία της επιλογής του. Απλά πράγματα.

Εγώ πάντως θα εγκατέλειπα το σπίτι μου πολύ πιο πρόθυμα σε περίπτωση πυρκαγιάς, αν ήξερα ότι θα αποζημιωνόμουν πλήρως.

Leave a Comment