Σημείωση: Θα έχετε παρατηρήσει τις τελευταίες ημέρες ότι, με αφορμή την πρόσφατη επίσκεψη ελλήνων ιστολόγων στο ΕΚ, έχει ξεκινήσει ένας μάλλον τραχύς διάλογος στην ελληνόφωνη ιστολογοσύνη. Όσοι πήγαν, λοιπόν, στις Βρυξέλλες μοιάζουν να δικαιολογούνται σε όσους έμειναν πίσω συμπεριφερόμενοι ως υπόχρεοι λογοδοσίας ή λεπτομερούς αναφοράς στους “συναδέλφους” τους που επίσης μοιάζουν να αναμένουν κάτι τέτοιο. Παραβλέποντας το σουρεαλιστικό του πράγματος (όταν έλληνες φιλοτελιστές συμμετέχουν σε μία διεθνή συνάντηση ενημερώνουν τους συν-χομπίστες τους όταν επιστρέψουν;) θέλω να διευκρινίσω το εξής: όσον με αφορά θεωρώ αστεία οποιαδήποτε έννοια συλλογικής ιστολογικής συνείδησης ή συνδικαλιστικού τύπου συντεχνίας “μπλόγκερς”. Είμαι και μπλόγκερ, όπως είμαι μοντελιστής, φίλαθλος, σκακιστής κοκ – αλλά καμμία από αυτές τις δευτερεύουσες ασχολίες μου δεν με ορίζει ή με κατατάσσει σε κάποια κατηγορία και, συνεπώς, δεν αναγνωρίζω καμμία υποχρέωση ή δικαίωμα που να εκπορεύεται από την αντίστοιχη ιδιότητα. Με κίνδυνο, λοιπόν, να χάσω και τους λίγους που ασχολούνται μαζί μου, σας λέω ευθέως: όσοι με διαβάζουν στη βάση μίας ιστολογικής διαστροφής σαν αυτή που περιγράφω παραπάνω παρακαλούνται είτε να βρουν κάποιο καλύτερο λόγο (πράγμα, πράγματι, δύσκολο) είτε να πάψουν διότι, υπό την φορτισμένη κατ΄αυτό τον τρόπο έννοια, δεν είμαι μπλόγκερ.
Στα μουσεία και τις πινακοθήκες κυκλοφορούν, κατά βάση, τριών ειδών επισκέπτες. Πρώτα απ’ όλα, είναι εκείνοι που γνωρίζουν αρκετά ως πολύ καλά τα περί τέχνης και αφιερώνουν ώρες ατελείωτες σε κάθε πινελιά ή παρέκκλιση από την κυρίαρχη τεχνοτροπία. Στο άλλο άκρο, υπάρχουν εκείνοι που δεν έχουν εισαχθεί ποτέ στην περιπέτεια της αισθητικής απόλαυσης ενός έργου τέχνης και απλώς περιδιαβαίνουν το χώρο περιμένοντας την ώρα που θα φύγουν και θα μπορούν πια να λένε “φυσικά και έχω δει τη Μόνα-Λίζα, μιλάμε για αριστούργημα”. Τέλος, υπάρχουν εκείνοι που ξέρουν ελάχιστα, που θα ήθελαν να μυηθούν και που προσπαθούν να μετάσχουν της απόλαυσης αυτής και τρέχουν στο Τολέδο για να δουν την ταφή του κόμητα Οργκάθ μήπως και καταλάβουν γιατί τόσο μαγεύονται οι ειδικοί από τούτη τη ζωγραφιά του Γκρέκο. Αυτοί οι τελευταίοι, στους οποίους ανήκω κι εγώ, ίσως λόγω της περιορισμένης ικανότητάς τους να χαρούν ένα έργο, αγαπούν ιδιαίτερα τις ιστορίες πίσω από αυτό – ειδικά όταν είναι κάπως πιο συναρπαστικές από το συνηθισμένο. Άλλωστε, μια καλή ιστορία έχει τη δική της αξία και, θυμηθείτε παρακαλώ, ότι δεν πρέπει ποτέ να αφήνουμε την πραγματικότητα να την καταστρέψει.
Ο πρώτος σταρ
Πλησιάζοντας στα μέσα του 13ου αιώνα η δυτική γλυπτική είχε ήδη κατορθώσει να εκμεταλλευτεί τα επιτεύγματα της κλασικής τέχνης και, αργά αλλά σταθερά, να ξεφύγει από τις αυστηρές και χονδροειδείς μεσαιωνικές τεχνικές. Οι μορφές γίνονταν τώρα πιο πλαστικές και η απεικόνιση της φύσης πιο “ζωντανή”. Τα πράγματα, όμως, δεν ήταν εξίσου ρόδινα και στη ζωγραφική: ο ζωγράφος έπρεπε να παλέψει με πολύ λιγότερα μέσα σε σχέση με το γλύπτη που, αν μη τι άλλο, είχε στα χέρια ένα τρισδιάστατο υλικό. Τα απαραίτητα μέσα, παρόλα αυτά, υπήρχαν και δεν έμενε παρά να βρεθεί ένας μεγαλοφυής πρωτοπόρος για να αρχίσει μία νέα, μεγαλειώδης, εποχή για την τέχνη. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο πρώτος πραγματικός καλλιτέχνης-σταρ. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχε γίνει ένας υπηρέτης της τέχνης τόσο διάσημος και δημοφιλής όσο εκείνος – οι συνάδελφοί του από την αρχαιότητα μέχρι τότε ήταν περισσότερο σεβαστοί τεχνίτες που κατασκεύαζαν χρηστικά αντικείμενα (ναούς, γλυπτά και εικόνες για τη θρησκευτική λατρεία κοκ) παρά καλλιτέχνες θαυμαστοί για το πνεύμα και το ταλέντο τους. Όλα αυτά άλλαξαν με τον Giotto di Bondone και τις περίφημες νωπογραφίες του. Ένας σοβαρός ιστορικός της τέχνης θα μας θύμιζε ότι ο Τζιότο δεν εφηύρε κάτι το πραγματικά νέο – απλά συνδύασε και αξιοποίησε τη βυζαντινή εικονογραφική παράδοση και τη γλυπτική του Βορρά. Από τους πρώτους πήρε την ελληνιστική κληρονομιά με τις φωτοσκιάσεις, τις βραχύνσεις και τις λεπτές μορφές. Από τη δεύτερη την προοπτική και τη στιβαρότητα. Το αποτέλεσμα ήταν ένα αριστούργημα θεατρικής αναπαράστασης σαν αυτό που παραθέτω δεξιά. Σε αυτό το Θρήνο για το Χρηστό η εικόνα δε διηγείται απλά μία ιστορία όπως έκαναν οι καλλιτέχνες του μεσαίωνα αλλά, εγκαταλείποντας πλήρως τις αιγυπτιακού τύπου αφηγηματικές τεχνικές, στήνει μία πραγματική παράσταση. Ο χώρος ανάμεσα στις μορφές είναι σαφής και μοιάζει αρκετός για να κινηθούν άπαντες κατά βούληση και κάθε συμμετέχων έχει τη δική του έκφραση και συναισθηματική φόρτιση. Ακόμα και οι συνωστισμένοι στο πρώτο πλάνο δεν είναι “κολλημένοι” μεταξύ τους – η καινοτομία του Τζιότο είναι προφανής. Η απήχηση του νέου ύφους στο φλωρεντινό κοινό ήταν τεράστια και ο βασικός εκφραστής του έγινε γρήγορα μία πραγματική διασημότητα σε ολόκληρη την Ιταλία σε σημείο που να κυκλοφορούν ανεκδοτικές ιστορίες για τα κατορθώματά του. Μέχρι τότε, οι καλλιτέχνες ήταν τεχνίτες που, συχνά-πυκνά, ξεχνούσαν ή απέφευγαν να υπογράψουν τα έργα τους. Από τον Τζιότο και μετά, αρχίζει η χρυσή εποχή των μεγάλων δημιουργών.