Σωτήρης Γεωργανάς, αν. καθηγητής στο City University Λονδίνου και
Κωνσταντίνος Καλλίρης, δικηγόρος και διδάκτωρ του πανεπιστημίου της Οξφόρδης
Δημοσιευτηκε σε λιγο διαφορετικη εκδοση στα Νεα
Ποιό είναι το μεγαλύτερο κακό που έκανε στην Ελλάδα η λεγόμενη «τρόικα»; Δεν είναι λίγες οι πιθανές απαντήσεις. Στην τρόικα χρεώνονται οι πρώτες απολύσεις στον παραδοσιακά απρόσβλητο από κρίσεις και λιτότητες δημόσιο τομέα. Εκείνη μας ανάγκασε να εγκαταλείψουμε μεγαλεπήβολα προγράμματα, όπως αυτό της παλαιάς δημόσιας τηλεόρασης. Εξαιτίας της κλείνουν οργανισμοί, μειώνονται μισθοί και συντάξεις, κατακρημνίζονται οι δημόσιες επιχορηγήσεις προς διάφορους φορείς.
Κι όμως, όσο δυσάρεστα κι αν είναι όλα τα παραπάνω, το μεγαλύτερο κακό που μας έκανε η τρόικα είναι άλλο.
Εκείνο που η Ελλάδα χρειάζεται, κατά γενική ομολογία, είναι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Δεν έχει ανάγκη να της δώσουν μερικά ψάρια, αλλά να θυμηθεί –και, ενίοτε, να μάθει από την αρχή- πώς ψαρεύουν. Αυτό, εν προκειμένω, σημαίνει ότι πρέπει να αναμορφώσουμε και, σε κάποιες περιπτώσεις, να επανιδρύσουμε μια σειρά από θεσμούς χωρίς τους οποίους δεν μπορεί να λειτουργήσει μία σύγχρονη δημοκρατία. Δε χρειαζόμαστε μόνο λογιστές για να μας πουν πόσους φόρους πρέπει να μαζέψουμε, αλλά να καταλάβουμε γιατί είναι καθήκον του πολίτη να πληρώνει τους φόρους του, όπως είναι καθήκον του κράτους να φορολογεί δίκαια και να μην ανέχεται τη φοροδιαφυγή. Πρέπει να μάθουμε να ξεχωρίζουμε το δικαίωμα από το «κεκτημένο», το νόμο της δημοκρατίας από το νόμο του ισχυρού, το δίκιο του εργαζόμενου από τα συμφέροντα των συντεχνιών. Χρειαζόμαστε, δηλαδή, ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις με την συμμετοχή των ίδιων των πολιτών.
Η αδιάκοπη τεχνολογική πρόοδος και οι κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις προκαλούν διαρκή ανάγκη μεταρρύθμισης. Ίσως οι πιο πετυχημένες χώρες είναι αυτές που μεταρρυθμίζονται συχνά και μένουν κοντά στις εξελίξεις, χωρίς ιδιαίτερες εσωτερικές τριβές, αναταραχές και κόστος. Η Ελλάδα όμως αδυνατεί επί δεκαετίες να υλοποιήσει κάποιες μεταρρυθμίσεις, ακόμα και αν θεωρούνται απαραίτητες από την συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού. Η είσοδος της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια εισήγαγε θεσμούς και διαδικασίες που ήταν ίσως αυτονόητοι στον ευρωπαϊκό πυρήνα, αλλά, παρ’ ημίν, χωρούσαν πολλή συζήτηση για να γίνουν αποδεκτές από τους πολίτες. Αντί δημόσιας διαβούλευσης, οι ευθυνόφοβες ελληνικές κυβερνήσεις προτιμούσαν να επιστρατεύουν κατά κόρον τον μπαμπούλα της «Ευρώπης», ακόμα και στα απλούστερα ζητήματα κοινής λογικής. Γιατί φτιάχνουμε βιολογικούς καθαρισμούς και κλείνουμε χωματερές; Γιατί το απαίτησαν οι τεχνοκράτες των Βρυξελλών. Γιατί προστατεύουμε βασικά δικαιώματα των πολιτών, ειδικά μειονοτήτων και αδύναμων ομάδων; Γιατί έτσι είπαν οι δικαστές του Στρασβούργου…
Το πρώτο πρόβλημα που προέκυψε από αυτή την τακτική ήταν ο εγκλεισμός της χώρας, ηγετών και πολιτών, σε μία παρατεταμένη πολιτική εφηβεία. Η Ελλάδα προσέγγιζε εισόδημα πλούσιας χώρας, αλλά το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου συνέχισε να θυμίζει συνελεύσεις 15μελούς: οι ευρωπαίοι δάσκαλοι λένε τι να κάνουμε «για το καλό μας» κι εμείς προσπαθούμε να τους ξεγελάσουμε…
Η κοντόφθαλμη στάση των δανειστών μας τώρα, συμβάλλει στην αναβολή της πολιτικής μας ωρίμανσης επ’ αόριστον. Η πλέον καταδικαστική επίπτωση αυτής της πολιτικής κουλτούρας είναι η παραδοχή ότι κάθε συζήτηση περί κοινωνικής δικαιοσύνης είναι καταδικασμένη να καταλήξει σε αδιέξοδο και, συνεπώς, πρέπει να περιοριστεί στα καφενεία.
Το δεύτερο πρόβλημα, το οποίο έχει συζητηθεί ακόμα λιγότερο, είναι το ζήτημα της εφαρμογής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τις δεκαετίες ύπαρξής της και τις χιλιάδες ανθρωποώρες που έχουν επενδύσει οραματιστές της Ευρώπης για να την χτίσουν, παραμένει ένας οργανισμός με περιορισμένους πόρους (περίπου 1% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ) και ελάχιστες δυνατότητες για ουσιαστικές παρεμβάσεις.
Είναι φυσικό η ΕΕ να εμφανίζει τις αδυναμίες των οργανισμών αυτού του μεγέθους. Όμως, το αναπάντεχα ανεπαρκές επιστημονικό προσωπικό, οι γραφειοκρατικές εμμονές των Βρυξελλών και η όλο και πιο αισθητή απουσία κοινού ευρωπαϊκού οράματος καταδικάζουν την ΕΕ να εμφανίζεται κατώτερη των περιστάσεων. Ως αποτέλεσμα, οι μεταρρυθμίσεις που προωθούσε η Ένωση, αν και τυπικά προς την σωστή κατεύθυνση, δεν ήταν πάντα βέλτιστες ή καταλληλότατες.
Ο ερχομός της κρίσης επέσπευσε τις διαδικασίες και επιδείνωσε το πρόβλημα. Κυβέρνηση και τρόικα επιδίδονται σε ένα διαρκές κρυφτό: οι δανειστές θέτουν στόχους σε συνθήκες εργαστηρίου και οι κυβερνώντες προσπαθούν να σημειώσουν κάποια πρόοδο ώστε να εξασφαλίσουν την επόμενη δόση. Σε αυτήν την διαδικασία, οι λογιστές της τρόικα επιμένουν να εστιάζουν όχι στην επίτευξη πραγματικών στόχων, αλλά του κατά προσέγγιση υποκατάστατου που έθεσαν σε ένα φύλλο χαρτί. Ο στόχος όμως δεν μπορεί να είναι, π.χ. οι απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, αλλά ο εξορθολογισμός του δημοσίου τομέα. Η απόλυση 2700 υπαλλήλων αδιακρίτως, μπορεί να μας φέρνει πιο κοντά σε ένα λειτουργικότερο δημόσιο, μπορεί και να συντελεί στην διάλυση του.
Ξεχνάμε ακόμα και βασικούς οικονομικούς κανόνες. Η πώληση ενός περιουσιακού στοιχείου, για παράδειγμα, μειώνει το πραγματικό κρατικό χρέος, μόνο αν το τίμημα που πληρώνει ο αγοραστής υπερβαίνει την αξία που έχει το αντικείμενο για τον κράτος. Αν πουλούσαμε 10 τόνους χρυσού για 10 ευρώ, η τρόικα ίσως θα κατέγραφε 10 ευρώ έσοδα για το πρόγραμμα του Μνημονίου, αλλά κάθε λογικός άνθρωπος θα κατέγραφε την σημαντική απώλεια κρατικής περιουσίας. Η συμβολή των δανειστών μας σε σφάλματα τέτοιου είδους είναι υψηλή, ασχέτως της δεδομένης (λόγω ιδεοληψιών, αγκυλώσεων, διαφθοράς κλπ) αδυναμίας της Ελλάδας να εκμεταλλευτεί τον πλούτο της, ακόμα και όταν οι συνθήκες ήταν προσφορότερες.
Θα πρέπει κάποιος να πετά στα σύννεφα για να αρνείται την ανάγκη εξασφάλισης της εκάστοτε δόσης του δανείου που επιβλέπει η τρόικα. Από την άλλη πλευρά, όμως, θα πρέπει κάποιος να έχει συνηθίσει να σέρνεται στο έδαφος για να μην αντιλαμβάνεται ότι χωρίς ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις η ιστορία που ζούμε θα επαναληφθεί. Παρά τις όποιες προσδοκίες για το αντίθετο, η τρόικα μοιάζει απλώς να βοηθάει να συρθούμε για λίγα μέτρα ακόμα.
Αυτό που χρειαζόμαστε, όμως, είναι την στήριξη για να σταθούμε όρθιοι στα δικά μας πόδια και να αρχίσουμε να βαδίζουμε σταθερά προς την σωστή κατεύθυνση.
Προφανέστατα οι έλληνες πρέπει να μάθουν ξανά να παράγουν, το έχουν παραξυλώσει στην μονοδραστηριότητα και την απομίζηση του δημοσίου χρήματος!
Αυτό βέβαια αφορά στον ιδιωτικό τομέα και είναι απορίας άξιο γιατί αντί να ασχοληθεί κανείς με το να φτιάξει ένα παραγωγικό σχέδιο, μεταρρυθμίζοντας τον ιδιωτικό τομέα, ασχολείται μόνο με τον δημόσιο τομέα, ο οποίος επίσης χρήζει μεταρρύθμισης, ή μάλλον εξυγίανσης, μιας και η μεταρρύθμιση είναι απλά θέμα οπτικής, και η κοινή πρακτική που προωθούν οι οικονομολογικές σχολές δεν είναι και πανάκια – τα πάντα ρει, αν θυμάστε!
Τώρα βέβαια μη μου πεις ότι αν μεταρρυθμιστεί ο Δ.Τ. ο ιδιωτικός θα ανθίσει ως δια μαγείας, γιατί ούτε σε παραμύθια πιστεύω, ούτε υπάρχει κανένας λόγος να αναλωνόμαστε περιμένοντας πότε θα πέσει το ώριμο μήλο κάτω από τη μηλιά, όταν μπορούμε να το κόψουμε άμεσα μόνοι μας και χωρίς να εξοντώνουμε ανθρώπους! ;)
(Και μιας και έχω πολύ καλή σχέση με την ελληνική βιομηχανία λόγω ιδιότητας, εγώ λέω πριν αλλάξουμε πολιτικούς, που δεδομένα πρέπει να τους αλλάξουμε αυτούς, να αλλάξουμε βιομήχανους – έχουμε περισσότερες πιθανότητες ανάπτυξης με άλλους βιομήχανους και επιχειρηματίες, ακόμα και αν ξεμείνουμε με τους ίδιους πολιτικούς)
Πάντως το μεγαλύτερο κακό που έφερε η τρόικα στην Ελλάδα είναι άλλο, μεγαλύτερο από αυτό που περιγράφετε. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το μεγαλύτερο κακό είναι η ανεργία, γιατί ότι δείκτη και αν φέρεις, έστω και ένας άνεργος αν υπάρχει το σύστημα είναι αποτυχημένο και επιεικώς για πέταμα, αλλά στην πραγματικότητα το μεγαλύτερο κακό είναι η ίδια η τρόικα, η οποία απαρτίζεται από ανθρώπους που έχουν την ψευδαίσθηση ότι μέσα από την οικονομία μπορείς να ασκήσεις πολιτική, και να κυβερνήσεις μια κοινωνία. Η κοινωνία είναι κάτι πολύ πιο πολύπλοκο και χρειάζεται πολύ σοβαρότερες αποφάσεις και σχεδιασμούς από το να καθόμαστε να παίζουμε με τα οικονομικά μεγέθη και να αυταπατόμαστε ότι αν όλα τους είναι καλά, η κοινωνία ευημερεί.
Εγώ, πάντως, δε διαφωνώ καθόλου με την ανεπάρκεια των οικονομικών όσον αφορά την επίλυση πολλών κοινωνικών προβλημάτων. Βασικά, το θεωρώ αυτονόητο (φαντάζομαι όλοι εκτός από κάποιους ομφαλοσκοπούντες οικονομολόγους). Αλλά, βέβαια, διαφωνώ με το εξωφρενικά αυστηρά κριτήρια που υιοθετείς (ένας άνεργος = το σύστημα για πέταμα) και αναρωτιέμαι μήπως είναι ελαφρώς ιδεοληπτικά. Διότι, φυσικά, η εργασία είναι απλώς ένα ακόμα στοιχείο που κάνει τη ζωή μας “καλή”, “γεμάτη”. Οπότε, η απόλυτη προσέγγισή σου σκοντάφτει σε δύο λεπτομέρειες. Πρώτον, η εργασία για να κάνει τη ζωή μας καλύτερη πρέπει να είναι ουσιαστική και ικανοποιητική από την πλευρά του εργαζόμενου. Συνεπώς, αν κάποιος δεν πολυγουστάρει να δουλεύει ή να κάνει τις δουλειές που μπορεί βάσει των ικανοτήτων του, το να δουλεύει συνιστά αποτυχία και του ιδίου και του συστήματος. Δεύτερον, αυτού του είδους η εργασία είναι μία προϋπόθεση για να ζούμε καλά. Αν το σύστημα σου εξασφαλίζει όλες τις άλλες (μεταξύ άλλων και μέσω ενός καλού βασικού εισοδήματος), αυτομάτως ελέγχεται το κατά πόσον το σύστημα “είναι για πέταμα”. Και αν βάλεις το πρώτον και το δεύτερον μαζί, ίσως είναι all in all καλύτερα, σε κάποιες περιπτώσεις, να έχουμε κάποιους άνεργους, αρκεί οι υπόλοιποι να παράγουν αρκετά για να τους εξασφαλίζουν ένα βασικό επίπεδο καλής ζωής χωρίς να έχουν σημαντικές απώλειες οι ίδιοι. Αν υπάρχει τέτοια μορφή καπιταλισμού (κάποιοι λένε ότι υπάρχει, ο Van Parijs έχει ένα επιχείρημα και έρχεται να μιλήσει στην Ελλάδα τον Οκτώβριο), θα πρέπει να είναι το αγαπημένο πολιτικό σύστημα του ανθρωπιστή/εξισωτιστή (και του χαραμοφάη βέβαια)! Κι αυτό είναι ΤΟ οξύμωρο.
Οπότε, μάλλον θα επιμείνω στην άποψή μου για το μεγαλύτερο κακό που έκανε η τρόικα, χωρίς να διαφωνώ καθόλου με το τελευταίο σχόλιό σου.
Ρε σεις, άσχετο, αλλά ελπίζω αυτά τα “της τρόικα” και “ωρίμανση” να χρεώνωνται στον διορθωτή των Νέων και να μην είναι δικά μας.
εγω ηθελα να σημειωσω οτι προτιμουσαμε να μιλησουμε για τριμερη, αλλα δεν θα καταλαβαινε κανεις :)
Στο συγκεκριμένο έχει πέσει πολύ τσεκούρι και θα σε γελάσω. Το της τρόικα μάλλον βαρύνει εμένα, πάντως.