Ο Αλαβάνος, ο Hohfeld, o Windscheid και οι μαθητές

Σε προηγούμενη ανάρτησή μου είχα ασχοληθεί με ένα λογικο-πολιτικό σφάλμα που καταλόγισα στον Κ.Μητσοτάκη. Σήμερα θα καταπιαστώ με ένα αντίστοιχο σφάλμα που αφορά τον Αλέκο Αλαβάνο. Για τον καταλογισμό αυτού του σφάλματος θα αξιοποιήσω τη βοήθεια δύο σπουδαίων νομικών: του Hohfeld και του Windscheid…Αλλά ας ξεκινήσω με τον Αλέκο Αλαβάνο.

Ο πρόεδρος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. επισκέφθηκε χθες το Γυμνάσιο Νέας Πεντέλης και μίλησε μετά τον αγιασμό, στους μαθητές του. Ανάμεσα στα άλλα που τους είπε, ακούστηκε και το εξής απόσπασμα (που προβλήθηκε από όλα τα κανάλια):

«Παρότι το σύστημα είναι λίγο ανταγωνιστικό, χωρίζει τον έναν απ’τον άλλο, δημιουργεί μοναξιά πολλές φορές, μην ξεχάσετε το ομαδικό πνεύμα και…(παύση) όταν μπορείτε και δεν βλέπει η καθηγήτρια και έχετε διαβάσει καλά, αφήστε το διπλανό σας ή τη διπλανή σας να αντιγράψει από την κόλλα σας».

Όταν οι μαθητές συνειδητοποίησαν το περιεχόμενο της παραίνεσης Αλαβάνου ξέσπασαν σε ένα παρατεταμένο «α» και ένα χειροκρότημα. Ήταν ασφαλώς το επιφώνημα έκπληξης, μπροστά σε κάτι που δεν περίμεναν να ακούσουν από τον πολιτικό. Ίσως να ήταν και επιφώνημα επιδοκιμασίας για την αναφορά του στο «ομαδικό πνεύμα». Ως προς το χειροκρότημα πάλι, και αυτό ακόμη δεν φαίνεται να προήλθε μόνο από τους επίδοξους αντιγραφείς. Ήταν εξίσου ομαδικό και από άποψη ύφους σχεδόν οπαδικό.

Ο πρόεδρος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. μας αιφνιδίασε γενικότερα αυτή τη φορά. Κι αυτό γιατί έθιξε ένα ηθικό ζήτημα με –prima facie- καθαρό τρόπο, πήρε δηλαδή σαφή θέση χωρίς να υποπέσει σε εκείνο που ο συνιστολόγος Κωνσταντίνος χαρακτήρισε σε προηγούμενο post του, «γοητευτική ασυναρτησία». Εν προκειμένω, ο πρόεδρος φαίνεται ότι υπήρξε καθαρός σαν καταγάλανος ουρανός. Είπε στους μαθητές που τον άκουγαν με προσοχή τα εξής: ότι η αντιγραφή πρέπει να γίνεται ανεκτή από εκείνον που έχει διαβάσει καλά και του οποίου η κόλλα αντιγράφεται (έστω για συντομία –από τον «αντιγραφόμενο»). Είπε επίσης, ότι ο «αντιγραφόμενος» είναι καλό να παίρνει τα μέτρα του (να μην τον βλέπει η δασκάλα), με άλλα λόγια να μην αυτοθυσιάζεται απόλυτα για χάρη του αντιγραφέα. Πρότεινε δηλ. να μη διαταράσσεται μέσω της αντιγραφής η φαινομενική τάξη της εξέτασης.

Μετά από αυτά, το ερώτημα που γεννάται είναι αν ο Αλέκος Αλαβάνος υπήρξε πράγματι στο παραπάνω απόσπασμα καθαρός και σαφής, ή αν υπέπεσε και πάλι στη «γοητευτική ασυναρτησία» που του επιρρίπτει ο Κωνσταντίνος (ή, στη δική μου ορολογία, σε λογικά σφάλματα). Το ερώτημα είναι δηλαδή, τι ακριβώς είπε ο Αλέκος Αλαβάνος και τι εννόησε. Αν ο πρόεδρος είπε αυτό που εννόησε και αν εννόησε (και κατενόησε) αυτό που είπε… Εδώ είναι που χρειάζομαι τους Hohfeld και Windscheid για μια ορθή ανάλυση…

Από τον πρώτο εκ των δύο (Hohfeld) θα ήθελα να δανειστώ τη θεμελιώδη τυπικολογική σύλληψη της έννοιας του δικαιώματος. Μια δυνατή εφαρμογή της στην περίπτωση του Αλαβάνου, μας οδηγεί στο εξής συμπέρασμα: Η υποχρέωση ανοχής της αντιγραφής από τον αντιγραφόμενο ισοδυναμεί με την αναγνώριση ενός δικαιώματος αντιγραφής στον αντιγραφέα. Άρα: Όσοι αντιγράφουν δικαιούνται να το κάνουν. Είναι άραγε αυτή η θέση, τμήμα και λογική συνέπεια της θέσης του Αλέκου Αλαβάνου ή μήπως ο ίδιος δεν θα προσυπέγραφε κάτι τέτοιο; Με απλά λόγια: Είπε ή δεν είπε ο αριστερός Πρόεδρος τέτοιο πράγμα, στο απόσπασμά του που αναφέρθηκε παραπάνω;

Από τον δεύτερο εκ των δύο (τον Πανδεκτιστή Windscheid) θα δανειστώ μια πασίγνωστη στους νομικούς παράδοξη ρήση, που αφορά τον τρόπο που πρέπει να ερμηνεύουν οι δικαστές το νόμο: «Ναι μεν δεν ισχύει ό,τι είπε ο νομοθέτης εφόσον δεν ήθελε να το πει, αλλά δεν ισχύει και ό,τι ήθελε να πει εφόσον δεν το είπε». Ας υποθέσουμε ότι ο Αλαβάνος είναι ο νομοθέτης (κάτι που ούτως ή άλλως θέλει να γίνει) και οι μαθητές του γυμνασίου Πεντέλης, ο υπάκουος σ’αυτόν δικαστής. Το ερώτημα τώρα παίρνει την εξής μορφή: Μπορούν οι μαθητές να αντιγράφουν, δηλαδή ακολουθούν αν αντιγράψουν αυτό που είπε ο πρόεδρος; Ή ο πρόεδρος είπε μεν (λογικώς) ότι μπορούν να αντιγράφουν, αλλά δεν ήθελε και να εννοήσει κάτι τέτοιο; Σε μια τέτοια περίπτωση, ισχύει το λεγόμενο από τον Windscheid: «Ναι μεν δεν ισχύει το δικαίωμα αντιγραφής γιατί ο Αλαβάνος δεν ήθελε να πει κάτι τέτοιο, αλλά δεν ισχύει και η απαγόρευση αντιγραφής γιατί ο Αλαβάνος δεν την συμπεριέλαβε σε όσα είπε». Τελικά, απο πουθενά δεν φαίνεται ποιά είναι η θέση του προέδρου ως προς την αντιγραφή (και οι εικασίες μας για το τί θέλησε παραμένουν εικασίες): Την αποδέχεται την αντιγραφή ο πρόεδρος ως κάτι φυσικό και επόμενο, ή θα την επέκρινε ως κάτι απαράδεκτο και αντίθετο με την αρχή της ισότητας σε μια εξέταση;

Με τα παραπάνω, έρχομαι να επιβεβαιώσω συμπεράσματα του συνιστολόγου Κωνσταντίνου και μένω με την απορία «τι ακριβώς είπε και τι ακριβώς εννόησε» ο πρόεδρος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α στο προηγούμενο απόσπασμα, ως προς την αντιγραφή… Συνέστησε άραγε στους επιρρεπείς σε αυτή μαθητές να τη δοκιμάζουν, βασισμένοι στο ότι οι «καλοί μαθητές» θα επιδεικνύουν ομαδικό πνεύμα και θα τους ανέχονται; Μήπως άραγε, θα έπρεπε να έχει πει –ταυτόχρονα- και κάτι σχετικά με το αντι-ομαδικό πνεύμα που χαρακτηρίζει την ίδια την αντιγραφή; Δεν κρύβει κι αυτή απαράδεκτο «εαυτουλισμό» καθώς ο αντιγραφέας ρισκάρει όχι μόνο τη δική του τύχη αλλά και την τύχη του αντιγραφομένου, για να πετύχει το σκοπό του; Και πόσο ρεαλιστικό είναι άραγε, ότι ο αντιγραφέας δεν θα προσπαθήσει να αντιγράψει «όταν τον βλέπει η δασκάλα»; Νομίζω ότι τον αντιγραφέα, κατα κανόνα, τον νοιάζει λιγότερο αν θα τον δει η δασκάλα απ’ όσο ο κίνδυνος να πάρει κουλούρα στο διαγώνισμα…

Και ένα τελευταίο ερώτημα: Ας υποθέσουμε ότι η στάση που προτείνει ο Αλ.Αλαβάνος είναι πράγματι πιο ανθρώπινη και πιο συναδελφική. Κι εγώ ο ίδιος θυμάμαι, άφηνα συμφοιτητές μου να αντιγράφουν από την κόλλα μου στο Πανεπιστήμιο, και έχω σήμερα κρατήσει μεταξύ αυτών δυο-τρεις αξιόλογους φίλους. Το έκανα όμως κρίνοντας την «κατάσταση ανάγκης τους» ή τον χαρακτήρα τους και πάντοτε ad hoc, και όχι πιστεύοντας σε κάποιο απαράδεκτο «δικαίωμα αντιγραφής τους» ούτε θεωρώντας ότι έχω και «υποχρέωση» από πάνω να τους πασάρω την κόλλα μου χάριν ομαδικού πνεύματος… Γιατί λοιπόν δεν αφήνουμε τον καθένα (και τους μαθητές Γυμνασίου) να κρίνει μόνος του αν πρέπει να ανέχεται ή όχι τους αντιγραφείς και υπό ποιες περιστάσεις; Και γιατί δεν καταδικάζουμε ευθέως την αντιγραφή ως κάτι κακό; Γιατί πάμε άκριτα και λαϊκιστικά να καθιερώσουμε έναν γενικό κανόνα με τόσα λογικά και ηθικά σκοτεινά σημεία;

υγ. Αφήνω εκτός ανάλυσης ότι από το “ομαδικό πνεύμα” του αποσπάσματος Αλαβάνου εξαιρείται, χωρίς καμία εξήγηση, ο/η Καθηγητής-τρια. Και μάλιστα δεν εξαιρείται απλώς αλλά και προβάλλεται ουσιαστικά, ως “οιονεί-αντίπαλος” των μαθητών. Προφανώς, πρόκειται για έναν κακό μπαμπούλα που δεν μπορεί να συμμετέχει στην “ομάδα” της τάξης…

υγ2. Και μια λογική παρατήρηση για κατακλείδα: Μια άλλη αξιοποίηση της ανάλυσης Hohfeld, θα μπορούσε να είναι πιο φιλική στον Αλ. Αλαβάνο. Σύμφωνα με αυτή, ο πρόεδρος δεν μίλησε για μια “υποχρέωση ανοχής της αντιγραφής” αλλά για το “επιτρεπτό”, την “ελευθερία” του αντιγραφομένου να την ανέχεται (καταργώντας βέβαια και πάλι, την αρχή της ισότητας στην εξέταση). Νομίζω ωστόσο ότι αυτή η προσέγγιση δεν θα ήταν σωστή, καθώς ο Αλαβάνος έκανε λόγο για το ομαδικό πνεύμα (από το οποίο απορρέει υποχρέωση να μην είμαστε αντιομαδικοί, και όχι απλή ελευθερία). Η φράση του πάλι, “όταν μπορείτε” στο απόσπασμα που παρέθεσα, σημαίνει απλώς “impossibilium nulla est obligatio” και όχι “nulla obligatio”. Τέλος, αν ο Αλέκος Αλαβάνος μιλούσε για ελευθερία ανοχής της αντιγραφής, θα έπρεπε να μην προεξοφλεί τη μονόδρομη κατεύθυνση άσκησης αυτής της ελευθερίας, κάτι που προφανώς κάνει…

21 thoughts on “Ο Αλαβάνος, ο Hohfeld, o Windscheid και οι μαθητές”

  1. Παρόλα αυτά –και τούτο είναι από τα «θαύματα του Συνιστολογίου»!- εξακολουθώ να κινούμαι απολύτως στο πνεύμα του Hohfeld (και νομίζω και στο γράμμα του). Και να γιατί: Όταν ο Hohfeld αναπτύσσει ως ατομικά στοιχεία της μοριακής έννοιας «δικαίωμα» τις αξιώσεις (δικαιώματα), τις ελευθερίες και όλα τα συναφή, είναι σαν να μας λέει: Δώστε μου μια «κατάσταση δικαιώματος» και σας δίνω εγώ τα εργαλεία (μια τυπολογία) για να την αναπτύξετε στα ατομικά της στοιχεία, σύμφωνα με τις εμπειρικές ή νομικές σας ανάγκες. Όταν λοιπόν εμένα ο Αλαβάνος μου δίνει μια κατάσταση δικαιώματος αποκρυσταλλωμένη στη φράση του «ομαδικό πνεύμα», είμαι ελεύθερος να την αναλύσω όπως εγώ νομίζω: Την ανέλυσα λοιπόν, σε claim και duty (δικαίωμα ή αξίωση και καθήκον) χωρίς να αποκλείσω, αλλά αποδυναμώνοντας στο υστερόγραφό μου μιαν άλλη δυνατή ανάλυση. Και εν συνεχεία, διάλεξα να ξεκινήσω από την υποχρέωση και να παραγάγω στη βάση αναλυτικού ορισμού (λογικής ισοδυναμίας δηλαδή) ποιο είναι το αντίστοιχο δικαίωμα (αξίωση). Όλα είναι καθαρά και ξάστερα εδώ –είναι μάλιστα equivalent, και κάπου πρέπει να έχεις μπερδευτεί. Η ανάλυση Hohfeld είναι μια σκέτη τυπικούρα, αλλά –νομίζω- πολύ χρήσιμη, όταν και εφόσον η σημασιολογική ερμηνεία που την αξιοποιεί είναι καλή. Η δε προσπάθειά σου Νικόλα να συλλάβεις την τυπολογία Hohfeld με τρόπο ουσιαστικό, σε θέτει αυτομάτως εκτός hohfediaνού πνεύματος… Ας πούμε όμως –arguendo- ότι έχω λάθος. Δηλαδή ότι δεν μπορώ κατά Hohfeld να περάσω από υποχρεώσεις σε δικαιώματα αλλά μόνο από δικαιώματα σε υποχρεώσεις. Ας πούμε ότι η σχέση μεταξύ των δύο τροπικοτήτων είναι σχέση υλικής συνεπαγωγής και όχι λογικής ισοδυναμίας (αυτό λες, νομίζω). Ερώτημα: Ποιος θα μου πει από πού πρέπει να ξεκινήσω; Υποθέτω ότι μπορώ να το αποφασίσω αυτό ελεύθερα. Αποφάσισα λοιπόν να ξεκινήσω από την υποχρέωση. Το ζήτημα είναι ότι την απόφασή μου αυτή, την έλαβα κινούμενος ήδη στο ευρύτερο πλαίσιο της έννοιας ομαδικό πνεύμα (δηλ. εντός μιας κατάστασης δικαιώματος που θέλησα να αναλύσω). Νομίζω ότι αυτή η κρίσιμη λεπτομέρεια σου διέφυγε. Εντός μιας συγκεκριμένης κατάστασης δικαιώματος οι ρόλοι των προσώπων (δικαιώματα, υποχρεώσεις) εναλλάσσονται με βάση τις αρχές της συμμετρίας (λογική των σχέσεων) και η κίνηση είναι αμφίδρομη. Να τι μας λέει ο Hohfeld κάπου (τσιτάρω από Alexy, Theorie der Grundrechte, σ.190): «If X has a right against Y that he shall stay off the former’s land, the correlative (and equivalent) is that Y is under a duty toward X to stay off the place». Και τώρα περνάω σε μια πιο τυπική ανάλυση, για όσους τυπικολόγους θα ήθελαν να την παρακολουθήσουν. Στοχεύει στην πλήρη ανασκευή του non sequitur του Νικόλα, που λογαριάζω ως την ύψιστη πρόκληση που μπορεί να απευθυνθεί σε γραπτό μου! Η πρόταση που αξιοποίησα στηριγμένος σε μια –εύλογη νομίζω- ερμηνεία του «ομαδικού πνεύματος» Αλαβάνου, σχηματίζεται τυπικά χρησιμοποιώντας πρωτοβάθμια κατηγορηματική λογική των σχέσεων, δύο τριθέσιους τελεστές (Ο=υποχρέωση και R=δικαίωμα), ένα κατηγορηματικό σύμβολο Φ που σημαίνει: «αφήνει αφύλακτη προς αντιγραφή την κόλλα του» και δύο ατομικές σταθερές, Α και Β για τα πρόσωπα του αντιγραφέα και του αντιγραφομένου αντίστοιχα. Και ήταν η πρόταση: RAB(Φ) ↔ ΟΒΑ(Φ). «Ο Α έχει δικαίωμα έναντι του Β να αφήσει (ο Β) αφύλακτη την κόλλα του προς αντιγραφή ανν ο Β έχει υποχρέωση έναντι του Α να αφήσει αφύλακτη την κόλλα του προς αντιγραφή». Με βάση αυτή την πρόταση, δόμησα ένα επιχείρημα (στην πραγματικότητα είναι όλο ένας ορισμός!) που ήταν το εξής: 1. OBA(Φ) Την πρόταση αυτή συνήγαγα από ερμηνεία Αλαβάνου 2. RAB(Φ) ↔ ΟΒΑ(Φ) Ορισμός που υιοθέτησα στο πνεύμα Hohfeld 3. RAB(Φ) Συναχθέν δικαίωμα αντιγραφής Η 3 διαβάζεται: «Ο Α έχει δικαίωμα έναντι του Β να αφήσει (ο Β) αφύλακτη την κόλλα του προς αντιγραφή. Η πρόταση αυτή μπορεί –νομίζω εύλογα- να αποδοθεί ως: Ο Α έχει δικαίωμα αντιγραφής έναντι του Β. Πρόκειται για το δικαίωμα αντιγραφής, που θεμελίωσα νομίζω επαρκώς. Η διαφωνία σου, Νικόλα, έγκειται στο ότι δεν βρίσκεις στον Hohfeld, την πρόταση 2 του παραπάνω επιχειρήματός, αλλά μόνο την πρόταση 1 του δικού σου σχολίου που είναι η πρόταση: RAB(Φ) → ΟΒΑ(Φ). Αν χρησιμοποιούσα την πρόταση αυτή, όντως θα είχαμε non sequitur (συγκεκριμένα “κατάφαση του επομένου”). Το θέμα όμως είναι, ότι πρέπει να αφήσεις πια τον Hohfeld και να κοιτάξεις το δικό μου επιχείρημα, τουλάχιστον αν θέλεις να επιρρίψεις σε μένα, non sequitur…. Στο επιχείρημα μου, δεν βλέπω τέτοιο πρόβλημα. Ξανακοίταξέ το και εσύ με προσοχή. Αυτό που ενδέχεται να υπάρχει είναι μια ψευδής προκείμενη (η 2) ή καλύτερα, ενδέχεται η στήριξη της 2 αποκλειστικά στο παραδοσιακό σχήμα Hohfeld να είναι εσφαλμένη. Νομίζω ότι ούτε αυτό συμβαίνει. Αν όμως θα θέλαμε οπωσδήποτε να συμβαίνει κάτι, αυτό θα ήταν μόνο «μη ορθότητα» και όχι «μη εγκυρότητα» του επιχειρήματός μου. Non sequitur λοιπόν δεν υπάρχει σε μένα. Και περιμένω να με επαληθεύσεις ή να με διαψεύσεις σε αυτή τη διαπίστωση. Υπάρχει όμως σε σένα. Γιατί στο σχόλιό σου, καταλήγεις στο συμπέρασμα ενός δικού μου non sequitur, ξεκινώντας από προκείμενες ικανές να γεννήσουν υποψία για τη μη-ορθότητα του επιχειρήματός μου, όχι όμως να καταδείξουν μη-εγκυρότητά του. Αυτό είναι ένα περίεργο δικό σου «non sequitur με συμπέρασμα non sequitur», που θα το ονόμαζα και «non sequitur μπούμερανγκ» και –πιθανότατα- μόλις το βλέπεις να έρχεται προς τα εκεί… Υγ. Νικόλα, το παράδειγμά σου με την εξύβριση δεν με πείθει προσωπικά και νομίζω ότι δεν μπορεί να στηριχθεί σε επίκληση κοινών διαισθήσεων ή κοινής γλωσσικής χρήσης. Αν έχω υποχρέωση να ανέχομαι κάποιον να με καθυβρίζει χωρίς να αντιδρώ, τότε δεν βρίσκω καθόλου «παράλογο» να διερωτηθώ αν ο υβριστής μου αξιοποιεί σχετικό δικαίωμά του. Θα μπορούσα μάλιστα κάλλιστα να του φωνάξω: «Μα καλά, με ποιο δικαίωμα με βρίζεις;» Υγ. Και πάλι σ’ευχαριστώ για το αξιόλογο σχόλιο σε αυτή τη συζήτηση. Είμαι πρόθυμος να ξανασυζητήσουμε τον Hohfeld, και με τυπικούς ακόμη όρους σε κάποια μελλοντική ανάρτηση, ώστε να λύσουμε απολύτως απορίες μας που αφορούν τα σκοτεινά του σημεία.]]>

    Reply

Leave a Comment