Τα χωριά Ποτέμκιν ήταν ψεύδο-μεγαλοπρεπή χωριά που έστησε στο άρπα κόλλα ο Στρατηγός Ποτέμκιν στην Κριμαία προκειμένου να εντυπωσιάσει την Τσαρίνα Αικατερίνη Β’ κατά την επιθεώρηση της στη νεοκατακτηθείσα περιοχή και έτσι να ανεβάσει τις μετοχές του, δείχνοντας της τι πολιτισμένη περιοχή κατάφερε να κατακτήσει.
Μια παρόμοια κατάσταση επικράτησε στην Ελλάδα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Ήταν η εποχή όπου έβλεπες καθημερινές πρωί 40άρηδες σαν τα κρύα τα νερά να πίνουν φραπέ με τους financial times στο ένα χέρι και τον Πρωταθλητή στο άλλο. Στο κινητό την μια πούλαγαν μετοχές και έκλειναν διαστημικά deal στο Χονγκ-Κονγκ, την άλλη έδιναν παραγγελιά στην μάνα τους τι να φάνε το μεσημέρι. Ήταν η εποχή που οι έλληνες φοιτητές στο εξωτερικό είχαν τριπλάσιο budget από όλους τους άλλους. Το παιδί του σουηδού γιατρού έβγαζε την χρονιά με ένα ζευγάρι αθλητικά, το παιδί του έλληνα δημοσίου υπαλλήλου δεν φόραγε τα ίδια prada πάνω από 6μήνο. Τυπικοί αμόρφωτοι βαλκάνιοι καταφερτζήδες (σαν τον Πέτρο Κωστόπουλο) που ανδρώθηκαν στο ΠΑΣΟΚ της Αυριανής και του Κουτσόγιωργα εμφανίστηκαν ξαφνικά στα 00ς να πίνουν το shaken but not stirred μαρτίνι τους στην Κυανή ακτή και να γράφουν editorial για την σχέση αμοιβαίας επιστοσύνης που πρέπει να χτίσει ο τζέντλεμαν με τον ράφτη του, έχοντας σαν αναγνωστικό κοινό φαντάρους, ΕΠΟΠ, πελάτες που περιμένουν να έρθει η σειρά τους στο κουρείο και θέλουν να δουν κανά βυζάκι στο μεταξύ, υπαλλήλους σε μαγαζιά κινητών με μαλλιά καρφάκια και φτηνή γραβάτα σε έντονα χρώματα.
Ανθυπομαντονές της μέσης ανατολής αποκαλούνταν “λαμπερές σταρ” αλλά όμως εύκολα μπορούσες να τις πετύχεις στην γλυφάδα σάββατο πρωί να περπατάνε με τα καυλωτικά τακούνια τους ανάμεσα σε τσιμπουριασμένα αδέσποτα, ανοιχτούς γιγάντιους σκουπιδοντενεκέδες, ζητιάνους και πόρσε παρκαρισμένες στο σημείο του πεζοδρομίου που έχει διαμορφωθεί για τους ανάπηρους – τα δε βίντεο-κλιπ τους ήταν σαν αυτά που παίζουν τα δορυφορικα αραβικά κανάλια ολημερίς.
Σαν τα σαλιγκάρια μετά την βροχή εμφανίζονταν “επιστήμονες” απόφοιτοι πανεπιστημίων με υποδομές χειρότερες από ερπαρχιακό αμερικάνικο high school που πέρασαν τα φοιτητικά τους χρόνια σε καφετέριες, σουβλατζίδικα, μπουζούκια και καναπέδες βλέποντας τηλεόραση, σφοδρα απογοητευμένοι που δεν έβρισκαν δουλειά “αντίστοιχη με τα προσόντα και τις σπουδές” τους, εννοώντας μια δουλειά στο στυλ του Michael Douglas στο Wall Street ή των “κοριτσιών” στο σεξ και η πόλη. Στις δε δουλειές που υπήρχαν τότε, έβλεπες να ψάχνουν “software engineer” με απαραίτητα μεταπτυχιακές σπουδές και ει δυνατόν εμπειρία στο εξωτερικό (ph.d. επιθυμητό, αλλά όχι απαραίτητο) για να του απονείμουν τον τίτλο “διευθυντής τμήματος τεχνολογίας και υπολογιστών” του οποίου τελικά η δουλεία έιναι να τρέχει ένα πρόγραμμα για μια αποθήκη λαστιχων ποτίσματος στο κορωπί και η εταιρεία-εργοδότης μια οικογενειακή επιχείρηση 5 ατόμων.
Φοιτητές και μαθητές που βαριόντουσταν όσο τίποτα στον κόσμο να κάνουν μάθημα ξεχύθηκαν στους δρόμους για χαβαλέ και φλερτ και αυτό αποκαλέστηκε “φοιτητικό κίνημα” με “φρέσκα αιτήματα”, με “διάθεση αμφισβήτησης και ρήξης με το κατεστημένο” που όμως επικροτούσε το σύνολο της πνευματικής ηγεσίας, το σύνολο της αντιπολίτευσης, ένα μεγάλο μέρος της συμπολίτευσης, τα ΜΜΕ, οι καθηγητές πανεπιστημίου και ο συνδικαλισμός – με λίγα λόγια, το κατεστημένο.
Και σαν κερασάκι στην τούρτα (που πλεόν έχει λήξει), βλέπω χθες στο περίπτερο το εξής εξώφυλλο σε κουτσομπολίστικο περιοδικό: μια φωτογραφία που έβγαλε κάποιος παπαρατσι σε νησί και δείχνει την τηλέσταρ φαίη σκόρδα με βαμβακερή μπλε φόρμα, σπορτέξ και επίσης βαμβακερό σπορ μπλε φούτερ με κουκούλα. Κρατάει μια τεράστια τσάντα Ηλία Βουϊτόν και μιλά στο κινητό. Ο τίτλος του ρεπορτάζ είναι “Το τάμα στην τήνο”.
Είναι όλοι εκεί: η Grace Kelly (τα ξανθά μαλλιά, η Louis Vuitton), τα παιδιά των γκέτο από το μπρονξ και την βαλτιμόρη (η φόρμα ως ένδυμα για δημόσια εμφάνιση), η ρένα βλαχοπούλου (το τάμα), η ασφυκτική πίεση και το άγχος του σίτυ (το κινητό κολλημένο στο αυτί). Με άλλα λόγια, η ελλάδα των 00ς.
Καθώς περπατούσα στο κέντρο της Αθήνας σκεφτόμουν ότι οι μέρες που ζούμε είναι ένα αλλόκοτο μείγμα τραγικού και γελοίου, κυρίως όμως γελοίου.
Τις σκέψεις μου διακόπτει μια μπάσα βιαστική φωνή:
– όπα λίγο
γυρνάω: είναι ένας τύπος με ένα παπί πάνω στο πεζοδρόμιο που θέλει να κάνω άκρη για να περάσει (κινείται στο αντίθετο ρεύμα), κάνω άκρη και του λέω συγγνώμη (!) – συνήθεια από το εξωτερικό που μου μεινε κουσούρι.
Πολλές εφημερίδες στο περίπτερο ξεσαλώνουν με τις γνωστές αναφορές στο Γ’ Ραϊχ και τις επίτηδες κακές φωτογραφίες της μερκελ (με κλειστά μάτια, με κακή γκριμάτσα) με αφορμή τις προτάσεις της γερμανίας για την αναθεώρηση της συνθήκης της Λισσαβώνας – αυτή είναι η κριτική που μπορούν να κάνουν τα ΜΜΕ μας.
Δύο μικροκαμωμένες φοιτήτριες δίπλα μου, γύρω στα 20, βγαίνουν από ένα βιβλιοπωλείο με τεράστιες σακούλες, μεγαλύτερες από τις ίδιες, που έχουν μέσα ογκώδη βιβλία (“τούβλα” στην αργκό) – βιβλία που αγοράζει φυσικά το ελληνικό δημόσιο και μοιράζει στους φοιτητές, οι οποίοι τα βάζουν στην βιβλιοθήκη τους αδιάβαστα και περνάνε τα μαθήματα με τα σωσάκια που δίνουν οι φοιτητικές παρατάξεις.
Εν τω μεταξύ, στα προπύλαια, ιρανοί πρόσφυγες είχαν αναρτήσει πανώ και διαμαρτύρονταν, κάνοντας μάλιστα απεργία πείνας, για την κατάσταση τους: λένε ότι είναι αντιφρονούντες, ζήτησαν από εμάς άσυλο, εμείς δεν είπαμε ούτε ναι όυτε όχι, τους δώσαμε μια προσωρινή άδεια παραμονής και αυτοί δεν ξέρουν τι να κάνουν, ας τους πούμε τουλάχιστον όχι, λένε, να ζητήσουν αλλού άσυλο. Είναι μάλιστα θυμωμένοι από την σιωπή των ΜΜΕ (!).
Ταυτόχρονα στο Πανεπιστήμιο γινόταν ορκωμοσία, συγγενείς από επαρχία, λουλούδια, τουαλέτες, κοστούμια 2 νούμερα μεγαλύτερα. Τι γιορτάζουν όλοι αυτοί; αναρωτιέμαι ενώ τους βλέπω να περνάνε δίπλα από τους απεργούς πείνας, τους οποίους βλέπουν μάλλον σαν ντεκόρ – όλο κάτι τέτοια έχει εδώ, θα σκέφτονται.
Στους ιρανούς απεργούς που οργίζονται για την σιωπή των ΜΜΕ θα ήθελα να πω με τι αυτά ασχολούνται: χθες ή προχθές είδα μια εκπομπή στην ΝΕΤ για την απαγόρευση του καπνίσματος – η εκπομπή ήταν, φυσικά, αναφανδόν κατά του νόμου. Ο σοφός συγγραφέας Γιάννης Κακουλίδης είπε μην απορήσετε αν αύριο απαγορεύσουν και το σεξ για το καλό μας. Κορωνίδα της επιχειρηματολογίας του: “μήπως δεν έχουν κόστος για το σύστημα υγείας και τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα;” Ένας συνθέτης λαϊκής μουσικής, αφού επικαλέστηκε διάφορα μερακλίδικα σουξέ, πάλευε λυσσαλέα για την ελευθερία του λόγου – δηλαδή αν μου έρθει έμπνευση να γράψω στίχο με τσιγάρο, να μην το κάνω; αναρωτιέται. Ποιος θα μου το απαγορεύσει; (πιο θυμωμένα αυτό). Μια νεαρή κοπελίτσα, κουλτουριάρικης υφής, σε ένα “ψαγμένο” καφέ δηλώνει “Ναι, εδώ παρανομούμε” – ούτε ντροπή, ούτε μαγκιά διέκρινα στα λόγια και το ύφος της: έμοιαζε να περιγράφει ένα φυσικό φαινόμενο, όπως π.χ. θα ανακοίνωνε ένας αστροφυσικός την θέση του πλανήτη Άρη στον ουρανό μια συγκεκριμμένη ημερομηνία.
Ο εγκληματολόγος Πανούσης, αν θυμάμαι καλά, είπε ότι δεν μπορείς να αντιμετωπίζεις με νόμους ζητήματα πολιτιστικά.
Ούτε ένας δεν είχε καταλάβει ότι το ζήτημα είναι η προστασία των συμπολιτών μας που δεν καπνίζουν.
Παρηγοριά βρίσκω μόνο στην σκέψη ότι η γενιά μου δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία γενιά ελλήνων που βλέπουν την πατρίδα ταπεινωμένη, ανήμπορη, απελπισμένη να άγεται και να φέρεται από το πουθενά στο πουθενά – ο πρώτος κρίκος της αλυσίδας χάνεται στο βάθος των αιώνων.
Έχει για όλα αυτά η γλώσσα μας τόσες λέξεις: πίκρα, μαράζι, παράπονο, καημός – έχει και την πιο σοφή λέξη γι’αυτόν που φεύγει από την πατρίδα του για να βρει αλλού καλύτερη τύχη: μίσεψε λέμε, από το μισεύω, δηλαδη γίνομαι μισός (ορισμός του μισού από το βικίλεξικό: αυτός που αποτελεί το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός συνόλου αλλά και αυτός που δεν έχει τελειωθεί).
Δυστυχώς όμως για την δική μας γενιά τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Οι προηγούμενες έζησαν και έδρασαν υπό το βάρος κορυφαίων ιστορικών γεγονότων, σφραγίστηκαν από στιγμές που προκαλούν δέος: διωγμός στην Σμύρνη, πόλεμος στα χιόνισμενα βουνα της αλβανίας, τανκ μπροστά από πύλη πανεπιστημίου.
Αντί για αυτά εμείς έχουμε τις αφεντομουτσουνάρες ενός τσοχατζόπουλου και ενός καραμανλή, τον πρωθυπουργό της χώρας να ανακοινώνει χρεοκοπία με φόντο βαρκούλες να αρμενίζουν (πετυχημένος πάντως ο unintentional συμβολισμός). Δεν υπάρχει κάτι μεγαλύτερο από εμάς, κάτι βαρύ και επιβλητικό που να ορίζει τις μοίρες μας, κάτι που θα μπορούσε να γίνει τραγωδία. Διότι σε όλα τα προηγούμενα γεγονότα ο άνθρωπος μπορούσε να σηκώσει το ανάστημα του: να φτιάξει την ζωή του σαν πρόσφυγας από το μηδέν με αξιοπρέπεια και τιμή, να πολεμήσει στα βουνά, να μην σπάσει (ή και να σπάσει) στα βασανιστήρια της ασφάλειας.
Η τραγωδία μας λοιπόν είναι ακριβώς αυτή: ότι δεν μπορούμε να σηκώσουμε το δικό μας ανάστημα, ότι μας στερούν την περηφάνεια, ή καλύτερα την εσωτερική δύναμη και γαλήνη, του ανθρώπου που έκανε το χρέος του (ή, τουλάχιστον, ό,τι μπορούσε). Αυτή η πίστη, ότι έκανες το χρέος σου όταν έπρεπε, είναι ίσως η μοναδική παρηγοριά του ηττημένου. Εμείς θα πρέπει να ζήσουμε χωρίς αυτή.
Σιγά βρε snaporaz αν έριχνες και λίγο πατρίδα κι ορθοδοξία μέσα θα νόμιζα πως διαβάζω το Γιανναρά :P
Μέχρι να φτάσω στις τελευταίες παραγράφους του άρθρου σου είχα αρχίσει να βαριέμαι λίγο από την κάπως δικαιολογημένη αλλά, οπωσδήποτε, υπερβολικά γλαφυρή και γενικόλογη περιγραφή σου των ελληνικών 00’s. Αλλά έστω ότι η γλαφυρότητα ήταν εκεί για να εξυπηρετήσει το υπόλοιπο άρθρο (έχω υποπέσει κι εγώ σε αυτήν πολλές φορές).
Πολύ σωστά διαπιστώνεις ότι “η γενιά μου δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία γενιά Ελλήνων που βλέπουν την πατρίδα ταπεινωμένη, ανήμπορη“. Και ότι, “Οι προηγούμενες έζησαν και έδρασαν υπό το βάρος κορυφαίων ιστορικών γεγονότων” και γι’ αυτό “Η τραγωδία μας λοιπόν είναι ακριβώς αυτή: ότι δεν μπορούμε να σηκώσουμε το δικό μας ανάστημα“.
Εδώ θέλω να σταθώ. Ποια είναι η ακριβώς η τραγωδία μας; Το ότι δε ζούμε υπό το βάρος κορυφαίων ιστορικών στιγμών; Θα το θέλαμε δηλαδή αυτό; Θα είχαμε ανάγκη από ακόμη ένα παγκόσμιο πόλεμο ώστε να βρούμε την ευκαιρία να πούμε άλλο ένα “Όχι”; Όχι, δε θα το θέλαμε! Δε νοσταλγούμε αυτές τις “ιστορικές στιγμές”. Δεν είναι αυτές που μας λείπουν! Όμως είμαστε, πράγματι ανήμποροι να σταθούμε με αξιοπρέπεια.
Δε μας στερεί κανείς την περηφάνια μας, μόνοι μας την αφήνουμε να πάει περίπατο.
Τα 00s είναι μια ιστορική εποχή για την Ελλάδα! Η πολιτική κατέρρευσε παταγωδώς, τα μεγάλα πολιτικά πρόσωπα εξαφανίστηκαν (δόξα τω θεώ) και η χώρα βρέθηκε σε μια εποχή όπου οι συνθήκες ήταν καλές (δημοκρατία, Ευρωπαϊκή Ένωση). Το τοπίο καθαρίζει και οι (οφθαλμ|αυτ)απάτες των 90s ξεφτίζουν. Αν τη δούμε αυτή την εποχή ως “ιστορική” τότε έχουμε ακόμα καιρό και για να ανακτήσουμε και την περηφάνια και την αξιοπρέπειά μας.
Ωραιο αρθρο. Διαβαζω το βιβλιο “διχασμος και εξιλεωση: περι πολιτικης ηθικης των ελληνων”. Νομιζω οτι ειναι ενα αντιδοτο στο συναισθημα της “ικανοποιησης απο την αυτοκαταστροφη” των ελληνων που διαχεεται στο αρθρο και στην καθημερινοτητα μας…ομως φοβουμαι οτι ισως φτανει στο ιδιο συμπερασμα με το αρθρο…Ο ελληνας θελει οριακες στιγμες για να προσφερει. Διαβαστε το αν το βρειτε.
Πράγματι είναι αρκετά αξιόλογο το βιβλίο του Καραποστόλη!
Το ιστολογιο αυτο εχει ενα στυλ στα περισσοτερα κειμενα του και μια γενικη απαιτηση να περιγραφονται συγκεκριμενα προβληματα και να δινονται συγκεκριμενες λυσεις. Συνειδητη ηταν αυτη η επιλογη, αλλα δεν σημαινει οτι δεν μπορει να εχουμε που και που κειμενα που φευγουν απο αυτον τον κανονα.
Θα προτεινα το παρον κειμενο να κριθει περισσοτερο ως χρονογραφημα και λιγοτερο ως ενα τυπικο κειμενο της αΜ. Ως τετοιο εχει σκηνες που ειναι πολυ χαρακτηριστικες της εποχης μας, και οπως εχω ξαναπει θα ηθελα να δω και καλλιτεχνικα εργα (ταινιες, βιβλια) που να τις καταγραφουν.
Για μενα πχ αυτο το κομματι λεει πολλα για το προβλημα της Ελλαδας
Η μανια με το (φτηνο και κακογουστο) γκλαμουρ εις βαρος της ουσιας, το οξυμωρο του να θελουμε ακριβα κλαμπ, πολυτελη αυτοκινητα αλλα να ανεχομαστε ενα δημοσιο που δεν μπορει να εξασφαλισει ουτε τα στοιχειωδη, οπως ενα πεζοδρομιο χωρις τρυπες και παρκαρισμενα αυτοκινητα… Ολα αυτα μου φαινονται χαρακτηριστικη εικονα της εποχης η οποια θελω να μεινει στην μνημη μου, ως παραδειγμα προς αποφυγη ή early warning indicator μιας χωρας που δεν οδευει καλα.
Επισης βρισκω καλη την παρατηρηση οτι η παρουσα κριση, ενω ειναι ιστορικης σημασιας για την Ελλαδα, αφηνει τους ανθρωπους να αισθανονται λιγο ανημποροι. Σε προηγουμενες κρισεις κατι δραστικο μπορουσες να κανεις, να παρεις το τουφεκι, να παρεις το βαπορι για Αυστραλια…
Σημερα οι ευκαιριες ανειδικευτης μεταναστευσης ειναι σπανιοτερες και η κατασταση στην Ελλαδα κατα καποιον τροπο υπερβολικα καλη για να ξενιτευτεις. Οι περισσοτεροι θα μεινουν στην χωρα και απλα θα τα κουτσοβολεψουν. Και βεβαια το μεγαλυτερο κομματι της ενεργειας και διαθεσης για αλλαγη θα ξοδευεται σε ανουσιες πορειες και διαμαρτυριες.
Δεν λεει κανεις οτι αυτη η ιστορικη στιγμη ειναι δυσκολοτερη απο προηγουμενες, αλλα ειναι σχεδον σιγουρα λιγοτερο ηρωϊκη, κανενος τα κατορθωματα δεν θα τραγουδηθουν. Ισα ισα αυτοι που εργαζονται πυρετωδως αυτην την στιγμη για να σωθει η χωρα, πιθανοτατα θα υποστουν την μηνιν και ανημπορη οργη του κοσμου.
Τάκη
Δεν θέλω φυσικά ούτε κατοχή ούτε δικτατορία – θα ήθελα όμως να είχα κάποια διέξοδο, να έκανα δηλαδή κάτι που θεωρώ πως είναι σωστό και πως βοηθάει σε αυτές τις δύσκολες στιγμές.
Αν μετά από χρόνια με ρωτήσει το παιδί μου τι έκανες εκείνα τα χρόνια να μπορώ να του πω έκανα αυτό.
Τώρα τι θα πούμε; τι κάνουμε; τίποτα
Και βέβαια κανένας θεοδωράκης και κανένας σαββόπουλος δεν θα τραγουδήσουν γι αυτόν που κάνει τα πάντα για να μην χάσει το σπίτι του, για αυτόν που ζητάει λεφτά από τους γονείς του γιατί αλλιώς δεν μπορεί να θρέψει την οικογένεια του, γι’αυτόν που θυσίασε την εφηβεία για να περάσει στην “πρώτη σχολή της προτίμησης του”, με τους γονείς του να υπόσχονται “σίγουρη εξασφάλιση” με το πτυχίο, μόνο και μόνο για να βρει ένα μπάχαλο που οδηγεί σε άθλιες δουλειές.
Σωτήρη
Όντως το κείμενο μου δεν μιλάει για συγκεκριμμένα προβλήματα και λύσεις.
Δεν θέλησα να περιγράψω ιδέες, αλλά συναισθήματα – συναισθήματα όχι ιδιωτικά, δηλαδή δεν έγραψα έχω πάθει καψούρα με την κόρη του περιπτερά, αλλά που αφορούν ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού (κατά την γνώμη μου).
Eχοντας μολις επιστρεψει απο μια απαραδεκτη ελληνικη ταινια, και φυσικα δε μιλαω για χαζοκωμωδια, αισθανομαι οτι ακριβως αυτο το πεδιο ειναι ανεξερευνητο απο τους Ελληνες καλλιτεχνες. Θελω να δω μια ταινια, μια σειρα, που θα μιλαει για την πραγματικη Ελλαδα. Τον τυπο που δουλευει για να πληρωσει το στεγαστικο, το φοιτητη που δε βλεπει μελλον στη χωρα, τον 30ρη που αλλιως του τα χαν πει, κι αλλιως τα βρισκει.
Ατυχές δεν είναι να γεννηθείς Έλληνας, είναι να μην μπορείς να το ξεπεράσεις που δεν γεννήθηκες Ευρωπαίος.
δεν ξερω τι αισθανεσαι εσυ Στασσα, εγω γεννηθηκα ξεκαθαρα και Ελληνας και Ευρωπαιος (να μην πω και Παναθηναϊκος)
θαλυς
μην διαπραττουμε το Πεηλινικο αμαρτημα, πραγματικη Ελλαδα ειναι και το Καστελοριζο και το Περιστερι, και ο 30ρης και ο 70ρης, και ο λέρας και ο ταλαιπωρος εντιμος. Αλλα ναι, υπαρχει αυτο το χαμηλου προφιλ ταλαιπωρημενο κομματι της χωρας, το πιο αξιοπρεπες για πολλους, που δεν θα το τραγουδησει κανεις.
σναπ
“Δεν θέλησα να περιγράψω ιδέες, αλλά συναισθήματα – συναισθήματα όχι ιδιωτικά”
μα ναι, και τα συναισθηματα καλο ειναι να καταγραφονται και να τα θυμομαστε (γιαυτο ειμαι και υπερ των ημερολογιων!), ποσο μαλλον οταν εκφραζουν περισσοτερους ανθρωπους
ΣΓ το πραγματική Ελλάδα είναι υπερβολή της στιγμής. Δες “Το σπιρτόκουτο”, την “Ψυχή στο στόμα” και τη “Χώρα προέλευσης”. Μετά πες μου τι εντύπωση θα σχημάτιζες για την Ελλάδα από τις 3 εκ των 4 πιο προβεβλημένων ταινιών της(αφήνω τον Κυνόδοντα απ’έξω). Σύγκρινε αυτή την εντύπωση με αυτά που ξέρεις. Υπάρχει κάτι παραπάνω από το αναμενόμενο bias. Αγνοείται εντελώς ένα μεγάλο κομμάτι της χώρας.
Πάντως, βλέποντας χτες ένα ντοκυμαντέρ στο Αμερικανικό Travel Channel με τον γνωστό κυνικό αναζητητή γεύσεων Anthony Bourdain για την επίσκεψή του στην Ελλάδα (η αρχή εδώ http://www.amazon.com/Greek-Islands/dp/B001VY1CLU/ref=pd_vodsm_B001VY1CLU) θυμήθηκα ότι, για τη χώρα Ποτέμκιν δεν ξέρω, αλλά στην Ελλάδα υπάρχουν ακόμα πτυχές (το χιούμορ, η παρορμητικότητα, η προσοχή που δίνουμε στο φαγητό και το ποτό) που γοητεύουν τους ξένους, ακόμα και τους κυνικούς σαν τον Bourdain. Μπορεί να αναδυκνείεται καθημερινά η Ελλάδα του Κωστόπουλου, του Τσοχατζόπουλου, και του κάθε άλλου πούλου αλλά υπάρχει και μια άλλη Ελλάδα που περιμένει τις ευκαιρίες της, αρκεί να της δωθούν.
I. Να ένα κείμενο με μαράζι που μοιάζει να διαψεύδει τη μομφή του Νικόλα Σεβαστάκη κατά των νέων φιλελευθέρων (http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=174563). Ισως ακριβώς το μαράζι μας συνίσταται στην έλλειψη αρχιμήδειου σημείου αναφοράς επί του οποίου θα μπορούσαμε να κινήσουμε την “γαν” του καημού μας. Δεν μπορούμε να ταυτισθούμε με τον στίχο του ποιητή “βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες”, γιατί, ενώ κεκυφότες πορευόμαστε, πέτρες πια δεν υπάρχουν στον ώμο μας. Άτιμο malaise…
ΙΙ. Για το θερμουργό βιβλίο του Καραπαστόλη ίσως χρειασθεί να επανέλθω.
Α ρε Μυρωνα, ωραια το εξεφρασες παλι.
Και ενδιαφερον το κειμενο του Σεβαστακη, γιατι μιλαει για ζητηματα που οντως ουτε αυτος νομιζω εχει κατανοησει καλα. Δεν ειναι οτι λειπει η ευαισθησια και ο καημος, το μαραζι που λες. Ειναι οτι σε αυτους που δεν συμπαθουν τα ακρα, που εχουν απαγοητευτει με την πορεια της χωρας, που θελουν να προχωρησουμε ταχυτερα προς ενα κανονικο, ευρωπαϊκο μελλον, συνηθως λειπουν και οι ακραιες εκδηλωσεις, υπαρχει μια αξιοπρεπεια και μια στωϊκοτητα.
Ο νεος φιλελευθερος βλεπει, αισθανεται, θλιβεται, ενιοτε ποναει, θα ελεγα εχει ολα αυτα τα βαρια συναισθηματα πιο σταθερα απο άλλους. Απλα δεν σκιζει το πουκαμισο του για να χτυπησει το στηθος του ουρλιαζοντας. Χαμηλο προφιλ, ψυχραιμια, στωϊκοτητα… ολα αυτα συσχετιζονται αμεσα με τον πραγματισμο ή την “κοινη λογικη” (θα με κριτικαρει ο ΚΤ εδω) που αποζητανε αυτοι οι ανθρωποι να κυριαρχησει στην πολιτεια μας.
Και μια πουσεχουμε εδω, λεγεται εντος χωριο Ποτεμκιν στα ελληνικα? Ή Ποτεμκειο χωριο, Ποτεμκιανο, το χωριο του Ποτεμκιν?
Κωστα
θα κρατησω ενα χαρακτηριστικο που ανεφερες, την παρορμητικοτητα. Για αυτους που κανουν διακοπες στην Ελλαδα η παρορμητικοτητα εχει πλακα. Για την δημιουργια μιας καλης και στιβαρης πολιτειας ομως, ισως αυτο ακριβως ειναι το προβλημα. Ισως η Ελλαδα πρεπει να γινει μια χωρα σχιζοφρενων. Παρορμητικοι στην ζωη μας, ψυχραιμοι πραγματιστες οταν εχουμε να κανουμε με ζητηματα της πολιτειας μας.
Ας επιλεξουμε να το κανουμε μονοι μας, για να μην εχουμε καποιους αλλους να το κανουν για μας (βλ Μνημονιο).
Η Νοτια Φλωριδα πως το καταφερνει αραγε?
θαλυς
δεν βλεπω ταινιες με λιγοτερο απο 6.5 στο imdb :) Τι λενε οι ταινιες που αναφερεις?
Ιδού και η σχετική περιπαθής μαντινάδα (παράφραση μιας γνωστής του θρυλικού Κώστα Μουντάκη και επί τω κρητικώτερον Μουντόκωστα) για τα λουλούδια εκ του χωρίου Ποτέμκιν:
Ποτεμκιανέ μου καντιφέ ποιός σε βαγιοκλαδίζει
να παίρνει από τα μάτια μου δάκρυα να σε ποτίζει;
Το χωριό θα το λέγαμε Ποτεμκιανό (όπως υπάρχει Αμαριανό), αν και αυτό το μι δίπλα στο κ, σύμπλεγμα ασύνηθες για τα ελληνικά, κάποτε θα οδηγούσε στη σίγαση του ενός: Ποτεμιανό, ας πούμε, ακούγεται καλά.
Επί τω λογιώτερον μετηνεγμένον, το χωριό του Ποτέμκιν είναι το ποτεμκίνειο χωριό.
Επί της ουσίας, φίλος καλός μου επεσήμανε, σχολιάζοντας το σεβαστάκειο άρθρο, ότι πολλέ φορές η συζήτηση περί ιδιοπροσωπίας, ελληνικότητας, καημού της ρωμιοσύνης, οσοδήποτε σημαντική στις αρχές του 20ου αιώνα, δεν είναι σήμερα παρά μια υπεκφυγή, για να μην κοιτάξουμε εαυτούς στον καθρέφτη και για να μην αντιμετωπίσουμε νηφάλια, με την κοινή λογική, όπως θα ήθελε ο ΚΤ, τα προβλήματα.
Ισως νά’ναι κι έτσι.
Μύρονα ευχαριστώ που κατάλαβες το νόημα του κειμένου μου (και το εξέφρασες εξαιρετικά), αλλά και για τον σύνδεσμο στο κείμενο του Σεβαστάκη, που κανονικά θα του άξιζε ξεχωρίστο ποστ.
Δεν ξέρω ποιος είναι ο Σεβαστάκης, θα στοιχημάτιζα όμως ότι ανήκει στην γενιά του πολυτεχνείου.
Το μόνο αξιόλογο που βρήκα στο κείμενο του είναι η αμηχανία που νιώθει ο τυπικός αριστερός της μεταπολίτευσης όταν διαπιστώνει ότι εμφανίζενται σιγά-σιγά στην ελληνική γλώσσα ένας λόγος που δεν χρειάζεται ουσιαστικά την αριστερά (ενώ μέχρι τώρα στην μεταπολίτευση ο μη-αριστερός λόγος ήταν αποκλειστικά άντι-αριστερός) και ασχολείται αναγκαστικά μάζι της αφού οι όποιες αντιρρήσεις σε αυτόν έρχονται από την αριστερά (αφού αυτή είναι το mainstream).
Η όλη δομή της επιχειρηματολογίας του αποτελεί σύνοψη του τρόπου σκέψης της μεταπολιτευτικής αριστερής διανόησης (μπορεί και να μην ανήκει ο συγγραφέας βέβαια, βρίσκω όμως πολύ τυπικό το κείμενο του).
Το βασικό χαρακτηριστικό της είναι ότι δεν επιχειρηματολογεί, μέμφεται.
Κατά τα άλλα, έχει δίκιο ο Σωτήρης ότι ο Σεβαστάκης δεν καταλαβαίνει τι κριτικάρει, όταν γράφει π.χ.
Δεν ξέρω ποιος το είπε αυτό, πάντως δεν προκύπτει από καμμία φιλελεύθερη προκείμενη – θα μπορούσε κάποιος κάλλιστα να ισχυριστεί ότι άλλα είναι τα μείζονα προβλήματα της χώρας και το κιτς απλά μια από τις συνέπειες τους (η πιο αθώα ίσως) χωρίς να παραβιάσει καμμία φιλελεύθερη αρχή.
Πάντως το ότι ο Σ ανήκει στην γενιά του πολυτεχνείου φαίνεται και από την φράση
η οποία αποτελεί ένα από τα πάγια κόμπλεξ της γενιάς του πολυτεχνείου, που όμως κανένα άλλο άνθρωπο δεν σοκάρουν. Μόνο αυτοί σοκάρονται στην ιδέα να εφαρμοστεί ο νόμος π.χ. στην περίπτωση που το ΠΑΜΕ κλείνει λιμάνια – όλοι υπόλοιποι το βρίσκουμε ΟΚ και το λέμε κιόλας, αν τώρα ο Σεβαστάκης νομίζει ότι είμαστε κάτι σαν τους χωροφύλακες της χούντας, επιβεβαιώνει το πασιφανές, ότι όσο η γενιά του πολυτεχνίου κάνει κουμάντο δεν θα δούμε άσπρη μέρα.
Τέλος βρήκα προσβλητική για την νοημοσύνη μου την προσπάθεια αθωώσης της αριστεράς
Κατ’αρχήν, πού είδε την νοικοκυροσύνη στο ελληνικό φαρ-ουέστ που ο καθένας εφαρμόζει τους νόμους που γουστάρει (ανάλογα και με το τι πιστόλι έχει στην ζώνη του), που γίνονται οι περισσότερες πορείες και απεργίες στο σύμπαν, στην χώρα με τα 1.000.000 αυθαίρετα, την αφρικανικού τύπου διαφθορα και φοροδιαγυφή, στην χώρα που παρέες μπορούν να κλείνουν το κέντρο της πρωτεύουσας όποτε θέλουν;
Αλλά πέρα από αυτό, η αριστερά δεν κυβέρνησε επειδή δεν έχει πρόγραμμα διακυβερνήσης και απλά απολαμβάνει το ακατολόγιστο σε πράξεις και λόγια, είναι τώρα υπέρ της αυτό;
όταν πήγαν να γίνουν μεταρρυθμίσεις σε ασφαλσιτικό, υγεία, παιδεία και οπουδήποτε αλλού, ποια θέση πήρε η αριστερά;
υποστήριξε ποτέ τίποτα; είχε ποτέ συγκεκριμμένες προτάσεις (αντί για συνθήματα) για κάτι;
όταν διαφωνείς με μια προτεινόμενη λύση, αλλά δεν έχεις σοβαρή αντιπρόταση, δεν λειτουργείς υπέρ του στάτους κβο;
αν λοιπόν ο Σεβαστάκης ψάχνει τον εκφραστή του συντηρητικού μεσαίου χώρου, στην αριστερά θα τον βρεί και σε άρθρα σαν το δικό του
(άλλο ένα κόμπλεξ της γενιάς του πολυτεχνείου είναι να θεωρεί τον “συντηρητικό μέσαιο χώρο¨κάτι κακό και προσβλητικό που πρέπει να μην είσαι)
ΥΓ. Περί ρωμιοσύνης/ελληνικότητας: η αναζήτηση κάποιας “ελληνικότητας” που θα λειτουργήσει σαν αποκούμπι στον υστερικό αντιδυτικισμό είναι στείρα. Η ελληνικότητα σαν ο αντίθετος πόλος της δύσης και της ευρώπης, μόνο στο αλαλούμ της μεταπολιτευτικής αριστεράς μπορεί να βρει απήχηση, ιδίως μετά την πτώση του τείχους.
Από την άλλη η φιλοπατρία μπορεί να γίνει πολύ δημιουργική δύναμη, αλλά μόνο για ισορροπημένους ανθρώπους που δεν ψάχνουν σε ιδεολογήματα κάλυψη ψυχολογικών κενών και αντιμετώπιση διανοητικής ένδειας.
πολυ καλη η κριτικη του Σναπ
θα μεινω λιγο στο σημειο περι ελληνικης ιδιαιτεροτητας που αναφερει και ο Μυρωνας.
Λεει ο Τολστου στην Αννα Καρενινα οτι ολες οι χαρουμενες οικογενειες ειναι ιδιες, αλλα οι δυστυχισμενες διαφερουν. Ο Νταϊαμοντ το χρησιμοποιει για να εξηγησει γιατι καποια ζωα εξημερωνονται δυσκολα
Νομιζω οτι το ιδιο ισχυει για τις κοινωνιες και τις οικονομιες (και αυτο θελει χωριστο ποστ καποτε). Αν θελουμε να εχουμε ισχυρη κοινωνια, επιτυχημενη οικονομια, θα μοιασουμε αναγκαστικα στις χωρες που τα πανε καλα σημερα. Δεν λεω καν να τις αντιγραψουμε, ακομα και αν δεν υπηρχαν και προχωρουσαμε μονοι μας στον δρομο προς την τελειωση, θα χρειαζομασταν ολα τα συστατικα της επιτυχημενης χωρας που εχουμε φτασει σημερα να θεωρουμε “δυτικα χαρακτηριστικα”. Αν δεν υπηρχε η λοιπη δυση, θα επρεπε να τα ανακαλυψουμε απο το μηδεν. Ισως τοτε θα τα αποκαλουσαμε μοντερνα ελληνικα χαρακτηριστικα και θα ειχε λυθει το προβλημα.
ΑΠο την στιγμη που υπαρχουν ομως αυτες οι χωρες, προκαλουν θυμικες αντιδρασεις σε αλλους λαους, ειδικα αυτους που βασανιζονται απο (ψωρο)περηφανεια και ιστορικες διαμαχες με την Δυση (βλ αραβικες χωρες που αντι να προοδεψουν, οπισθοχωρουσαν για δεκαετιες).
Ακομα και στην Ελλαδα, τα χαρακτηριστικα που χρειαζεται να αποκτησει η κοινωνια μας, λοιδωρουνται απο μερικους ως ξενα προς τον χαρακτηρα μας, αντιγραφη ξενων προτυπων, ευρωλιγουρα και δεν συμμαζευεται.
Εμ λυπαμαι αλλα ο πραγματισμος, η ψυχραιμια, η συνεργασια για επιτευξη καθημερινων στοχων αντι για ιδεοληπτικες μαχες για ουτοπιες, η κοινη λογικη τελικα, δεν ειναι ζητημα πολιτικης τοποθετησης ή εξευρωπαϊσμου. Ειναι απαραιτητες προϋποθεσεις, αν θελουμε να γινουμε πετυχημενη κοινωνια. Και αν οντως η γενια του Πολυτεχνειου αδυνατει να το χωνεψει αυτο, τοτε ο Σναπ εχει δικιο. Οσο κυβερνουν, δεν θα δουμε φως.
Ο πραγματισμός για την επίτευξη καθημερινών στόχων προϋποθέτει την γνώση της καθημερινότητας. Η έλλειψη αυτής της γνώσης καθιστά τα αιτήματα για εκσυγχρονισμό άνευ αντικειμένου.
Είναι για αυτήν την έκδηλη έλλειψη γνώσης που η ντόπια διανόηση μέμφεται τους εξ Εσπερίας, που σε αυτήν την περίπτωση μοιάζουν με ιεροκήρυκες σταλθέντες να εκπολιτίσουν με ζήλο τους ιθαγενείς. Για το καλό τους.
Άμποτες να φτάναμε στο είδος “μεικτό αλλά νόμιμο” του Σολωμού…
Μύρονα γράφοντας για “την γνώση της καθημερινότητας” βάζεις στην συζήτηση απ’έξω απ’έξω την λεγόμενη “ελληνική πραγματικότητα” που σε θεωρητικό επίπεδο γίνεται η “ελληνική ιδιαιτερότητα”, την οποία φυσικά γνωρίζουν οι ντόπιοι και αγνοούν οι εξ εσπερίας που λες και εσύ.
Η γνώμη μου είναι ότι η ντόπια διανόηση γνωρίζει ελάχιστα την ελληνική πραγματικότητα.
Το εξηγώ με παράδειγμα:
έστω οδηγείς ένα αυτοκίνητο. Η πραγματικότητά σου (του οδηγού του αυτοκινήτου) είναι αυτό που αντιλαμβάνεσαι γύρω σου.Μπορεί ας πούμε να είσαι σίγουρος ότι έχεις πάρει τον σωστό δρόμο για τον προορισμό σου και να υπολογίζεις ότι θα είσαι εκεί στις 10.00.
Έστω ότι υπάρχει και ένας παρατηρητής έξω από το αυτοκίνητο -πάνω σε ένα βουνό πες με πανοραμική θέα- που βλέπει πως αυτό πάει σε ένα δρόμο στο τέλος του οποίου υπάρχει ένας γκρεμός και το αυτοκίνητο πάει προς τα εκεί, άλλο που ο οδηγός δεν το βλέπει.
Ερώτηση: Ποια είναι η πραγματικότητα; ότι το αυτοκίνητο πάει στον χ προορισμό και θα είναι εκεί στις 10.00 ή ότι το αυτοκίνητο πάει στον γκρεμό;
Ο Σεβαστάκης γράφει στο άρθρο του για τους φιλελεύθερους ότι θεωρούν πως όλο το πρόβλημα της Ελλάδας είναι το κακό γούστο, το ύφος της εξουσίας. Δεν ξέρω βέβαια τι κάνουν οι “φιλελεύθεροι”, εγώ πάντως θεωρώ ότι το όλο πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι οι ντόπιοι αγνοούν την ελληνική πραγματικότητα, ότι αποκαλούν “πραγματικότητα” τον μικρόκοσμο τους.
Όσον αφορά τους ελληνοκεντρικούς τώρα, αυτοί αγνοούν και την ίδια την ελληνική ιστορία. Δεν αναφέρομαι βέβαια σε άγνοια πραγματολογικών στοιχείων, δηλ. σε άγνοια γεγονότων, προσώπων, ημερομηνιών (θυμάμαι τον Άδωνι στην τηλεόραση να προκαλεί συνομιλητή να πουν απέξω έναν-έναν τους αυτοκράτορες του βυζαντίου για να φανεί ποιος πραγματικά γνωρίζει την ελλάδα• είμαι σίγουρος ότι αυτό θα τους ήξερε όλους).
Έχουν εντρυφύσει σε βάθος στην ελληνική ιστορία και δεν κατάφεραν να δουν ότι ο ελληνισμός παίρνει ανά τους αιώνες διάφορες μορφές ενσωματώνοντας διάφορα στοιχεία που εξασφαλίζουν την επιβίωση του – όπως φαίνεται και από το γεγονός ότι έλληνες έφτιαξαν κοινότητες καλά ενταγμένες τόσο στην μεγαλοαστική βιέννη του 19ου αιώνα, όσο και στο εργατικό σικάγο του 1950 – για να μείνουμε στην πρόσφατη ιστορία.
Και μας λένε και από πάνω ότι η μεθοδικότητα, η εργατικότητα, η συνέπεια και οι αγοραπωλησείες είναι “δυτικά”, “ξενόφερτα” και “αγγλοσαξωνικά”, λες και τόσους αιώνες ο ελληνισμός από την Οδησσό μέχρι την Αλεξάνδρεια ζούσε με τις αρχές και τις αξίες του δημοσίου υπαλλήλου!
Τέλος πάντων, ο ελληνισμός δεν θα εξαφανιστεί. Σύγχρονοι φορείς του όμως δεν είναι κακομοίρικοι διανοούμενοι που εκστασιάζονται (σαν τον καραγκιόζη που βλέπει κερβέλια στον ύπνο του) με μορφές και εικόνες του παρελθόντως όταν δεν εργάζονται και υπηρετούν αυτούς και αυτά που κατηγορούν (εφημερίδες, ελληνικό κράτος κτλ).