Δημοσιεύθηκε στην Ελευθερία του Τύπου της 14ης Μαΐου 2017.
Το διαζύγιο Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένου Βασιλείου αποδεικνύεται αργή και δύσκολη υπόθεση, ίσως πιο δύσκολη από όσο υπέθεταν αρχικά πολλοί παρατηρητές. Από την μια πλευρά, έχουμε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που δίνει την εντύπωση ότι η βρετανική απόφαση εξόδου τής προκάλεσε όχι πανικό ή έστω φόβο, αλλά μάλλον ανακούφιση. Κάτι σαν ένα βάρος που έφυγε από πάνω μας μετά από τόσες δεκαετίες, ένας ανοιχτός λογαριασμός που επιτέλους κλείνει και μας βοηθεί να συνεχίσουμε τον δρόμο μας απερίσπαστοι. Από την άλλη πλευρά, η βρετανική ηγεσία, όπως ενσαρκώνεται στο πρόσωπο της Θηρεσίας Μαΐου, επιλέγει την οδό του αυστηρού χωρισμού, πράγμα που δίνει την εντύπωση ότι δεν συνεκτιμά επαρκώς την σημαντική μειοψηφία της ψήφου υπέρ της παραμονής, μιας ψήφου που επεκράτησε, ως γνωστόν, στην εντόπια άρχουσα τάξη του χρήματος και του πνεύματος. Ενώ λοιπόν υπήρχαν αρχικά οι προϋποθέσεις για ένα φιλικό διαζύγιο, αναφύεται πλέον ο κίνδυνος κατά την διάρκεια των μακρών, επίπονων και πολύπλοκων διαπραγματεύσεων εξόδου να προκύψει ένα άλλο διαζύγιο, του τύπου “(πολύ) μακριά και (ελάχιστα) αγαπημένοι”. Και αυτή θα είναι η σχετικά καλή εξέλιξη.
Οι προθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι πλέον αρκούντως σαφείς: δεν υπάρχει καμία χαριστική διάθεση προς το Ηνωμένο Βασίλειο (και γιατί άλλωστε θα έπρεπε να επιδειχθή εύνοια προς ένα τρίτο κράτος;), οι ανειλημμένες υποχρεώσεις θα εκπληρωθούν στο ακέραιο και το κακό παράδειγμα της Βρετανίας θα στιγματιστή δεόντως ενώπιον της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης: οι πράξεις έχουν συνέπειες και όποιος δεν θέλει την ΕΕ, ας μην περιμένη τίποτε άλλο παρά το ίδιο νόμισμα εκ μέρους των Βρυξελλών. Δεν μπορεί κανείς να αρνηθή εύκολα ότι πρόκειται για αυστηρή μεν, αλλά ακριβοδίκαιη προσέγγιση.