Σε αυτή τη δεύτερη άσκηση φιλελευθερισμού ασχολούμαι με ένα θέμα που δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως έκφανση της αθάνατης ελληνικής προχειρότητας. Σε μία πρόσφατη κουβέντα που προσπάθησα να κάνω στο ελληνόφωνο διαδίκτυο που όλοι αγαπούμε να μισούμε η συνομιλήτριά μου με έρανε με ουκ ολίγες παραπομπές και με ισάριθμους σχεδόν “ισμούς” αλλά, τελικά, απέτυχε να με εντυπωσιάσει -όπως, φαντάζομαι, επεδίωκε. Ο λόγος; Ελάχιστοι από τους όρους που χρησιμοποίησε ήταν στην σωστή θέση. Στην Ελλάδα μας αρέσει να προσφέρουμε την πολύτιμη σοφία μας (όπως έλεγε και ο Πρέσφιλντ στο κατά τ’ άλλα μέτριο Gates of Fire) αλλά σπανίως κάνουμε τον κόπο να σιγουρευτούμε ότι ξέρουν οι αποδέκτες της εν λόγω σοφίας για ποιο πράγμα μιλάμε. Περί ορολογίας, λοιπόν, ο λόγος σήμερα και πιο συγκεκριμένα περί του μπερδέματος που μας ταλαιπωρεί όποτε κουβεντιάζουμε για τον επάρατο πατερναλισμό και τους ομοίως αηδείς περφεξιονισμό και μοραλισμό.
Πατερναλιστής (paternalist), με απλά λόγια, είναι αυτός που θεωρεί δικαιολογημένο τον περιορισμό της ελευθερίας του ατόμου με σκοπό το καλό του ίδιου του περιοριζόμενου. Όταν λέω ελευθερία εδώ ας πούμε -πολύ αδρά- ότι εννοώ πρωτίστως την πολιτική ελευθερία και ό,τι καλούμε συνήθως προσωπική αυτονομία (= το να είναι κανείς δημιουργός της ζωής του). Συνεπώς, ένας νόμος που επιβάλλει λχ τις ζώνες ασφαλείας ή το προστατευτικό κράνος είναι πατερναλιστικός. Το πρώτο ερώτημα θα πρέπει να είναι λογικά τι εννοούμε όταν λέμε “με σκοπό”. Η απάντηση δεν είναι όσο απλή φαίνεται, αλλά, σε γενικές γραμμές, νομίζω ότι είναι απαραίτητο ο στόχος του νομοθέτη στο παραπάνω παράδειγμα να είναι το όφελος του οδηγού. Απλές “πατερναλιστικές” συνέπειες κάνουν, ενδεχομένως, ένα νόμο κακό αλλά όχι πατερναλιστικό. Ο σεβασμός στην πολιτική ελευθερία και την προσωπική αυτονομία είναι εκ των ουκ άνευ για το φιλελεύθερο και αυτό μοιάζει να καθιστά ασύμβατο τον πατερναλισμό με το φιλελευθερισμό. Αυτό φαίνεται πως αποτυπώνεται και στην περίφημη φράση του Μιλλ που έχουμε κουβεντιάσει εδώ και εδώ. Όμως υπάρχουν δύο αγκάθια: το πρώτο αφορά το προφανές γεγονός ότι κάποιον πατερναλισμό (το λεγόμενο ήπιο – weak ή soft) κάθε φιλελεύθερος είναι αποφασισμένος να τον δεχθεί – αλλιώς θα αφήναμε έφηβους, διανοητικά ασθενείς κλπ στην “αυτονομία” τους και, κατά συνέπεια, στην μοίρα τους. Το δεύτερο είναι το επίσης προφανές ερώτημα “γιατί”. Γιατί όταν κάποιος κάνει κάτι αυτοκαταστροφικό να καθόμαστε να τον χαζεύουμε αμέριμνοι; Ο Μιλλ λύνει το θέμα με ωφελιμιστικό τρόπο που είναι προφανώς ατυχής αλλά η συζήτηση αυτή δεν μπορεί να γίνει εδώ. Αρκεί να υπενθυμισθεί ότι πολλοί φιλελεύθεροι στοχαστές δέχονται ορισμένα είδη welfare paternalism με πιο πειστικό επιχείρημα αυτό του R. Dworkin υπέρ του λεγόμενου volitional paternalism. Επανερχόμενος στα των ορισμών τελειώνω με το εξής: έχω την εντύπωση ότι ο πατερναλισμός δεν είναι, όπως διάβαζα σε μεταπτυχιακή εργασία δημοσιευμένη σε ιστότοπο του Πανεπιστημίου Αθηνών, το αντίθετο του κοινοτισμού! Κάθε άλλο: ο πατερναλιστής κινείται απο ένα -πολλάκις εσφαλμένο και επιζήμιο, αλλά πάντως- γνήσιο ενδιαφέρον για το άτομο. Πολλές φορές θα συνέφερε απείρως περισσότερο την κοινωνία να μην συμπεριφερθεί πατερναλιστικά – κλασικό παράδειγμα είναι η εξαιρετικά ασύμφορη υποχρεωτική αποτοξίνωση ή η πανάκριβη νοσηλεία ανθρώπων που θα προτιμούσαν να πεθάνουν. Εκτός, ίσως, αν είναι κανείς ηθικός πατερναλιστής, οπότε τα πράγματα περιπλέκονται και πάλι… Ως ενός σημείου πάντως μπορεί κανείς να είναι συνεπής φιλελεύθερος και ταυτοχρόνως να δέχεται κάποια είδη πατερναλισμού.
Read moreΑσκήσεις φιλελευθερισμού ΙΙ: μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαινόμαστε;