Έξεστι τοις συναλλασσομένοις περιγράφειν αλλήλους, λέγαν κάποτε οι νόμοι των αείμνηστων χριστιανών ημών αυτοκρατόρων. Ius civile vigilantibus scriptum, λέγανε οι Ρωμαίοι ακόμη πιο παλιά.
Πριν λίγο καιρό όμως εκδόθηκε η απόφαση Ζολώτας κατά Ελλάδος (Ιαν 13), με την οποία η Ελλάδα καταδικάστηκε επί παραβιάσει του δικαιώματος ιδιοκτησίας του προσφεύγοντος.
Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης έχουν περίπου ως εξής:
Ο Ζολώτας, δικηγόρος στο επάγγελμα, είχε μια κατάθεση στην Γενική από το 1974. Μεταξύ 1981 και 2003, ήτοι επί πάνω από 20 χρόνια, δεν ασχολήθηκε καθόλου με την επίμαχη κατάθεση, π.χ. δεν ζήτησε ενημέρωση του βιβλιαρίου με τους τόκους ούτε έκανε κάποια κατάθεση ή ανάληψη. Η τράπεζα αντιθέτως προσέθετε τους νόμιμους τόκους. Όταν το 2003 θυμήθηκε τον επίμαχο λογαριασμό, η τράπεζα αρνήθηκε, λόγω παραγραφής, να του αποδώση το ποσόν. Το θέμα επιλύθηκε στα ημεδαπά δικαστήρια, όπου δικαιώθηκε η τράπεζα, σε τελευταίο βαθμό με την ΑΠ 50/2009.
Η θεματική περιέχει μερικά ενδιαφέροντα αστικολογικά ζητήματα. Ας πούμε:
Η απόφαση αυτή δυστυχώς δεν ασχολήθηκε με το πραγματικά ενδιαφέρον ζήτημα της δήμευσης που προβλέπει το άρ. 3 Ν.Δ. 1195/1942:
Καταθέσεις εις μετρητά, χρηματικά λαβείν και τόκοι αυτών παρ’ ημεδαπαίς Τραπέζαις και πιστωτικοίς ιδρύμασι ή άλλοις προσώποις φυσικοίς ή νομικοίς συνήθως δεχομένοις κεφάλαια εις κατάθεσιν ή τρεχούμενον λογαριασμόν ή εις εγγύησιν ή παρ’ Υποκαταστήμασιν ή πρακτορείοις αλλοδαπών ομοίων Τραπεζών ή ιδρυμάτων, υφ’ οιονδήποτε τύπον συσταθείσαι περιέρχονται οριστικώς εις το Ελληνικόν Δημόσιον, εφόσον τα μεν χρηματικά λαβείν και αι καταθέσεις επί 2Οετίαν αφ’ ής απέβησαν διαθέσιμοι υπέρ των δικαιούχων, οι δε τόκοι επί 5ετίαν αφ’ ης κατέστησαν απαιτητοί ή εντός της οριζομένης τυχόν βραχυτέρας συμβατικής αποσβεστικής προθεσμίας δεν εζητήθησαν υπό των δικαιούχων ή οπωσδήποτε δεν απετέλεσαν κατόπιν ειδικής αιτήσεως τούτων αντικείμενον πράξεώς τινος, συνεπαγούσης μεταβολήν του σχετικού λογαριασμού.
Η διάταξη αυτή είναι πράγματι το λιγώτερο προβληματική. Αν κάποιος βλάπτεται από αυτήν είναι βέβαια η τράπεζα, διότι άλλως η παραγραφή της αξίωσης του καταθέτη οδηγεί στην μείωση του παθητικού της (Θυμίζω ότι τα χρήματα καθαυτά ανήκουν στην τραπεζα ούτως ή άλλως. Η σύμβαση μεταξύ τράπεζας και καταθέτη είναι ανώμαλη παρακαταθήκη, όπου η τράπεζα αποκτά την κυριότητα των κατατεθειμένων χρημάτων, ενώ ο καταθέτης διατηρεί ενοχική αξίωση εις βάρος της τράπεζας για το αντίστοιχο κεφάλαιο συν τους τόκους). Τίθεται λοιπόν από την διάταξη αυτή ζήτημα αντισυνταγματικής προσβολής του δικαιώματος ιδιοκτησίας της τράπεζας, της οποίας απαλλοτριώνεται η περιουσία χωρίς αποζημίωση, και όχι ασφαλώς του καταθέτη, του οποίου η αξίωση στρέφεται κατά της τράπεζας και έχει ήδη παραγραφή.
Ένα άλλο ζήτημα που θα μπορούσε να είχε θιγή είναι ποια γεγονότα είναι διακοπτικά της παραγραφής, ειδικότερα μάλιστα αν διακόπτει την παραγραφή η πίστωση των τόκων στον οικείο λογαριασμό εκ μέρους της οφειλέτριας τράπεζας ή μήπως όχι. Εδώ πάλι πρόκειται για ένα τεχνικό και λεπτομερειακό ζήτημα, όπου υποστηρίξιμες είναι και οι δύο εκδοχές. Εκείνο που είναι το μόνο βέβαιο είναι ότι ένα δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, απαρτιζόμενο από νομικούς που δεν είναι αστικολόγοι, δεν θα έπρεπε να αποφανθή εφ’ ενός τέτοιου θέματος. Οπότε καλά έκανε και δεν απεφάνθη.
Ο Άρειος Πάγος πάντως νομολόγησε τα εξής επί του προκειμένου θέματος (απόφαση 50/2009):
Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρ. 830 παρ.1, 827, 251, 270 παρ. 1, 272 παρ. 1 και 274 ΑΚ, συνάγονται τα εξής: Σε περίπτωση που έχει συσταθεί τραπεζική κατάθεση η αξίωση των καταθετών προς είσπραξη του κεφαλαίου και των τόκων, υπόκειται, ανεξαρτήτως καταγγελίας και λύσεως της συμβάσεως, σε παραγραφή, υπέρ της τράπεζας, με χρόνο παραγραφής είκοσι ετών για το κεφάλαιο και πέντε ετών για τους τόκους, που αρχίζει, αντίστοιχα, από τότε που έγινε η αρχική κατάθεση, οπότε και απέβη το κεφάλαιο διαθέσιμο για αυτούς, και αφότου κατέστησαν οι τόκοι απαιτητοί για αυτούς. Η παραγραφή δε των ανωτέρω αξιώσεων των καταθετών διακόπτεται με κάθε νέα κατάθεση στο λογαριασμό ή με κάθε ανάληψη από το λογαριασμό ή με κάθε ειδική αίτηση των καταθετών προς την τράπεζα για πράξη της που επάγεται μεταβολή του λογαριασμού, όχι όμως και με τη γέννηση των τόκων της καταθέσεως, έστω και τρεπόμενων σε κεφάλαιο, ή με τη σχετική ενημέρωση της καρτέλας του καταθέτη ανά εξάμηνο, ως μη υπαγόμενη στην έννοια κάποιου των ως άνω ειδικώς και αποκλειστικώς προβλεπομένων ως διακοπτικών της παραγραφής γεγονότων. Σε περίπτωση δε που παραγραφεί η κύρια αξίωση των καταθετών, δηλαδή εκείνη της εισπράξεως του κεφαλαίου, συμπαραγράφεται και η παρεπόμενη αξίωσή τους προς είσπραξη των τόκων, ακόμα και αν δεν συμπληρώθηκε η παραγραφή που ισχύει για αυτήν την παρεπόμενη αξίωση. Περαιτέρω, από το άρ. 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (Ν.Δ. 53/1974, άρ. 28 Συντάγματος, καθαυτό ή και σε συνδυασμό με το άρ. 5 του ίδιου Πρωτοκόλλου και 1, 17 και 35 παρ. 1 ΕΣΔΑ (ήδη 5 παρ. 2 του Ενδέκατου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, Ν. 2400/2085), προβλέπεται ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του και, άρα, και των ενοχικών απαιτήσεών του και δεν μπορεί να στερηθεί εκείνης με αναγκαστική απαλλοτρίωση παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους από το νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου όρους, καθώς και ότι οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε κράτους να θέσει σε ισχύ νόμους, τους οποίους ήθελε κρίνει αναγκαίους για τη ρύθμιση χρήσεως αγαθών προς το δημόσιο συμφέρον.
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράξενο να μην διακόπτεται η παραγραφή με την εξαμηνιαία καταχώριση τόκων. Πράγματι, δεν συνιστά αυτό άραγε αναγνώριση του χρέους; (άρ. 260: “Η παραγραφή διακόπτεται όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιονδήποτε τρόπο.”)
Σε ίσως πιο παράξενα αποτελέσματα άγει η αντίθετη άποψη: αν η καταχώριση των τόκων, που πλέον και εδώ και πολλά χρόνια γίνεται μηχανικά μέσω προγραμμάτων, συνιστά αναγώριση του χρέους, η οφειλέτρια Τράπεζα δεν απαλλάσσεται ποτέ, καθώς η προθεσμία της παραγραφής δεν συμπληρώνεται ποτέ. Αυτά λέει η νομολογία εδώ και 35 χρόνια, καλώς ή κακώς.
Είναι εν πάση περιπτώσει ένα θέμα που μπορούμε να το συζητήσουμε.
Το ΕΔΔΑ όμως δεν καταδίκασε την χώρα μας ούτε για τον ένα ούτε για τον άλλο λόγο. Αλλά τότε για τι;
Η Ελλάδα παραβίασε δήθεν τις θετικές τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας. Μεταξύ αυτών, αποσκοπουσών στην πληρέστερη κατοχύρωση της ιδιοκτησίας, περιλαμβάνεται τάχα και η υποχρέωση θέσπισης ειδικού κανόνα, που να υποχρεώνη τις τράπεζες (και εξ όλων των οφειλετών μόνο τις τράπεζες και κανέναν άλλο) να ενημερώνουν τους πιστωτές καταθέτες τους όταν εγγίζει η πλήρωση της προθεσμίας της παραγραφής. Με άλλα λόγια:
Καλημέρα σας, ο πελάτης μας κύριος Τάδε; Σας παίρνουμε από το τοπικό υποκατάστημα της Τράπεζας Χ. Επειδή είστε ανίκανος να χωρίσετε δυο γαϊδουριών άχυρα, σας πληροφορούμε ότι σε λίγο παραγράφεται η αξίωση που έχετε κατά της Τράπεζάς μας και, άρα, θα χάσετε τα λεφτά σας, επειδή είστε απρόσεκτος μέχρι βλακείας. Ελάτε να σας πληρώσουμε!
Φυσικά θετικές κρατικές υποχρεώσεις υπάρχουν σε κάθε συνταγματικό δικαίωμα. Η ακριβής έκτασή τους όμως είναι θέμα πολύ αμφίβολο.
Στα λόγια βέβαια το ΕΔΔΑ παραδέχεται ότι (παρ. 43, 49)
…le seul fait que les prétentions d’un requérant soient soumises à un délai de prescription ne pose aucun problème à l’égard de la Convention. L’institution de délais de prescription est un trait commun aux systèmes juridiques des Etats contractants, visant à garantir la sécurité juridique en fixant un terme aux actions et à empêcher l’injustice qui pourrait se produire si les tribunaux étaient appelés à se prononcer sur des événements survenus dans un passé lointain. […] La Cour… estime que le système grec de prescription susmentionné est raisonnable: le délai de vingt ans est ample et il n’est pas difficile ni impossible aux intéressés d’arrêter la prescription.
Η παραδοχή αυτή όμως ανατρέπεται πλήρως από τις εξής σκέψεις:
51. Toutefois, la Cour estime qu’une mesure aussi radicale que la prescription des prétentions afférentes à un compte bancaire au motif que pendant une certaine période il n’y a eu aucun mouvement sur ce compte – couplée à la jurisprudence selon laquelle l’inscription d’intérêts ne constitue pas de mouvements de compte – est de nature à placer les détenteurs des comptes, surtout lorsque ceux-ci sont de simples particuliers non rompus au droit civil ou bancaire, dans une situation désavantageuse par rapport à la banque ou même à l’Etat lorsque l’article 3 du décret-loi s’applique.
52. La Cour note qu’en vertu de l’article 830 du code civil, si celui qui dépose une somme d’argent à la banque lui transfère le droit d’en user, la banque doit la garder et, si elle l’utilise pour son compte, elle doit rendre à la fin de la convention une somme équivalente au déposant. Le titulaire d’un compte peut alors de bonne foi s’attendre à ce que son dépôt auprès de la banque soit en sécurité, surtout lorsqu’il remarque que des intérêts sont portés sur son compte. Il est légitime qu’il escompte qu’une situation menaçant l’équilibre de la convention qu’il a conclue avec la banque et ses intérêts financiers lui soit signalée afin qu’il puisse prendre à l’avance ses dispositions pour se conformer à la loi et sauvegarder son droit de propriété. Cette relation de confiance est inhérente aux opérations bancaires et au droit y relatif.
53. La Cour rappelle, par ailleurs, que le principe de la sécurité juridique est implicite dans l’ensemble des articles de la Convention et constitue l’un des éléments fondamentaux de l’Etat de droit (Nejdet Şahin et Perihan Şahin c. Turquie, [GC], no 13279/05, § 56, 20 octobre 2011). Or, de l’avis de la Cour, l’Etat a l’obligation positive de protéger le citoyen et prévoir ainsi l’obligation des banques, compte tenu des conséquences fâcheuses que peut avoir la prescription, de tenir informé le titulaire d’un compte inactif de l’approche de la fin du délai de prescription et lui donner ainsi la possibilité d’interrompre la prescription – en effectuant par exemple une opération sur le compte. N’exiger aucune information de ce type risque de rompre le juste équilibre entre les exigences de l’intérêt général de la communauté et les impératifs de la sauvegarde des droits fondamentaux de l’individu.
54. Faute d’une telle information, la Cour estime que le requérant a été amené à supporter une charge excessive et disproportionnée qui ne saurait se justifier ni par la nécessité de liquider les rapports juridiques dont l’existence serait incertaine – comme l’a affirmé en l’espèce la cour d’appel – ni par le bon fonctionnement du système bancaire.
Υπερβολικό και δυσανάλογο βάρος; Για τον δικηγόρο; Σοβαρά μιλάμε τώρα; Η ίδια απόφαση στην παρ. 51 δεν αναφέρεται κατεξοχήν σε απλούς ιδιώτες, όχι εγκρατείς του αστικού ή του τραπεζικου δικαίου; Δεν ήξερε ο δικηγόρος ότι υπάρχει ένα πράγμα που το λένε 20ετής παραγραφή και έπρεπε να του το θυμίση η τράπεζα;
Στην παρ. 52 το δικαστήριο προσπαθεί να θεμελιώση την υποχρέωση της τράπεζας σε ενημέρωση του καταθέτη γενικώς στην καλή πίστη κατά την εκτέλεση των συμβάσεων και ειδικώς στην αρχή της εμπιστοσύνης που διέπει μια σύμβαση όπως η τραπεζική κατάθεση. Αυτά γενικώς είναι σωστά, χωλαίνουν όμως στο σημείο όπου παραβλέπεται ότι η κατάσταση που απειλεί την ισορροπία της σύμβασης δεν είναι καταλογιστέα στην τράπεζα ως αντισυμβαλλόμενη, αλλά είναι ένα απλό πραγματικό γεγονός, που προβλέπεται από τον νόμο ως έχον συγκεκριμένες και πασίγνωστες έννομες συνέπειες, ήτοι η πάροδος ωρισμένου χρονικού διαστήματος. Είναι γνωστή βέβαια η τάση των μέτριων αστικολόγων να χρησιμοποιούν την καλή πίστη ως αντικλείδι που ανοίγει όλες τις ιδεολογικές τους θυρίδες, αλλά ήλπιζα, μάταια, ότι δεν θα διάβαζα τα ίδια και από Στρασβούργο μεριά.
Στην πράξη λοιπόν από την απόφαση επιβάλλεται στις τράπεζες (μόνο σε αυτές!) η υποχρέωση να δράσουν αντίθετα προς τα συμφέροντά τους, να επιδιώξουν δηλαδή να μην παρέλθη η προσθεσμία της παραγραφής. Ερωτώ λοιπόν: γιατί να μην υποχρεωθούν οι τράπεζες να παραιτηθούν και από την ένσταση της παραγραφής, όταν η αξίωση του καταθέτη έχει ήδη υποκύψει σε αυτήν; [η ένσταση της παραγραφής δεν λαμβάνεται υπόψιν από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, αλλά πρέπει να προταθή από τον διάδικο. Γιατί να μην πούμε λοιπόν ότι θα ήταν αντίθετη προς την καλή πίστη η προβολή της ένστασης αυτής; Νάτην πάλι η καλή πίστη, πάντα πρόχειρη να μας οδηγήση στο συμπέρασμα που θέλουμε!]
Αλλά εδώ υπάρχει κάτι πιο βαθύ. Υπάρχει η τάση, εύλογη σε κάποιο βαθμό, ξεχειλωμένη σήμερα, που διατυπώνεται ρητά στην παρ. 53 της απόφασης: “protéger le citoyen“. Ο συναλλασσόμενος, ακόμη και αν είναι δικηγόρος, ακόμη και αν το ζήτημα αφορά ένα θεσμό τόσο πασίγνωστο όσο η παραγραφή, ακόμη και αν το συγκεκριμένο ερμηνευτικό ζήτημα έχει κριθή νομολογιακά εδώ και 35 χρόνια, πρέπει να προστατευθή. Από το Κράτος φυσικά, που ξέρει καλύτερα. Ο κλητήρας θα μας θυμίζη πότε λήγουν οι προθεσμίες, εμείς δεν έχουμε καμία ευθύνη. Η προστασία του καταναλωτή, όρος τόσο εύηχος, τόσο γλυκός, συσσωρεύει υποχρεώσεις επί υποχρεώσεων στις κακές τράπεζες, αυξάνει την γραφειοκρατία και το κόστος των συναλλαγών. Τώρα εγγυητής, προστάτης και υπέρμαχος της τήρησης μιας προθεσμίας παρουσιάζεται το Κράτος, ενώ η ατομική ευθύνη του συναλλασσομένου εξαφανίζεται.
Το Αστικό Δίκαιο γέγραπται πλέον όχι για όσους αγρυπνούν για την προάσπιση των συμφερόντων τους, αλλά για όσους υπνώττουν.
Οι οικονομίες του σημαιοφόρου.
Καθετί στον μάταιο τούτο κόσμο παραγράφεται. Ακόμη και τα κακουργήματα. Δεν μπορεί να ισχύη κάτι άλλο για μια τραπεζική κατάθεση (ή για το κατοχικό δάνειο στην Γερμανία, να το πούμε κι αυτό).
Τα νομικά κείμενα είναι σαν τις μαθηματικές εξισώσεις: γράφονται όπως γράφονται ώστε το νόημά τους να είναι σαφές αντί για διφορούμενο, αλλά ο μη ειδικός δε βγάζει άκρη…
Εν τω μεταξύ, το νομοθετικό καθεστώς των αδρανών καταθετικών λογαριασμών ρυθμίζεται ήδη από τον Ν. 4151/2013. Στο άρ. 8 παρ. 2 του νομοθετήματος αυτού ορίζεται ρητώς ότι
,
επισημοποιώντας έτσι την αρεοπαγιτική νομολογία που είχε προηγηθή.
Επί της ουσίας όμως, το νέο νομοθετικό κείμενο ενσωματώνει τις παρατηρήσεις της σχολιασθείσας απόφασης, επιβάλλοντας άλλο ένα γύρο χαρτούρας στις τράπεζες: