Το αρχαιότερο επάγγελμα, η πορνεία, η επ’ αμοιβῄ έκδοση ή όπως αλλιώς το αποκαλέσουμε κατά πολιτικήν ευπρέπειαν λαθροβιοί στην σημερινή Ελλάδα σε ένα ιδιότυπο καθεστώς μεταξύ νομιμοφανούς παρανομίας και ημιπαράνομης νομιμότητας. Η πορνεία είναι μεν νόμιμη, οι προϋποθέσεις όμως που της επιβάλλονται αρμόζουν περισσότερο σε μια κοινωνικώς επιβλαβή συμπεριφορά που κατ’ ανοχήν επιτρέπεται και καλύτερα θα ήταν να μην υπήρχε καθόλου παρά σε αυτό που πράγματι είναι, προσφορά ερωτικών υπηρεσιών μεταξύ συναινούντων υποκειμένων, όπου κάθε ηθική αξιολόγηση εκ μέρους του κράτους περιττεύει. Επιχειρηματολογώ συνεπώς ότι η ισχύουσα κρατική ρύθμιση είναι υποκριτική, διότι, ενῴ ισχυρίζεται ότι εκλαμβάνει την πορνεία ως μια οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα, στην πραγματικότητα, αφορμώμενη όχι λίγο από παλαιού τύπου ηθικισμό, επιχειρεί να την περιορίσῃ με κάθε είδους περιττούς διοικητικούς περιορισμούς και να θέσῃ τον πληθυσμό των συγκεκριμένων επαγγελματιών υπό έλεγχο, με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για το δικαίωμά τους να εργάζωνται και για την διαφθορά των αρμόδιων ελεγκτικών οργάνων. Στα επόμενα σχολιάζω κάποιους από αυτούς τους περιορισμούς και επιχειρώ να εξαγάγω τα σχετικά συμπεράσματα.
Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο είναι ο Ν. 2734/1999 (ΦΕΚ Α-161) περί εκδιδόμενων επ’ αμοιβῄ προσώπων. Μερικά από τα περιεχόμενα του νόμου αυτού που με προβληματίζουν είναι τα ακόλουθα:
Στο κατά τ’ άλλα λογικό άρ. 1 προβλέπεται ότι για να μπορέσῃ κάποιο πρόσωπο, συνήθως γυναίκα, να ασκήσῃ το συγκεκριμένο επάγγελμα πρέπει να είναι άγαμη, χήρα ή διαζευγμένη. Δεν πρόκειται για κανένα πολύ σημαντικό προαπαιτούμενο από πρακτική άποψη, αλλά νομίζω το διέπει ένας αδικαιολόγητος ηθικισμός: αν κάποια δεν ενδιαφέρεται για τον γάμο της αρκετά, ώστε να προτιμᾴ να είναι πόρνη ή, πολύ περισσότερο, συναινῄ ο άντρας της, δεν είναι δουλειά του κράτους να προμαχῄ υπέρ ενός γάμου ήδη νεκρού ή, εν πάσῃ περιπτώσει, ανορθόδοξου. Όποιου το δικαίωμα σε αποκλειστική γενετήσια συνάφεια προσβάλλεται, ας υποβάλῃ αγωγή διαζυγίου.
Στο άρ. 2 του νόμου προβλέπεται