Δικηγορία και μέσα κοινωνικής δικτύωσης

Ζούμε στο 2016, οι περισσότεροι εξ ημών τουλάχιστον. Μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς μας αφιερώνεται σε αυτό που κάνω αυτήν την στιγμή, το κωλοβάρεμα την αποτύπωση των σκέψεών μας μπροστά σε ένα υπολογιστή. Και την συναφή αλληλεπίδραση με τους υπόλοιπους (εξαρτημένους;) χρήστες.

Θα ήθελα να εκθέσω κάποιες σκέψεις μου σχετικά με την χρήση μέσων κοινωνικής δικτύωσης στον επαγγελματικό μας χώρο, και όταν λέω επαγγελματικό εννοώ δικηγορικό. Είναι προφανές ότι αυτά τα πράγματα τα σκεφτόμουνα όσο δικάζαμε τον Ρίχτερ στο Ρέθυμνο (αλλά και εδώ!). Το γεγονός ότι τουίταρα μέσα από την αίθουσα ή ότι σχολίαζα τα διαδραμόντα την προτεραία από τούτην την ιστολογική έπαλξη ήταν πρωτοφανές, με την κυριολεκτική έννοια και ίσως και με την μεταφορική.

Αλλά δεν θα ήθελα να επικεντρωθούμε (πάλι…) στην υπόθεση αυτή. Το θέμα έχει γενικώτερες προεκτάσεις, που αξίζει τον κόπο να απασχολήσουν τους συναδέλφους.

Να δούμε πρώτα λίγο μερικές από τις ισχύουσες διατάξεις, πρώτα του Κώδικα Δικηγόρων:

άρ. 35 παρ. 1

Ο δικηγόρος απευθύνεται προς τους δικαστές, τους εισαγγελείς, τους δικαστικούς γραμματείς, και στους υπαλλήλους της Δημόσιας Διοίκησης και κάθε άλλης Δημόσιας Αρχής, με υπευθυνότητα και σεβασμό.

άρ. 40 παρ. 4

Δεν επιτρέπεται σε δικηγόρο είτε ατομικά είτε ως μέλος Δικηγορικής Εταιρείας να δίνει συνεντεύξεις στον Τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό, δημοσιεύοντας στοιχεία ή πληροφορίες σε σχέση με εκκρεμούσα, ενώπιον της Δικαιοσύνης, υπόθεση την οποία χειρίζεται ο ίδιος.

Αλλά και του Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος:

άρ. 7 περ. ε΄

ε) Να τηρεί ευπρέπεια και μετριότητα εκφράσεων, τόσο στις προφορικές, όσο και στις γραπτές δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες, όχι μόνον προς τον αντίδικο συνάδελφο, αλλά και προς τους αντίδικους διάδικους, τους μάρτυρες και όλους τους παράγοντες της δίκης, της διαιτησίας, του συμβιβασμού και κάθε άλλης διαδικασίας.

άρ. 28

Οι Δικηγόροι έχουν υποχρέωση να σέβονται τους Λειτουργούς της Δικαιοσύνης. Την ίδια υποχρέωση έχουν προς τους Δικηγόρους και οι Λειτουργοί της Δικαιοσύνης και οι Δικαστικοί Υπάλληλοι. Κάθε παράβαση της αρχής αυτής από οποιοδήποτε μέρος, ελέγχεται και από το Δικηγορικό Σύλλογο. Και αν μεν η παράβαση έγινε από Δικηγόρο, επιβάλλει σ’ αυτόν πειθαρχικές κυρώσεις, αν όμως έγινε από Δικαστή, Εισαγγελέα ή Δικαστικό υπάλληλο, ζητεί από τους προϊστάμενους τους την επιβολή κυρώσεων. Σε περίπτωση που οι προϊστάμενοι αρνούνται ή παραλείπουν την επιβολή κυρώσεων, ο Δικηγορικός Σύλλογος ασκεί δημόσια κριτική για το παράπτωμα και για την μη επιβολή κυρώσεων.

άρ. 39

Ο Δικηγόρος πρέπει, όχι μόνο κατά την άσκηση του Λειτουργήματός του, αλλά και στον ιδιωτικό του βίο να έχει αξιοπρέπεια, ώστε να μην προκαλούνται σχόλια και δυσφήμιση σε βάρος του Δικηγορικού Σώματος. Να έχει συνέπεια σε όλες τις συναλλαγές του και οι δηλώσεις του προς τους αντισυμβαλλόμενους ή οποιουσδήποτε τρίτους να είναι σοβαρές και αληθινές. Να μην εκμεταλλεύεται την άγνοια, ή την απειρία, τη γνωριμία, τη συγγένεια, τη φιλία ή την εμπιστοσύνη του εντολέα του, ή του αντίδικου ή οποιουδήποτε τρίτου προς αυτόν, ή το Λειτούργημά του.

Στους τόπους της κατοικίας του και της εργασίας του, στα σωματεία και διάφορες Οργανώσεις όπου μετέχει, στους πολυσύχναστους χώρους, στα δημόσια μέσα συγκοινωνίας, σε συγκεντρώσεις του κοινού, πρέπει να επιδεικνύει συμπεριφορά υποδειγματική για τους άλλους.

Το ζήτημα που τίθεται συνεπώς από αυτό το πλέγμα διατάξεων είναι αν και σε ποιον βαθμό δικαιούται ο δικηγόρος, όχι μόνο ως συνήγορος, αλλά και ως πολίτης, να συνεχίζη και εκτός αιθούσης τον δικανικό διάλογο του ακροατηρίου. Επίσης, ποια η σχέση με την αρχή της δημοσιότητας της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας; Πώς συμβιβάζονται όλα αυτά με την αναπόφευκτη επαγγελματική προβολή του δικηγόρου; Μήπως αναβιώσουμε τις τηλεδίκες της δεκαετίας του 90; Και τα λοιπά και τα λοιπά.

Δεν ισχυρίζομαι (όλως κατ’ εξαίρεσιν!) ότι έχω οριστικές απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα. Θα σας παρουσιάσω μόνο κάποιες σκέψεις μου και το συζητάμε.

1. Ο κόσμος προχωρεί, η Γη περιφέρεται γύρω από τον ήλιο, ανακάλυψα και κάτι άσπρες τρίχες στους κροτάφους μου.

Οι διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων είναι παρωχημένες ήδη από την θέσπισή τους (μόλις το 2013!). Όχι μόνο δεν προβλέπουν ειδικώς τίποτε για το θέμα που μας απασχολεί, αλλά αποπνέουν γενικώτερα αφόρητη πενηντίλα: απαγορεύεται αυτό, απαγορεύεται εκείνο, μόνο πού και πού επιτρέπεται κάτι μικρό και ανώδυνο. Εμείς όμως ζούμε, όπως τόνισα στην αρχή, στο 2016, σε ένα κόσμο όπου άγνωστοι με βρίζουν ή με συγχαίρουν διαδικτυακά (επειδή μπορούν!), όπου όλοι παρακολουθούν όλους και όλοι μιλάνε ακατάσχετα για τα πάντα. Ξεκολλάτε επιτέλους και ας ζήσουμε την εποχή μας όπως της αξίζει.

2. Ο δικηγόρος έχει δικαίωμα λόγου.

Η διάταξη του άρ. 40 παρ. 4 ΚώδΔικηγ περί απαγόρευσης συνεντεύξεων είναι σαφέστατα προβληματική συνταγματικά. Οπωσδήποτε βέβαια δεν καλύπτει το ιστολογείν και το τουίτερ (που δεν συνιστούν Τύπο), καταλείποντας έτσι σχετικώς ευρέα περιθώρια ελεύθερης έκφρασης (τα οποία εκμεταλλεύθηκα και εγώ). Αλλά η απόλυτη απαγόρευση πρόσβασης του συνηγόρου στον Τύπο, στην έμμεση δημοσιότητα δηλαδή, είναι τουλάχιστον ύποπτη, και μάλιστα προς τρεις κατευθύνσεις: περιορίζει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, την ελευθερία έκφρασης του συνηγόρου και το δικαίωμα πληροφόρησης του ευρύτερου κοινού. Αν αυτό που υποτίθεται ότι κερδίζουμε σε ευπρέπεια της διαδικασίας αξίζει τον κόπο είναι προς συζήτηση.

3. Ο δικαστής εξ ορισμού δεν ομιλεί.

Υπάρχει πράγματι μια ανισορροπία εν προκειμένω μεταξύ έδρας και υπεράσπισης. Ο δικηγόρος, αναστατωμένος από το μαχητικό δικαστήριο, θα γυρίση σπίτι του (ή στο ξενοδοχείο του!), θα βάλη σε μια σειρά τις σκέψεις του και θα τις γράψη. Ο δικαστής, αντιθέτως, θα βράζη στο ζουμί του, θα θέλη να του απαντήση, αλλά δεν θα του επιτρέπεται.

Αλλά έτσι είναι η φύση του πράγματος. Ο δικαστής μιλάει μια φορά και καλή. Ο δικηγόρος, ακόμη και αν δεν αρθρογραφήση για τη υπόθεσή του, μπορεί να μιλήση σε όποιον θέλη (πλην Τύπου είπαμε), για όσο θέλη και να πη ό,τι θέλη. Ο δικαστής δεν μπορεί. Γιαυτό και έγινε εκείνος δικαστής και δεν έγινα εγώ. Αν δεν αντέχει τον δημόσιο έλεγχο, μάλλον λάθος δουλειά διάλεξε.

Εδώ βέβαια υπάρχει χώρος να αναπτυχθή ένα δεύτερο επίπεδο δικανικού διαλόγου. Ο δικηγόρος πλέον δεν απευθύνεται στο δικαστήριο μόνο με τους γραπτούς και προφορικούς του ισχυρισμούς, αλλά και με την εξωδικαστηριακή του αρθρογραφία. Ίσως εκεί εκφράζεται πιο ελεύθερα, λέγοντας όσα δεν μπορεί να πη επ’ ακροατηρίου. Ίσως αποσκοπεί σε αθέμιτη επίδραση στον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης, απειλώντας ή υποσχόμενος. Υπάρχουν κίνδυνοι, το αναγνωρίζω, γιαυτό όμως ακριβώς και το βρίσκω συναρπαστικό.

4. Μέτρον άριστον, και επιβαλλόμενον.

Παντού και πάντα επιβάλλεται μετριοπάθεια. Σε μια ζωντανή διαδικασία, όπου υπάρχει ένταση, όπου ενδημεί και ένα στοιχείο θεατρικότητας, μια κουβέντα παραπάνω ίσως δικαιολογείται (και μετά, νερό κι αλάτι). Άλλωστε, έπος πτερόεν ήταν, πάει και πέταξε. Όταν όμως ο δικηγόρος σχολιάζει μια δίκη γραπτώς και ως κτήμα εσαεί, πρέπει να τηρή ένα επίπεδο (ομολογώ ότι μπορεί να έκανα και εγώ εκπτώσεις ως προς αυτό). Πρώτο και κύριο, να ανταποκρίνωνται στη πραγματικότητα όσα λέει, να μην διαστρεβλώνη τα λεχθέντα, αλλά να τα αναπαράγη μετ’ (ανθρώπινης) ακριβείας. Δεύτερον, δεν είμαι αντίθετος στο αλατοπίπερο της ειρωνίας ή της πλάκας ακόμη, αλλά να εξυπηρετή κάποιον υπερασπιστικό σκοπό και όχι την προσωπική αντιδικία χάριν της αντιδικίας. Τρίτον, να είναι μεγαλόψυχος στην νίκη και στην ήττα.

Γνώμες;

2 thoughts on “Δικηγορία και μέσα κοινωνικής δικτύωσης”

  1. Αγαπητέ μου Θανάση, τι κι αν αποπνέει αφόρητη πενηντίλα, όπως λες; To ιστορικό επιχείρημα, ήγουν η λίαν πρόσφατος (επανα)θέσπιση των αυτών άρθρων, είναι μάλλον ανθ’ υμών.

    Reply
    • Σύμφωνοι, αλλά είναι μετ’ εμού η ζώσα πραγματικότητα! Αυτή ας πούμε που ανεχόταν διαδικτυακές σελίδες των δικηγόρων επί 15 χρόνια προτού αναγνωριστούν κλπ.

      Reply

Leave a Comment