Πριν την Ανάσταση

Αφιερωμένο στους εν αναΜορφώσει Τεκνοφύλακες. Ότι ηγάπησαν πολύ.

Έχουν περάσει χρόνια τώρα και δεν θυμάμαι πια καλά. Δεν θυμάμαι όσα θα ήθελα και δεν θυμάμαι όσα θα έπρεπε. Προσπαθώ, αλλά δεν θυμάμαι.

————

Ο παππούς έμεινε πίσω, έμεινε στο σπίτι. Όταν φύγαμε εμείς, όλοι μάς κοίταζαν. Φορούσα ένα από τα κοστούμια της δουλειάς. Ο πατέρας μου πήγαινε μπροστά, μόνος του. Σφιγγόμασταν ο ένας πάνω στον άλλο. Στον δρόμο έβλεπα πολλούς φίλους, πότε είχαν έρθει όλοι αυτοί, με τα μάτια κόκκινα, τα χέρια στις τσέπες.

Όταν στρίψαμε την τελευταία στροφή, τους είδα. Δεν το περίμενα, δεν μου το είχαν πει και γιαυτό δεν είχα προετοιμαστή. Ήταν η μπάντα της Πυροσβεστικής. Πρέπει να φορούσαν στολές, αλλά δεν θυμάμαι τι χρώμα είχαν. Παιάνιζαν.

Ω φως των οφθαλμών μου...

Δεν μπορώ να θυμηθώ αν στεκόμουν δεξιά ή αριστερά του. Μάλλον δεν έχει σημασία.

Ημουν αγχωμένος. Όλο το χωριό με κοίταζε και έπρεπε να ανταποκριθώ. Να κλάψω.

Όταν τον φίλησα, ήταν κρύος. Αυτό το θυμάμαι καθαρά.

Στο βάθος η μελλοντική μητέρα των παιδιών μου είχε αναλυθή στον ώμο του φίλου που θα βάφτιζε μια μέρα τον γυιο μου. Τον γυιο μου που θα έπαιρνε το όνομα. Αλλά αυτά δεν τα ήξερα τότε.

Πραγματικά, δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτε άλλο.

...γλυκύτατόν μου τέκνον...

Α, στο τέλος. Είχαν μπει όλοι μπροστά και δεν μπορούσα να πλησιάσω. Και αυτό ήταν άδικο, γιατί εγώ ήμουν το κεντρικό πρόσωπο και έπρεπε εγώ να είμαι εκεί, μπροστά σε όλους, πιο μπροστά από όλους. Αλλά δεν ήμουν, αυτή είναι η αλήθεια.

Δεν μπορώ ούτε καν να θυμηθώ την τελευταία εικόνα. Το τέλος.

...πώς τάφω νυν καλύπτη;

Δεν τον έχω ξαναδεί από τότε. Πάνε εννιά χρόνια και μια μέρα.

Σήμερα θα έκλεινε τα εξήντα έξι. Του Άι Γιωργιού. Ακόμα μπορώ να κλάψω.

Μνήμη
Λήθη