Τι συμβαίνει, όταν κάποιος βαρυνόμενος με (γενική ή ιδιαίτερη) νομική υποχρέωση απαιτείται να εκπληρώση ταυτόχρονα δύο καθήκοντα ενεργείας, εκ των οποίων μόνο το ένα μπορεί εν τοις πράγμασι να εκπληρωθή; Ποιο από τα δύο πρέπει να προτιμηθή και ποιο να υποχωρήση;
Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα προβληματική του Γενικού Ποινικού, που άπτεται θεματικών όμως η παράλειψη, η κατάσταση ανάγκης, η σύγκρουση καθηκόντων, η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση. Δυστυχώς, εκτός από τα συγγράμματα του Γενικού Μέρους, απέκτησε εσχάτως και τραγική επικαιρότητα εν μέσω πανδημίας.
Αλλά ας εγκύψωμεν εγγυτέρω.
Η ναυαγοσώστρια Ν αντιμετωπίζει δύο λουόμενους εν κινδύνω, τον Λ1 και τον Λ2, εκ των οποίων μόνον τον ένα προλαβαίνει να σώση. Ποιος θα είναι αυτός; Ποιον επιτρέπεται να επιλέξη και ποιον να απολέση;
Καταρχάς, η Ν υπέχει μεν δύο υποχρεώσεις ενεργείας, αλλά μόνο μία μπορεί να εκπληρώση. Όμως, εννοιολογική προϋπόθεση της παραλείψεως είναι η δυνατότητα ενεργείας, διότι ουδέν παραλείπει όποιος δεν μπορούσε να ενεργήση εξαρχής. Αφής στιγμής λοιπόν διασώζει έστω τον Λ1, δεν παραλείπει ως προς τον Λ2, διότι δεν διέθετε άλλη δυνατότητα ενεργείας. Δεν τίθεται θέμα λοιπόν μιας ενεργείας διασώσεως και μια παραλειφθείσης διασώσεως που δήθεν συγκρούονται ή σταθμίζονται, αλλά μόνο μίας ενέργειας.
Ωστόσο, βάσει τίνων κριτηρίων επιλέγει νομίμως η Ν τον Λ1 αντί του Λ2; Εάν μεν δεν διαθέτει κανένα στοιχείο, νομίμως επιλέγει οποιονδήποτε μεταξύ τους, έστω και τυχαία, έστω και σκοπίμως, π.χ. επιλέγοντας τον εύρωστο και τριγωνοσιάγονα Λ1 έναντι του απωθητικού προγάστορος Λ2. Αυτό σημαίνει επιπλέον ότι, εφόσον η επιλογή είναι νόμιμη, δεν μπορεί να ασκηθή ούτε και τριτάμυνα κατ’ αυτής, π.χ. από την παρούσα προγαστόραινα ΣΛ2.
Αλλά ας εμβαθύνουμε λίγο ακόμη. Ας υποθέσουμε ότι η Ν γνωρίζει προσωπικά τους δύο λουομένους: ο Λ1 είναι ερασιτέχνης μαραθωνοδρόμος, 42 ετών, με τρία παιδιά, ενώ ο Λ2 είναι 75 ετών, διαβητικός, έκανε εγχείριση ανοιχτής καρδιάς τρεις μήνες πριν, αλλά δεν τό ‘κοψε το ρημάδι. Ας κάνουμε περαιτέρω την εξής διάκριση: λόγω περιστάσεων, π.χ. καταβυθιζόμενο πλοίο, οι Λ1 και Λ2 αντιμετωπίζουν ακριβώς τον ίδιο κίνδυνο πνιγμού. Επιτρέπεται ή πολύ περισσότερο πρέπει η Ν να διασώση εκείνον που κατ’ εύλογη πρόγνωση έχει ακόμη μπροστά του πολύ περισσότερα εύβια έτη ζωής, ήτοι τον Λ1 έναντι του Λ2; Τον μετέφηβο έναντι του υπερήλικα; Την γυναίκα έναντι του άντρα;
Νομίζω πως υπό την έννοια της δεοντικής τιμής του επιτακτικού δεν πρέπει να επιλέξη τον Λ1, απλώς μπορεί. Εντός μιας τέτοιας ισοβαρούς κοινότητας κινδύνου, οποιαδήποτε διασωστική επιλογή είναι νόμιμη. Αλλά το σκέφτομαι.
Ας αλλάξουμε τώρα λίγο ακόμη τις συνθήκες του παραδείγματος. Τώρα η κοινότητα κινδύνου είναι ανισοβαρής, διότι είναι μεν κοινός ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουν οι λουόμενοι, αλλά δεν τους απειλεί εξίσου: η Ν αναγνωρίζει εκ της εμπειρίας της ότι μπορεί να διασώση κολυμπώντας τον τετραγωνόπλατο Λ1 με πιθανότητα 90%, ενώ τον παχύσαρκο και καταπονημένο Λ2 με πιθανότητα 20%. Στην περίπτωση αυτή, τι πρέπει και τι επιτρέπεται να πράξη;
Εδώ ακριβώς ανευρίσκει πεδίο εφαρμογής η πολεμική ιατρική, όπου θάλλει η ιατρική διαλογή. Όταν σε ένα χειρουργείο εκστρατείας διακομίζονται δεκάδες τραυματίες, πρέπει να γίνη μια ταχεία διαλογή καταρχάς μεταξύ νεκρών και ζώντων και εν συνεχεία η διαβάθμιση των τραυματιών: διασωστοί και αδιάσωστοι. Δεδομένου ότι οι ιατρικοί πόροι, όπως όλοι οι πόροι εκτός από τα δολλάρια της Φεντ, είναι περιωρισμένοι, ανακύπτει το τραγικό νομικό και ηθικό δίλημμα να δούμε ποιος, ποιος, ποιος θα φαγωθή.
Η συμβατική σοφία διδάσκει ότι, επικρατούντων ιατρικών κριτηρίων, επιτρέπεται, αλλά και επιβάλλεται η διαλογή των βαρύτερον τραυματισθέντων και η παραμέληση των υπολοίπων, αναλόγως των διαθεσίμων κλινών, χειρών, οργάνων. Η λύση αυτή εισάγει προφανώς ποσοτικά κριτήρια σταθμίσεως μεταξύ ανθρωπίνων ζωών, όπου το ποσό 0,9Ζ>0,1Ζ. Η αντίληψη αυτή αντιφάσκει εξόφθαλμα με την μεγαλόστομη ρητορική κατά της ευγονικής, ότι δήθεν στην ανθρώπινη ζωή ένα ίσον άπειρο και λοιπά φαντασμογορικά. Δεν έχω πρόβλημα, απλώς υπογραμμίζω την ασυνέπεια. Διότι εάν 0,9Ζ>0,1Ζ, τότε και π.χ. 5Ζ>1Ζ, με όλες τις εντεύθεν συνεπειοκρατικές συνέπειες.
Εξάλλου, η πολεμική ιατρική αναπτύχθηκε ακριβώς σε περιστάσεις πολεμικές, όπου η διάσωση της ανθρώπινης ζωής αποκτά, καθ’ ο μέτρο αφορά στρατευσίμους, και μια πρόσθετη διάσταση: εκείνη της διατήρησης του αξιομάχου του στρατεύματος. Υπό αυτές τις συνθήκες ερωτάται τι πρακτέον αν ο Λ1 του παραδείγματός μας είναι απλώς ένας έφεδρος λοχίας, ο Λ2 όμως είναι ο χαρισματικός υποστράτηγος που είναι επιφορτισμένος με την διεξαγωγή της αντεπίθεσης της Μεραρχίας, μετά από μήνες προετοιμασίας, εκ της επιτυχούς ή μη διεξαγωγής της οποίας εξαρτώνται χιλιάδες ζωές. Υπενθυμίζω ότι η υγεία και η σωματική ακεραιότητα εντός του στρατεύματος δεν είναι μόνο ατομικά έννομα αγαθά. Βάζω ένα ερωτηματικό σημείο εδώ και συνεχίζω.
Υπενθυμίζω τώρα το άρ. 25 παρ. 1 ΠΚ περί καταστάσεως ανάγκης:
Δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος προς αποτροπή παρόντος και αναπότρεπτου µε άλλα µέσα κινδύνου, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η προσβολή που προκλήθηκε στον άλλο είναι σηµαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από την προσβολή που απειλήθηκε.
Προσέχουμε εδώ ότι η άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης κατ’ άρ. 25 ΠΚ προϋποθέτει την στάθμιση μεταξύ απειληθείσας και προκληθείσας βλάβης, όπου μάλιστα η προκληθείσα βλάβη δεν αρκεί να είναι ίση ή λίγο κατώτερη, αλλά απαιτείται να είναι μάλιστα σημαντικά κατώτερη από την απειληθείσα βλάβη. Ούτως ή άλλως δηλαδή, ακόμη και αν θέλουμε να προβούμε σε πλήρη αξιοποίηση του ποσοτικού κριτηρίου, το άδικο δεν αίρεται σε περιπτώσεις τύπου 0,5Ζ προς 0,7Ζ. Η διαφορά πρέπει να είναι τόσο μεγάλη, ώστε η προκληθείσα βλάβη να είναι δυνατόν να αξιολογηθή ως σημαντικά κατώτερη. Πρακτικά: ο ιατρός διασώζει εκείνον τον τραυματία που (αντικειμενικά ως μέσος ιατρός) θα προτιμούσε ο ίδιος να είναι και όχι εκείνον που δεν θα προτιμούσε. Αν μεταξύ τους είναι αδιάφορος, είναι αδιάφορο και ποιον διασώζει.
Περιττεύει νομίζω να σημειώσω ότι όλη η ανωτέρω προβληματική αφορά περιπτώσεις ταυτοχρονίας της κοινότητας κινδύνου. Αντιθέτως, σε περιπτώσεις ετεροχρονίας (επί ίσοις τοις λοιποίς όροις πάντα!), όπου ο Λ2 έχει ήδη εισαχθή στην πολύτιμη κλίνη της ΜΕΘ, όταν καταφθάνει το ασθενοφόρο με τον Λ1, η αδυναμία ενεργείας αφορά τώρα τον Λ1. Chi tardi arriva, male alloggia, δυστυχώς. Ως προς τον δεύτερο δεν υπάρχει καν παράλειψη. Υπάρχει ατυχία. Τυχόν διακοπή της θεραπείας του Λ2 συνιστά ανθρωποκτονία εκ προθέσεως δι’ ενεργείας, το άδικο της οποίας δεν αίρεται λόγω καταστάσεως ανάγκης.
Για όλα αυτά διαβάστε και το άρθρο της Αγλαΐας Λιούρδη, Επίκουρης Καθηγήτριας Ποινικού Δικαίου στην Νομική Αθηνών, που εκθέτει την προβληματική που ανέπτυξε στο σχετικό κεφάλαιο της μονογραφίας της “Ιατρική Ποινική Ευθύνη” (2014). Εξαντλητική δογματική ανάλυση του φαινομένου ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Βαθιώτης, Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής ΔΠΘ, στα “Τραγικά Διλήμματα στην Εποχή του Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας” (2010).
Και μετά από αυτήν την ανάλυση, πως μπορείς να επιβάλλεις “προτεραιοποιηση ιατρικων υπηρεσιων: επιλεγεις μεσα ή έξω. Αν έξω, χανεις προτεραιότητα” όταν οι βολταρίζοντες Λ2 έχουν ήδη κατσικωθεί στις ΜΕΘ κσι οι νουνεχείς Λ1 φτάνουν αργοπορημένοι;
Με ειδική νομοθετική διάταξη π.χ. Ή τους επιβάλλεις τα κόστη. Αντικίνητρα βρίσκονται.