Σύμφωνα με τα άρ. 7 παρ. 3 και 17 παρ. 2 Συντάγματος
Η γενική δημευση απαγορεύεται. […] Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση.
Εξάλλου, σύμφωνα με το άρ. 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ
Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της περιουσίας του, ειμή διά λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους.
Όλα αυτά είναι ωραία λόγια. Ωραία λόγια που ευδοκιμούν στα νομικά βιβλία, που εφαρμόζονται στις προφανείς και αυτονόητες περιπτώσεις, που δοκιμάζονται όμως και υποχωρούν όταν άλλες σκοπιμότητες πρυτανεύουν.
Μετά την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα στην δίνη των πολιτικών παθών, των εγκλημάτων, των προσωπικών αντεκδικήσεων, της συνεργασίας με τον κατακτητή και του εμφυλίου πολέμου, κάποιες δεκάδες χιλιάδες συμπολιτών μας στερήθηκαν της ιδιοκτησίας τους. Με τα μέτρα της εποχής, δικαίως ή αδίκως. Ανάμεσά τους υπάρχουν δύο ομογενείς πληθυσμιακές ομάδες, με τα δικά τους ιδιαίτερα δημογραφικά χαρακτηριστικά.
Οι Τσάμηδες, περί τις 20.000 αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι της Θεσπρωτίας. Χαρακτηρίστηκαν συλλογικά συνεργάτες του εχθρού, πλήρωσαν όλοι ανεξαιρέτως τα εγκλήματα μερικών από αυτούς και εκδιώχθηκαν κατά την διάρκεια εθνοκάθαρσης που διενήργησε ο ΕΔΕΣ.
Οι σλάβοι Μακεδόνες, οι σλαβόφωνοι της Δυτικής Μακεδονίας. Εδώ αναμίχθηκαν ο βρεφικός εθνικισμός τους με τον σταλινισμό, την αντίσταση στην συνεχή καταπίεση του ελληνικού κράτους, το όραμα για μια καλύτερη ζωή. Πλήρωσαν όλοι την μαζική συμμετοχή τους στον Εμφύλιο, ειδικά κατά το 1949, όταν πλέον αποτελούσαν την πλειοψηφία των μαχητών του ΔΣΕ.