Επιτρέπεται η σύλληψη ενός δικηγόρου; Νά ένα διασκεδαστικό ερώτημα για ένα δευτεριάτικο βράδυ.
Καταρχάς, ας διακρίνουμε δύο έννοιες σύλληψης: η μία είναι η σύλληψη ως υλική ενέργεια, η ενέργεια της σωματικής δέσμευσης δηλαδή ενός προσώπου. Η σύλληψη ως υλική ενέργεια συνοδεύεται από την προσαγωγή του συλληφθέντος στην οικεία αστυνομική υπηρεσία. Η δεύτερη έννοια είναι η νομική έννοια της σύλληψης ως ανακριτικής πράξης, η οποία διενεργείται με την σύνταξη της σχετικής έκθεσης. Δεν μετατρέπονται όλες οι προσαγωγές σε συλλήψεις, οπότε οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται: μπορεί η Αστυνομία να ξεψαχνίση τον προσαχθέντα και να μην προκύψη τίποτα εις βάρος του, οπότε αφήνεται ελεύθερος. Και αφήνεται ελεύθερος από την ίδια την Αστυνομία, ακριβώς επειδή δεν συνελήφθη.
Εδώ θα χρησιμοποιώ τον όρο σύλληψη ακριβολογικά, ως νομική ενέργεια δηλαδή, με την συμφωνία όμως ότι κοινότατα ως σύλληψη στην καθομιλουμένη νοείται η προσαγωγή
1. Επιτρέπεται η προσαγωγή ενός δικηγόρου;
Προφανώς και επιτρέπεται. Ας υποθέσουμε ότι σε ένα τυχαίο έλεγχο η Αστυνομία ανακαλύπτει ότι ο δικηγόρος Δ οπλοφορεί παρανόμως. Προφανώς θα τον δεσμεύση και θα τον προσαγάγη. Ουδείς υπεράνω του νόμου του (νταξ, εκτός από όσους έχουν ασυλία και όσους ετεροδικούν).
Την προσαγωγή μεταξύ άλλων αστυνομικών διατάξεων ρυθμίζει το άρ. 95 π.δ. 141/1991:
Η Αστυνομία δύναται να προσκαλεί ή προσάγει για εξέταση στα Αστυνομικά καταστήματα τα άτομα για τα οποία υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες ότι ενέχονται στη διάπραξη του εγκλήματος.
Η προσαγωγή λοιπόν επιτρέπεται υπό προϋποθέσεις, ακόμη και αν ο προσαγόμενος επιδεικνύει στοιχεία ταυτότητας.
2. Επιτρέπεται η προσαγωγή ενός δικηγόρου εν ώρα ασκήσεως των καθηκόντων του;
Ναι, επιτρέπεται, πλην δύο εξαιρέσεων που ορίζονται στον Κώδικα Δικηγόρων (όπου περιγράφονται μάλιστα ως σύλληψη). Λέει λοιπόν το άρ. 39 παρ. 4 ΚώδΔικ:
4. Απαγόρευση σύλληψης δικηγόρου κατά τη διάρκεια λήψης απολογίας εντολέα του ενώπιον ανακριτή και κατά τη διάρκεια δίκης:
α) Δεν επιτρέπεται η σύλληψη δικηγόρου, για οποιαδήποτε αιτία, όταν χειρίζεται υπόθεση στο ακροατήριο και μέχρι την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας, καθώς και κατά τη διάρκεια λήψης απολογίας εντολέα του ενώπιον ανακριτή.
Συνεπώς η σύλληψη επιτρέπεται πάντοτε, εκτός αν κατ’ εξαίρεσιν απαγορεύεται. Και απαγορεύεται σε δύο περιπτώσεις, ήτοι ενώπιον του Ανακριτού και επ’ ακροατηρίου. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, π.χ. σε πολιτικά ακροατήρια, σε δημόσιες υπηρεσίες, σε ΑΤ, η σύλληψη ως υλική δέσμευση του δικηγόρου είναι επιτρεπτή. Πάμε παρακάτω.
3. Επιτρέπεται η σύλληψη του δικηγόρου;
Το άρ. 39 παρ. 3 ΚώδΔικ λέει τα εξής:
Αυτόφωρη διαδικασία. Δεν ακολουθείται η αυτόφωρη διαδικασία στα πλημμελήματα που φέρεται να έχει διαπράξει δικηγόρος. Δικηγόρος, που συλλαμβάνεται οποιαδήποτε ημέρα και ώρα δεν κρατείται, αλλά οδηγείται αμέσως ενώπιον του αρμοδίου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών.
Το ζήτημα που ανακύπτει συνέχεται με την απαγόρευση αυτοφώρου εις βάρος των δικηγόρων. Αυτό δεν είναι κάτι πρωτοφανές στην έννομη τάξη μας, ανάλογες διατάξεις υπάρχουν και για αστυνομικούς και δικαστικούς επιμελητές, είναι όμως βυσματικό κατά το ότι καταλαμβάνει όλες τις πράξεις του δικηγόρου, ακόμη και τις άσχετες με την εκτέλεση των καθηκόντων του. Τέλος πάντων.
Εφόσον λοιπόν ο δικηγόρος δεν παραπέμπεται στο αυτόφωρο, προς τι η σύλληψή του; Παρατηρούμε καταρχάς στην ως άνω διάταξη ότι γνωρίζει και νομιμοποιεί την προσαγωγή του δικηγόρου, την οποία ονομάζει “σύλληψη” κατά το συνήθως συμβαίνον. Εκείνο που προσθέτει είναι ότι ο προσαχθείς δικηγόρος “δεν κρατείται”, αλλ’ “οδηγείται αμέσως” ενώπιον του ΕισΠλημμ.
Για μισό λεπτό όμως. Ας θυμηθούμε πάλι τον φίλο μας δικηγόρο με την αγάπη στην παράνομη οπλοφορία. Εφόσον νομίμως προσήχθη, η αστυνομία υποχρεούται να διενεργήση εις βάρος του αστυνομική προανάκριση: θα κατάσχη το όπλο και θα συντάξη διαβιβαστικό προς την Εισαγγελία. Δεν θα τον συλλάβη όμως με την τυπική έννοια; Δεν θα συντάξη έκθεση συλλήψεως; Και άρα δεν θα πάρη την απολογία του;
Η υπ’ αριθμ. 1/2001 Εγκύκλιος ΕισΑΠ κλήθηκε να αντιμετωπίση το εξής πρόβλημα: οι δικηγόροι συλλαμβάνονταν, αλλά επειδή τω καιρώ εκείνω δεν υπήρχε ρητή διάταξη που να απαγορεύη το αυτόφωρο εις βάρος τους, έπρεπε να δώση την σχετική εντολή ο ΕισΠλημμ. Άρα έπρεπε να προσαχθούν ενώπιόν του ή, έστω, να παραγγείλη τηλεφωνικά την απόλυσή τους. Πράγμα που μπορεί αν διαρκούσε και κάμποσες ώρες (ανάλογα και με το πόσο σπασαρχίδης ήταν ο δικηγόρος και φώναζε “ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ!”), με αποτέλεσμα μια πράγματι αδικαιολόγητη παράταση του περιορισμού της ελευθερίας τους.
Η εγκύκλιος λοιπόν, επικαλούμενη μεταξύ άλλων και ένα άρθρο του ΚΠΔ που αναφερόταν στα αυτόφωρα πταίσματα και δεν ισχύει πλέον, έκρινε το ζήτημα ακριβώς της συνέχισης της κράτησης του δικηγόρου που έχει ήδη συλληφθή και μετά την διακρίβωση της επαγγελματικής του ιδιότητας (οπότε είναι βέβαιο πλέον ότι δεν μπορεί να εισαχθή στο αυτόφωρο). Και πολύ σωστά απεφάνθη ότι αυτού του είδους η παράταση της ταλαιπωρίας είναι παράνομη: “είναι ανεπίτρεπτη η κράτησή του. Επιβάλλεται η άμεση απόλυσή του, μετά την βεβαίωση της ταυτότητάς του”. Και πολύ σωστά. Δεν απαγόρευσε όμως την σύλληψη, και πώς θα μπορούσε άλλωστε.
Άλλωστε το άρ. 418 παρ. 1 ΚΠΔ προβλέπει ότι:
Ο ανακριτικός υπάλληλος ή το αστυνοµικό όργανο που συνέλαβε τον δράστη επ’ αυτοφώρω έχει την υποχρέωση να τον φέρει αµέσως ή, αν η σύλληψη έγινε έξω από την έδρα του δικαστηρίου, µέσα στον απόλυτα αναγκαίο για την μεταφορά χρόνο, στον αρµόδιο εισαγγελέα µαζί µε την έκθεση για την σύλληψη και την βεβαίωση του εγκλήµατος, που πρέπει υποχρεωτικά να τη συντάξει.
Δεν προβλέπεται λοιπόν καμία ειδική διαδικασία για τους προσαγόμενους δικηγόρους. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε να προσαχθή ο δικηγόρος στον ΕισΠλημμ χωρίς να έχη συνταχθή πρώτα έκθεση συλλήψεώς του; Αφού θα ήταν ελεύθερος! Ακολουθείται λοιπόν κανονικά εις βάρος τους η διαδικασία της αστυνομικής προανάκρισης, συντάσσεται υποχρεωτικά έκθεση συλλήψεως (άλλωστε σκοπός της αυτόφωρης διαδικασίας δεν είναι να εισαχθή στην δίκη ο κατηγορούμενος, αλλά “να βεβαιωθή η πράξη και να ανακαλυφθή ο δράστης” κατ’ άρ. 245 παρ. 2 ΚΠΔ) και ειδοποιείται τηλεφωνικά ο ΕισΠλημμ εντός 12 ωρών (άρ. 279 ΚΠΔ). Εδώ η γενική υποχρέωση του άρ. 279 πρέπει να ερμηνευθή ως υποχρέωση της Αστυνομίας ποτέ να μην προσάγη στον Εισαγγελέα τους συλληφθέντες δικηγόρους, εφόσον αποδεικνύεται η ταυτότητά τους, αλλά πάντοτε να απολύωνται με τηλεφωνική παραγγελία ευθύς μόλις απολογηθούν.