Κόντρα στο μίζερο κλίμα των καιρών και τους καυγάδες που συγκλονίζουν την ιστολογοσύνη αρνούμαι κατηγορηματικά να γράψω κάτι σοβαρό. Άλλωστε, η αγάπη για τις κουλτούρες και τις πατρίδες των άλλων είναι και αυτή αναμορφωτική – και σίγουρα πιο ευχάριστο θέμα συζήτησης από όλα αυτά που με απασχολούν και ξεκινώ να γράψω κατά καιρούς. Βαλίτσες, διαβατήρια και φύγαμε, λοιπόν. Για να είμαι ειλικρινής, έφυγα: διότι, όπως θα έχετε όλοι καταλάβει, τα ταξιδιωτικά και τα περί τέχνης τα γράφω για να τα θυμάμαι και να τα χαίρομαι πρωτίστως εγώ. Ελπίζω να μου το συγχωρήσετε και να μην με παρεξηγείτε.
Ο πιο διάσημος περίπατος του κόσμου
Στενά… Στενάκια που οδηγούν σε άλλα στενά και δρομίσκοι που καταλήγουν σε δρομάκια. Οι βιαστικοί οδηγοί σου κορνάρουν για να χωθείς γρήγορα ανάμεσα σε δύο σταθμευμένα αυτοκίνητα και ψάχνεις να βρεις λίγο χώρο στο πεζοδρόμιο και για σένα. Σιγά-σιγά νιώθεις τη θαλασσινή αύρα να σου γαργαλάει τα ρουθούνια και τα πεζοδρόμια φαρδαίνουν. Να και οι πρώτοι πεζόδρομοι με τα ακριβά καταστήματα και τις Γαλλίδες με το γρήγορο βάδισμα και το τσιγάρο να σιγοκαίει ως ξεχασμένο αξεσουάρ στο χέρι. Πριν περάσουν λίγα λεπτά διαπιστώνεις ότι είσαι βέβαιος για το κατά που πέφτει η θάλασσα και ανοίγεις το βήμα σου. Τα μεγάλα, πολυτελή ξενοδοχεία αρχίζουν να σε εκνευρίζουν με την οπισθοδρομική, επιτηδευμένη αρχοντιά τους και επιταχύνεις ακόμα περισσότερο. Και μετά ήρθαν οι φοίνικες όπως θα έλεγαν και οι καλλιτέχνες ανάμεσά μας. Το τοπίο αλλάζει και η παρακμή μοιάζει πλέον γοητευτική. Θάλασσα, αμμώδης παραλία και ένα ατελείωτο πλακόστρωτο για να απολάυσεις τη βόλτα σου. Λίγοι λουόμενοι (είναι λίγο αργά και σε λίγο σουρουπώνει), κάποιοι μυστήριοι που φτιάχνουν γλυπτά στην άμμο και λίγοι τουρίστες με κάμερες και φωτογραφικές μηχανές. Οι Κάννες παίρνουν τη βαθιά ανάσα που χωρίζει την περίοδο του φεστιβάλ από την καλοκαιρινή high season. Η περατζάδα είναι όλη δική σου και περπατάς αργά για να την απολαύσεις. Πριν χορτάσεις το περπάτημα και τη θαλασσινή αύρα το άσχημο κτήριο που φιλοξενεί τους σκηνοθέτες, τους ηθοποιούς και τα κατορθώματά τους σου κόβει τη θέα. Νοερά ο καθένας βλέπει ό,τι προτιμά μπροστά σε αυτό το μέγαρο: απαστράπτουσες παρουσίες, βαθυστόχαστους κριτικούς, ιδυοφυείς δημιουργούς. Εγώ βλέπω τον Αγγελόπουλο να βγαίνει φουριόζος απογοητευμένος μετά τη μη βράβευση του Τοπίου στην Ομίχλη. Και χαμογελάω ικανοποιημένος. Μετά, όμως, όλοι χώνονται στα σοκάκια για ένα δείπνο με μπόλικο κρασί. Όλοι εκτός από τους τουρίστες, φυσικά.
Ένας αγροίκος στην πόλη του sorry
Σε σπρώχνει κάποιος στην αποβάθρα του μετρό: σόρρυ. Σου κλείνει κάποιος το δρόμο στην Oxford Street: σόρρυ. Σε κάνει κάποιος να χύσεις λίγη μπύρα στην παμπ: σόρρυ. Στο κέντρο του Λονδίνου νιώθει κανείς ότι στριμώχνονται περισσότεροι άνθρωποι απ΄όσους αντέχει η πόλη. Στα πεζοδρόμια είσαι υποχρεωμένος να περπατάς πλαγιαστά, σαν τον κάβουρα, για να εξοικονομήσεις λίγο χώρο για εκείνον τον άτυχο που βρέθηκε στην άκρη-άκρη και κινδυνεύει να πέσει στο δρόμο. Στα φανάρια οι Άγγλοι σχηματίζουν ουρές ήσυχοι και υπομονετικοί, όπως τους ταιριάζει. Αν είχε απομείνει μόνο ένας Άγγλος στον πλανήτη θα σχημάτιζε, σε κάθε ευκαιρία, μια τακτική ουρά ενός ατόμου. Κατεβαίνοντας την Oxford έχεις πολλές αφορμές για λοξοδρομήσεις: το Βρετανικό Μουσείο στ’ αριστερά, η Λέστερ στα δεξιά κοκ. Αλλά, αν επιμένεις να πηγαίνεις ευθεία, θα ρίξεις μια βιαστική ματιά στον Αγ. Παύλο (ενθυμούμενος την κλασική φωτογραφία που τον δείχνει ανέπαφο μέσα στους καπνούς του βομβαρδισμού) και μετά θα βγεις στο ποτάμι. Από την Millenium Bridge χαζεύεις δεξιά και αριστερά και ξεχνάς το κρύο γιατί το θέαμα είναι υποβλητικό. Ο θείος Τάμεσης κυλά κρύος και αντιπαθητικός χωρίζοντας στα δύο μία μητρόπολη που δεν τον εκτιμά καθόλου. Ναι, του έχει χτίσει γέφυρες, κοινοβούλια, μουσεία, γκαλερί και πύργους αλλά μοιάζει σαν να θέλει να τον κρύψει παρά να τον αναδείξει. Ο Τάμεσης μυρίζει παλιό, βρώμικο, Βικτωριανό Λονδίνο: Τζακ Αντεροβγάλτη, πόρνες και μέθυσους. Περπατώντας κάτω από τις γέφυρες τα χειμωνιάτικα βράδια κάτι σε κάνει να πιστεύεις ότι το φωτεινό, μοντέρνο Λονδίνο ντρέπεται για τον ποταμό του. Αλλά από ψηλά, όπως κατεβαίνει το αεροπλάνο για το Heathrow, όλοι οι επιβάτες καταλαβαίνουν ότι αυτός ο σκούρος υδάτινος όγκος είναι το αφεντικό της πόλης. Τα σόρρυ και τα σερ τον αφήνουν αδιάφορο.
Ποιος έφερε αυτή την πόλη στην πόλη μας;
Στην περίφημη πλατεία φοιτητές πίνουν ράθυμα το καφεδάκι τους. Τα βράδια οι ταβέρνες γεμίζουν και οι χαρούμενες παρέες τα πίνουν μέχρι αργά. Στα ρεμπετάδικα και τα κλαμπ η νεολαία διασκεδάζει και η εξεταστική μοιάζει μακρινός εφιάλτης. Γύρω από την πλατεία της Κομοτηνής οι μαχαλάδες αναβιώνουν την παλιά, καλή εικόνα της παραδοσιακής αγοράς. Πάνω στην πλατεία, τα μαγαζιά είναι σύγχρονα, αντάξια μιας σύγχρονης πολιτείας. Αν περπατήσει, όμως, κανείς λίγο παραπάνω στα στενά σοκάκια, το τοπίο αλλάζει. Στην μουσουλμανική πλευρά, οι φοιτητές δεν πολυσυχνάζουν. Ξέρουν τον “Τούρκο κάτω από το ρολόι” (μαθαίνω ότι δεν υπάρχει πια) και τον “άλλο” Τούρκο, τον νυχτερινό, με το πιλάφι που ανακουφίζει το στομάχι από το κακό αλκοόλ. Αλλά εκείνα τα μυστήρια ταβερνάκια τα θαμμένα βαθιά στους μαχαλάδες λίγοι τα αγαπούν. Εκεί μπορεί και να εμφανισθεί κανένας από εκείνους που οδηγούν τους αραμπάδες που προσπερνά το λεωφορείο όταν εξυπηρετεί αγκομαχώντας το φοιτητικό λεφούσι που ετοιμάζεται να επιτεθεί στο λασπωμένο φαγητό της Λέσχης. Εκεί οι πιπεριές καίνε πιο πολύ και τα σουτζουκάκια είναι σκληρά και πάντα στο φούρνο. Τον παλιό καιρό έτρωγες εκεί με ένα πεντακοσάρικο. Και στην επιστροφή τρέκλιζες στα σκοτεινά δρομάκια και στριφογύριζες γύρω από το ίδιο τετράγωνο για ώρες. Μέχρι να βγεις στα φώτα της “άλλης” πόλης, της “δικιάς μας”. Μετά τον ξέρεις το δρόμο…
Σωστός ο πρόεδρος
Πολλοί ονειρεύονται ένα ταξίδι στη Βιέννη κάπου κοντά στα Χριστούγεννα. Και όταν τα καταφέρουν θα δουν τα διάφορα παλάτια, τους πεζόδρομους του κέντρου, τον Άγιο Στέφανο, την Όπερα, το Δημαρχείο. Θα κάνουν μια βόλτα στη Neubau με τα φωτεινά μαγαζιά της, θα διασκεδάσουν στο Πράτερ και θα δουν την πλατεία του Βόδα για να τιμήσουν τον πατριώτη μας. Και αφού πιουν τον καφέ τους σε ένα από τα διάσημα καφέ του κέντρου, θα χαθούν, κατά τον προσφιλή βιεννέζικο όρο, στο τρίγωνο των Βερμούδων που σχηματίζουν τρεις πλατείες και περικλείει μια σειρά από φασαριόζικα μπαρ. Πιθανότατα, όμως, δε θα επισκεφθούν -δε θα ακούσουν καν γι’ αυτήν- μία από τις πιο γοητευτικές γειτονιές της πόλης, το όγδοο διαμέρισμα, γνωστό ως Josefstadt. Δεν είναι το γεγονός ότι εκεί κατοικούν παραδοσιακά οι περισσότεροι δήμαρχοι της Βιέννης και, εσχάτως, ο πρόεδρος της χώρας. Το Josefstadt είναι η μποέμ γειτονιά με τα σκοτεινά μπαρ και τα φοιτητικά σπίτια. Στα υπόγεια, παγκοσμίως άγνωστα γκρουπ παίζουν τζαζ και στα μικρά μπαράκια οι φοιτητές τρώνε ψωμί με ό,τι φανταστεί ο νους σου, πίνουν μπύρα και κρασί και παίζουν επιτραπέζια παιχνίδια. Πού και πού κανένα στέκι με “άποψη” σπάει την μονοτονία και σερβίρει κοκτέηλ με μπιτάτη μουσική. Το τραμ κυλάει μες στην μέση του δρόμου και οι στριγγλιές του σου υπενθυμίζουν ότι δεν πρέπει να χάσεις το τελευταίο γιατί τα ταξί είναι ακριβά. Κόκκινο, σιδερένιο και μονόφθαλμο διασχίζει την συνοικία και μαζεύει τους επισκέπτες που ξεστράτισαν από τις καθιερωμένες διαδρομές του νυχτερινού λεωφορείου. Σωστός ο πρόεδρος…
Ωραία τα ταξιδιωτικά σου. Από Βιέννη δεν ξέρω, αλλά τόσο το κείμενο της Κομοτηνής (έγραψα πρόσφατα κι εγώ κάτι χωρίς να έχω τόσο βιωμένη αυτή την πόλη), όσο και των Καννών έχουν ενδιαφέρον ως ματιές. Ο ταξιδιώτης-αναγνώστης και η πόλη ως κείμενο.
Γεια σου Δώρα κι ευχαριστώ για το σχόλιο. Επίσης ευχαριστώ για την παραπομπή στο ενδιαφέρον κείμενό σου. Ο τίτλος είναι λίγο παραπλανητικός αυτή τη φορά: μόνο στις Κάννες υπήρξα πραγματικός επισκέπτης – τις άλλες τρεις πόλεις τις έχω ζήσει πολύ περισσότερο και, συνεπώς, έχω ένα σχετικό πλεονέκτημα. Ο σκοπός, όμως, είναι να μοιραστούμε τις εντυπώσεις μας και να λειτουργήσουμε και λίγο ως ταξιδιωτικοί οδηγοί, να παρακινήσουμε τους αναποφάσιστους να πάρουν τους δρόμους. Οπότε, πες μας, αν θέλεις, τις εντυπώσεις σου από όσα μέρη του κειμένου έχεις επισκεφθεί και, κυρίως, τις διαφωνίες σου με τις δικές μου εντυπώσεις.
Όμορφη, εύστοχη και παραστατική η ματιά σου. Ιδίως στην περίπτωση του Λονδίνου (που το έχω ζήσει κάπως περισσότερο απ’ τις άλλες πόλεις) ‘έπιασε’ νομίζω κάτι βαθύ από την ψυχή αυτής της μητρόπολης, που όπως είπες αντικρίζει κάπως ενοχικά και πάντως όχι κατάματα τον ποταμό της.
Κωνσταντίνε, καθόλου δεν θα διαφωνούσα μαζί σου για τη ματιά σου, ειδικά στις Κάννες και στο Λονδίνο. Μου άρεσε που έπιασες αυτή τη διαχείριση του Τάμεση από τους Λονδρέζους. Θυμάμαι πόλεις σαν την Βουδαπέστη, την Πράγα, την Ρώμη και τον κομβικό ρόλο που παίζει ο ποταμός τους. Να μη μιλήσω για το Άμστερνταμ. Όσο για τις Κάννες, είχα γράψει κι ένα μικρό κειμενάκι (μυθοπλαστικό αυτό) αντλώντας από τις ορδές των τουριστών που βγάζανε φωτογραφίες πάνω στο φθαρμένο κόκκινο χαλί.
αυτο που μου ειχε κανει προσωπικα εντυπωση στις Καννες ηταν οι 250 (μαλλον πλουσιοι, μεσανατολιτες) αραβες που ειχαν αραξει στην προκυμαια με τις γυναικες τους να καθονται χωριστα περιπου 200 μετρα μακρια. Συγγνωμη για την πολιτικη μη ορθοτητα αλλα εμεις πηγαμε να δουμε κομψες Γαλλιδες και Βρετανους μυστικους πρακτορες, οχι ανατολιτες βαρυμαγκες και τσεμπερια…
απο την αλλη ενδιαφερον αυτο που λες για την Κομοτηνη, σχεδον με κανει να λυπαμαι που δεν εχω παει ποτε ανατολικοτερα της Χαλκιδικης…
Ατύχησες άσχημα, Σωτήρη, και, κινδυνεύοντας κι εγώ να κατηγορηθώ για σνομπισμό, οφείλω να ομολογήσω ότι το αισθητικό αποτέλεσμα επλήγη θανάσιμα από την εικόνα που περιγράφεις. Η Κομοτηνή είναι μία ενδιαφέρουσα πόλη μόνο φυσιογνωμικά και μόνο στα παλιομοδίτικα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, παρακμιακά κομμάτια της. Ό,τι σύγχρονο φτιάχτηκε όσο ήμουν εγώ εκεί είναι άσχημο και πρόχειρο, κατά τη γνώμη μου. Και, φυσικά, το φαγητό και γενικά η εμπειρία της “ταβέρνας” είναι πολύ ιδιαίτερα στη Θράκη. Θα γίνω πεζός, αλλά ελπίζω να μην έκλεισε το σουβλατζίδικο της πλατείας κάτω από τον πλάτανο γιατί σε αυτό χρωστάω τα περισσότερα από τα περιττά κιλά μου. Γενικότερα, η Θράκη είναι πολύ όμορφη και πολύ διαφορετική σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα και αξίζει να την επισκεφτεί κανείς. Τελικά μου άνοιξε η όρεξη με τούτη την κουβέντα!
Δώρα,
Έχεις δίκιο, σε άλλες πόλεις ο ποταμός παίζει μεγάλο ρόλο στην εικόνα του κέντρου: Πράγα, Βουδαπέστη και φυσικά πολλές μικρότερες πόλεις είναι κλασικά παραδείγματα. Στο Παρίσι, ο Σηκουάνας είναι ακόμα χώρος περιπάτου και εκθέσεων που δεν σνομπάρουν οι Παριζιάνοι – κάτι που φαίνεται και από τη διαμόρφωση των όχθεων. Στη δε Ρώμη, ο Τίβερης καθορίζει τον ίδιο το χαρακτήρα της κάθε όχθης – υπάρχουν οι “πέρα” και οι “δώθε” (που θα έλεγε και ο Παπαγιαννόπουλος) από τον Τίβερη. Αλλά αυτά θα πρέπει να μας τα εξηγήσουν αρμοδιότεροι καθότι στη Ρώμη μόνο επισκέπτης έχω υπάρξει. Στο Λονδίνο, όμως, το ενδιαφέρον είναι πως η πόλη μοιάζει να θέλει να κρύψει τον Τάμεση αλλά αυτός δεν της κάνει το χατήρι. Γι’ αυτό, ίσως, είναι και ένας περίπατος που μου αρέσει πολύ αυτός που καταλήγει στο ποτάμι.